Τρίτη 31 Μαΐου 2016

Η ΚΑΘΑΡΗ ΚΑΡΔΙΑ ΕΙΝΑΙ ΘΡΟΝΟΣ ΘΕΟΥ

Τίποτε δέν εἶναι μεγαλύτερο ἀπό τήν καθαρή καρδιά, γιατί μιά τέτοια καρδιά γίνεται θρόνος τοῦ Θεοῦ. Καί τί εἶναι ἐνδοξότερο ἀπό τόν θρόνο τοῦ Θεοῦ; Ἀσφαλῶς τίποτα. Λέει ὁ Θεός γι’ αὐτούς πού ἔχουν καθαρή καρδιά: «θά κατοικήσω ἀνάμεσά τους καί θά πορεύομαι μαζί τους. Θά εἶμαι Θεός τους, κι αὐτοί θά εἶναι λαός μου» ( Β’ Κορ. 6, 16 )…
Ποιοί λοιπόν εἶναι εὐτυχέστεροι ἀπ’ αὐτούς τούς ἀνθρώπους;
Καί ἀπό ποιό ἀγαθό μπορεῖ νά μείνουν στερημένοι;
Δέν βρίσκονται ὅλα τ’ ἀγαθά καί τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στίς μακάριες ψυχές τους; Τί περισσότερο χρειάζονται; Τίποτα, στ’ ἀλήθεια, τίποτα! Γιατί ἔχουν στήν καρδιά τους τό μεγαλύτερο ἀγαθό: τόν ἴδιο τόν Θεό!
Πόσο πλανιοῦνται οἱ ἄνθρωποι πού ἀναζητοῦν τήν εὐτυχία μακριά ἀπό τόν ἑαυτό τους, στίς ξένες χῶρες καί στά ταξίδια, στόν πλοῦτο καί στή δόξα, στίς μεγάλες περιουσίες καί στίς ἀπολαύσεις, στίς ἡδονές καί σ’ ὅλες τίς χλιδές καί ματαιότητες, πού κατάληξή τους ἔχουν τήν πίκρα! Ἡ ἀνέγερση τοῦ πύργου τῆς εὐτυχίας ἔξω ἀπό τήν καρδιά μας, μοιάζει μέ οἰκοδόμηση κτιρίου σέ ἔδαφος πού σαλεύεται ἀπό συνεχεῖς σεισμούς. Σύντομα ἕνα τέτοιο οἰκοδόμημα θά σωριαστεῖ στή γῆ…
Ἀδελφοί μου! Ἡ εὐτυχία βρίσκεται μέσα στόν ἴδιο σας τόν ἑαυτό καί μακάριος εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού τό κατάλαβε αὐτό. Ἐξετάστε τήν καρδιά σας καί δεῖτε τήν πνευματική της κατάσταση.
Μήπως ἔχασε τήν παρρησία της πρός τόν Θεό; Μήπως ἡ συνείδηση διαμαρτύρεται γιά παράβαση τῶν ἐντολῶν Του; Μήπως σᾶς κατηγορεῖ γιά ἀδικίες, γιά ψέμματα, γιά παραμέληση τῶν καθηκόντων πρός τόν Θεό καί τόν πλησίον; Ἐρευνῆστε μήπως κακίες καί πάθη γέμισαν τήν καρδιά σας, μήπως γλίστρησε αὐτή σέ δρόμους στραβούς καί δύσβατους;…
Δυστυχῶς, ἐκεῖνος πού παραμέλησε τήν καρδιά του, στερήθηκε ὅλα τά ἀγαθά κι ἔπεσε σέ πλῆθος κακῶν. Ἔδιωξε τήν χαρά καί γέμισε μέ πίκρα, θλίψη καί στενοχώρια. Ἔδιωξε τήν εἰρήνη καί ἀπόκτησε ἄγχος, ταραχή καί τρόμο. Ἔδιωξε τήν ἀγάπη καί δέχθηκε τό μίσος. Ἔδιωξε, τέλος, ὅλα τά χαρίσματα καί τούς καρπούς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού δέχθηκε μέ τό Βάπτισμα καί οἰκειώθηκε ὅλες τίς κακίες ἐκεῖνες, πού κάνουν τόν ἄνθρωπο ἐλεεινό καί τρισάθλιο.
Ἀδελφοί μου! Ὁ Πολυέλεος Θεός θέλει τήν εὐτυχία ὅλων μας καί σ’ αὐτή καί στήν ἄλλη ζωή. Γι’ αὐτό ἴδρυσε τήν Ἁγία Του Ἐκκλησία. Γιά νά μᾶς καθαρίζει αὐτή ἀπό τήν ἁμαρτία, νά μᾶς ἁγιάζει, νά μᾶς συμφιλιώνει μαζί Του, νά μᾶς χαρίζει τίς εὐλογίες τοῦ οὐρανοῦ.
Ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἀνοιχτή τήν ἀγκαλιά της, γιά νά μᾶς ὑποδεχθεῖ. Ἄς τρέξουμε γρήγορα ὅσοι ἔχουμε βαριά τή συνείδηση. Ἄς τρέξουμε καί ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕτοιμη νά σηκώσει τό βαρύ φορτίο μας, νά μᾶς χαρίσει τήν παρρησία πρός τόν Θεό, νά γεμίσει τήν καρδιά μας μέ εὐτυχία καί μακαριότητα…
ΚΑΝΕ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΣΟΥ ΚΗΠΟ ΑΡΕΤΩΝ
ΚΑΙ ΟΧΙ ΕΡΗΜΟ ΠΑΘΩΝ!

ΤΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΚΡΥΟΛΟΓΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ

Τα πρώτα πνευματικά κρυολογήματα τα παιδιά τα παίρνουν από τα ανοιχτά παράθυρα των αισθήσεων των γονέων.
Περισσότερο τα κρυολογεί η μητέρα, όταν δεν είναι ντυμένη τη σεμνότητα και «μαδάει» με τή συμπεριφορά της τα παιδιά της.
Η αγία ζωή των γονέων πληροφορεί τις ψυχές των παιδιών και υποτάσσονται φυσιολογικά και μεγαλώνουν με ευλάβεια και δίχως ψυχολογικά τραύματα…

Ο ΑΓΙΟΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΤΟΥ ΣΑΡΩΦ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΛΑΒΕΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

Ο Γέροντας έδειχνε πάντοτε μεγάλη αυστηρότητα , όσον αφορά την κλοπή. Όταν έδινε οδηγίες στις αδελφές του, του Ντιβέιεβο, ήταν γενικά πολύ διαλλακτικός και επιεικής στους κανονισμούς του, όσον αφορά την προσευχή, το φαγητό κ.λ.π. Αλλά από την άλλη πλευρά απαιτούσε υπακοή και εργασία και επιπλέον έδινε την εντολή ότι εκείνες οι οποίες είχαν υποκύψει στο αμάρτημα της κλοπής δεν θάπρεπε να μένουν πια στην μονή, αλλά να απομακρύνονται αμέσως.
«Δεν υπάρχει τίποτε χειρότερο από έναν ληστή», έλεγε στην Ξένια Βασίλιεβνα. «Αυτός είναι αιτία πλήθους αμαρτιών» Μάλιστα είναι καλύτερα να κρατήσει κανείς κάποιον άσωτο, Μητέρα, γιατί αυτός καταστρέφει την δική του ψυχή και δίνει λόγο για αυτό ο ίδιος. Αλλά ο ληστής καταστρέφει τα πάντα , και τον εαυτό του και τον γείτονά του, Μητέρα».
Ο Γέροντας επέπληττε όχι μόνον τους απλούς ανθρώπους αλλά και τους ευγενείς, εάν έβλεπε ότι δεν μπορούν να σωθούν με την καλωσύνη.
Κάποτε ένας γαιοκτήμονας επιστρέφοντας από το ταξίδι του στην Κριμαία σταμάτησε στο Σαρώφ. Την ώρα της Λειτουργίας προσευχόταν γονατισμένος και με δάκρυα μπροστά σε μία εικόνα της Θεομήτορος. Ο Γέροντας ήταν στο ερημητήριο εκείνη την ημέρα. Έδωσαν στον ταξιδιώτη έναν δόκιμο από την μονή, για να τον οδηγήσει στον Γέροντα, αλλά ο Γέροντας αρνήθηκε να τον δεχθεί και είπε στον δόκιμο:
«Σε ικετεύω, στο όνομα του Κυρίου, να αποφεύγεις τέτοιους ανθρώπους στο μέλλον. Ο άνθρωπος αυτός είναι υποκριτής. Είναι μία παρά πολύ αξιοθρήνητη, χαμένη ψυχή».
Δεν μπορούσε να γίνει τίποτε. Ο οδηγός είπε στον άνθρωπο ότι ο Γέροντας είχε αρνηθεί να τον δει και καθώς επέστρεφαν στο μοναστήρι εξήγησε ευγενικά τον λόγο στον γαιοκτήμονα. Τότε ο άνθρωπος άρχισε να κλαίει με λυγμούς με πλήρη ειλικρίνεια και εξομολογήθηκε στον δόκιμο τις εσφαλμένες σκέψεις και προθέσεις του.
Ο Αρχιμανδρίτης Νίκων (Κονομπέιεφσκυ) , τον οποίο ο π. Σεραφείμ είχε ρωτήσει κατά την διάρκεια της συνομιλίας τους για τον μοναχισμό «μήπως τυχόν απεχθάνεται τον γάμο», κατέγραψε αργότερα μία περίπτωση κατά την οποία ο π. Σεραφείμ επέπληξε έναν υψηλόβαθμο αξιωματούχο.
Μόλις έφθασε με την οικογένειά του από το Νίζνι-Νόβγκοροντ, πήγε μερικές φορές στο κελλί του Αγίου να πάρει την ευλογία του. Όλα τα μέλη της οικογένειάς του είχαν ήδη αξιωθεί να πάρουν ευλογία∙ μόνον αυτόν δεν είχε δεχθεί ο Γέροντας. Όταν ο άνθρωπος αυτός χτύπησε την πόρτα , ο π. Σεραφείμ απάντησε από μέσα:
«Δεν είμαι στο σπίτι, δεν έχω χρόνο».
Αυτό επαναλήφθηκε πέντε φορές. Τότε εκείνος ζήτησε από τον Κονομπέιεφσκι , ο οποίος τότε ήταν νεαρός φοιτητής του Σεμιναρίου, να τον πάει στον Γέροντα. Είπαν την Ευχή και αμέσως ο π. Σεραφείμ άνοιξε την πόρτα και καλωσόρισε τον αξιωματούχο, σαν να μην είχε συμβεί τίποτε. Έπειτα του είπε:
«Σου είπα από την πόρτα ό,τι λένε οι υπηρέτες σου σε εκείνους που έρχονται σε σένα για τις διάφορες ανάγκες τους: “Ο κύριος δεν είναι στο σπίτι!” “Δεν έχει καθόλου χρόνο”! Εξοργίζοντας τον πλησίον σου με την άρνησή σου , εξοργίζεις τον Ίδιο τον Θεό»!
Ο κοσμικός στρατηγός δέχθηκε ταπεινά την επίπληξη , έβαλε μετάνοια πέφτοντας στα πόδια του Γέροντα, ενώπιον του φοιτητή του Σεμιναρίου, και υποσχέθηκε ποτέ ξανά στο μέλλον να μην επιτρέψει αυτήν την τακτική του ψεύδους η οποία είναι τόσο συνηθισμένη στους πλούσιους , αλλά είναι τόσο μεγάλος πειρασμός για τους φτωχούς επισκέπτες.
Ακόμη ο π. Σεραφείμ αρνιόταν μερικές φορές τα χρήματα που του έφερναν για την ανέγερση της μονής του ναού, ως «ακάθαρτα και όχι ευάρεστα στην Ουράνια Βασίλισσα». Κάποτε , η Αδελφή Ξένια Βασίλιεβνα ήρθε σε αυτόν και δίχως να πει το όνομα του δωρητή, χαρούμενα του ανακοίνωσε ότι είχαν λάβει την  υπόσχεση πως θα κτιζόταν ένας ναός στο Ντιβέιεβο. Αλλά ο Γέροντας απάντησε:
«Μην χαίρεσαι υπερβολικά και μην ελπίζεις πολύ στους ευεργέτες . Και ποιός σου το υποσχέθηκε αυτό, χαρά μου;»
«Ο Προκουντίν», απάντησε η Ξένια.
«Εκείνος ο άνθρωπος»! αναφώνησε ο π. Σεραφείμ. «Δεν μπορείς να πάρεις εκείνα τα χρήματα για κανένα λόγο, Μητέρα, και πρέπει να αρνηθείς. Έχει ήδη μιλήσει σε εμένα και στον Μίσενκα σχετικά με αυτό, αλλά δεν του έδωσα την συγκατάθεσή μου, Μητέρα. Να θυμάσαι μια για πάντα, δεν είναι ευάρεστα στον Κύριο και στην Πάναγνη Μητέρα Του όλα τα είδη των χρημάτων. Και δεν θα μπουν στην Γυναικεία Μονή μου οποιασδήποτε προέλευσης χρήματα. Και τί σημασία έχει, αν κάποιοι άνθρωποι θα ήταν πάρα πολύ ευχαριστημένοι να δώσουν, αρκεί και μόνον να τους το ζητούσαμε! Αλλά η Ουράνια Βασίλισσα δεν θα δεχθεί οποιασδήποτε προέλευσης χρήματα. Κοίταξε τί χρήματα είναι! Υπάρχουν τα χρήματα της αδικίας, των δακρύων και του αίματος. Δεν έχουμε ανάγκη από τέτοια χρήματα. Δεν πρέπει να τα δεχθούμε, Μητέρα»!…

Ο ΠΟΝΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ


Του Γέροντος Εφραίμ Φιλοθεΐτη
Συγκλονίζει την ανθρώπινη ύπαρξη ο πόνος.
Είναι φωτιά, καμίνι, που καίει και κατακαίει. Είναι καταιγίδα και τρικυμία.
 «Τα σπλάχνα μου και η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν», λέει ο Σολομών. Είναι στιγμές που οι δοκιμασίες έρχονται απανωτές, η μία μετά την άλλη η και όλες μαζί. Πολύ βαρύς τότε ο σταυρός. Η αγωνία κορυφώνεται. Η ψυχή ζορίζεται τόσο, ώστε είναι έτοιμη να λυγίσει. Όλα φαίνονται μαύρα, κατάμαυρα. Παντού σκοτεινιά, παντού αδιέξοδα.

Δευτέρα 30 Μαΐου 2016

ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΙΣΑΑΚΙΟΥ, ΤΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ ΚΑΙ ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΔΑΛΜΑΤΩΝ


Τη μνήμης του Οσίου Ισαακίου του Ομολογητού και Ηγουμένου της Μονής Δαλμάτων τιμά σήμερα, 30 Μαΐου, η Εκκλησία μας.
Ο Όσιος Ισαάκιος καταγόταν από την Συρία και έζησε στα χρόνια του βασιλιά Ουάλη (364 μ. Χ.), που ήταν υποστηρικτής των Αρειανών. Κάποτε οι Οστρογότθοι, παρά την απαγόρευση της κυβέρνησης, κατασκήνωσαν στη Θράκη και απειλούσαν την Κωνσταντινούπολη. Τότε ο Ουάλης αναγκάσθηκε να βαδίσει εναντίον τους.
Ο Ισαάκιος, που ήταν ηγούμενος στη Μονή Δαλμάτων, βγήκε και συνάντησε τον πολέμιο των ορθοδόξων Ουάλη, και αφού έπιασε από τα χαλινάρια το άλογο του, του είπε: «Άπόδος ταις ποίμναις τους αρίστους νομέας και λήψη την νίκην άπονητί ει δε τούτων μηδέν δεδρακώς παρατάξαιο, μαθήσει τη πείρα ότι σκληρόν το προς κέντρα λακτίζειν ούτε γαρ έπανήξεις και προσαπολέσεις την στρατιάν» (Πράξεις των Αποστόλων, κστ' 14).
Δηλαδή, δώσε στά ποίμνια τους άριστους ποιμένες και χωρίς κόπους θα πάρεις τη νίκη. Αν, όμως, δεν αποδεχθείς αυτά που σου λέω και δε συμφωνήσεις μαζί τους, θα μάθεις από την πείρα ότι είναι σκληρό πράγμα να κλωτσάς στα καρφιά. Διότι ούτε εσύ πρόκειται να γυρίσεις από τον πόλεμο, και σύντομα θα χάσεις και το στράτευμα.
Ο Ουάλης όχι μόνο δεν πείσθηκε από τα λόγια του ηγουμένου, αλλά αφού τον ειρωνεύθηκε, τον έριξε μέσα σε ένα κρημνώδες φαράγγι. Ο Ισαάκιος από θαύμα δεν έπαθε απολύτως τίποτα. Ο δε Ουάλης έπαθε αυτά που προφήτευσε ο Άγιος ηγούμενος.
Στις 9 Αυγούστου του 378 μ.Χ., διεξήχθη γύρω από την Αδριανούπολη σφοδρή μάχη, κατά την οποία ο αυτοκρατορικός στρατός κατατροπώθηκε, αφού φονεύθηκαν πολλοί από τους άριστους στρατηγούς του. Ο Ουάλης, καταφεύγοντας εντός αχυρώνος, για να σωθεί, κάηκε ζωντανός, μαζί με τον αρχιστράτηγό του.
Ως ηγούμενος παρευρέθηκε στη Β' Οικουμενική Σύνοδο, που συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη το 381 μ.Χ., συντελώντας τα μέγιστα στην επιτυχία αυτής.
Προαισθανόμενος το τέλος του, αφού διόρισε διάδοχό του τον Όσιο Δαλμάτιο (τιμάται 3 Αυγούστου), κοιμήθηκε με ειρήνη σε βαθύ γήρας το 396 μ.Χ.
Η μνήμη του Οσίου Ισαάκιου επαναλαμβάνεται και στις 3 Αυγούστου.
Απολυτίκιο:
Ήχος γ'. Θείας πίστεως.
Τύπος πέφηνας, τής εγκρατείας, καί εδραίωμα, τής Εκκλησίας, Ισαάκιε Πατέρων αγλάϊσμα εν αρεταίς γάρ φαιδρύνας τόν βίον σου, Ορθοδοξίας τόν λόγον ετράνωσας. Πάτερ Όσιε, Χριστόν τόν Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαο ημίν τό μέγα έλεος.

ΚΑΠΟΙΕΣ ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΘΕΑΡΕΣΤΟΥ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ

proseyxi2Αρχ. Αρσένιος Κατερέλλος
Η προσευχή, για να είναι θεάρεστη, εκτός του ότι πρέπει να είναι τελωνική και να μην έχωμε εχθρότητες προς τους άλλους, πρέπει να συνοδεύεται και από κρυφές ελεημοσύνες, όπως έκανε ο Κορνήλιος.
Ο Κύριος αρέσκεται να βλέπη τον κρυφό πνευματικό μας αγώνα. Πρέπει να ελεούμε χωρίς να κάνωμε διαφήμιση, δήθεν για να ωφεληθούν οι άλλοι. Ο Κύριος όταν βλέπη τον κρυφό μας αγώνα και τις ελεημοσύνες μας, όταν κρίνη, θα το αποδώση εις το φανερόν, εάν αυτό είναι απαραίτητο και χρήσιμο για εμάς.
Γενικώτερα, οφείλομε να έχωμε καρδίαν ελεήμονα που να καίγεται από αγάπη για όλην την κτίσι.
Μαζί με την προσευχή πρέπει να υπάρχη και η ταπείνωσις του σώματος με ποικίλη άσκησι.
Η προσευχή πρέπει να προβάλλη κυρίως πνευματικά αιτήματα. Αν έχωμε σωστή πνευματική τοποθέτησι, θα έχωμε λιγώτερη αγωνία για τα καθημερινά μας, πιο εύκολα θα πετυχαίνωμε σ᾽ αυτά και θα μεγιστοποιήσωμε την πνευματική μας πρόοδο.
Πρέπει να προσευχώμεθα με ακλόνητη πίστι στην Πρόνοιά του Θεού. Χρειάζεται πλήρης εμπιστοσύνη στο ότι τελικά ο Θεός δεν θα μας αφήση να πειρασθούμε παραπάνω απ᾽ ο,τι μπορούμε να αντέξωμε και ότι θα δώση, την κατάλληλη στιγμή, την αισία έκβασι, εάν αυτή είναι συμφέρουσα όχι τόσο για το προσωρινό, αλλά για το αιώνιο συμφέρον μας. Πολλές φορές, όμως αυτα τα δύο μοιραίως αντικρούονται.
Επίσης, πρέπει καρτερικώς να προσευχώμεθα, όχι μόνον όταν έχωμε όρεξι, αλλά και στον καιρό της πνευματικής ξηρασίας.
Πάνω απ᾽ όλα πρέπει να εφαρμόζωμε χριστοκεντρικώς όλες τις εντολές.
Η προσευχή είναι ένα μέσον να πλησιάσωμε τον Θεό διά της καθάρσεως εκ των παθών. Όχι να κάνωμε προσευχή και να περιποιούμεθα τα πάθη μας, διότι όταν γίνεται αυτό, και μάλιστα εν συνειδήσει, αν δεν προσέξωμε, μπορεί να πέσωμε ακόμη και σε πλάνη. Ο πρώτος καρπός της προσευχής είναι να φωτισθούμε να αποβάλλωμε τα πάθη μας.

ΘΑ ΔΕΧΟΤΑΝ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΤΟΣΗ ΛΑΜΨΗ ΣΤΙΣ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ;


του Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς Επισκ. Αχρίδος - Απάντηση σε μια επιστολή
Στο προηγούμενο γράμμα μου απαντάτε πάλι με ερώτηση: «Θα ανεχόταν ο Χριστός τόση λάμψη στην Εκκλησία;».
Οπωσδήποτε. Το ανεχόταν και τότε, θα το ανεχόταν και τώρα. Τότε υπήρχε στα Ιεροσόλυμα ο ναός του Σολομώντα, ένα από τα σπάνια θαύματα της αρχιτεκτονικής και πολυτέλειας στον κόσμο.
Τούτος ο ναός είχε περισσότερο χρυσό και πολύτιμες πέτρες εσωτερικά απ’ ό,τι έχουν σήμερα όλοι οι χριστιανικοί ναοί στα Βαλκάνια.
«Και όλον τον οίκον περιέσχε χρυσίω έως συντέλειας παντός του οίκου» (Γ’ Βασ. 6,22). Σ’ αυτό το ναό έμπαινε ο Χριστός πολλές φορές, όμως ποτέ δεν εξέφρασε τη δική σας σκέψη, ότι θα έπρεπε όλα αυτά να μεταμορφωθούν σε ψωμί και να φαγωθούν.
Αυτός προέβλεψε την κατάρρευση αυτού του ναού και ο ναός καταστράφηκε, αλλά όχι εξαιτίας του χρυσού στον ναό, αλλά εξαιτίας της λάσπης στις ανθρώπινες ψυχές. Εμένα με ευχαριστεί που δείχνετε ελεήμων προς τους φτωχούς, αλλά ακόμα περισσότερο θα με ευχαριστούσε εάν δείχνατε ελεήμων με τη δική σας περιουσία και όχι των άλλων.
Δεν θα ήθελα να σας δω όμως στήν ίδια πλευρά με τον Ιούδα. Θα θυμάστε πώς ο Ιούδας θέλησε κάποτε να φανεί πιο ελεήμων από τον Χριστό… Διαβάστε το δωδέκατο κεφάλαιο του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου. Κάποια γυναίκα πήρε ένα μπουκαλάκι με πολύτιμο μύρο νάρδου και άλειψε τα πόδια του Ιησού. Ο Ιούδας, ο οποίος αργότερα πρόδωσε τον δάσκαλο του για τα λεφτά, θύμωσε και φώναξε: «Διατί τούτο το μύρον ουκ επράθη τριακοσίων δηναρίων και εδόθη πτωχοίς;» (Ιωάν. 12,5). Σ’ αυτό του απάντησε ο στοργικός Κύριος, που ήταν καθ’ οδόν να δώσει και τη ζωή Του για τούς φτωχούς: «Τους πτωχούς γάρ πάντοτε έχετε μεθ’ εαυτών, εμέ δε ου πάντοτε έχετε» (Ιωάν. 12,8).
Ακούστε, λοιπόν, τι θα σας πω: εάν όλοι εμείς είχαμε πάντα τον Χριστό μαζί μας, δεν θα υπήρχαν φτωχοί ανάμεσα μας. Εκείνοι οι οποίοι έχουν τον Χριστό μαζί τους, εκείνοι προσέφεραν στην Εκκλησία όλα αυτά που εσείς ονομάζετε «λάμψη». Εκείνοι οι ίδιοι δίνουν τα μέγιστα στους φτωχούς. Η αγάπη προς τον ζωντανό Χριστό τους σπρώχνει και στις δύο θυσίες: στη θυσία προς την Εκκλησία τους και στη θυσία προς τα φτωχά αδέλφια τους. Ενώ εκείνοι που δεν έχουν τον Χριστό μαζί τους, δεν έχουν ούτε τούς φτωχούς μαζί τους. Εκείνοι θα ήθελαν να πάρουν από την Εκκλησία και να δώσουν στους φτωχούς, για να μη δίνουν τα δικά τους και για να μην τούς ενοχλούν οι φτωχοί. Αυτός είναι ο βαθύτερος πειρασμός, πού κάνει αυθάδη περίπατο ανάμεσα μας με το προσωπείο της ευεργεσίας.

Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ

Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία μόνο κατ' όνομα υπήρχε τις παραμονές της Άλωσης. Ήταν περιορισμένη, κυρίως, στην περιοχή γύρω από την Κωνσταντινούπολη και σε κάποιες σκόρπιες περιοχές, όπως το Δεσποτάτο του Μυστρά. Οι θρησκευτικές έριδες, οι εμφύλιες διαμάχες, οι σταυροφορίες, η επικράτηση του φεουδαρχισμού και η εμφάνιση πολλών και επικίνδυνων εχθρών στα σύνορά της είχαν καταστήσει την πάλαι ποτέ Αυτοκρατορία ένα «φάντασμα» του ένδοξου παρελθόντος της.
Το Βυζάντιο σ' εκείνη την κρίσιμη στιγμή της ιστορίας του με την οθωμανική λαίλαπα προ των πυλών του, δεν μπορούσε να ελπίζει παρά μόνο στη βοήθεια της καθολικής Ευρώπης, η οποία όμως ήταν μισητή στους κατοίκους της Κωνσταντινούλης. Η ύπαρξη «Ενωτικών» και «Ανθενωτικών» δίχαζε τους Βυζαντινούς. Ωστόσο, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος έκανε μία απέλπιδα προσπάθεια, στέλνοντας πρεσβεία στον πάπα Νικόλαο Ε' για να ζητήσει βοήθεια. Ο Πάπας έβαλε και πάλι ως όρο την Ένωση των Εκκλησιών, αλλά αποδέχθηκε το αίτημα του αυτοκράτορα να στείλει στην Κωνσταντινούπολη ιερείς, προκειμένου να πείσουν τον λαό για την αναγκαιότητα της Ένωσης.
Η τελευταία πολιορκία της Κωνσταντινούπολης (γαλλική μινιατούρα, 15ος αιώνας)
Οι απεσταλμένοι του Πάπα, καρδινάλιος Ισίδωρος και ο αρχιεπίσκοπος Μυτιλήνης Λεονάρδος, λειτούργησαν στην Αγία Σοφία, προκαλώντας την αντίδραση του κόσμου, που ξεχύθηκε στους δρόμους και γέμισε τις εκκλησίες, όπου λειτουργούσαν οι ανθενωτικοί με επικεφαλής τον μετέπειτα πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο. Το σύνθημα που κυριαρχούσε ήταν «Την γαρ Λατίνων ούτε βοήθειαν ούτε την ένωσιν χρήζομεν. Απέστω αφ' ημών η των αζύμων λατρεία».
Το μίσος για τους Λατίνους δεν απέρρεε μόνο από δογματικούς λόγους. Η λαϊκή ψυχή δεν είχε ξεχάσει τη βαρβαρότητα που επέδειξαν οι Σταυροφόροι στην Πρώτη Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204, ενώ αντιδρούσε στην οικονομική διείσδυση της Βενετίας και της Γένουας, που είχε φέρει στα πρόθυρα εξαθλίωσης τους κατοίκους της Αυτοκρατορίας, αλλά και στην καταπίεση των ορθοδόξων στις περιοχές, όπου κυριαρχούσαν οι καθολικοί.
Αντίθετα, οι Οθωμανοί φαίνεται ότι συμπεριφέρονταν καλύτερα προς τους χριστιανούς. Πολλοί χριστιανοί είχαν υψηλές θέσεις στην οθωμανική διοίκηση, ακόμη και στο στράτευμα, ενώ κυριαρχούσαν στο εμπόριο. Οι χωρικοί πλήρωναν λιγότερους φόρους και ζούσαν με ασφάλεια. Έτσι, στην Κωνσταντινούπολη είχε σχηματισθεί μία μερίδα που διέκειτο ευνοϊκά προς τους Οθωμανούς. Την παράταξη αυτή εξέφραζε ο Λουκάς Νοταράς με τη φράση «Κρειττότερον εστίν ειδέναι εν μέση τη πόλει φακιόλιον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν λατινικήν».
Από τις αρχές του 1453 ο Μωάμεθ προετοιμαζόταν για την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Με έδρα την Ανδριανούπολη συγκρότησε στρατό 150.000 ανδρών και ναυτικό 400 πλοίων. Ξεχώριζε το πυροβολικό του, που ήταν ό,τι πιο σύγχρονο για εκείνη την εποχή και ιδιαίτερα το τεράστιο πολιορκητικό κανόνι, που είχαν φτιάξει Σάξωνες τεχνίτες. Στις 7 Απριλίου, ο σουλτάνος έστησε τη σκηνή του μπροστά από την Πύλη του Αγίου Ρωμανού και κήρυξε επίσημα την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης.
Η είσοδος του Μωάμεθ Β΄ στην Κωνσταντινούπολη (πίνακας του Ζαν-Ζοζέφ Μπενζαμέν Κονστάντ, 19ος αιώνας)
Ο αγώνας ήταν άνισος για τους Βυζαντινούς, που είχαν να αντιπαρατάξουν μόλις 7.000 άνδρες, οι 2.000 από τους οποίους μισθοφόροι, κυρίως Ενετοί και Γενουάτες, ενώ στην Πόλη είχαν απομείνει περίπου 50.000 κάτοικοι με προβλήματα επισιτισμού.
Η Βασιλεύουσα περιβαλλόταν από ξηράς με διπλό τείχος και τάφρο. Το τείχος αυτό, που επί 1000 χρόνια είχε βοηθήσει την Κωνσταντινούπολη να αποκρούσει νικηφόρα όλες τις επιθέσεις των εχθρών της, τώρα ήταν έρμαιο του πυροβολικού του σουλτάνου, που από τις 12 Απριλίου άρχισε καθημερινούς κανονιοβολισμούς.
Οι Τούρκοι προσπάθησαν πολλές φορές να σπάσουν την αλυσίδα που έφραζε τον Κεράτιο κόλπο και προστάτευε την ανατολική πλευρά της Κωνσταντινούπολης. Στις 20 Απριλίου ένας στολίσκος με εφόδια υπό τον πλοίαρχο Φλαντανελλά κατορθώνει να διασπάσει τον τουρκικό κλοιό μετά από φοβερή ναυμαχία και να εισέλθει στον Κεράτιο, αναπτερώνοντας τις ελπίδες των πολιορκούμενων.
Ο Μωάμεθ κατάλαβε αμέσως ότι μόνο το πυροβολικό του δεν έφθανε για την εκπόρθηση της Πόλης, εφόσον παρέμεινε απρόσβλητος ο Κεράτιος. Με τη βοήθεια ενός ιταλού μηχανικού κατασκεύασε δίολκο και τη νύχτα της 21ης προς την 22α Απριλίου, περίπου 70 πλοία σύρθηκαν από τον Βόσπορο προς τον Κεράτιο. Η κατάσταση για τους πολιορκούμενους έγινε πλέον απελπιστική, καθώς έπρεπε να αποσπάσουν δυνάμεις από τα τείχη για να προστατεύσουν την Πόλη από την πλευρά του Κεράτιου, όπου δεν υπήρχαν τείχη.
Η τελική έφοδος των Οθωμανών έγινε το πρωί της 29ης Μαΐου 1453. Κατά χιλιάδες οι στρατιώτες του Μωάμεθ εφόρμησαν στη σχεδόν ανυπεράσπιστη πόλη και την κατέλαβαν μέσα σε λίγες ώρες. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, που νωρίτερα απέκρουσε με υπερηφάνεια τις προτάσεις συνθηκολόγησης του Μωάμεθ, έπεσε ηρωικά μαχόμενος. Αφού έσφαξαν τους υπερασπιστές της Πόλης, οι Οθωμανοί Τούρκοι προέβησαν σε εκτεταμένες λεηλασίες και εξανδραποδισμούς. Το βράδυ, ο Μωάμεθ ο Πορθητής εισήλθε πανηγυρικά στην Αγία Σοφία και προσευχήθηκε στον Αλλάχ «αναβάς επί της Αγίας Τραπέζης», όπως αναφέρουν οι χρονικογράφοι της εποχής.

ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΙΕΡΕΜΙΑΣ:ΝΑ ΠΑΡΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ



Ο ΠΟΝΟΣ ΜΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΑΜΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
1. Η σημερινή ημέρα 29 Μαίου, αδελφοί μου χριστιανοί, μιλάει πολύ πονετικά στην καρδιά ημών των Ελλήνων. Γιατί τέτοια μέρα, 29 Μαίου 1453, ημέρα Τρίτη, έπεσε η Κωνσταντινούπολη, η πρωτεύουσα του Βυζαντίου, στα χέρια των Τούρκων.
 Οι χιλιάδες Μουσουλμάνοι στρατιώτες, μεθυσμένοι από τον θρίαμβο της νίκης, δεν είχαν κανένα φραγμό στις βιαιοπραγίες τους προς την κατακτηθείσα πόλη. Δεν σεβάστηκαν και δεν λυπήθηκαν κανένα. Ούτε μικρά παιδιά, ούτε γυναίκες, ούτε ιερείς, ούτε μοναχούς και μοναχές. Πέρναγαν από το στόμα του μαχαιριού όσους έβρισκαν μπροστά τους. Οι σκηνές που συνέβηκαν ήταν οι χειρότερες στην ανθρώπινη ιστορία. Έγινε ο,τι το χειρότερο μπορεί να φανταστεί κανείς. Με βίαιο και με ωμό τρόπο έπαιρναν τα τρυφερά παιδιά από τα χέρια των μανάδων τους και τα έσφαζαν. Και αφού κουράστηκαν να σφάζουν, τότε, μοιρασμένοι σε συμμορίες, έμπαιναν στα σπίτια των αρχόντων, αλλά και όλων τα σπίτια, για να αρπάξουν και για να κατακλέψουν. Το χειρότερο όμως ήταν η βεβήλωση που έκαναν στους ιερούς Ναούς και σ᾽ αυτό το θαύμα των αιώνων, τον περίφημο Ναό της Αγιάς Σοφιάς. Ποδοπατούσαν τις εικόνες της και τα άγια Λείψανά της, έπαιρναν τα άγια Ποτήρια και τα διαπόμπευαν και τα χρησιμοποιούσαν για να μεθάνε, ξέσχιζαν και έκαιγαν ιερά βιβλία, φόραγαν εμπαικτικά τα άμφια των ιερέων και γενικά έκαναν τα χειρότερα αίσχη αυτοί οι πρόδρομοι του Αντιχρίστου. Κατά μία πληροφορία κάποιου χρονογράφου οι Τούρκοι εγκατέστησαν πόρνες στην Αγία Σοφία και έφτιαξαν στάβλους για τα άλογά τους. Μία φρικαλέα και αιματοβαμμένη έρημος κατάντησε μέσα σε τρεις μέρες η άλλοτε τεράστια και πλούσια και ένδοξη βασιλεύουσα πόλη. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο όλοι οι κάτοικοι ή σφάχτηκαν ή πουλήθηκαν σε μακρυνούς τόπους ή τους μετέφεραν στην Ασία.
2. Είναι σημαντικό όμως να πούμε και το εξής παρακάτω: Την ώρα που οι Τούρκοι μπήκαν στην Αγιά Σοφιά για να την μιάνουν και να την καταστρέψουν, ήταν σ᾽ αυτήν πάρα πολλοί ιερείς, εκατοντάδες, οι οποίοι, φορώντας τα άμφιά τους, τελούσαν στο βάθος του μεγάλου Ναού την θεία Λειτουργία. Η τύχη και αυτών ήταν παρόμοια με την τύχη των πιστών, που βρίσκονταν μέσα στον Ναό. Τους συνέλαβαν, τους έγδυσαν και τους έδεσαν. Άλλους τους έσφαξαν και άλλους τους πούλησαν σαν δούλους. Υπάρχει όμως και ένας παρήγορος θρύλος, που διατηρείται μέχρι σήμερα. Ο θρύλος λέει ότι την ώρα που τα μανιασμένα στίφη των Τούρκων δολοφόνων παραβίαζαν τις πόρτες της Αγίας Σοφίας, ανοίχτηκε ξαφνικά ο τοίχος πίσω από το Άγιο Βήμα. Τότε ο ιερέας, που τελούσε την Θεία Λειτουργία, πήρε το Δισκοπότηρο, μπήκε στον τοίχο αυτόν και εξαφανίστηκε. Έπειτα ο τοίχος έκλεισε αστραπιαία. Ο θρύλος αυτός μας λέει ότι, όταν ευδοκήσει ο Θεός και η Αγιά Σοφιά γίνει πάλι δική μας, θα βγεί απ᾽ αυτόν τον τοίχο ο ίδιος ιερέας και θα συνεχίσει πάνω στην Αγία Τράπεζα την Θεία Λειτουργία, που διέκοψε πριν από πεντακόσια εξήντα τρία χρόνια, με την εισβολή στον Ναό των προδρόμων του Αντιχρίστου.
3. Έδωσε ο Θεός, χριστιανοί μου, και ελευθερωθήκαμε και τινάξαμε τον τουρκικό ζυγό. Μα την Κωνσταντινούπολη την πατούν ακόμη τα πόδια των παιδιών της Άγαρ και στην Αγιά Σοφιά μας δεν μπορούμε να τελέσουμε την Θεία Λειτουργία. Γι᾽ αυτό θερμή από την καρδιά ας ανεβαίνει η προσευχή μας στους αγίους μας:
«Βοήθα άγιε Γιώργη
και συ άγιε Κοσμά
να πάρουμε την Πόλη
και την Αγιά Σοφιά»!
Αμήν Παναγία μου!
Με πολλές ευχές,
† Ο Μητροπολίτης Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως Ιερεμίας

ΟΙ ΑΛΗΘΙΝΟΙ ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΕΣ

samaria3
Του π. Γεωργίου Οικονόμου, Δρ. Θεολογίας

Πέμπτη, ήδη, Κυριακή του Πεντηκοσταρίου, με την Χάρι του Θεού και η αγία μας Εκκλησία τιμά και εορτάζει την Αγία Φωτεινή την Σαμαρείτιδα.
Αγία, για την οποία χαίρει σήμερα και πανηγυρίζει λαμπρά σύσσωμη η Αγία Εκκλησία του Θεού και όλοι οι χριστιανοί! Γιατί η αγία Φωτεινή συνιστά ένα φωτεινό σύμβολο, έναν φάρο σωτηρίας.
Είναι ένα ζωντανό παράδειγμα της άπειρης αγάπης και του αφάτου ελέους του Τρισαγίου Θεού. Είναι η αγία, της οποίας ο βίος μας διδάσκει όχι μόνο να μην απελπιζόμαστε για τις αμαρτίες και την προ Χριστού διαγωγή μας, αλλά να στηρίζουμε ακλόνητα την ελπίδα και την εμπιστοσύνη μας στην θεία μακροθυμία.
Η αγία Φωτεινή είναι αυτή, που γκρέμισε συθέμελα κάθε ηθικιστική προσέγγιση του χριστιανισμού και βεβαίωσε περίτρανα και στην πράξη τον παύλειο λόγο περί του Θεού ότι˙ πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν[1].
Αλλά και τα ίδια εκείνα τα Κυριακά λόγια˙ οὐ γὰρ ἦλθον ἵνα κρίνω τὸν κόσμον, ἀλλ' ἵνα σώσω τὸν κόσμον[2].
Ο λόγος αυτός του Χριστού εικονίζεται και σαρκώνεται πολύ παραστατικά στην συνάντηση με την γυναίκα εκείνη, την διττά αμαρτωλή και ακάθαρτη.
Ακάθαρτη, σύμφωνα με τους Ιουδαίους, γιατί οι Σαμαρείτες, είχαν νοθεύσει συγκρητιστικά την ιουδαϊκή πίστη με ειδωλολατρικά στοιχεία, και για αυτό όχι μόνο δεν συναναστρέφονταν μαζί τους αλλά τους θεωρούσαν αναξίους ακόμα και του χαιρετισμού τους.
Για αυτό απορεί η Σαμαρείτιδα πως ο Ιησούς καταδέχεται και συνομιλεί μαζί της. Ο Κύριος, όμως, δεν θα μπορούσε να υιοθετήσει αυτήν την σκληρόκαρδη στάση των συμπατριωτών Του, γιατί Αυτός είναι ο αγαθός Πατέρας όλων των ανθρώπων.
Βλέπει το κατ'εικόνα στα πρόσωπά τους και αγωνιά για την σωτηρία τους. Έτσι, όταν συναντά την γυναίκα στο φρέαρ του Ιακώβ, της μιλά με πατρική αγάπη και την παρακαλεί να του δώσει λίγο νερό.
Στο ξάφνιασμά της, πώς γίνεται ένας ιουδαίος να ζητά νερό από αυτήν, της απαντά λέγοντας ότι, εάν γνώριζε την δωρεά του Θεού και Ποιος είναι αυτός που της ζητά νερό, αυτή θα Του ζητούσε πρώτη το ζωντανό νερό.
Στην απορία και πάλι της Σαμαρείτιδος πώς θα μπορούσε να της δώσει νερό, χωρίς να έχει άντλημα, ο Ιησούς της απαντά ότι όποιος πιει το νερό που προσφέρει Αυτός, δεν θα διψάσει στους αιώνες και ότι το νερό αυτό γίνεται μέσα στον άνθρωπο πηγή αιώνιας ζωής.
Ο διάλογος συνεχίζεται με την Σαμαρείτιδα να ζητά αυτό το νερό και ο Κύριος να την στέλνει να φωνάξει τον άντρα της.
Τότε ο Ιησούς της αποκαλύπτει με διακριτικό και όχι κατακριτικό τρόπο την αμαρτωλή διαγωγή της, ότι συζεί παράνομα με κάποιον άντρα, τον έκτο κατά σειρά, και την καλεί σε μετάνοια.
Από την συνάντηση αυτή αξίζει οπωσδήποτε να σημειώσουμε ότι ενώ η Σαμαρείτις είναι ακάθαρτη και αμαρτωλή όχι μόνο δεν αποκλείεται από την θεία αγάπη αλλά την προσλαμβάνει άφθονη και πλημμυρίζει από αυτή.
Αυτό βεβαιώνεται από τα ακόμα πιο συγκλονιστικά γεγονότα και τους διαλόγους, που ακολουθούν. Γιατί η γυναίκα θεωρώντας τον Ιησού ως προφήτη τον ερωτά σε ποιο όρος πρέπει να λατρεύουν τον Θεό, καθώς αλλού τον λάτρευαν οι Ισραηλίτες και αλλού οι Σαμαρείτες, για να διδάξει στην συνέχεια ο Χριστός με την απάντησή Του τα εξής σπουδαία περί της λατρείας του Θεού.
Ότι οι αληθινοί προσκυνητές λατρεύουν τον Θεό εν πνεύματι και αληθεία. Ο Θεός είναι πανταχού παρών και τα πάντα πληρών και δεν μπορεί να περιορίζεται σε κάποιο τόπο η λατρεία Του.
Όπως τόνισε και ο Απόστολος Παύλος, άλλωστε˙ ὁ Θεὸς ὁ ποιήσας τὸν κόσμον καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτῷ, οὗτος οὐρανοῦ καὶ γῆς Κύριος ὑπάρχων οὐκ ἐν χειροποιήτοις ναοῖς κατοικεῖ[3].
Ο ἀχώρητος παντί Θεός, λοιπόν, λατρεύεται παντού εν πνεύματι και αληθεία. Κυρίως και πρωτίστως, στον άγιο ναό Του. Στην Εκκλησία και στο άγιο θυσιαστήριο. Αλλά όχι μόνο εκεί.
Θυσιαστήριο εν πνεύματι είναι και η καρδιά μας, καθώς και πάλι, σύμφωνα με τον Απόστολο των εθνών Παύλο˙ τὸ σῶμα ὑμῶν ναὸς τοῦ ἐν ὑμῖν ἁγίου Πνεύματός ἐστιν[4].
Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι εκτός από την εκκλησία μπορούμε να λατρεύουμε τον Θεό οπουδήποτε και οποτεδήποτε.
Στο εικονοστάσι του σπιτιού μας, αφού ανάψουμε ευλαβικά το καντηλάκι και το θυμίαμα. Στο αυτοκίνητο πηγαίνοντας στην δουλειά μας και επιστρέφοντας από αυτήν. Στο αστικό λεωφορείο.
Περπατώντας και εργαζόμενοι. Κάθε ώρα και κάθε στιγμή. Έτσι θα μπορέσουμε να εφαρμόσουμε και εμείς στην ζωή μας την παύλεια προτροπή στους Θεσσαλονικείς˙ ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε[5].
Διότι είναι λάθος να νομίζουμε ότι τα λόγια αυτά αφορούν μόνο τους μοναχούς και τους ασκητές.
Οι ευαγγελικές εντολές αφορούν όλους τους πιστούς και είναι πολύ διδακτικό να γνωρίζουμε ότι υπάρχουν αδελφοί μας, που κάνουν αυτόν τον αγώνα μέσα στον κόσμο, ανάμεσά μας, στην ενορία μας, στην γειτονιά μας.
Και τους αντιχαρίζει πλούσια ο καλός Θεός ως ευλογία την αληθινή, την εν πνεύματι και αληθεία προσευχή.
Την προσευχή, που αμελήσαμε να μάθουμε οι ίδιοι αλλά και να διδάξουμε στα παιδιά μας. Θέλουμε τα παιδιά μας να μάθουν γράμματα, να σπουδάσουν, να μορφωθούν. Αλλά δεν φροντίζουμε την πνευματική τους μόρφωση και μένουν εν τέλει αγράμματα στην πίστη.
Όμως, στα δύσκολα χρόνια, που ζούμε, η προσευχή η αληθινή είναι απαραίτητο εφόδιο, όπλο θα τολμούσαμε να πούμε. Ας ξεκινήσουμε μαθαίνοντας στα παιδιά μας το άλλοτε αυτονόητο, το˙ Πάτερ ἡμῶν. Και να τους το εξηγήσουμε.
Να γνωρίσουν ότι έχουν και ουράνιο Πατέρα, που πολύ μας αγαπά. Να μάθουμε την προσευχή του Παρακλήτου, το˙ Βασιλεῦ οὐράνιε. Την ευχή˙ Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ ἐλέησόν με.
Με την καθοδήγηση του πνευματικού, με τα μαθήματα των Κατηχητικών, με το παράδειγμα των γονέων, με την ευθύνη του αναδόχου. Πάνω απ' όλα με την φώτιση του Αγίου Πνεύματος.
Αποκαλυπτική σχετικά με το θέμα της προσευχής είναι η απάντηση του Χριστού στην Σαμαρείτιδα στην ερώτηση για τον τόπο προσκύνησης και λατρείας του Θεού˙οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ προσκυνήσουσι τῷ πατρὶ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ· καὶ γὰρ ὁ πατὴρ τοιούτους ζητεῖ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτόν. πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν[6].
Η συνάντηση της αγίας με τον Χριστό, λοιπόν, μας διδάσκει ακριβώς τον τρόπο να γίνουμε αληθινοί προσκυνητές, των οποίων η λατρεία και η προσκύνηση είναι ευάρεστη και ευπρόσδεκτη στο υπερουράνιο θυσιαστήριο.
Αληθινή προσκυνήτρια έγινε και η ίδια η αγία. Η αποκάλυψη του Μεσσία σε αυτήν την ακάθαρτη και αμαρτωλή γέννησε στην καρδιά της την μετάνοια.
Την οδήγησε στην αληθινή πίστη, την ανόθευτη και αγιασμένη. Την πίστη του Χριστού. Πίστη, που πλημμύρισε και έγινε πόθος και ζήλος ιεραποστολικός.
Και έτρεξε στην πόλη να διαλαλήσει ότι ο Χριστός βρίσκεται στον τόπο τους. Και από τότε ποτέ δεν έπαψε να κηρύττει την Αλήθεια. Το κήρυγμα του ευαγγελίου.
Και αξιώθηκε η αμαρτωλή αυτή γυναίκα να γίνει ισαπόστολος. Αλλά και μεγαλομάρτυς της Εκκλησίας σφραγίζοντας με το μαρτύριο της την αγάπη και την ομολογία της προς τον Κύριο Ιησού Χριστό.
Αυτόν που καταδέχτηκε να μιλήσει μαζί της στο φρέαρ του Ιακώβ και να την προσκαλέσει στην μετάνοια.
Πρόσκληση, που απευθύνει σε όλους μας ο Θεός αναμένοντας πάντα με ανέκφραστη πατρική αγάπη την επιστροφή μας κοντά Του, επιστροφή την οποία ευχόμαστε θερμά διά πρεσβειών της αγίας.

Σάββατο 28 Μαΐου 2016

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 29 ΜΑΪΟΥ 2016

a3
 Πράξεις ια΄19-30)
Ἐν ταις ημέραις εκείναις, οἱ διασπαρέντες ἀπὸ τῆς θλίψεως τῆς γενομένης ἐπὶ Στεφάνῳ διῆλθον ἕως Φοινίκης καὶ Κύπρου καὶ Ἀντιοχείας, μηδενὶ λαλοῦντες τὸν λόγον εἰ μὴ μόνον Ἰουδαίοις. Ἦσαν δέ τινες ἐξ αὐτῶν ἄνδρες Κύπριοι καὶ Κυρηναῖοι, οἵτινες εἰσελθόντες εἰς Ἀντιόχειαν ἐλάλουν πρὸς τοὺς Ἑλληνιστάς, εὐαγγελιζόμενοι τὸν Κύριον Ἰησοῦν. Καὶ ἦν χεὶρ Κυρίου μετ᾿ αὐτῶν, πολύς τε ἀριθμὸς πιστεύσας ἐπέστρεψεν ἐπὶ τὸν Κύριον.
Ἠκούσθη δὲ ὁ λόγος εἰς τὰ ὦτα τῆς ἐκκλησίας τῆς ἐν Ἱεροσολύμοις περὶ αὐτῶν, καὶ ἐξαπέστειλαν Βαρνάβαν διελθεῖν ἕως Ἀντιοχείας· ὃς παραγενόμενος καὶ ἰδὼν τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ ἐχάρη, καὶ παρεκάλει πάντας τῇ προθέσει τῆς καρδίας προσμένειν τῷ Κυρίῳ, ὅτι ἦν ἀνὴρ ἀγαθὸς καὶ πλήρης Πνεύματος Ἁγίου καὶ πίστεως καὶ προσετέθη ὄχλος ἱκανὸς τῷ Κυρίῳ. Ἐξῆλθε δὲ εἰς Ταρσὸν ὁ Βαρνάβας ἀναζητῆσαι Σαῦλον, καὶ εὑρὼν αὐτὸν ἤγαγεν αὐτὸν εἰς Ἀντιόχειαν.
Ἐγένετο δὲ αὐτοὺς ἐνιαυτὸν ὅλον συναχθῆναι ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ καὶ διδάξαι ὄχλον ἱκανόν, χρηματίσαι τε πρῶτον ἐν Ἀντιοχείᾳ τοὺς μαθητὰς Χριστιανούς. Ἐν ταύταις δὲ ταῖς ἡμέραις κατῆλθον ἀπὸ Ἱεροσολύμων προφῆται εἰς Ἀντιόχειαν· ἀναστὰς δὲ εἷς ἐξ αὐτῶν ὀνόματι Ἄγαβος ἐσήμανε διὰ τοῦ Πνεύματος λιμὸν μέγαν μέλλειν ἔσεσθαι ἐφ᾿ ὅλην τὴν οἰκουμένην· ὅστις καὶ ἐγένετο ἐπὶ Κλαυδίου Καίσαρος. Τῶν δὲ μαθητῶν καθὼς ηὐπορεῖτό τις, ὥρισαν ἕκαστος αὐτῶν εἰς διακονίαν πέμψαι τοῖς κατοικοῦσιν ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ ἀδελφοῖς· ὃ καὶ ἐποίησαν ἀποστείλαντες πρὸς τοὺς πρεσβυτέρους διὰ χειρὸς Βαρνάβα καὶ Σαύλου.

Ἀπόδοση σε απλή γλώσσα
Τις ημέρες ἐκείνες, ἐκεῖνοι ποὺ εἶχαν διασπαρῆ ἕνεκα τοῦ διωγμοῦ, ποὺ ἔγινε ἐξ αἰτίας τοῦ Στεφάνου, ἔφθασαν μέχρι τῆς Φοινίκης καὶ τῆς Κύπρου καὶ τῆς Ἀντιοχείας, ἀλλὰ δὲν ἐκήρυτταν τὸν λόγον σὲ κανένα παρὰ μόνο σὲ Ἰουδαίους. Μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ὴσαν Κύπριοι καὶ Κυρηναῖοι, οἱ ὁποῖοι, ὅταν ἐμπῆκαν εἰς τὴν Ἀντιόχειαν, ἐμιλοῦσαν εἰς τοὺς ἑλληνιστὰς κηρύττοντες τὸ χαρμόσυνον ἄγγελμα περὶ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Καὶ τὸ χέρι τοῦ Κυρίου ἦτο μαζί τους καὶ μεγάλος ἀριθμὸς ἐπίστεψε καὶ ἐπέστρεψε εἰς τὸν Κύριον.
Ἔφθασε δὲ ἡ εἴδησις γι’ αὐτοὺς εἰς τὰ αὐτιὰ τῆς ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων καὶ ἔστειλαν τὸν Βαρνάβαν ἕως τὴν Ἀντιόχειαν. Ὅταν αὐτὸς ἔφθασε καὶ εἶδε τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ, ἐχάρηκε καὶ παρώτρυνε ὅλους νὰ παραμένουν πιστοὶ εἰς τὸν Κύριον μὲ σταθερὴ καρδιά, διότι ἦτο πραγματικὰ ἄνθρωπος ἀγαθὸς καὶ γεμᾶτος Πνεῦμα Ἅγιον καὶ πίστιν. Ἀρκετὸς δὲ λαὸς προσετέθη εἰς τὸν Κύριον. Τότε ὁ Βαρνάβας ἀνεχώρησε εἰς τὴν Ταρσὸν διὰ νὰ ζητήσῃ τὸν Σαῦλον καὶ ὅταν τὸν εὑρῆκε τὸν ἔφερε εἰς τὴν Ἀντιόχειαν.
Ἕμενε δὲ ἕναν ὁλόκληρον χρόνο εἰς τὴν ἐκκλησίαν καὶ ἐδίδαξαν πλῆθος πολύ. Εἰς τὴν Ἀντιόχειαν οἱ μαθηταὶ ὠνομάσθησαν διὰ πρώτην φορὰν Χριστιανοί. Κατὰ τὰς ἡμέρας αὐτὰς κατέβηκαν προφῆται ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα εἰς τὴν Ἀντιόχειαν. Ἕνας δὲ ἀπὸ αὐτούς, ὀνομαζόμενος Ἄγαβος, ἐσηκώθηκε καὶ προεῖπε διὰ τοῦ Πνεύματος, ὅτι θὰ ἐγίνετο μεγάλη πεῖνα εἰς ὅλην τὴν οἰκουμένην, ἡ ὁποία καὶ ἔγινε ἐπὶ Κλαυδίου Καίσαρος. Ἀπεφάσισαν δὲ οἱ μαθηταὶ νὰ στείλῃ ὁ καθένας, ἀνάλογα πρὸς τὴν οἰκονομικήν του κατάστασιν, βοήθειαν εἰς τοὺς ἀδελφοὺς ποὺ κατοικοῦσαν εἰς τὴν Ἰουδαίαν. Αὐτὸ καὶ ἔκαναν καὶ τὴν ἀπέστειλαν εἰς τοὺς πρεσβυτέρους διὰ τοῦ Βαρνάβα καὶ τοῦ Σαύλου.

ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 29 ΜΑΪΟΥ 2016-ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ

a2
  (Ιωαν. δ΄ 5 - 42)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἕρχεται ὁ Κύριος εἰς πόλιν τῆς Σαμαρείας λεγομένην Συχάρ, πλησίον τοῦ χωρίου ὃ ἔδωκεν Ἰακὼβ Ἰωσὴφ τῷ υἱῷ αὐτοῦ· ἦν δὲ ἐκεῖ πηγὴ τοῦ Ἰακώβ. Ὁ οὖν Ἰησοῦς κεκοπιακὼς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ἐκαθέζετο οὕτως ἐπὶ τῇ πηγῇ· ὥρα ἦν ὡσεὶ ἕκτη. Ἔρχεται γυνὴ ἐκ τῆς Σαμαρείας ἀντλῆσαι ὕδωρ. Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· δός μοι πιεῖν. Οἱ γὰρ μαθηταὶ αὐτοῦ ἀπεληλύθεισαν εἰς τὴν πόλιν ἵνα τροφὰς ἀγοράσωσι.
Λέγει οὖν αὐτῷ ἡ γυνὴ ἡ Σαμαρεῖτις· πῶς σὺ Ἰουδαῖος ὢν παρ' ἐμοῦ πιεῖν αἰτεῖς, οὔσης γυναικὸς Σαμαρείτιδος; οὐ γὰρ συγχρῶνται Ἰουδαῖοι Σαμαρείταις.
Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ· εἰ ᾔδεις τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ, καὶ τίς ἐστιν ὁ λέγων σοι, δός μοι πιεῖν, σὺ ἂν ᾔτησας αὐτόν, καὶ ἔδωκεν ἄν σοι ὕδωρ ζῶν. Λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Κύριε, οὔτε ἄντλημα ἔχεις, καὶ τὸ φρέαρ ἐστὶ βαθύ· πόθεν οὖν ἔχεις τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν; Μὴ σὺ μείζων εἶ τοῦ πατρὸς ἡμῶν Ἰακώβ, ὃς ἔδωκεν ἡμῖν τὸ φρέαρ, καὶ αὐτὸς ἐξ αὐτοῦ ἔπιε καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ καὶ τὰ θρέμματα αὐτοῦ;
Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ· πᾶς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου διψήσει πάλιν· ὃς δι' ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλὰ τὸ ὕδωρ ὃ δώσω αὐτῷ, γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον. Λέγει πρὸς αὐτὸν ἡ γυνή· Κύριε, δός μοι τοῦτο τὸ ὕδωρ, ἵνα μὴ διψῶ μηδὲ ἔρχωμαι ἐνθάδε ἀντλεῖν. Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· ὕπαγε φώνησον τὸν ἄνδρα σου καὶ ἐλθὲ ἐνθάδε. Ἀπεκρίθη ἡ γυνὴ καὶ εἶπεν· οὐκ ἔχω ἄνδρα. Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· καλῶς εἶπας ὅτι ἄνδρα οὐκ ἔχω· πέντε γὰρ ἄνδρας ἔσχες, καὶ νῦν ὃν ἔχεις οὐκ ἔστι σου ἀνήρ· τοῦτο ἀληθὲς εἴρηκας. Λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Κύριε, θεωρῶ ὅτι προφήτης εἶ σύ. Οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν τῷ ὄρει τούτῳ προσεκύνησαν· καὶ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἐν Ἱεροσολύμοις ἐστὶν ὁ τόπος ὅπου δεῖ προσκυνεῖν.
Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· γύναι, πίστευσόν μοι ὅτι ἔρχεται ὥρα ὅτε οὔτε ἐν τῷ ὄρει τούτῳ οὔτε ἐν Ἱεροσολύμοις προσκυνήσετε τῷ πατρί. Ὑμεῖς προσκυνεῖτε ὃ οὐκ οἴδατε, ἡμεῖς προσκυνοῦμεν ὃ οἴδαμεν· ὅτι ἡ σωτηρία ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐστίν. Ἀλλ' ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ προσκυνήσουσι τῷ πατρὶ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ· καὶ γὰρ ὁ πατὴρ τοιούτους ζητεῖ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτόν. Πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν.
Λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· οἶδα ὅτι Μεσσίας ἔρχεται ὁ λεγόμενος Χριστός· ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος, ἀναγγελεῖ ἡμῖν πάντα.
Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· ἐγώ εἰμι ὁ λαλῶν σοι.
Καὶ ἐπὶ τούτῳ ἦλθον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ ἐθαύμασαν ὅτι μετὰ γυναικὸς ἐλάλει· οὐδεὶς μέντοι εἶπε, τί ζητεῖς ἢ τί λαλεῖς μετ' αὐτῆς; Ἀφῆκεν οὖν τὴν ὑδρίαν αὐτῆς ἡ γυνὴ καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν πόλιν, καὶ λέγει τοῖς ἀνθρώποις· δεῦτε ἴδετε ἄνθρωπον ὃς εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα· μήτι οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός; Ἐξῆλθον οὖν ἐκ τῆς πόλεως καὶ ἤρχοντο πρὸς αὐτόν.
Ἐν δὲ τῷ μεταξὺ ἠρώτων αὐτὸν οἱ μαθηταὶ λέγοντες· ραββί, φάγε. Ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἐγὼ βρῶσιν ἔχω φαγεῖν, ἣν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε. Ἔλεγον οὖν οἱ μαθηταὶ πρὸς ἀλλήλους· μή τις ἤνεγκεν αὐτῷ φαγεῖν; Λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἐμὸν βρῶμά ἐστιν ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με καὶ τελειώσω αὐτοῦ τὸ ἔργον. Οὐχ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἔτι τετράμηνός ἐστι καὶ ὁ θερισμὸς ἔρχεται; Ἰδοὺ λέγω ὑμῖν, ἐπάρατε τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν καὶ θεάσασθε τὰς χώρας, ὅτι λευκαί εἰσι πρὸς θερισμὸν ἤδη. Καὶ ὁ θερίζων μισθὸν λαμβάνει καὶ συνάγει καρπὸν εἰς ζωὴν αἰώνιον, ἵνα καὶ ὁ σπείρων ὁμοῦ χαίρῃ καὶ ὁ θερίζων. Ἐν γὰρ τούτῳ ὁ λόγος ἐστὶν ὁ ἀληθινός, ὅτι ἄλλος ἐστὶν ὁ σπείρων καὶ ἄλλος ὁ θερίζων. Ἐγὼ ἀπέστειλα ὑμᾶς θερίζειν ὃ οὐχ ὑμεῖς κεκοπιάκατε· ἄλλοι κεκοπιάκασι, καὶ ὑμεῖς εἰς τὸν κόπον αὐτῶν εἰσεληλύθατε.
Ἐκ δὲ τῆς πόλεως ἐκείνης πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν τῶν Σαμαρειτῶν διὰ τὸν λόγον τῆς γυναικός, μαρτυρούσης ὅτι εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα. Ὡς οὖν ἦλθον πρὸς αὐτὸν οἱ Σαμαρεῖται, ἠρώτων αὐτὸν μεῖναι παρ' αὐτοῖς· καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ δύο ἡμέρας. Καὶ πολλῷ πλείους ἐπίστευσαν διὰ τὸν λόγον αὐτοῦ, τῇ τε γυναικὶ ἔλεγον ὅτι οὐκέτι διὰ τὴν σὴν λαλιὰν πιστεύομεν· αὐτοὶ γὰρ ἀκηκόαμεν, καὶ οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ σωτὴρ τοῦ κόσμου ὁ Χριστός.

Απόδοση σε απλή γλώσσα:
Τόν καιρό ἐκείνο, ἔρχεται ὁ Κύριος εἰς μίαν πόλιν τῆς Σαμαρείας ποὺ λέγεται Συχάρ, κοντὰ εἰς τὸ χωράφι ποὺ ἔδωκε ὁ Ἰακὼβ εἰς τὸν Ἰωσήφ, τὸν υἱόν του. Ἐκεῖ ὑπῆρχε τὸ πηγάδι τοῦ Ἰακώβ. Ὁ Ἰησοῦς, κουρασμένος ἀπὸ τὴν ὁδοιπορίαν, ἐκάθησεν, ὅπως ἦτο κοντὰ εἰς τὸ πηγάδι· ἡ ὥρα ἦτο περίπου ἕξη. Ἔρχεται μιὰ γυναῖκα ἀπὸ τὴν Σαμάρειαν διὰ νὰ πάρῃ νερό. Ὁ Ἰησοῦς τῆς λέγει, «Δός μου νὰ πιῶ», διότι οἱ μαθηταί του εἶχαν φύγει εἰς τὴν πόλιν διὰ νὰ ἀγοράσουν τρόφιμα.
Ἡ Σαμαρεῖτις γυναῖκα τοῦ λέγει, «Πῶς σὺ ποὺ εἶσαι Ἰουδαῖος ζητᾶς νὰ πιῇς ἀπὸ ἐμὲ ποὺ εἶμαι γυναῖκα Σαμαρεῖτις;». Διότι οἱ Ἰουδαῖοι δὲν ἐπικοινωνοῦν μὲ τοὺς Σαμαρείτας.
Ὁ Ἰησοῦς τῆς ἀπεκρίθη, «Ἐὰν ἤξερες τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ καὶ ποιὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ σοῦ λέγει, «Δός μου νὰ πιῶ», σὺ θὰ τὸν παρακαλοῦσες καὶ θὰ σοῦ ἔδινε νερὸ ζωντανό».
Λέγει εἰς αὐτὸν ἡ γυναῖκα, «Κύριε, κουβὰ δὲν ἔχεις καὶ τὸ πηγάδι εἶναι βαθύ, ἀπὸ ποῦ λοιπὸν ἔχεις τὸ νερὸ τὸ ζωντανό; Μήπως εἶσαι σὺ μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν πατέρα μας Ἰακὼβ ποὺ μᾶς ἔδωκε τὸ πηγάδι καὶ ἤπιε ἀπὸ αὐτὸ καὶ ὁ ἴδιος καὶ τὰ παιδιά του καὶ τὰ ζῶα του;».
Ὁ Ἰησοῦς τῆς ἀπεκρίθη, «Ὅποιος πίνει ἀπὸ τὸ νερὸ αὐτὸ θὰ διψάσῃ καὶ πάλιν· ἐκεῖνος ὅμως ποὺ θὰ πιῇ ἀπὸ τὸ νερὸ ποὺ ἐγὼ θὰ τοῦ δώσω, θὰ γίνῃ μιὰ ἐσωτερικὴ πηγὴ νεροῦ ποὺ θὰ ἀναβρύῃ εἰς ζωὴν αἰώνιον».
Λέγει εἰς αὐτὸν ἡ γυναῖκα, «Κύριε, δός μου τὸ νερὸ αὐτὸ διὰ νὰ μὴ διψῶ οὔτε νὰ ἔρχωμαι ἐδῶ νὰ ἀντλῶ».
Ὁ Ἰησοῦς τῆς λέγει, Πήγαινε, φώναξε τὸν ἄνδρα σου καὶ ἔλα ἐδῶ».
Ἡ γυναῖκα ἀπεκρίθη, «Δὲν ἔχω ἄνδρα».
Λέγει εἰς αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς, «Καλὰ εὶπες ὅτι δὲν ἔχεις ἄνδρα, διότι πέντε ἄνδρες ἐπῆρες καὶ τώρα ἐκεῖνον ποὺ ἔχεις δὲν εἶναι ἄνδρας σου· εἰς αὐτὸ εἶπες ἀλήθεια».
Λέγει εἰς αὐτὸν ἡ γυναῖκα, «Κύριε, βλέπω ὅτι σὺ εἶσαι προφήτης. Οἱ πατέρες μας εἰς τὸ ὄρος τοῦτο ἐλάτρευσαν τὸν Θεόν, ἐνῷ σεῖς λέτε ὅτι εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα εἶναι ὁ τόπος ὅπου πρέπει νὰ λατρεύεται ὁ Θεός».
Λέγει εἰς αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς, «Πίστεψέ με, γυναῖκα, ὅτι ἔρχεται ὥρα ποὺ οὔτε εἰς τὸ ὄρος τοῦτο οὔτε εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα θὰ λατρεύετε τὸν Πατέρα. Σεῖς λατρεύετε ἐκεῖνο ποὺ δὲν ξέρετε, ἐμεῖς λατρεύομεν ἐκεῖνο ποὺ ξέρομε, διότι ἡ σωτηρία ἔρχεται ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους. Ἀλλ’ ἔρχεται ἡ ὥρα, καὶ μάλιστα ἦλθε ἤδη, ποὺ οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ θὰ λατρεύσουν τὸν Πατέρα πνευματικὰ καὶ ἀληθινά, διότι τέτοιοι θέλει ὁ Πατέρας νὰ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ τὸν λατρεύουν. Ὁ Θεὸς εἶναι Πνεῦμα καὶ ἐκεῖνοι ποὺ τὸν λατρεύουν πρέπει νὰ τὸν λατρεύουν πνευματικὰ καὶ ἀληθινά».
Λέγει εἰς αὐτὸν ἡ γυναῖκα, «Ξέρω ὅτι θὰ ἔλθῃ ὁ Μεσσίας, ὁ λεγόμενος Χριστός. Ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος, θὰ μᾶς τὰ γνωρίσῃ ὅλα».
Ὁ Ἰησοῦς τῆς λέγει, «Ἐγὼ εἶμαι ποὺ μιλῶ μαζί σου».
Τὴν στιγμὴν αὐτὴν ἦλθαν οἱ μαθηταί του καὶ ἀπόρησαν ποὺ μιλοῦσε μὲ γυναῖκα, κανεὶς ὅμως δὲν εἶπε, «Τί ζητᾶς» ἢ «Γιατὶ μιλᾶς μαζί της;».
Ἡ γυναῖκα ἄφησε τὴν στάμνα της, ἐπῆγε εἰς τὴν πόλιν καὶ εἶπε εἰς τοὺς ἀνθρώπους, «Ἐλᾶτε νὰ ἰδῆτε ἕναν ποὺ μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα· μήπως εἶναι αὐτὸς ὁ Χριστός;». Ἐβγῆκαν λοιπὸν ἀπὸ τὴν πόλιν καὶ ἤρχοντο σ’ αὐτόν.
Ἐν τῷ μεταξὺ τὸν παρακαλοῦσαν οἱ μαθηταὶ καὶ τοῦ ἔλεγαν, «Ραββί, φάγε».
Αὐτὸς δὲ εἶπε, «Ἐγὼ ἔχω φαγητὸν νὰ φάγω, τὸ ὁποῖον σεῖς δὲν ξέρετε».
Ἔλεγαν τότε οἱ μαθηταὶ μεταξύ τους, «Μήπως τοῦ ἔφερε κανεὶς νὰ φάγῃ;».
Λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς, «Τὸ φαγητόν μου εἶναι νὰ κάνω τὸ θέλημα ἐκείνου, ποὺ μὲ ἔστειλε καὶ νὰ τελειώσω τὸ ἔργο του. Δὲν λέτε, «Τέσσερις μῆνες ἀκόμη καὶ ὁ θερισμὸς ἔρχεται;». Σηκῶστε τὰ μάτια σας, σᾶς λέγω, καὶ ἰδέτε τὰ χωράφια ὅτι εἶναι ἄσπρα, ἕτοιμα πρὸς θερισμόν. Ἤδη ὁ θεριστὴς παίρνει μισθὸν καὶ μαζεύει καρπὸν διὰ τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον, διὰ νὰ χαίρουν μαζὶ καὶ ὁ σπορεὺς καὶ ὁ θεριστής. Ἐδῶ ἡ παροιμία εἶναι ἀληθινή, ὅτι ἄλλος σπέρνει καὶ ἄλλος θερίζει. Ἐγὼ σᾶς ἔστειλα νὰ θερίσετε ἐκεῖνο, διὰ τὸ ὁποῖον δὲν ἐκοπιάσατε· ἄλλοι ἔχουν κοπιάσει καὶ σεῖς ἐμπήκατε εἰς τὸν κόπον τους».
Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Σαμαρείτας τὴς πόλεως ἐκείνης ἐπίστεψαν εἰς αὐτὸν ἐξ αἰτίας τῆς μαρτυρίας τῆς γυναῖκας: «Μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα». Ὅταν λοιπὸν ἦλθαν οἱ Σαμαρεῖται πρὸς αὐτόν, τὸν παρακαλοῦσαν νὰ μείνῃ κοντά τους· καὶ ἔμεινε ἐκεῖ δύο ἡμέρες. Καὶ πολὺ περισσότεροι ἐπίστεψαν ἔπειτα ἀπὸ ὅσα τοὺς εἶπε, εἰς δὲ τὴν γυναῖκα ἔλεγαν, «Ὁ λόγος ποὺ πιστεύομεν δὲν εἶναι πλέον τὰ ὅσα μᾶς εἶπες, ἀλλὰ διότι τὸν ἀκούσαμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι καὶ ξέρομεν ὅτι αὐτὸς εἶναι ἀληθινὰ ὁ Σωτὴρ τοῦ κόσμου, ὁ Χριστός».

ΔΕΙΤΕ ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ ΘΑ ΔΕΙΤΕ ΠΩΣ ΘΕΛΕΙ Ο ΘΕΟΣ ΝΑ ΞΑΝΑΓΙΝΕΤΕ

Βλέποντας ένα παιδί να τρέχει αντιλαμβάνεται κανείς την ανεμελιά του. Αυτήν την αίσθηση ελευθερίας που αποπνέει ο κάθε του βηματισμός. Τρέχει και αναδύεται το άρωμα της παιδικής του αρχοντιάς. Μιας αρχοντιάς γεμάτη καθαρότητα, απλότητα, αμνησικακία, αγάπη.
Ο Χριστός μας προτρέπει όλους να γίνουμε σαν τα παιδιά. «ν κεν τ ρ προσλθον ο μαθητα τ ᾿Ιησο λγοντες· τς ρα μεζων στν ν τ βασιλείᾳ τν ορανν;  κα προσκαλεσμενος ᾿Ιησος παιδον στησεν ατ ν μσ ατν κα επεν·   μν λγω μν, ἐὰν μ στραφτε κα γνησθε ς τ παιδα, ο μ εσλθητε ες τν βασιλεαν τν ορανν». (Ματθ. 18,1)
πηγή : Με παρρησία

Χρειάζεται λοιπόν να μιμηθούμε τα παιδιά. Όχι στην μωρία τους, αλλά στην ταπείνωσή τους, στην απαθή τους συμπεριφορά. Καλούμαστε όμως συγχρόνως και να μην κλείσουμε την ανάβαση τους πάνω σε κάποιο νοητό ουράνιο τόξο που αναγεννά τον πόθο για το υπέρλογο και άπειρο...
Τα παιδιά τρέχουν πολλές φορές χωρίς κάποιο στόχο. Έτσι τουλάχιστον μας δείχνουν. Όμως ο σκοπός τους δεν είναι να φτάσουν κάπου μέσα στον χώρο. Τις περισσότερες φορές απλά θέλουν να παραμείνουν -τρέχοντας- στην δική τους χώρα, στην χώρα της αθωότητας.
Καθώς οι άνθρωποι μεγαλώνουν δυστυχώς χάνουν την έμφυτη απλότητά τους. Εγκλωβίζονται στον «καθωσπρεπισμό» των μεγάλων, στην σοβαροφάνεια που «επιβάλλεται» λόγο της θέσεώς τους. Μεγαλώνουμε και όμως μικραίνουμε. Μεγαλώνουμε και όμως γινόμαστε πιο άσοφοι. Μεγαλώνουμε και όμως γινόμαστε πιο ανεύθυνοι μπροστά στην Ζωή. Μεγαλώνουμε και μεγαλώνουν και τα πάθη μας αντί να αυξάνουν οι αρετές μας, μεγαλώνουν οι ιδιοτροπίες μας και ο εγωισμός μας και χάνονται η σοφία και η σύνεση.
Σίγουρα οι μεγαλύτεροι κατέχουν περισσότερες γνώσεις απ’ ότι τα παιδιά, όμως το θέμα είναι κατά πόσο βιώνουν την Αλήθεια. Οι γνώσεις από μόνες τους δεν μας οφελούν εάν μένουμε σ' αυτές. Δεν θα πρέπει να είναι ζήτουμενο των ανθρώπων οι γνώσεις, αλλά η Αλήθεια. Διότι τελικά η Αλήθεια σε ελευθερώνει από τα δεσμά της φθοράς. «Γνσεσθε τν λθειαν, κα λθεια λευθερσει μς» (Ιω. 8,32).
Η Αλήθεια είναι αυτή που σε εισάγει μέσα στην Αγάπη. Και βλέποντας ένα παιδί να τρέχει, βλέπεις να αναδύεται αυτή η Αλήθεια, η παρουσία της Χάρης του Θεού μέσα στην καθαρή καρδιά, μέσα στην ύπαρξη που δημιουργήθηκε κατ'εικόνα Του.
Αυτή η βιωματική απουσία του «εγώ» -που δυστυχώς δίνει το παρόν στις περισσότερες ηλικιωμένες καρδιές- είναι το κύριο χαρακτηριστικό μιας παιδικής ανθρώπινης ύπαρξης.
Με ιχνηλάτη αυτόν τον παιδικό βηματισμό καλούμαστε και εμείς, οι μεγαλύτεροι, να βαδίσουμε στο μονοπάτι που οδηγεί στον Ουρανό. Με εφόδια την καθαρή καρδιά, ένα ταπεινό βλέμμα και ένα ελεύθερο χαρούμενο βήμα, μακριά από τις μικρότητες που η κοινωνία των μεγάλων έχει εφεύρει.
Όσο μεγαλώνει κανείς τόσο περισσότερο παιδί πρέπει να γίνεται…όχι στις ιδιοτροπίες και στην μωρία αλλά στην ανεξικακία, στην ταπείνωση και στην καθαρότητα.
Πολλές φορές δυστυχώς αντί οι γέροι να γίνονται σαν τα παιδιά, κάνουμε τα παιδιά μας να συμπεριφέρονται σαν γέρους. 
Αφήστε τα παιδιά να πλησιάσουν περισσότερο τον Χριστό και τους μεγάλους να διδαχτούν από τα παιδιά. 
Δεν θέλω να βλέπω απλά μικρούς δύστροπους ανθρώπους που η κοινωνιά μας διαμορφώνει. Θέλω να βλέπω παιδιά...
Δείτε ένα παιδί και θα δείτε πως θέλει ο Θεός να γίνουμε…ή μάλλον να ξαναγίνουμε.
Τρέξτε μαζί με ένα παιδί και θα οδηγηθείτε στον κόσμο μιας ανέλπιστης ελευθερίας που μπορεί να προσφέρει μόνο η Αλήθεια, δηλαδή ο Χριστός.
Γιατί εκεί, στο ανέμελο βήμα ενός μικρού μας αδελφού αποκαλύπτεται η Ανθρωπότητα, αποκαλύπτεται η Ανατολή μιας Ανέσπερης Ζωής που καρτερεί να την προφτάσεις και εσύ…
αρχιμ.Παύλος Παπαδόπουλος

ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΤΟΥ ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΥ


Τη μνήμη του Αγίου Ανδρέα του δια Χριστόν Σαλού τιμά σήμερα, 28 Μαΐου, η Εκκλησία μας.
Ο βίος του Αγίου Ανδρέου συντάχθηκε από τον πρεσβύτερο Νικηφόρο της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως, περί τα μέσα του 10ου αιώνος μ.Χ. (956 - 959 μ.Χ.), επί βασιλείας του Κωνσταντίνου Ζ' Πορφυρογέννητου.
Ο Άγιος Ανδρέας, ο διά Χριστόν σαλός, καταγόταν από την Σκυθία και έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Λέοντος ΣΤ' του Σοφού (886 - 912 μ.Χ.). Από παιδική ηλικία είχε πουληθεί ως δούλος σε κάποιον πρωτοσπαθάριο και στρατηλάτη της Ανατολής, ονομαζόμενο Θεόγνωστο, άνδρα ενάρετο και ευσεβή ο οποίος τόσο αγάπησε τον μικρό Ανδρέα, ώστε τον μεταχειρίστηκε ως υιό του, φροντίζοντας για την επιμελή και θεοσεβή μόρφωση αυτού.
Τον Ανδρέα είλκυαν περισσότερο από κάθε άλλο τα ιερά γράμματα και ιδιαίτερα οι Βίοι και τα Μαρτύρια των αγωνιστών της Χριστιανικής πίστεως. Τέτοιος δε υπήρξε ο ζήλος του προς αυτά, ώστε αποκλήθηκε «σαλός» (μωρός), διότι ο ζήλος του αυτός τον ωθούσε πολλές φορές στο να υπομένει εμπαιγμούς, ταπεινώσεις και βαριές ύβρεις και να προβαίνει σε διαβήματα που κρίνονται ως ανισόρροπα και εκκεντρικά. Αλλά εκείνος υπέμενε τους εξευτελισμούς, παρηγορούμενος από το ότι πολλές φορές πετύχαινε να επαναφέρει στην ευθεία οδό παραστρατημένες υπάρξεις.
Αλλά ο Άγιος Ανδρέας διακρινόταν και για την φιλανθρωπία και την αγαθοποιία του. Όχι μόνο μοιραζόταν τα υπάρχοντά του με τους φτωχούς, αλλά προσέφερε ότι είχε και ο ίδιος έμενε νηστικός και γυμνός. σε εκείνους που τον παρατηρούσαν για τις υπερβολικές αγαθοεργίες του, υπενθύμιζε τους λόγους του Κυρίου «εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων τών αδελφών μου τών ελαχίστων, εμοί εποιήσατε», και τους έλεγε ότι στο πρόσωπο κάθε ανθρώπου, και μάλιστα του πάσχοντος αδελφού, έβλεπε τον Χριστό.
Ο Άγιος, σε μία ολονύκτια Ακολουθία στο ναό των Βλαχερνών είδε τη Θεοτόκο στον ουρανό προσευχόμενη και σκέπουσα το λαό με το τίμιο ωμοφόριό της (1 και 28 Οκτωβρίου).
Κάποια ημέρα συνέβη κάτι παράδοξο στο θεράποντα του Κυρίου. Κατά την συνήθειά του, για να μην γνωρίζει κανείς την εργασία του στους προθάλαμους των εκκλησιών, όπου προσευχόταν, πορευόταν κρυφά προς το ναό της Πανυμνήτου Θεοτόκου, στην αριστερά στοά της αγοράς του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Έτυχε, τότε, κάποιο παιδί να διέρχεται τη λεωφόρο, εκτελώντας διαταγή του κυρίου του. Ο Όσιος πήγαινε προς το ναό για να προσευχηθεί• το παιδί τάχυνε το βήμα του και τον πρόφθασε, χωρίς ο Όσιος να το αντιληφθεί. Όταν έφθασε προ των πυλών του ναού ο Ανδρέας, Θεού θέλοντος, εξέτεινε τη δεξιά του χείρα και αφού σφράγισε με το σημείο του τιμίου Σταυρού τις πύλες, αυτές ευθύς υποχώρησαν.
Εισήλθε στο ναό και άρχισε τις προσευχές, μη γνωρίζοντας ότι κάποιος τον παρακολουθούσε. Το παιδί, το οποίο ακολουθούσε τον Όσιο, γνώριζε ότι ο άνθρωπος ήταν σαλός. Όταν τον είδε να ανοίγει αυτομάτως τις πύλες του ναού, έφριξε και κυριεύθηκε από τρόμο• έλεγε, λοιπόν, στον εαυτό του: «Ποιόν δούλο του Θεού οι κατά αλήθειαν μωροί σαλό ονομάζουν! Πόσο μεγάλος άγιος είναι, και εμείς οι ανόητοι αγνοούμε! Πόσους κρυφούς δούλους έχει ο Θεός και ουδείς γνωρίζει τα περί αυτών!».
Αυτά λογιζόταν το παιδί και πλησίασε, για να μάθει τί κάνει ο Άγιος εντός του ναού• βλέπει, λοιπόν, αυτόν προ του άμβωνος να κρέμεται στον αέρα και να προσεύχεται. Κατεπλάγη από το παράδοξο τούτο θέαμα και αναχώρησε, για να εκτελέσει την διαταγή του κυρίου του. Ο Όσιος τελείωσε την προσευχή του και έφυγε.
Εξερχόμενος από το ναό, ασφάλισε πάλι τις θύρες με το σημείο του Σταυρού. Τότε αντιλήφθηκε την παρουσία του παιδιού και λυπήθηκε, επειδή κάποιος οικέτης έγινε θεατής των συμβάντων• ανέμενε την επιστροφή του παιδιού, για να του παραγγείλει να μην αποκαλύψει τα περί του Οσίου. Συνάντησε το παιδί και είπε: «Φύλαξε, τέκνον, όλα όσα είδες στον τόπο τούτο και θα έχεις το έλεος του Κυρίου του Θεού».
Μία ημέρα, προς το τέλος της αγίας Τεσσαρακοστής, ο λαός της βασιλευούσης των πόλεων, της Κωνσταντινουπόλεως, επευφημούσε τον Δεσπότη Χριστό μετά βαΐων και ύμνων. Βλέπει, τότε, ο μακάριος Ανδρέας, κάποιον γέροντα, ωραίο κατά την εξωτερική εμφάνιση, να εισέρχεται στο ναό της του Θεού Σοφίας. Πλήθος λαού τον ακολουθούσε, με βάια και σταυρούς, οι οποίοι έλαμπαν ως αστραπή• μελωδούσαν μέλος τερπνό, ηδύ και σωτήριο.
Ο ένας στον άλλο παραχωρούσε το προβάδισμα και όλοι κατευθύνονταν προς τον άμβωνα. Ο γέροντας εκείνος κατείχε κινύρα και έκρουε τις χορδές συνοδεύοντας τους ψάλτες. Ο μακάριος ετέρπετο από το θέαμα και την ψαλμωδία• σκίρτησε και είπε: «Μνήσθητι Κύριε τού Δαβίδ καί πάσης τής πραότητος αυτού. Ιδού, ακούσαμε τήν Κυρία τήν Κυριοπρεσβεύτρια καί τήν ευρήκαμε όμοια πρός τή Σοφίαν τήν τερπνή».
Αυτά έλεγε ο Άγιος. Κάποιοι από τους παρευρισκόμενους σοφούς έλεγαν: «Πώς, σαλέ; Αναφέρεται στο στίχο αυτό του ψαλμού η Παναγία; Τί είναι αυτά τα οποία λέγεις;». και εξ αιτίας της άγνοιάς τους γέλασαν και αναχώρησαν. Ο μακάριος τα έλεγε αυτά επειδή είδε τον Δαβίδ με άλλους Προφήτες να έχουν έλθει εκεί.
Έτσι θεοφιλώς έζησε ο διά Χριστόν σαλός Άγιος Ανδρέας και κοιμήθηκε με ειρήνη σε ηλικία εξήντα έξι ετών. Ευθύς ευωδίασαν μύρα και θυμιάματα στον τόπο εκείνο, όπου άφησε το πνεύμα του ο Άγιος. Μία γυναίκα φτωχή, η οποία διέμενε πλησίον οσφράνθηκε την ηδύπνοο και ασύγκριτη ευωδία. την ακολούθησε, λοιπόν, αυτή και έφθασε στον τόπο εκείνο όπου έκειτο ο Άγιος. Βρήκε τον μακάριο νεκρό• ήδη δε ανέβλυζε μύρο από το τίμιο λείψανό του. Έτραξε, λοιπόν, και ανήγγειλε το θαύμα, επικαλούμενη με όρκο ως μάρτυρα τον Θεό. Πολλοί συγκεντρώθηκαν τότε, αλλά δεν βρήκαν το τίμιο λείψανο του Αγίου. Τους προκαλούσε κατάπληξη, όμως, η ευοσμία του μύρου και των θυμιαμάτων. Ο Κύριος, ο Οποίος γνωρίζει τα κρίματα εκάστου και τα απόκρυφα κατορθώματα του Αγίου, μετέθεσε το λείψανο του Αγίου.
Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης αναφέρει ότι ο Άγιος Ανδρέας έγραψε πολλές προφητείες οι οποίες δεν εκδόθηκαν ποτέ και βρίσκονται στην Μονή Iβήρων.
Προσευχή του Αγίου Ανδρέου προ της μακαρίας κοιμήσεώς του
«Ο Πατέρας, ο Υιός καί τό Άγιο Πνεύμα, Τριάς η ζωοποιός καί ομοούσιος, σύνθρονος καί αμέριστος, παρακαλούμέν Σε οι πένητες, οι ξένοι, οι πτωχοί καί γυμνοί: οι μή έχοντες πού τήν κεφαλήν κλίναι: ένεκεν τού ονόματός Σου κλίνομεν τό γόνυ τής ψυχής καί τού σώματος, τής καρδίας καί τού πνεύματος καί δεόμεθά Σου καί ικετεύομέν Σε, τόν Θεόν, τό φοβερόν όνομα Σαβαώθ: αγαθέ καί άγιε Δέσποτα, πλαστουργέ, ποιητά, παντοκράτωρ κλίνον τό ούς σου καί πρόσδεξε ευμενώς τήν ικετήριον δέησιν ημών τών ταπεινών καί αξίωσόν μας νά αγιασθώμεν, εν τή δυνάμει καί τώ ονόματί Σου, Κύριε, οικτίρμον, ελεήμον, μακρόθυμε καί πολυέλεε.
Ελθέ, Πατέρα, Υιέ καί Πνεύμα Άγιο: ελθέ, τό όνομα τού Πατρός τού Υιού καί τού Αγίου Πνεύματος, μετά συμπαθείας διά τά παραπτώματά μας, τά εν λόγω ή έργω ή εν ενθυμήσει ή διανοία. Πάριδε καί άφες ταύτα αγαθέ, εύσπλαχνε, ελεήμον, πολυέλεε. Καί μή μάς καταισχύνης: μή μάς απορρίψης από τού προσώπου Σου: Σύ, ο Οποίος από αγάπην υπερβολικήν καί γλυκυτάτην φιλανθρωπίαν, κάμπτεσαι από τάς προσευχάς τών φίλων Σου».
Απολυτίκιο:
Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.
Μωρίαν εκούσιον διά Χριστόν τόν Θεόν, επόθησας Όσιε, τόν σοφιστήν αληθώς, μωράνας καί ήνυσας, μέσον πολλών θορύβων, τόν αγώνα Ανδρέα: όθεν σε ο Δεσπότης, Παραδείσου πρός πλάτος, εσκήνωσε πρεσβεύειν υπέρ τών τιμώντων σε.