Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2024

ΣΙΩΠΩ ‘Η ΜΙΛΩ;


«Η σιωπή είναι μυστήριο του μέλλοντος αιώνος. Οι λόγοι είναι όργανο του κόσμου τούτου»
(Άγιος Ισαάκ ο Σύρος)

Δεν μας είναι εύκολο πάντοτε να μιλούμε. Ιδίως όταν χρειάζεται να επισημάνουμε σημεία της συμπεριφοράς του άλλου, με τον οποίο σχετιζόμαστε, εκεί φοβόμαστε την άρνηση, τη σύγκρουση, τη διάσπαση. Δεν αντέχουμε να βλέπουμε τον άλλο να είναι θυμωμένος μαζί μας. Δεν αντέχουμε να τον βλέπουμε να αρνείται τον λόγο μας. Να θεωρεί πως ό,τι λέμε είναι κατασκευασμένο από τη φαντασία μας, ότι τον αδικούμε, ότι δεν βλέπουμε τι συμβαίνει γύρω μας και είμαστε έτοιμοι να φορτώσουμε σε εκείνον κατηγορίες που αρμόζουν σε άλλους ή που δεν είναι, τελικά, τόσο σημαντικές. Έτσι, προτιμούμε τη σιωπή. Προτιμούμε την ησυχία μας. Μπορεί μέσα μας να «βράζουμε». Ωστόσο, δεν θέλουμε να αναλάβουμε το κόστος του λόγου.

Αυτό συμβαίνει στις σχέσεις του ζευγαριού. Νιώθουμε ότι αν ο άλλος ακούσει από εμάς τον τρόπο που βλέπουμε τα πράγματα αναφορικά με τον χαρακτήρα του, τη συμπεριφορά του, τις πράξεις ή, κυρίως, τις παραλείψεις του, τότε θα γκρεμιστούν οι γέφυρες της αγάπης και η σχέση μας θα κλονιστεί. Ακόμη κι αν η συμπεριφορά είναι εντελώς απορριπτέα, όπως σε περιπτώσεις βίας, είμαστε έτοιμοι να αποδεχτούμε δικαιολογίες, γιατί δεν θέλουμε να μείνουμε μόνοι μας. Το ίδιο συμβαίνει και με τα παιδιά. Δεν θέλουμε να χαλάσουμε σ’ αυτά το χατίρι, να τα στενοχωρήσουμε. Έτσι, είναι σύνηθες να αποφεύγουμε τον έλεγχο ή να λάβουμε κάποιες αποφάσεις γι’ αυτά  ως ενήλικες που είμαστε, μόνο και μόνο για να μη χρειαστεί να αντιμετωπίσουμε το σκοτεινιασμένο πρόσωπό τους.

Ο ασκητικός λόγος αναφέρεται στη σιωπή ως μυστήριο του μέλλοντος αιώνος. Εκεί, η ψυχή μας και, όταν θα ξαναέρθει ο Χριστός, η σύνολη ύπαρξή μας δεν θα χρειάζεται να μιλά για να πείσει, για να αποδείξει, για να εκδηλώσει συναισθήματα, αφού όλα θα είναι στη διαφάνεια του φωτός, της κοινωνίας της αγάπης, όπου η θέα του προσώπου του Χριστού, των Αγίων, των άλλων ανθρώπων θα είναι αρκετή για να νιώθουμε την πληρότητα της κοινωνίας. Κάθε λόγος θα είναι περιττός τότε, καθώς δεν θα έχει να προσθέσει κάτι στη χαρά την οποία θα ζούμε. Όμως ο ίδιος ασκητικός λόγος μάς υπενθυμίζει ότι στον κόσμο τούτο οι λόγοι είναι απαραίτητοι. δείχνουν πορεία ζωής. Εκφράζουν συναισθήματα. Εκφράζουν προβληματισμούς. Μπορούν να ανοίξουν δρόμους αλήθειας, αρκεί να υπάρχει η αγάπη.

Μιλάμε με αγάπη και αγάπη; Αυτό είναι το μεγάλο ερώτημα, το οποίο χρειάζεται να μας απασχολεί. Σε όλες τις πτυχές της ζωής μας, στην οικογένεια, στην παρέα, στην εργασία, στην ηρεμία, στη σχέση με τον εαυτό μας, μιλάμε επειδή αγαπάμε; Είναι τα λόγια μας καρπός αυτής της αγάπης που νοιάζεται για την αλήθεια; Είναι μπολιασμένα με τη διάκριση του να μην κρύψεις το πραγματικό, αλλά και να μην εξουθενώσεις αυτόν που δεν μπορεί να το ζήσει; Πείθουμε ότι αγαπάμε με όσα λέμε και όσα πράττουμε; Διότι και οι πράξεις λόγος είναι, κάποτε και πιο αυθεντικός.

Η λογοδιάρροια των καιρών μας αποπνέει συχνά την τάση της αυτοδικαίωσης. Δυσκολευόμαστε να βρούμε αγάπη. Μόνο εξουσία και εγωκεντρισμό αποπνέουν οι κραυγές που ακούγονται και γράφονται. Λείπουν η σεμνότητα και η ευγένεια. Κυρίως όμως λείπει η φανέρωση μιας καρδιάς που θέλει να νιώσει τον άλλον, όχι για να τον αφήσει στο ψέμα του, αλλά για να του δώσει την ευκαιρία να βγει στην αλήθεια. Πάντως, το να προτιμούμε τον συμβιβασμό της σιωπής δεν είναι λύση. 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

ΓΡΑΦΩ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ,ΕΝΩ Ο ΙΔΙΟΣ ΔΕΝ ΑΓΑΠΩ ΤΟΝ ΘΕΟ

 

[…] Αλλοίμονό μου! Γράφω για την αγάπη του Θεού, ενώ ο ίδιος δεν αγαπώ τον Θεό, όπως θα έπρεπε.

Γι΄αυτό είmαι περίλυπος και θλιμμένος σαν τον Αδάμ μετά την έξωσή του από τον παράδεισο, και οδύρομαι κραυγάζοντας μεγαλοφώνως: «Θεέ μου, Ελέησέ με, το παραπεσόν πλάσμα Σου».

Πόσες φορές μου έδωσες Εσύ τη χάρη Σου κι εγώ δεν την διαφύλαξα, γιατί είμαι κενόδοξος.

Η ψυχή μου, όμως, γνωρίζει Εσένα, τον Κτίστη και Θεό μου, και γι΄αυτό Σε ζητώ θρηνώντας, όπως θρηνούσε ο Ιωσήφ για τον πατέρα του Ιακώβ επάνω στον τάφο της μητέρας του, όταν τον έσερναν δούλο στην Αίγυπτο.

Εγώ Σε θλίβω με τις αμαρτίες μου και Εσύ απομακρύνεις το Πρόσωπό Σου από μένα και η ψυχή μου Σε ποθεί και «εκλείπει» για Εσένα.

Ω, Πνεύμα Άγιο, μη μ΄εγκαταλείπεις. Όταν απομακρύνεσαι από μένα, κακές σκέψεις καταπιέζουν την καρδιά μου και η ψυχή μου Σε νοσταλγεί με μεγάλα δάκρυα.

Ω, Παναγία Δέσποινα Θεοτόκε! Εσύ βλέπεις τη θλίψη μου. Βλέπεις πως λύπησα τον Κύριο και Αυτός με εγκατέλειψε.

Σε ικετεύω: Σώσε με, το παραπεσόν πλάσμα του Θεού΄ σώσε τον δούλο Σου. […]

"ΘΛΙΒΟΜΕΝΟΙ ΑΛΛ'ΟΥ ΣΤΕΝΟΧΩΡΟΥΜΕΝΟΙ"

 


 Ἔλεγε ὁ Ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης, ὅτι ἡ ψυχή πού στεναχωριέται εἶναι σημάδι ὅτι δέν ἔχει παραδοθεῖ στό θέλημα τοῦ Θεοῦ ὁλοκληρωτικά.

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πάλι μᾶς λέει: «θλιβόμενοι ἀλλ᾿ οὐ στενοχωρούμενοι» (Β’ Κορ. 4,8). Ὑπάρχει μία διαφορά.
 Θλίψη εἶναι αὐτό πού μᾶς συμβαίνει ἀπ’ ἔξω, οἱ διάφοροι πειρασμοί, οἱ διάφορες δυσκολίες. 
Ἀντίθετα, στενοχώρια εἶναι κάτι πού ἔρχεται ἀπό μέσα μας, τό δημιουργοῦμε ἐμεῖς, δηλαδή τό ὁποῖο μποροῦμε καί νά μήν τό δημιουργήσουμε.
Αὐτή λοιπόν ἡ δὐναμη τῆς ψυχῆς πού λέγεται «λύπη» -«στενοχώρια» εἶναι ἕνα πάθος ἀδιάβλητο, ὅπως εἶναι ἡ πείνα, ἡ δίψα, ἡ διάθεση πού ἔχουμε γιά ὕπνο κλπ. Εἶναι κάτι πού μᾶς δόθηκε μετά τήν πτώση.

Ἡ κακή διαχείριση τῆς λύπης, ὅπως καί τῆς πείνας, τῆς δίψας, τῆς διάθεσης γιά ἀνάπαυση, εἶναι ἁμαρτία. Ὅταν δηλαδή φᾶμε ὑπερβολικά ἤ φᾶμε ὄχι μέ σκοπό νά ζήσουμε, ἀλλά μέ σκοπό νά ἀπολαύσουμε, νά τρυφήσουμε, νά γεμίσουμε μέ σαρκική ἡδονή, τότε διαπράττουμε ἁμαρτία.

Ἀντίστοιχα καί ἡ λύπη, ὅταν χρησιμοποιηθεῖ γιά λάθος λόγο, γίνεται ἁμαρτωλή λύπη. Ὁ λάθος λόγος εἶναι, ὅταν ἡ λύπη χρησιμοποιεῖται γιά τά πράγματα αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ὅταν χάσουμε κάτι, ὅταν στερηθοῦμε ἤ ὅταν δέν ἔχουμε κάτι ἀπό τά ὑλικά πράγματα καί λυπόμαστε ἤ ὅταν λυπόμαστε γιά κάτι πού ἀφορᾶ στό σῶμα μας, τότε αὐτό εἶναι ἁμαρτία.

 Ἀντίθετα, ἡ λύπη γιά τίς ἁμαρτίες μας εἶναι ἡ καλή χρήση τῆς λύπης, εἶναι ἀρετή. Ὁ Θεός γι’ αὐτό μᾶς ἔδωσε τήν λύπη, πού εἶναι δύναμη τῆς ψυχῆς, γιά νά τήν χρησιμοποιοῦμε γιά μετάνοια. Ὁπότε ἡ λύπη μέ στόχο τήν μετάνοια εἶναι ἀρετή, ἐνῶ γιά τά πράγματα αὐτοῦ τοῦ κόσμου εἶναι ἁμαρτία.
Ἡ τέλεια λοιπόν ἐμπιστοσύνη στά χέρια τοῦ Θεοῦ εἶναι αὐτό πού μᾶς γλιτώνει ἀπό τήν στενοχώρια, ἀπό τήν κακή λύπη. Τότε μόνο ἔχουμε κακή λύπη, ὅταν δέν ἔχουμε ἐμπιστοσύνη στόν Θεό καί στήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Καί ὅταν δέν ἔχουμε ἐμπιστοσύνη στήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ, εἶναι δεῖγμα ὑπερηφάνειας.

Ἱερομονάχου Σάββα Ἁγιορείτου

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΣΤΑΧΥΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝ ΑΥΤΩ ΜΑΡΤΥΡΗΣΑΝΤΕΣ


 


Τη μνήμη του Αγίου Στάχυ και των συν Αυτώ Μαρτυρησάντων τιμά σήμερα, 31 Οκτωβρίου, η Εκκλησία μας. Οι Άγιοι Στάχυς, Απελλής, Αμπλίας, Ουρβανός, Νάρκισσος και Αριστόβουλος άνηκαν στους εβδομήκοντα Αποστόλους του Κυρίου και όλοι τους υπήρξαν «Χριστού ευωδία τώ Θεώ εν τοίς σωζομένοις» (Β’ προς Κορινθίους, Β’ 15). Δηλαδή ευωδιά Χριστού, ευχάριστη στο Θεό, και ευωδία μεταξύ των σωζόμενων πυύ άκουγαν απ’ αυτούς το σωτήριο μήνυμα του Ευαγγελίου.
 Ο Άγιος Στάχυς έγινε πρώτος επίσκοπος Βυζαντίου, και αφού διάνυσε 16 χρόνια στο αποστολικό κήρυγμα, ειρηνικά αναπαύθηκε εν Κυρίω.
Ο Άγιος Απελλής έγινε επίσκοπος Ηράκλειας και πολλούς έφερε στη χριστιανική πίστη.
Ο Άγιος Αμπλίας έγινε επίσκοπος Οδυσσουπόλεως και ο Ουρβανός, επίσκοπος Μακεδονίας. Επειδή και οι δύο γκρέμιζαν τα είδωλα, θανατώθηκαν μαρτυρικά.
Ο Άγιος Νάρκισσος χειροτονήθηκε επίσκοπος Αθηνών. Η αλήθεια, όμως, του Ευαγγελίου, την οποία δίδασκε με ζήλο, εξήγειρε τους ειδωλολάτρες, με αποτέλεσμα να τον βασανίσουν και να παραδώσει την ψυχή του μαρτυρικά.
Ο Άγιος Αριστόβουλος, και αυτός υπήρξε επίσκοπος και πέθανε ειρηνικά, κηρύττοντας μέχρι τέλους της ζωής του το Χριστό.
Απολυτίκιο:
Ήχος πλ. α’. Τον συνάναρχον Λόγον.
Την κιθάραν του Πνεύματος την έξάχορδον, την μελωδήσασαν κόσμω τας υπέρ νουν δωρεάς, ως έκφάντορας Χριστού άνευφημήσωμεν, Στάχυν Άμπλίαν Άπελλήν συν Ναρκίσσω, Ούρβανόν, και Άριστόβουλον άμα’ ως γαρ Απόστολοι θείοι, χάριν αίτούνται ταις ψυχαίς ημών.

Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2024

ΕΣΤΩ ΚΙ ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ!

 

Θυμάμαι συχνά την ιστορία κάποιας κοπέλας, που συνήθιζε να έρχεται και να συζητάμε στο Μοναστήρι που ήμουν.

Ήρθε κάποια μέρα μαζί με ένα οργανωμένο γκρουπ προσκυνητών, και μου διαμαρτυρήθηκε λέγοντας:

  • «Δεν το αντέχω πια! Οι άνθρωποι είναι τόσο αγενείς μεταξύ τους!».

Και κατόπι μου είπε ότι θα κοίταζε να βρει άλλη δουλειά. Την απέτρεψα, λέγοντας ότι ήταν λίγες οι δουλειές εκείνο τον καιρό και τα επίπεδα της ανεργίας υψηλά. Της είπα να πάψει να πολεμά τους συναδέλφους της στη δουλειά.

  • «Μα δεν μάχομαι κανένα!», απάντησε.

Της εξήγησα ότι μολονότι δεν μάχεται κανένα σωματικά, εντούτοις με το να είναι δυσαρεστημένη στη θέση της, διεξάγει πόλεμο εναντίον των συναδέλφων της με τους λογισμούς της. Εκείνη αντέτεινε ότι κάθε άλλη αντίδραση θα υπερέβαινε τα όρια αντοχής του καθενός.

  • «Μα ασφαλώς και τα υπερβαίνει», της είπα, «αλλά δεν μπορείς να το κάνεις μόνη σου. Χρειάζεσαι τη βοήθεια του Θεού. Κανείς δε γνωρίζει αν προσεύχεσαι ή όχι την ώρα της δουλειάς σου. Κατά συνέπεια, όταν αρχίζουν να σε προσβάλλουν, μην τους αντιγυρίζεις τις προσβολές ούτε με λόγια ούτε με αρνητικές σκέψεις. Προσπάθησε να μην τους προσβάλλεις ούτε καν με τους λογισμούς σου⸱ προσευχήσου στον Θεό να τους στείλει έναν άγγελο ειρήνης. Ζήτησέ Του επίσης να μη σε ξεχάσει και σένα. Αυτό δεν θα μπορέσεις να το κάνεις αμέσως, αλλά αν προσεύχεσαι πάντοτε έτσι, θα δεις πως θα αλλάξουν τα πράγματα με τον καιρό και πως θα αλλάξουν επίσης και οι άνθρωποι. Κατ’ ουσίαν, θα αλλάξεις κι εσύ».

Εκείνο τον καιρό δεν ήξερα αν επρόκειτο να δώσει βάση στη συμβουλή μου. Αυτό συνέβη στο μοναστήρι του Τουμάν το 1980. Το 1981 με έστειλαν στο μοναστήρι της Βιτόβνιτσα. Κάποια μέρα στεκόμουν πλάι στην κυδωνιά, όταν είδα ένα γκρουπ προσκυνητών να πλησιάζει. Ήταν και εκείνη μέσα σε αυτό το γκρουπ και με πλησίασε για να πάρει ευλογία. Και να τι μου είπε:

  • «Αχ πάτερ! Δεν είχα η ιδέα ότι οι άνθρωποι είναι τόσο καλοί!».

Τη ρώτησα αν αναφερόταν στους συναδέλφους της στη δουλειά και εκείνη μου απάντησε θετικά.

  • «Άλλαξαν τόσο πολύ πάτερ, είναι απίστευτο! Κανείς δεν με προσβάλλει πλέον και βλέπω και σε μένα επίσης τη διαφορά!».

Τη ρώτησα αν είχε ειρήνευση με όλους και μου απάντησε ότι υπήρχε ένα πρόσωπο μονάχα με το οποίο δεν μπορούσε να ειρηνεύσει για πολύ καιρό. Κατόπιν, καθώς διάβαζε τα Ευαγγέλια, έφτασε κάποια στιγμή στο σημείο όπου ο Κύριος μας ζητά να αγαπάμε τους εχθρούς μας. Και τότε είπε στον εαυτό της: «Θα αγαπήσεις αυτό το πρόσωπο είτε το θέλεις είτε όχι, διότι αυτό είναι που μας ζητά ο Κύριος». Και τώρα, ξέρετε, είναι οι δύο τους οι καλύτεροι φίλοι!

Μακάρι να υπήρχε έστω και ένας τέτοιος άνθρωπος σε κάθε επιχείρηση, εργοστάσιο ή γραφείο! Έτσι θα ανοιγόταν ο δρόμος προς την ειρήνη. Μόνο ένας άνθρωπος χρειάζεται, ένας άνθρωπος συνδεδεμένος προσευχητικά με τον Θεό, και θα έχουμε παντού ειρήνη – στην οικογένεια, στη δουλειά, στην κυβέρνηση και παντού. Η παρουσία ενός τέτοιου ανθρώπου είναι που μπορεί να μας ελευθερώσει από ζοφερούς και δυσβάσταχτους λογισμούς.


ΑΝ ΤΑ ΘΥΜΟΜΑΣΤΕ ΑΥΤΑ,ΔΕΝ ΘΑ ΕΧΟΥΜΕ ΑΝΑΓΚΗ ΑΛΛΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ

 

Θέλεις να ευεργετείσαι; Ευεργέτησε άλλον.

Θέλεις να ελεείσαι; Ελέεισε τον πλησίον.

Θέλεις να επαινείσαι; Επαίνεσε άλλον.

Θέλεις να αγαπάσαι; Αγάπησε.

Θέλεις να αποκτήσεις πρωτεία; Παραχώρησε σε άλλον τα πρωτεία.

Μισείς να υβρίζεσαι; Μη υβρίσεις άλλον.

Μισείς να φθονείσαι; Ούτε συ να φθονήσεις άλλον.

Μισείς να σε απατούν; Ούτε συ να απατήσεις άλλον…

Αν τα θυμόμαστε αυτά, δεν θα έχουμε ανάγκη άλλης διδασκαλίας.

"...ΓΙΑ ΝΑ ΥΠΑΡΞΕΙ ΣΩΣΤΗ ΣΧΕΣΗ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΓΑΜΟ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΟΠΩΣ ΕΙΝΑΙ..."

 

Δεν μπορεί να υπάρξει σωστή σχέση μέσα στο γάμο, αν δεν υπερβούμε το φύλο.

Αν δε μάθουμε να βλέπουμε τον άλλο σαν άνθρωπο

με όλο τον ψυχοσωματικό του κόσμο,

όχι μόνο σαν σώμα όχι μόνο σαν άνδρα ή σαν γυναίκα,

άλλα σαν άνθρωπο που έχει ψυχικές και σωματικές ανάγκες,

που έχει το δικό του κόσμο, τη δική του ύπαρξη.

Να βλέπει ο άνδρας τη γυναίκα σαν πρόσωπο

και η γυναίκα τον άνδρα μ’ αυτόν τον τρόπο.

Έτσι βάζουμε το γάμο στη σωστή βάση.

Μετά πρέπει να μάθει ο άντρας πως σκέφτεται μια γυναίκα

και πως είναι το «είναι» μιας γυναίκας

και να συμπεριφέρεται ανάλογα.

Γιατί αν συμπεριφέρεσαι σε μια γυναίκα με τα κριτήρια του άνδρα,

τότε ήδη επιτέλεσες την τραγωδία της οικογένειας σου.

«Αν λες π.χ.:

«Μα γιατί η γυναίκα μου

αισθάνεται παράπονο μαζί μου;

Εγώ είμαι καλός άντρας,

δουλεύω,

φέρνω λεφτά στο σπίτι,

ότι θέλει αγοράζει,

όσα χρήματα θέλει τα έχει,

πηγαίνει εκδρομές το καλοκαίρι.

Γιατί έχει παράπονο;»

Κι η γυναίκα πάλι σκέφτεται για τον άνδρα ότι:

»Εγώ του μαγειρεύω,

τον πλένω,

είμαι τίμια κοπέλα,

δεν έχω άλλα πράγματα στη ζωή μου.

Γιατί έχει παράπονο;»

Δεν καταλαβαίνουν ότι αυτά είναι καλά και απαραίτητα,

άλλα δεν είναι αυτά που αγγίζουν τον άλλο άνθρωπο.

Ότι η συναισθηματική και ψυχική επαφή

είναι αυτό που έχει σημασία στο γάμο και ύστερα όλα τα υπόλοιπα.

Κι αυτό για να γίνει πρέπει να δεις τον άλλον άνθρωπο όπως είναι…

ΚΙ ΟΤΑΝ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΧΕΙ ΑΓΑΠΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΗ,ΤΟΤΕ ΟΛΑ ΑΛΛΑΖΟΥΝ

 

Η αγάπη είναι μυστήριο.

Η αγάπη είναι παράδεισος.

Κι όταν ό άνθρωπος έχει αγάπη στην ψυχή, τότε όλα αλλάζουν.

Κι ας είναι φτωχός, αναγκεμένος ή άνεργος.

Κι ας είναι μόνος.

Κι ας είναι σκλάβος ή ελεύθερος.

Κι ας είναι ό,τι θέλει.

Ο άνθρωπος που αγαπά, έχει μέσα του τον παράδεισο του Θεού.

Στολίζεται ή ψυχή του και χαίρεται και ανεβαίνει.

Όλο ανεβαίνει.

Και μια ψυχή που ανεβαίνει, ανεβάζει όλο τον κόσμο.

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΖΗΝΟΒΙΟΣ ΚΑΙ ΖΗΝΟΒΙΑ

 

 


Τη μνήμη των Αγίων Ζηνοβίου και Ζηνοβίας, των αδελφών τιμά σήμερα, 30 Οκτωβρίου, η Εκκλησία μας. Οι Άγιοι Ζηνόβιος και Ζηνοβία έζησαν και μαρτύρησαν την εποχή του Διοκλητιανού. Τα δύο αδέρφια κατάγονταν από τις Αίγες της Κιλικίας και προέρχονταν από οικογένεια πλούσια και ευσεβή.
 Ο Ζηνόβιος ήταν ιατρός και εξασκούσε την επιστήμη του αφιλοκερδώς. Τα δύο αδέρφια ασκούσαν μεγάλο φιλανθρωπικό έργο και αυτό προκάλεσε την οργή των ειδωλολατρών και συγκεκριμένα του ηγεμόνα Λυσία, ο οποίος διέταξε τη σύλληψη του Ζηνόβιου.
Κατά τη διάρκεια της φυλάκισης του προσήλθε οικειοθελώς στις αρχές και η αδερφή του η Ζηνοβία με την επιθυμία να συμμαρτυρήσει με τον αδελφό της. Και οι δύο θανατώθηκαν με αποκεφαλισμό κατόπιν βασανιστηρίων το 285 μ.Χ.
Σημείωση: Κατ, άλλη εκδοχή ο Ζηνόβιος μαρτύρησε επί Διοκλητιανού.  Γεννήθηκε από γονείς ευσεβείς τον Ζηνόδοτο και τη Θέκλα, και πως, όταν μεγάλωσε έγινε επίσκοπος Αιγών, επιτελώντας πολλά θαύματα.
Απολυτίκιο:
Ήχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Ως θείοι αυτάδελφοι ομονοούντες καλώς, Ζηνόβιε ένδοξε και Ζηνοβία σεμνή, συμφώνως αθλήσατε όθεν και των στεφανών των αφθάρτων τυχόντες, δόξης ακαταλύτου ηξιώθητε, άμα εκλάμποντες τοις εν κόσμω χάριν ιάσεων.

Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2024

ΧΤΥΠΑ ΤΟ ΚΑΚΟ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΔΟΞΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΕΟ

 


Νιώθεις οργή, θυμό, νεύρα για κάποιον; Θέλεις να τον υβρίσεις, διότι σου προξένησε λύπη, πόνο, κακό, σε αδίκησε;
Κάνε ένα κομποσχοίνι εκατοστάρι γι' αυτόν και θα δεις πως θα ελαφρύνεις και θα νοιώσεις αγάπη γι' αυτόν.Προσευχήσου με θέρμη γι' αυτόν.Χτύπα το κακό με το καλό.Χτύπα το κακό με την προσευχή και τη δοξολογία προς τον Θεό.
Γέροντος Σεραφείμ του Σαββαΐτου

ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΖΩΗ ΜΑΣ...ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ...ΚΑΙ ΠΤΩΣΕΙΣ...ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ ΘΑ ΜΑΣ ΚΡΙΝΕΙ Ο ΘΕΟΣ ΕΧΟΥΜΕ ΕΛΠΙΔΕΣ

 

Βρισκόμαστε όλοι μας μέσα σ’ έναν αγώνα ζωής που εναλλάσσονται οι προσευχές με τα λόγια μας τα δύσκολα.

Οι καλές πράξεις με τις φαύλες συνήθειές μας. Η μελέτη με τα τυχόν δύσκολα θεάματά μας. Η Λατρεία στον Θεό με την ακηδία μας. Και πόσα άλλα αντίθετα… Και καθώς περνούν  τα χρόνια υπάρχει ένας διχασμός μέσα μας και μια αγωνία.

Άραγε πως μας βλέπει το Μάτι Του Θεού; Την απάντηση την έδωσε κάποτε ο Ίδιος σ’ έναν φαρισαίο που διαμαρτυρήθηκε όταν Τον άγγιξε εκείνη η αμαρτωλή γυναίκα που στέκονταν δίπλα Του. Είπε εκείνα τα λόγια που κάθε μέρα σ’ να τα λέει για όλους μας:

«Άφησε την να μ’ αγγίζει. Πολύ αμάρτησε… και πολύ μ’ αγάπησε…» (Λουκ.7,στιχ.47) Αυτή είναι η ζωή μας.. Και αγάπη… και πτώσεις… Και επειδή θα μας κρίνει ο Θεός έχουμε ελπίδες.

ΓΕΡΟΝΤΑ,ΜΕΡΙΚΕΣ ΦΟΡΕΣ ΟΙ ΠΕΙΡΑΣΜΟΙ ΕΡΧΟΝΤΑΙ Ο ΕΝΑΣ ΠΑΝΩ ΣΤΟΝ ΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΩ

 

-Γέροντα, μερικὲς φορὲς οἱ πειρασμοὶ ἔρχονται ὁ ἕνας πάνω στὸν ἄλλον καὶ δὲν ἀντέχω.

-Νὰ σοῦ πῶ μία λύση, γιὰ νὰ τοὺς ἀποφύγεις; Θὰ τὴν δεχθεῖς;

-Ναὶ.

-Ἡ μόνη λύση γιὰ νὰ ἀποφύγεις τοὺς πειρασμούς, εἶναι νὰ … συμμαχήσεις μὲ τὸν διάβολο! Τί γελᾶς; Δὲν σοῦ ἀρέσει αὐτὴ ἡ λύση; Κοίταξε νὰ σοῦ πῶ. Ὅσο κανεὶς ἀγωνίζεται, θὰ ἔχει πειρασμοὺς καὶ δυσκολίες. Και ὅσο προσπαθεῖ νὰ ἀποφύγει τὸν πειρασμό, τόσο κόντρα τοῦ πάει ὁ διάβολος. Ἀλλὰ μὲ τοὺς πειρασμοὺς – ἂν τοὺς ἀξιοποιήσουμε σωστὰ -, δίνεται ἡ εὐκαιρία, ἐπειδὴ μερικὲς φορὲς ἡ ζωή μας εἶναι ἀντιευαγγελική, νὰ γίνει «εὐαγγελική».

-Γέροντα, σκαλώνω σὲ μερικὰ ἀσήμαντα πράγματα καὶ δὲν ἔχω διάθεση μετὰ νὰ ἀγωνισθῶ γιὰ κάτι ἀνώτερο.

-Αὐτὰ εἶναι σὰν τὶς νάρκες ποὺ βάζει ὁ ἐχθρός, γιὰ νὰ ἀχρηστέψει τὸν στρατό. Τὸ ταγκαλάκι (ἔτσι ἀποκαλοῦσε ὁ Γέροντας τὸν διάβολο καὶ τὰ δαιμόνια) ὅταν δεῖ ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ κάνει ἄλλη ζημιὰ στὸν ἀγωνιστὴ , κοιτάει πὼς νὰ τὸν ἀχρηστέψει μὲ ἀσήμαντα πράγματα. Ὕστερα, νὰ ξέρεις ὅτι ὑπάρχουν καὶ μικρὰ ταγκαλάκια, ποὺ κάνουν ὅμως μεγάλη ζημιά. Μία φορᾶ ρώτησαν ἕνα μικρὸ ταγκαλάκι: «Τάχα τί μπορεῖς νὰ κάνεις ἐσύ;». «Ἐγὼ τί μπορῶ νὰ κάνω; Πάω καὶ μπερδεύω τὶς κλωστὲς στὶς μοδίστρες, στοὺς τσαγκάρηδες, ἀπάντησε, καὶ τοὺς κάνω νὰ θυμώνουν». Τὰ μεγαλύτερα σκάνδαλα γίνονται ἀπὸ τιποτένια πράγματα, ὄχι μόνο σ’ ἐμᾶς, ἀλλὰ μερικὲς φορὲς καὶ στὰ κράτη. Στοὺς πνευματικοὺς ἀνθρώπους δὲν ὑπάρχουν σοβαρὲς ἀφορμὲς γιὰ σκάνδαλα. Ἀπὸ τὸ μικρὰ παίρνει ὁ διάβολος ἀφορμή. Τσακίζει τὸν ἄνθρωπο ψυχικὰ μὲ κάτι χαζά, παιδικὰ πράγματα, ὀπότε κάνει τὴν καρδιὰ του ὅπως ἐκεῖνος θέλει καὶ μένει μετὰ κανεὶς ἕνα κούτσουρο.

-Γιατί, Γέροντα, ἐνῶ βάζω ἕνα πρόγραμμα, μία σειρὰ στὸν ἀγώνα μου, καὶ ξεκινῶ μὲ διάθεση νὰ ἀγωνισθῶ, σύντομα ξεχνιέμαι;

-Δὲν ξέρεις; Τὸ ταγκαλάκι, ὅταν πάρει εἴδηση ὅτι κάνουμε δουλειὰ πνευματική, τότε γυρίζει τὸ κουμπὶ ἀλλοῦ. Ἐνῶ βάζουμε ἕνα πρόγραμμα, μία ἄλφα σειρά, βρισκόμαστε σὲ ἄλλη καί, ἂν δὲν προσέξουμε, τὸ ἀντιλαμβανόμαστε μετὰ ἀπὸ μέρες. Γι’ αὐτὸ ὁ ἀγωνιστὴς πρέπει νὰ πηγαίνει ὅλο κόντρα στὸν διάβολο- φυσικὰ μὲ διάκριση- καὶ νὰ τὸν παρακολουθεῖ κάποιος ἔμπειρος Πνευματικός.

-Ἕναν ἄνθρωπο ποὺ δὲν κάνει λεπτὴ ἐργασία στὸν ἑαυτό του, ὁ σατανᾶς τὸν πολεμάει;

-Ὁ σατανᾶς δὲν πάει σὲ ἕναν ἄχρηστο ἄνθρωπο, ἀλλὰ πάει σὲ ἕναν ἀγωνιστή, γιὰ νὰ τὸν πειράξει καὶ νὰ τὸν ἀχρηστέψει. Δὲν χάνει τὸν καιρό του νὰ κάνει λεπτὴ ἐργασία σὲ κάποιον ποὺ δὲν ἔχει κάνει λεπτὴ ἐργασία. Στέλνει σ’ αὐτὸν ποὺ ράβει μὲ σακοράφα, διάβολο μὲ σακοράφα. Σ’ αὐτὸν ποὺ κάνει λεπτὸ ἐργόχειρο, στέλνει διάβολο ποὺ κάνει λεπτὸ ἐργόχειρο. Σ’ αὐτὸν ποὺ κάνει πολὺ ψιλὸ κέντημα, στέλνει διάβολο γιὰ πολὺ ψιλὴ ἐργασία. Σ’ αὐτοὺς ποὺ κάνουν χονδρὴ δουλειὰ στὸν ἑαυτό τους, στέλνει χονδρὸ διάβολο.

Στοὺς ἀρχάριους στέλνει ἀρχάριο διάβολο. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἔχουν λεπτὴ ψυχή, πολὺ φιλότιμο καὶ εἶναι εὐαίσθητοι, χρειάζεται νὰ προσέξουν, γιατί βάζει καὶ ὁ διάβολος τὴν οὐρά του καὶ τοὺς κάνει πιὸ εὐαίσθητους, καὶ μπορεῖ νὰ φθάσουν στὴν μελαγχολία ἢ ἀκόμη -Θεὸς φυλάξοι- καὶ στὴν αὐτοκτονία. Ὁ διάβολος, ἐνῶ ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους μας βάζει νὰ πηγαίνουμε κόντρα στὸν πλησίον μας καὶ νὰ μαλώνουμε, ὁ ἴδιος ποτὲ δὲν πάει κόντρα.

Τὸν ἀμελὴ τὸν κάνει πιὸ ἀμελὴ. Τὸν ἀναπαύει μὲ τὸν λογισμό: «τὸ κεφάλι σου πονάει, εἶσαι ἀδιάθετος. Δὲν πειράζει καὶ ἂν δὲν σηκωθεῖς γιὰ προσευχή». Τὸν εὐλαβὴ τὸν κάνει πιὸ εὐλαβὴ, γιὰ νὰ τὸν ρίξει στὴν ὑπερηφάνεια, ἢ τὸν σπρώχνει νὰ ἀγωνισθεῖ περισσότερο ἀπὸ τὶς δυνάμεις του, ὥστε νὰ ἀποκάμει καὶ νὰ ἀφήσει μετὰ ὅλα τὰ πνευματικὰ του ὅπλα καὶ νὰ παραδοθεῖ ὁ πρώην πολὺ ἀγωνιστής. Τὸν σκληρόκαρδο τὸν κάνει πιὸ σκληρόκαρδο, τὸν εὐαίσθητο, ὑπερευαίσθητο.

Καὶ βλέπεις πόσοι ἄνθρωποι, ἄλλοι ἔχουν κάποια εὐαισθησία καὶ ἄλλοι γιατί ἔχουν κλονισθεῖ τὰ νεῦρα τους, ταλαιπωροῦνται μὲ ἀϋπνίες καὶ παίρνουν χάπια ἢ βασανίζονται καὶ χαραμίζονται στὰ νοσοκομεῖα. Σπάνια νὰ δεῖς ἄνθρωπο ἰσορροπημένο. Ἔγιναν μπαταρίες οἱ ἄνθρωποι. Οἱ περισσότεροι σὰν νὰ ἔχουν ἠλεκτρισμό. Ὅσοι μάλιστα δὲν ἐξομολογοῦνται, δέχονται ἐπιδράσεις δαιμονικές. Ἔχουν ἕναν δαιμονικὸ μαγνητισμό, γιατί ὁ διάβολος ἔχει ἐξουσία ἐπάνω τους. Λίγοι ἄνθρωποι, εἴτε ἀγόρια εἴτε κοπέλες εἴτε ἡλικιωμένοι εἶναι, ἔχουν ἕνα βλέμμα γαλήνιο. Δαιμονισμός! Ξέρεις τί θὰ πεῖ δαιμονισμός; Νὰ μὴν μπορεῖς νὰ συνεννοηθεῖς μὲ τὸν κόσμο.

Εἶπα σὲ κάποιους γιατροὺς ποὺ συζητοῦσαν γιὰ τὴν ἀναισθησία ποὺ κάνουν στὶς ἐγχειρήσεις: «Τοῦ πειρασμοῦ ἡ ἀναισθησία ἔχει ἄσχημες ἐπιπτώσεις στὸν ἄνθρωπο, ἐνῶ αὐτὴ ποὺ κάνετε ἐσεῖς βοηθάει». Ἡ ἀναισθησία τοῦ διαβόλου εἶναι σὰν τὸ δηλητήριο ποὺ ρίχνει τὸ φίδι στὰ πουλιὰ ἢ στὰ λαγουδάκια, γιὰ νὰ παραλύσουν καὶ νὰ τὰ καταπιεῖ χωρὶς νὰ ἀντιδράσουν. Ὁ διάβολος, ὅταν θέλει νὰ πολεμήσει ἕναν ἄνθρωπο, στέλνει πρῶτα ἕνα διαβολάκι «ἀναισθησιολόγο», γιὰ νὰ κάνει τὸν ἄνθρωπο πρῶτα ἀναίσθητο, καὶ μετὰ πηγαίνει ὁ ἴδιος καὶ τὸν πελεκάει, τὸν κάνει ὅ,τι θέλει …

Ἀλλὰ προηγεῖται ὁ … «ἀναισθησιολόγος». Μᾶς βάζει ἔνεση ἀναισθησίας καὶ ξεχνοῦμε. Νά, βλέπεις, οἱ μοναχοὶ ὑποσχόμαστε «ὑβρισθῆναι, χλευασθῆναι κ.λπ.», καὶ τελικά, ὁ πειρασμὸς μερικὲς φορές μᾶς μπερδεύει καὶ κάνουμε τὰ ἀντίθετα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ὑποσχεθήκαμε. Ἀλλιῶς ξεκινᾶμε κι ἀλλιῶς καταλήγουμε. Γιὰ ἀλλοῦ ξεκινήσαμε νὰ πᾶμε καὶ ἀλλοῦ πηγαίνουμε. Δὲν προσέχουμε. Δὲν σᾶς ἔχω πεῖ παραδείγματα;

Παλαιότερα, στὴν Κόνιτσα δὲν ὑπῆρχε Τράπεζα. Ἀναγκάζονταν οἱ ἄνθρωποι νὰ πᾶνε στὰ Γιάννενα, ὅταν ἤθελαν νὰ πάρουν κανένα δάνειο. Ξεκινοῦσαν, λοιπὸν, μερικοὶ ἀπὸ τὰ γύρω χωριὰ καὶ πήγαιναν ἑβδομήντα δυὸ χιλιόμετρα μὲ τὰ πόδια, νὰ πάρουν δάνειο, γιὰ νὰ ἀγοράσουν λ.χ. ἕνα ἄλογο. Τότε, ἂν κανεὶς εἶχε ἕνα ἄλογο, μποροῦσε νὰ συντηρήσει τὴν οἰκογένειά του. Ἔκανε ζευγάρι μὲ τὸ ἄλογο κάποιου ἄλλου καὶ ὄργωνε. Μία φορᾶ ξεκίνησε ἕνας νὰ πάει στὰ Γιάννενα, νὰ πάρει δάνειο, γιὰ νὰ ἀγοράσει ἕνα ἄλογο, νὰ ὀργώνει τὰ χωράφια του καὶ νὰ μὴν παιδεύεται νὰ σκάβει μὲ τὴν τσάπα. Πῆγε, λοιπὸν, στὴν Τράπεζα, πῆρε τὸ δάνειο καὶ μετὰ πέρασε καὶ ἀπὸ τὰ ἑβραίικα μαγαζιὰ καὶ χάζευε. Τὸν ἔβλεπε ὁ ἕνας Ἑβραῖος, τὸν τραβοῦσε μέσα. «Πέρνα μέσα, μπάρμπα, ἔχω καλὸ πράγμα!».

Ἔμπαινε ἐκεῖνος μέσα, ἄρχιζε ὁ Ἑβραῖος νὰ κατεβάζει τὰ τόπια ἀπὸ τὰ ράφια. Τὰ ἔπαιρνε, τὰ τίναζε. «Παρ’ το, τοῦ ἔλεγε, εἶναι καλό, καὶ γιὰ τὰ παιδιά σου θὰ σοῦ τὸ δώσω φθηνό». Ἔφευγε ἀπὸ τὸν ἕναν, προχωροῦσε παραπέρα, χάζευε σὲ ἄλλον. «Ἔλα, μπάρμπα, μέσα, τοῦ ἔλεγε ὁ Ἑβραῖος, θὰ σοῦ δώσω τὸ πιὸ φθηνό». Κατέβαζε τὰ τόπια, τὰ ἄνοιγε, τὰ ἅπλωνε. Ζαλίστηκε στὸ τέλος ὁ καημένος. Εἶχε καὶ λίγο φιλότιμο, σοῦ λέει «τώρα τὰ κατέβασε τὰ τόπια, τὰ ἅπλωσε …;», καὶ δῆθεν «γιὰ τὰ παιδιὰ του πιὸ φθηνό», ἔδωσε τὰ χρήματα ποὺ εἶχε πάρει ἀπὸ τὴν Τράπεζα καὶ ἀγόρασε ἕνα τόπι πανί, ἀλλὰ καὶ αὐτὸ ἦταν χωνεμένο! Μὰ καὶ ἕνα τόπι πανὶ τί νὰ τὸ κάνει;

Καὶ ἕνας πλούσιος δὲν ἔπαιρνε ἕνα τόπι πανί, ἔπαιρνε ὅσο τοῦ χρειαζόταν. Τελικὰ γύρισε στὸ σπίτι μὲ ἕνα τόπι σάπιο ὕφασμα! «Ποῦ εἶναι τὸ ἄλογο;», τὸν ρωτᾶν. «Ἔφερα ὕφασμα γιὰ τὰ παιδιά!», λέει. Ἀλλὰ τί νὰ τὸ κάνουν τόσο ὕφασμα; Χρεώθηκε ἐν τῷ μεταξὺ στὴν Τράπεζα, καὶ ἄλογο δὲν πῆρε παρὰ ἕνα τόπι πανὶ χωνεμένο. Ἄντε πάλι νὰ πηγαίνει νὰ σκάβει μὲ τὴν τσάπα στὰ χωράφια, νὰ δυσκολεύεται, γιὰ νὰ ξεχρεώσει τὸ δάνειο!

Ἂν ἀγόραζε ἄλογο, θὰ ἐπέστρεφε καὶ καβάλα, θὰ ψώνιζε καὶ λίγα πράγματα γιὰ τὸ σπίτι του καὶ δὲν θὰ σκοτωνόταν νὰ σκάβει μὲ τὴν τσάπα! Ἀλλὰ γιὰ νὰ χαζεύει στὰ μαγαζιὰ τὰ ἑβραίικα, εἴδατε τί ἔπαθε; Ἔτσι κάνει καὶ ὁ διάβολος. Σὰν τὸν πονηρὸ ἔμπορο σὲ τραβάει ἀπὸ ‘δῶ, σὲ τραβάει ἀπὸ ‘κεῖ, σοῦ βάζει τρικλοποδιές, καὶ τελικὰ σὲ καταφέρνει νὰ πᾶς ἐκεῖ ποὺ θέλει ἐκεῖνος. Γιὰ ἀλλοῦ ξεκινᾶς καὶ ἀλλοῦ καταλήγεις, ἂν δὲν προσέξεις. Σὲ ξεγελάει καὶ χάνεις τὰ καλύτερα χρόνια σου.

Ὁ διάβολος κάνει τὸ πᾶν γιὰ νὰ μὴ βοηθηθεῖ ὁ ἄνθρωπος

Ὁ διάβολος εἶναι τεχνίτης. Ἂν φέρει λ.χ. τὴν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας σὲ ἕναν πνευματικὸ ἄνθρωπο ἕναν ἐλεεινὸ λογισμό, ἐκεῖνος θὰ τὸν καταλάβει, θὰ τιναχθεῖ καὶ θὰ τὸν διώξει. Γι’ αὐτὸ τοῦ φέρνει ἕναν πνευματικὸ λογισμό. «Τὸ τάδε βιβλίο, τοῦ λέει, γράφει αὐτὸ γιὰ τὴν Θεία Λειτουργία». Μετὰ θὰ τοῦ τραβήξει τὴν προσοχὴ λ.χ. στὸν πολυέλαιο. Θὰ ἀναρωτηθεῖ ποιὸς ἄραγε νὰ τὸν ἐφτίαξε. Ἢ θὰ τοῦ θυμίσει ἕναν ἄρρωστο ποὺ πρέπει νὰ πάει νὰ τὸν δεῖ. «Ἅ ἔμπνευση, λέει, τὴν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας», ἐνῶ εἶναι ὁ διάβολος ποὺ μπαίνει ἐνδιάμεσος καὶ πιάνει ὁ ἄνθρωπος τὴν συζήτηση μὲ τὸν λογισμό του. Ὅποτε ἀκούει τὸν ἱερέα νὰ λέει «Μετὰ φόβου …» καὶ τότε καταλαβαίνει ὅτι τελείωσε ἡ Θεία Λειτουργία καὶ ἐκεῖνος δὲν συμμετεῖχε καθόλου.

Νά, καὶ ἐδῶ στὸν Ναό. Πηγαίνει ἡ ἐκκλησάρισσα νὰ ἀνάψει τὰ κεριὰ στὸν πολυέλαιο καὶ ἔχω παρατηρήσει ὅτι καὶ μεγάλους ἀκόμα τοὺς ἀποσπᾶ ὁ πειρασμὸς ἐκεῖ πέρα καὶ χαζεύουν τὴν ἀδελφὴ πὼς ἀνάβει τὰ κεριά. Αὐτὸ εἶναι τελείως παιδικό. Μόνον τὰ μικρούτσικα παιδάκια χαίρονται μὲ κάτι τέτοια καὶ λένε: «Τὰ ἄναψε!». Δηλαδή, αὐτὸ γιὰ τὰ μικρὰ παιδάκια εἶναι δικαιολογημένο, ἀλλὰ γιὰ τοὺς μεγάλους; Ἤ, ἐνῶ πρέπει νὰ ἀποφεύγουμε τὶς κινήσεις τὴν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας, ὁ πειρασμὸς μπορεῖ νὰ βάλει ἐκείνη τὴν ἱερὴ ὥρα μία ἀδελφὴ νὰ γυρίζει στὸ ἀναλόγιο τὰ φύλλα τοῦ βιβλίου, νὰ κάνει θόρυβο καὶ νὰ ἀποσπᾶ τοὺς ἄλλους.

Ἀκοῦνε «κρίτς-κρίτς», «τί γίνεται;» λένε καὶ φεύγει ἔτσι ὁ νοῦς ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ χαίρεται τὸ ταγκαλάκι. Γι’ αὐτὸ νὰ προσέχουμε νὰ μὴ γινόμαστε ἐμεῖς αἰτία νὰ ἀποσπᾶται ἡ προσοχὴ τῶν ἄλλων τὴν ὥρα τῆς θείας λατρείας. Κάνουμε ζημιὰ στὸν κόσμο καὶ δὲν τὸ καταλαβαίνουμε. Ἢ παρατηρῆστε σὲ καμία ἀνάγνωση. Ὅταν φθάσει ὁ ἀναγνώστης στὸ πιὸ ἱερὸ σημεῖο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο θὰ βοηθηθοῦν οἱ ἄνθρωποι, τότε ἢ θὰ χτυπήσει δυνατὰ ἀπὸ τὸν ἀέρα ἡ πόρτα ἢ θὰ βήξει κάποιος καὶ θὰ ἀποσπασθεῖ ἡ προσοχή τους καὶ δὲν θὰ ὠφεληθοῦν ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἱερὸ σημεῖο. Ἔτσι κάνει τὴν δουλειὰ του τὸ ταγκαλάκι.

Ὤ, ἂν βλέπατε τὸν διάβολο πὼς κινεῖται! Δὲν τὸν ἔχετε δεῖ, γι’ αὐτὸ δὲν καταλαβαίνετε μερικὰ πράγματα! Κάνει τὸ πᾶν, γιὰ νὰ μὴ βοηθηθεῖ ὁ ἄνθρωπος. Τὸ ἔχω παρατηρήσει στὸ Καλύβι, ὅταν συζητῶ. Μόλις φθάσω ἀκριβῶς στὸ σημεῖο ποὺ θέλω, στὸ πιὸ εὐαίσθητο, γιὰ νὰ βοηθήσω αὐτοὺς ποὺ μὲ ἀκοῦν, τότε ἢ κάποιος θόρυβος γίνεται ἢ ἔρχονται ἄλλοι καὶ διακόπτω. Τοὺς βάζει προηγουμένως ὁ διάβολος νὰ χαζεύουν ἀπέναντι τὴν Σκήτη ἢ νὰ βλέπουν κάτι, καὶ κανονίζει νὰ ἔρθουν στὸ πιὸ λεπτὸ σημεῖο τῆς συζητήσεως γιὰ νὰ ἀλλάξω θέμα καὶ νὰ μὴν ὠφεληθοῦν. Γιατί, ὅταν ἀρχίσει ἡ συζήτηση, ξέρει ὁ διάβολος ποὺ θὰ καταλήξει καί, ἐπειδὴ βλέπει ὅτι θὰ πάθει ζημιά, στέλνει κάποιον ἀκριβῶς στὸ πιὸ εὐαίσθητο σημεῖο, γιὰ νὰ μὲ διακόψει. «Ἔ, Πάτερ, ἀπὸ ποῦ νὰ μποῦμε;», φωνάζει. «Πάρτε λουκούμια καὶ νερὸ καὶ ἐλᾶτε ἀπὸ ‘κεῖ», τοὺς λέω. Ἄλλοι μπαίνουν ἐκείνη τὴν στιγμὴ μέσα, ὁπότε μὲ διακόπτουν, γιατί πρέπει νὰ σηκωθῶ νὰ χαιρετήσω.

Ἄλλοι ἔρχονται μετὰ ἀπὸ λίγο καὶ πρέπει πάλι νὰ σηκωθῶ, ἀρχίζουν καὶ τὴν κουβέντα «ἀπὸ ποῦ εἶσαι κ.λπ.» … Ὅποτε εἶμαι ἀναγκασμένος νὰ ἀρχίσω πάλι ἀπὸ τὴν ἀρχή, νὰ ξαναπῶ φερ’ εἰπεῖν τὸ παράδειγμα ποὺ ἔλεγα. Μόλις προχωρῶ, φωνάζει ἀπὸ κάτω ἄλλος: «Ἔ, Πάτερ Παΐσιε, ποῦ μένεις; Ἀπὸ ‘δῶ εἶναι ἡ πόρτα;». Ἄντε ξανὰ νὰ σηκωθεῖς … Βρὲ τὸν πειρασμό! Ἕξι-ἑπτὰ φορὲς μία μέρα μοῦ ἔκανε τὸ ἴδιο, μέχρι ποὺ ἀναγκάσθηκα καὶ ἔβαλα μερικοὺς … φρουρούς! «Ἐσὺ κάθισε ἐκεῖ καὶ κοίταζε νὰ μὴν ἔρθει κανένας ἀπὸ ‘κεῖ. Ἐσὺ κάθισε ἐδῶ, μέχρι νὰ τελειώσω τὴν δουλειά μου». Ἕξι-ἑπτὰ φορὲς νὰ ἀρχίζεις ὁλόκληρη ἱστορία, νὰ τοὺς φέρνεις στὸ σημεῖο ποὺ θὰ βοηθηθοῦν, καὶ τὰ ταγκαλάκια νὰ δημιουργοῦν σκηνές!

Βρὲ τὸν πειρασμὸ τί κάνει! Γυρίζει τὸ κουμπὶ συνέχεια σὲ ἄλλη συχνότητα. Μόλις ὁ ἀγωνιζόμενος πάει νὰ συγκινηθεῖ λίγο ἀπὸ κάτι, τάκ, τοῦ γυρίζει τὸ κουμπὶ ἀλλοῦ καὶ ξεχνιέται μὲ ἐκεῖνο. Θυμᾶται πάλι κάτι πνευματικό; Τάκ, τοῦ θυμίζει κάτι ἄλλο. Τὸν κάνει ὅλο τοῦμπες. Ὁ ἄνθρωπος, ἂν μάθει πὼς ἐργάζεται ὁ διάβολος, θὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ πολλὰ πράγματα.

Η ΑΓΙΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ Η ΡΩΜΑΙΑ

 


Τη μνήμη της Οσίας Αναστασίας της Ρωμαίας τιμά σήμερα, 29 Οκτωβρίου, η Εκκλησία μας. Η Οσία Αναστασία έζησε στα χρόνια του Δεκίου (κατ’ άλλους του Διοκλητιανού) και Bαλλεριανού και καταγόταν από τη Ρώμη. Όταν πέθαναν οι πλούσιοι γονείς της, διαμοίρασε την περιουσία που κληρονόμησε στους φτωχούς και αποσύρθηκε σε μοναστήρι.
Όταν τη συνέλαβε ο ηγεμόνας Πρόβος (περί το 256 μ.Χ.), υπενθύμισε στην Αναστασία την ανθηρή νεότητα της, για την οποία θα έπρεπε να αρνηθεί το Χριστό.
Τότε, δυναμική υπήρξε η απάντηση της Αναστασίας: «Εγώ, είπε, μία ωραιότητα και νεότητα γνωρίζω, εκείνη που δίνει ο Χριστός στις πιστές και γενναίες ψυχές, που προτιμούν γι’ Αυτόν το θάνατο αντί άλλων εγκόσμιων αγαθών, όταν αυτά προτείνονται για την προδοσία του Θεού τους. Πλούτη είχα άφθονα.
Δεν τα θέλησα. Αλλά το Χριστό μου τον θέλω και απ’ Αυτόν καμία δύναμη δε θα μπορέσει να με χωρίσει. Αν αμφιβάλλεις, δοκίμασε».
Εξαγριωμένος από την απάντηση ο Πρόβος, τη μαστίγωσε στο πρόσωπο και την άπλωσε σε αναμμένα κάρβουνα. Έπειτα, την κρέμασε και της έσκισε το σώμα. Μετά έκοψε τους μαστούς της, ξερίζωσε τα νύχια της και τελικά την αποκεφάλισε. Έτσι, η Αναστασία πήρε τον αμαράντινο στέφανο του μαρτυρίου.
Απολυτίκιο:
Ήχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε
Ασκήσει εκλάμψασα ώσπερ παρθένος σεμνή αθλήσεως αίμασι την της αγνείας στολήν ενθέως εφοίνιξας όθεν, Αναστασία, ως οσία και μάρτυς, χάριτας ιαμάτων αποστράπτεις εν κόσμω πρεσβεύουσα τω Σωτήρι υπέρ των ψυχών ημών.

Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2024

ΧΑΙΡΕ ΣΚΕΠΗ ΟΛΟΦΩΤΕ

 

Χαῖρε τοῦ κόσμου ἡ Σωτηρία
Χαῖρε Ἑλλάδος ἡ προστασία.
Χαῖρε τῶν Ἀγγέλων παράδοξον θέαμα.
Χαῖρε τῶν ἀνθρώπων ἀκλόνητον ἔρεισμα.
Χαῖρε Μήτηρ Ἀειπάρθενος τοῦ Παντάνακτος Χριστοῦ.
Χαῖρε σκέπη καὶ ἀντίληψις τοῦ λαοῦ σου τοῦ πιστοῦ.
Χαῖρε ὅτι ἐφάνης σκέπουσα τὸ σὸν Ἔθνος.
Χαῖρε ὅτι παρέχεις νίκας τῷ στρατοπέδῳ.
Χαῖρε πηγὴ πλουσίας χρηστότητος.
Χαῖρε λαμπὰς Θεοῦ ἀγαθότητος.
Χαῖρε δι' ἧς τοὺς ἐχθροὺς ἐκνικῶμεν.
Χαῖρε πρὸς ἣν καθ' ἑκάστην βοῶμεν.
Χαῖρε Σκέπη ὁλόφωτε.

ΑΓΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ:ΣΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΙ ΣΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΟΣ ΔΕΝ ΧΩΡΑΝΕ ΥΠΟΧΩΡΗΣΕΙΣ.ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΝΕΙΣ ΑΜΕΤΑΚΙΝΗΤΟΣ,ΣΤΑΘΕΡΟΣ

 

-Γέροντα, γιατί πολλοί ανθρωποι, ένώ πίστευαν, έχασαν τήν πίστη τους;

-’Av δέν προσέχη κανείς στα Θέματα τής πίστεως και της λατρείας, σιγά-σιγά ξεχνιέται και μπορεί νά γίνη άναίσθητος, νά φθάση σέ σημείο νά μήν πιστεύη τίποτε.

-Μερικοί, Γέροντα, λένε οτι ή πίστη τους κλονίζεται, όταν βλέπουν νά ύποφέρουν καλοί άνθρωποι.

-Ακόμη άν κάψη ο Θεός όλους τούς καλούς, δέν πρέπει νά βάλη κανείς άριστερό λογισμό, άλλα νά σκεφθή πώς ο Θεός, ο,τι κάνει, άπό άγάπη τό κάνει. Ξέρει ο Θεός πώς έργάζεται. Γιά νά έπιτρέψη νά συμβή κάποιο κακό, κάτι καλύτερο θα βγη.

-Γέροντα, σήμερα άκόμη και τά πιστά παιδιά άμφιταλαντεύονται, γιατί στά σχολεία ύπάρχουν καθηγητές πού διδάσκουν τήν αΘεΐα.

-Γιατί νά άμφιταλαντεύωνται; H Αγία Αικατερίνη δεκαεννιά χρονών Ήταν και ι διακόσιους φιλοσόφους τούς άποστόμωσε μέ τήν κατά Θεόν γνώση καί τήν σοφία της. Ακόμη και οί Προτεστάντες τήν έχουν προστάτιδα τής έπιστήμης. Στά θέματα τής πίστεως καί στά θέματα τής πατρίδος δέν χωράνε ύποχωρήσεις. Πρέπει νά είναι κανείς άμετακίνητος, σταθερός.

-Γέροντα, παλιά προσευχόμουν μέ πίστη στόν Θεό και ο,τι ζητούσα μου τό έκα νε. Τώρα δέν έχω αύτήν τήν πίστη. Πού όφείλεται αυτό;

-Στήν κοσμική λογική πού έχεις. Η κοσμική λογική κλονίζει τήν πίστη. « Έάν έχητε πίστιν και’ μή διακριθήτέ, πάντα οσα έάν αίτήσητε έν τή προσευχή πιστεύοντες, λήψεσθε», είπε ό Κύριος. Ολη ή βάση εκεί εϊναι. Στην πνευματική ζωή κινούμαστε στό θαύμα. Ενα σύν δύο δέν κάνει πάντα τρία κάνει και πέντε χιλιάδες και ένα εκατομμύριο!

Χρειάζεται καλή διάθεση και φιλότιμο. Γιατί, αν ό άνθρωπος δέν εχη καλή διάθεση, τίποτε δέν καταλαβαίνει. Νά, και γιά τήν Σταύρωση του Χριστού, τόσες λεπτομέρειες είχαν πει οί Προφήτες μέχρι καί τί θα κάνουν τά ιμάτια Toυ, τί θα κάνουν τα χρήματα τής προδοσίας, οτι θά άγοράσουν μ’ αύτά τόν άγρό τού Κεραμέως, γιά νά θάβουν τούς ξένους, άλλα οί Εβραϊοι παλι δεν καταλάβαιναν. «’0 δέ παράνομος Ιούδας ούκ ήβουλήθη συνιέναι».

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΜΙΑΣ ΓΙΑΓΙΑΣ

 

π. Θωμάς Ανδρέου

Μεγάλη η σημερινή ημέρα. Ημέρα μνήμης, ενδόξου παρελθόντος της επιμέρους Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους! Η Ελλάς, θυμάται το ηρωικό όχι που απετέλεσε την αρχή μιας ηρωικής εποποιίας γραμμένης με χρυσά γράμματα. 1940!

Πριν από 84 ολόκληρα χρόνια, ένας φιλήσυχος λαός, δέχεται την απειλή του πολέμου από τις υπερδυνάμεις της εποχής εκείνης. Απαντά με ένα μεγάλο ΟΧΙ στην καταπάτηση της Εθνικής του κυριαρχίας, της αξιοπρέπειας του και τότε, αρχίζουν τα δεινά…

Κάθε φορά, αυτήν την ημέρα, θυμάμαι την μακαρίτισσα την γιαγιά μου που έζησε τα γεγονότα. Θέλησα λοιπόν σήμερα, να την μνημονεύσω μαζί σας, μέσα από τις δικές της αφηγήσεις, τις εικόνες και τα πρόσωπα μιας άλλης , όχι πολύ μακρινής εποχής.

Από μικρό παιδί την παρακαλούσα, αντί για παραμύθια, να μου πει τις δικές της ιστορίες γεμάτες αλήθεια, γεμάτες Χριστό και Ελλάδα!

Και όταν της ζητούσα να μου πει τι πέρασε στην κατοχή, το πρόσωπο της αμέσως σκυθρώπιαζε, τα θαμπωμένα από τα χρόνια πράσινα μάτια της, έδειχναν λυπημένα, στην ενθύμηση των τραγικών αυτών γεγονότων!

Και η διήγηση ξεκίναγε πάντα με έναν καρδιακό αναστεναγμό και την φράση: «παιδάκι μου, να μην ζήσετε ποτέ όσα ζήσαμε τότε…»

Αθήνα 28η Οκτωβρίου 1940. Ξημερώματα… Η Αθήνα και μαζί της όλη η Ελλάδα, ξυπνά το φθινοπωρινό πρωινό έχοντας εισέλθει σε έναν πόλεμο που κράτησε περίπου τέσσερα χρόνια…

Οι Έλληνες, μουδιασμένοι ακούν πως ξαφνικά, το Έθνος δέχτηκε αναίτια επίθεση, πως ξαφνικά έπρεπε να θυσιάσουν την εθνική τους κυριαρχία στον βωμό των συμφερόντων παρανοϊκών ηγεμονίσκων της εποχής…

Και όλοι μαζί απαντούν με ένα ηρωικό ΌΧΙ, στην εθνική προσβολή.

Στις 6 τα ξημερώματα, αρχίζουν οι εφιαλτικές σειρήνες, προάγγελος θλιβερός του πολέμου που επακολουθούσε.

«Αι ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλλουν από της 5.30 σήμερον τα ημέτερα τμήματα … Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους».

Οι Έλληνες ξεχύνονται στους δρόμους: «Αδέρφια, στα όπλα», κραυγάζουν… Τα σύννεφα του πολέμου, είχαν μαζευτεί προ πολλού πάνω από την Πατρίδα.

Είχε προηγηθεί ο τορπιλισμός του υποβρυχίου καταδρομικού «ΈΛΛΗ» ανήμερα της Παναγιάς, στις 15 Αυγούστου του 1940, λίγο πριν από την λιτανεία της θαυματουργού Εικόνος Της Μεγαλόχαρης…

Εκείνο το πρωινό του Οκτωβρίου του 1940, η Ελλάδα, αντιμετώπιζε με γενναιότητα, τους εχθρούς της. Νέοι και νέες επί ποδός! Μανάδες να αποχαιρετούν τα παιδιά τους που έφευγαν για το μέτωπο.

Άνθρωποι κάθε ηλικίας να τρέχουν στους δρόμους αλαφιασμένοι, μπρος στο τραγικό ξέσπασμα ενός αναίτιου πολέμου που θα στοίχιζε στην Ελλάδα χιλιάδες νεκρούς, ολοκαυτώματα ολάκερων περιοχών αλλά και μια μοναδική ευκαιρία ώστε να γραφεί με χρυσά γράμματα το Έπος του 40′ συμπυκνωμένο στην φράση :

«Στο εξής δεν θα λέγεται ότι οι ’Ελληνες επολέμησαν σαν ήρωες, αλλά ότι οι ήρωες επολέμησαν σαν ’Ελληνες» όπως έγραψε η εφημερίδα «Manchester Guardian» στις 19 Απριλίου του 1941, φράση η οποία αποδίδεται στον Winston Churchill.

Τι είδαν αυτά τα πράσινα μάτια… Είδαν μικρά παιδιά να πεθαίνουν από την πείνα… Είδαν αργότερα τους Γερμανούς να στήνουν μπλόκα και να θερίζουν ανθρώπους , σπέρνοντας παντού τον θάνατο…

Είδαν εκεί, στην γειτονιά που μεγάλωσα και εγώ, εκεί που σήμερα είναι το δημοτικό σχολείο όπου πήγα σαν μαθητής, ένα γερμανικό φορτηγό της εποχής γιομάτο ζεστά ψωμιά. Είχαν μαζευτεί οι πεινασμένοι και το κοιτούσαν…

Και τότε, ένας παράτολμος νέος πήδηξε στην καρότσα και βούτηξε δύο ψωμιά… Δεν πρόφτασε όμως να κατέβει. Τον κατάλαβαν οι φρουροί και τον σταμάτησαν…

Και τότε, όπως κοίταζε ο πεινασμένος κοσμάκης, έτσι για παραδειγματισμό, ο ένας από τους δύο φρουρούς, ένας γιγαντόσωμος άσπλαχνος στρατιώτης, έπιασε το λιπόσαρκο χέρι του πεινασμένου και το έσπασε με μια κίνηση στο γόνατο του…

Χρόνια μετά, η γιαγιά στις διηγήσεις της, θυμόταν το «κράκ» που έκαμε το σπασμένο κόκκαλο και τις γοερές κραυγές πόνου του παράτολμου πεινασμένου Ελληνόπουλου…

Είδαν τα μάτια της, τον βομβαρδισμό του Πειραιά, το απομεσήμερο του Ιανουαρίου του 1944, όταν οι άνθρωποι έτρεχαν να σωθούν στα καταφύγια και όσοι δεν πρόλαβαν…

Όπως η μακαρίτισσα η κυρά- Άννα η ανάπηρη, η αρχόντισσα της Προύσας που έχασε τα δύο πόδια της εκείνη την μέρα από την λεκάνη και κάτω και την θυμάμαι σαν παιδί να την πηγαίνει βόλτα η γιαγιά με το αναπηρικό καροτσάκι της στους δρόμους του Νέου Φαλήρου…

Από την μια οι Γερμανοί, από την άλλη οι Βούλγαροι, εδώ στην Μακεδονία μας! Είδαν το θήραμα πεσμένο και τρέξαν και αυτοί να φάνε ότι είχε απομείνει!

Τα λέει όλα σε ένα παμπάλαιο βιβλίο του, ο Επίσκοπος Μυρέων Αθανάσιος που τα έζησε τότε στην Καβάλα, με τίτλο «Βουλγαρικαί Θηριωδίαι» . Ας είναι καλά ένας Χριστιανός που μου το έδωσε σε φωτοτυπίες να το διαβάσω….

Είδε όμως και την χαρά της απελευθέρωσης της Πατρίδος! Έζησε την ευτυχία της λευτεριάς στα αποκαΐδια μιας κατεστραμμένης από τον πόλεμο χώρας.

Μιας λευτεριάς για τις επόμενες γενιές που αργότερα θα καλούνταν να ζήσουν μιαν άλλη , πιο πολιτισμένη κατοχή, μέσα από μνημόνια που υποθηκεύουν το μέλλον τους….

Είδε τόσα πολλά που τα μάτια θαμπώθηκαν πλέον… Τέτοια μέρα, την θυμάμαι καθισμένη στην πολυθρόνα της να ακούει από το ραδιόφωνο την φωνή της θρυλικής Σοφίας Βέμπο, της τραγουδίστριας της νίκης, να την ακούει και να δακρύζει…

Την θυμάμαι να μου λέει, πως είναι μνημόσυνο στις ψυχές των πεσόντων, τούτη την μέρα να είναι όλα τα σπίτια σημαιοστολισμένα!

Έτσι λοιπόν , ύψωσα και εγώ την σημαία μας στο μπαλκόνι μου και κοιτάζοντας την, θυμήθηκα την ευχή της: «παιδάκι μου, να μην ζήσετε ποτέ όσα ζήσαμε τότε».

ΓΑΛΑΝΟΛΕΥΚΗ ΘΩΡΕΙΑ ΣΟΥ

 

elliniki simaia

Αρχιμανδρίτης Διονύσιος Λαζαρίδης | Romfea.gr


Η 27η Οκτωβρίου αποτελεί ημέρα τιμής της Ελληνικής Σημαίας.

Η θωρειά της μαγνητίζει τις καθάριες ψυχές. Τις οδηγεί στο γαλάζιο του ουρανού και τις λούζει στο μπλε της θάλασσας.

Τέτοια είναι η γαλανόλευκη θωρειά της. Τα χρώματα της περικλείουν από άκρη ως άκρη, τη ματωμένη από τις μάχες ανά τους αιώνες ελληνική επικράτεια.

Η γαλανόλευκη θωρειά της αντικατοπτρίζει την ένδοξη εις τους αιώνες Ελλάδα.

Υπάρχει πιο ηδεία θωρειά; Σε κάθε ματιά πάνω της διαπερνά ρίγος την ψυχή.

Κάθε κοίταγμα προκαλεί συγκίνηση, ομοψυχία, εθνική ενότητα και εθνική υπερηφάνεια στις καρδιές των Ελλήνων.

Εκείνη κυματίζει αγέρωχη, επιβλητική, συνυφασμένη με τη φουστανέλα, ενωμένη με τις θυσίες για το έθνος μέχρις εσχάτων.

Ταυτισμένη με τα αρματωμένα παλικάρια που κάνουν γιουρούσια για τη λευτεριά. Τους Έλληνες που με τις ιαχές τους σκίζουν τον αέρα και καθυποβάλλουν τον πολυάριθμο εχθρό.

Η θωρειά της ενώνει κάθε Έλληνα, φέρνει στη μνήμη τις μάχες σώμα με σώμα, ξετυλίγει σελίδες ένδοξες, ηρωικές, αιματοβαμμένες και νικηφόρες.

Η θωρειά της μεταφέρει τη ζώσα ελληνική ψυχή στις χιονισμένες κορφές της Πίνδου του ‘40, στην πείνα, το κρύο, όταν τα διψασμένα μα δοξασμένα στόματα φωνάζουν αέρα και αντιλαλούν φόβο και απόγνωση στους επίδοξους κατακτητές.

Σύμφωνα με το Προεδρικό Διάταγμα 201 του 1998, προβλεπόταν στα προαύλια των σχολείων της πατρίδας μας, η ανάκρουση του εθνικού ύμνου, μαζί με την έπαρση της γαλανόλευκης σημαίας, την πρώτη Δευτέρα κάθε μήνα, στις εθνικές επετείους ή τις τοπικές εορτές και όποτε κρίνεται σκόπιμο από το σύλλογο των καθηγητών και τις τοπικές αρχές. Ήρθε καιρός που οι Νεοέλληνες έπεσαν θύματα της νεκροφόρας λήθης.

Τον Αύγουστο του 2017 με Π.Δ θα καταργηθεί η έπαρση της σημαίας, μαζί με την ανάκρουση του εθνικού ύμνου από την τότε κυβέρνηση. Πρωτοκλασάτα στελέχη της αντιπολίτευσης εκείνη την περίοδο σχολιάζοντας την κατάργηση της έπαρσης της σημαίας, εβόησαν περί «ακροαριστερής ατζέντας που δεν έχει σχέση με τις παραδόσεις τις ελληνικής κοινωνίας».

Παρολαυτά, όταν ανέλαβαν τα ηνία της διακυβέρνησης της χώρας εποίησαν ουδέν!!!

Μάλλον η προηγούμενη κυβέρνηση ανέλαβε να εκτελέσει για αυτούς την επιταγή και εντολή της ατζέντας, βγάζοντας τους από τη δύσκολη θέση και το πολιτικό κόστος.

Το αποτέλεσμα είναι ότι σήμερα οι μαθητές στερούνται αυτό το ιερό ρίγος, το να βλέπουν τη σημαία να ανυψώνεται στο προαύλιο του σχολείου σκορπώντας εθνική υπερηφάνεια.

Αποξενώθηκαν από τον πανίερο εθνικό σεβασμό που εμπνέει η έπαρση της σημαίας, από αυτή την ιερή ανατριχίλα που νιώθαμε κάποτε σαν μαθητές να μας διαπερνά τα κόκκαλα.

Όταν κάποτε ατενίζαμε τη γαλανόλευκη να κυματίζει στο προαύλιο και τραγουδούσαμε με όλη μας τη δύναμη τον εθνικό ύμνο, τότε ήταν η μοναδική στιγμή που ενώνονταν οι φωνές μας και οι ματιές μας, όχι για οπαδικά συνθήματα, αλλά για την σημαία, για την πατρίδα και την ελευθερία.

Τώρα πια τίποτα, κενές συνειδήσεις, άδειες καρδιές από αγάπη για την πατρίδα και την ελευθερία. Όλα ξέφτισαν.

Πρόκειται απλά για μία ακροαριστερή ατζέντα, όπως διεμήνυσε τότε η αντιπολίτευση ή μάλλον για ένα προκατασκευασμένο σχέδιο της παγκοσμιοποίησης;

Επί σειρά τελευταίων ετών αλλεπάληλες κυβερνήσεις, επιμένουν ότι δεν είναι αναγκαία η έπαρση της σημαίας στα σχολεία.

Σύμφωνα με την υπουργό παιδείας, η έπαρση της σημαίας δεν κρίνεται αναγκαία στα σχολεία, διότι η ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης συνδέεται: «με την αυτογνωσία, την κατανόηση της ιστορικής αλήθειας, που καλλιεργείται μέσα από την πίστη μας στη δημοκρατία και τους θεσμούς, το σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα, την καταπολέμηση διακρίσεων, τη στήριξη των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, την ενίσχυση της κοινωνικής αλληλεγγύης, την αποδοχή της διαφορετικότητας και το σεβασμό προς το άλλον.»

Στην παραπάνω ατζέντα της υπουργού, πουθενά δεν υπάρχει η αγάπη για το Θεό, η θυσία για την πατρίδα και την ελευθερία. Όλα τα λοιπά φρόντισε να τα συμπεριλάβει.

Η λήθη των νεοελλήνων κρατά μακράν την ιστορική γνώση εκείνων των ηρωικών χεριών, που κράτησαν το 1940 αυτή τη σημαία και με το αίμα τους επισφράγισαν το ΟΧΙ του Μεταξά.

Ογδόντα χρόνια μετά, γίναμε ανίκανοι να υπερασπιστούμε το όχι. Εκείνο το όχι του λαού που έγινε την επομένη κατάπτυστο ναι υποταγής από τους εντολοδόχους κάθε απόχρωσης, που απώλεσαν κάθε ίχνος εθνικής θυσίας και υπερηφάνειας.

Είναι φανερό, ότι η παγκοσμιοποίηση χτύπησε την πόρτα ποικίλων πολιτικών αποχρώσεων και βρήκε ασφαλές καταφύγιο.

Γρηγορείτε Έλληνες.

ΕΜΕΙΣ ΔΕΝ ΓΙΟΡΤΑΖΟΥΜΕ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ.ΓΙΟΡΤΑΖΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΟΥ

 



Εμείς δεν γιορτάζουμε το τέλος του πολέμου. Γιορτάζουμε την αρχή του.
Και μην νομίσεις ότι θαρρούμε τον πόλεμο καλό. Αλίμονο.
Όταν όμως πειράζεται η Πίστη, η Ελευθερία ή ο όποιος αδελφός, τότε δεν υπάρχει άλλος δρόμος, παρά εκείνος του Αγώνα…
Εμείς δεν γιορτάζουμε το τέλος του πολέμου. Γιορτάζουμε την αρχή του.
Η Ρωμιοσύνη, δεν αντέχει να μένει σκλαβωμένη. Αγωνίζεται.
Τα πρωτοτόκια της δεν τα ξεπουλά ποτέ…
Μένει πιστή. «Τοις κείνων ρήμασι».
Εκείνων που για τη Πίστη και Πατρίδα, δεν λογαριάσανε ζωές.
Εμείς δεν γιορτάζουμε το τέλος του πολέμου. Γιορτάζουμε την αρχή του.
Για να μην ξεχνάμε το χρέος μας.
Είναι πονηρές οι μέρες. Δαιμονικές. Μια σκοτεινιά απλώνεται παντού.
Σύντομα ίσως, χρειαστεί ξανά, να ριχτούμε και πάλι στον αγώνα…
Χρόνια πολλά αδελφοί.
Θαρσείτε.

ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ ΤΗΣ ΠΙΝΔΟΥ

 

Mesa1_PindosΗ επίσημη έναρξη του πολέμου για την Ελλάδα έγινε τη Δευτέρα 28 Οκτωβρίου του 1940. Ήδη υπήρχαν ανοιχτά πολλά μέτωπα στην Ευρώπη, όπου ο πόλεμος διαρκούσε ήδη περισσότερο από έναν χρόνο. Οι δυνάμεις του Άξονα (Γερμανία-Ιταλία) φαινόταν ανίκητες. Με την άρνηση των Ελλήνων να επιστρέψουν στα ιταλικά στρατεύματα να περάσουν από το ελληνικό έδαφος, αρχίζουν οι επιθέσεις των Ιταλών από τα βόρεια σύνορά μας στη περιοχή της Αλβανίας. Εκεί υπάρχουν ήδη ελληνικά στρατεύματα που τους αποκρούουν με επιτυχία. Συγχρόνως Έλληνες στρατιώτες καταφθάνουν από όλα τα μέρη, για να βοηθήσουν την πρώτη γραμμή, που πολεμούσε στα βουνά της Πίνδου. Αλλά οι δυσκολίες ήταν απίστευτα μεγάλες. Να μερικές από αυτές, όπως ήταν γραμμένες στο βιβλίο «Η Γλώσσα μου» της Στ΄ τάξης του 1985. Είχαν τον γενικό τίτλο «Μια αναβάθρα από δυσκολίες». Τα μικρά κείμενα είναι αποσπάσματα από έργα συγγραφέων που έζησαν από κοντά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο και περιγράφουν τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν. Ας διαβάσουμε τι γράφουν:

mesa2_pindosr 

Για τα βουνά:

Παντού γύρω βουνά, κορφές, η μια πιο ψηλή από την άλλη, κι από κάτω παντού χαράδρες, βαθιές, σκοτεινές, βουβές – σαν έτοιμες να σε καταπιούν.

mesa3_pindos 

Για το κρύο:

Το κρύο ήταν φοβερό, αφάνταστο. Από το κρύο αυτές τις ώρες σου πονούσε κυριολεκτικά η ψυχή και σου ΄ρχοταν σαν μωρό να μπήξεις τα κλάματα, έτσι, χωρίς να ξέρεις κι εσύ τι ζητάς και τι θα βγάλεις μ΄ αυτό…

mesa4_pindos 

Για τη λάσπη:

Δεν είχα δει, ούτε νομίζω πως θα δω ξανά τέτοια λάσπη στη ζωή μου. Πάταγες στην αρχή ανύποπτος απάνω της και βυθιζόσουν, βυθιζόσουν, βούλιαζες ως τους αστραγάλους, ως τη μέση του ποδιού σου, ως το γόνατο… Ο πιο κοντινός σου τότε σε βοηθούσε. Κι η ίδια κατάσταση άρχιζε πάλι και πάλι σε κάθε δέκα βήματα.

mesa5_pindos 

Για τις ατέλειωτες πορείες:

Περπατούσα σαν αυτόματο· φαίνεται πως είχα πια ξεπεράσει εκείνο το ακρότατο όριο από ενσυνείδητη κούραση, που ακολουθείται από μια παράξενη, απρόσμενη αναισθησία, όπου, έτσι, κάπως χωρίζεις από το κορμί σου, που το βλέπεις απλώς να περπατάει, να περπατάει σαν μηχανή. Το μόνο βαθύτερο ένστικτο που σε κυριεύει είναι να μη μείνεις πίσω, να μη μείνεις πάση θυσία μακριά απ΄ τους άλλους, έρημος στην ερημία.

mesa7_pindos 

Για την πείνα:

Το χωριό είχε γεμίσει ψοφίμια, όπου κι αν πήγαινες, έβλεπες κι ένα μουλάρι πεσμένο, που τα ΄χε τινάξει απ΄ την πείνα ή ήταν ετοιμοθάνατο… Τη νύχτα, όσα στέκονταν ακόμα στα πόδια τους, μαζεύονταν σαν να ΄θελαν να προστατευθούν, όλα μαζί, στη μέση στο πλάτωμα και χλιμίντριζαν, ζητώντας βοήθεια. Αυτή η κραυγή, μέσα στην απέραντη ασπρίλα, κάτω απ΄ τον κόκκινο χάλκινο ουρανό, ήταν φοβερή:νόμιζες πως φώναζε ο ίδιος ο Λιμός…

mesa9_pindos 

Για τη γάγγραινα:

Κάπου, σε κάποια στροφή… άκουσα φωνές, αντιλήφθηκα ζωηρή κίνηση. Κουβαλούσαν βιαστικά κρυοπαγημένους φαντάρους από άλλο σημείο, που είχε βομβαρδιστεί. Ξαπλωμένοι πάνω στο χιόνι, με πόδια πρησμένα, κατάμαυρα, για τα οποία δεν μπορούσαν να διατηρούν καμιά ελπίδα, παρουσίαζαν ένα θέαμα απερίγραπτης τραγικότητας. Μόλις μ΄ αντίκρισαν, τα μάτια τους έλαμψαν. Δεν ήταν για να μου ζητήσουν μια οποιαδήποτε βοήθεια. Λίγο ψωμί, μια μπουκιά ψωμί έφθανε να τους αναφτερώσει, να τους ξανακάμει ανθρώπους. Είχαν πέντε μέρες χωρίς να βάλουν τίποτε στο στόμα.

mesa8_pindos 

Παρ΄ όλες αυτές τις δυσκολίες μέσα στον βαρύ χειμώνα του 1940-41, οι άνδρες του Ελληνικού Στρατού όχι μόνο δεν υποχώρησαν, αλλά προχώρησαν μέσα στα εδάφη της Αλβανίας, κυνηγώντας τους Ιταλούς και απελευθερώνοντας τις ελληνικές πόλεις της Βόρειας Ηπείρου.

Οι Έλληνες δεν νικήθηκαν ποτέ στην περιοχή αυτή. Ήταν το έθνος που αντιστάθηκε περισσότερο από κάθε άλλο και συνθηκολόγησε μετά από 6 μήνες σκληρών μαχών, όταν οι Γερμανοί εισέβαλαν από τα βουλγαρικά σύνορα.

ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΔΕΣ ΣΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ ΣΑΡΑΝΤΑ

 

Γιάννης Τασούλας

Μεγάλη ἡ συμμετοχή καί σπουδαία ἡ συμβολή τῶν Ἑλληνίδων τοῦ καιροῦ ἐκείνου, στό ἔπος τοῦ Σαράντα. Στά «μετόπισθεν» καί στήν «πρώτη γραμμή».

Κοντά στούς ἡρωϊκούς στρατιῶτες μας οἱ γυναῖκες τῆς Πίνδου, οἱ ἀτρόμητες καί γνήσιες αὐτές Ἑλληνίδες, ἀδιάφορες μπροστά στίς κακουχίες καί στόν θάνατο «γιά τήν γλυκειά Πατρίδα».

Ἡλικιωμένες, ὥριμες, νεαρά κορίτσια, φορτώνονται μέ κιβώτια γεμάτα τρόφιμα, φάρμακα, ἐφόδια, ὁπλισμό καί κυρίως πυρομαχικά καί τά προωθοῦν μέχρι τά πεδία τῶν μαχῶν.

Ἀλλά καί στά μετόπισθεν ὁλοφάνερος ὁ πατριωτισμός τῶν Ἑλληνίδων. Ἡ νιόπαντρη κοπέλλα κατευοδώνει τόν νεαρό ἄντρα της πού φεύγει γιά τό μέτωπο, γεμάτη ἀπό ἀγάπη γιά τήν Πατρίδα, σάν γνήσια Ἑλληνίδα καί πιστή Χριστιανή.

«Ἄντε στό καλό καί ἡ Παναγία μαζί σου
ἄντε στό καλό ἡ σκέψη μου δική σου
σέ ἀποχαιρετῶ χωρίς καημό καί πόνο
ἕνα σοῦ ζητῶ νά μέ θυμᾶσαι μόνο
ἄντε στό καλό καί μιά ἀγκαλιά ἀνοιχτή
θά σέ περιμένει νά σέ σφίξει νικητή».

«Μᾶς χωρίζει ὁ πόλεμος…», ψιθυρίζει μέ κλάμα ἡ πονεμένη κοπέλλα στόν ἀρραβωνιαστικό της καί ἐκεῖνος τήν παρηγορεῖ

«…μᾶς θεριεύει ἡ ἐλπίδα πώς γιά τήν γλυκειά Πατρίδα φεύγω τώρα…»

καί τῆς ζητάει νά κάνει κουράγιο μέχρι νά γυρίσει καί νά παντρευτοῦν καί ἀκόμη

«φέρνε με στήν προσευχή σου
νά γυρίσω νικητής».

Οἱ Ἑλληνίδες μάνες, σάν ἀρχαῖες σπαρτιάτισσες, προπέμπουν ἀτρόμητες τά παιδιά τους, χαρίζοντάς τους τήν εὐχή τους, δίνοντάς τους δύναμη καί κουράγιο, ποσφέροντας σέ αὐτά τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας γιά νά τά φυλάει.

Καί ἐνῶ τά παλληκάρια τους πολεμοῦν γενναῖα στά βουνά, ἡ σκέψη τους τά ἀκολουθεῖ ἐκεῖ ἐπάνω, ἀλλά καί οἱ νοσταλγικές ἀναμνήσεις τίς διακατέχουν:

«Μές στούς δρόμους τριγυρνᾶνε
οἱ μανάδες καί κοιτᾶνε νά ἀντικρύσουνε
τά παιδιά τους πού ὁρκιστήκαν
καί στό σταθμό πού χωριστήκαν
νά νικήσουνε».

Γρήγορα ὅμως ἐπιστρέφουν στήν πραγματικότητα καί τότε ἀναφωνοῦν:

«Παιδιά τῆς Ἑλλάδος, παιδιά
πού σκληρά πολεμᾶτε πάνω στά βουνά
στήν γλυκειά Παναγιά προσευχόμαστε ὅλες νἄρθετε ξανά
μέ τῆς νίκης τά κλαδιά».

Μοναδική τους ἐλπίδα, σίγουρη παρηγοριά.
Ὅλες, μανάδες, σύζυγοι, ἀδελφές, ἀρραβωνιαστικές, ὅλες οἱ Ἑλληνίδες, συμμετέχουν στόν ἀγώνα τῶν πολεμιστῶν, ὄχι μόνον νοερά, ἀλλά καί στή πράξη. Προσεύχονται, στέλνουν γράμματα, πλέκουν μάλλινα γι’ αὐτούς.

Ξέρουν ὅτι

«ἡ πίκρα καί ἡ τρεμούλα
σέ μιά γνήσια ἑλληνοπούλα
δέν ταιριάζουνε».

Στούς δύσκολους καιρούς, οἱ ῾Ελληνίδες καί οἱ Ἕλληνες, ἀπό τούς ἀρχαίους χρόνους, ξέρουν νά μήν φοβοῦνται, νά μή δειλιάζουν. Νά ἀγωνίζονται καί νά νικοῦν. Μέ πίστη στόν Θεό καί κουράγιο στίς δοκιμασίες. Καί νά διασαλπίζουν

«κάνε κουράγιο Ἑλλάδα μου
 ὅσο μπορεῖς κρατήσου…
γιατί τό θέλει ὁ Θεός
νά ζήσεις καί θά ζήσεις».

Καί ὁ ποιητής ἐμπνεόμενος ἀπό τό θαῦμα τοῦ ᾽40, τό φωνάζει:

«Γλυκειά μου Ἑλλάδα, δέν πεθαίνεις
ὅπως δέν ἀπέθανες ποτέ
ζεῖς αἰώνια καί ὅλους ἀνασταίνεις
ὅταν ξαναλές Μολών λαβέ».

Συνέχειά του εἶναι τό ΟΧΙ τοῦ Σαράντα.

«Τό ἔπος τοῦ ἔνδοξου Σαράντα
θά μείνει ἀθάνατο γιά πάντα».

Η ΑΓΙΑ ΣΚΕΠΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ


 



Την ανάμνησης του Θαύματος της Αγίας Σκέπης της Θεοτόκου τιμά σήμερα, , η Εκκλησία μας. Σήμερα κατά την διάρκεια της Θείας Λειτουργίας θα διαβαστεί το παρακάτω απόσπασμα:
«Τη αυτή ημέρα την ανάμνησιν ποιούμεθα της Αγίας Σκέπης της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας ήτοι του Ιερού Αυτής Μαφορίου, του εν τω σορώ του Ιερού Ναού των Βλαχερνών, ότε ο Όσιος Ανδρέας ο διά Χριστόν σαλός κατείδεν εφηπλωμένην Αυτήν άνωθεν και πάντας τους ευσεβείς περισκέπουσαν.»
Λόγω λοιπόν, των πολλών Θαυμάτων από την Παναγία, που ανέφεραν οι Έλληνες στρατιώτες στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο το 1940, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος με απόφασή της το 1952, καθιέρωσε να εορτάζεται η Αγία Σκέπη της Θεοτόκου αντί για την 1η Οκτωβρίου, στις 28 Οκτωβρίου.
Η εορτή της Αγίας Σκέπης της Θεοτόκου η οποία τελούταν από παλαιοτάτων χρόνων την 1η Οκτωβρίου, ήταν ανάμνηση του θαύματος το οποίο είδε ο Όσιος Ανδρέας. Κατά τη διάρκεια μιας αγρυπνίας στο παρεκκλήσι της «Αγίας Σορού» του ναού των Βλαχερνών στην Κωνσταντινούπολη, ο Όσιος Ανδρέας είδε την Θεοτόκο να προχωράει από τις βασιλικές πύλες προς το θυσιαστήριο ανάμεσα σε λευκοφόρους Αγίους, από τους οποίους ξεχώριζαν ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος και ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος. Όταν έφτασε στο θυσιαστήριο γονάτισε και προσευχόταν για πολλή ώρα, κλαίγοντας και παρακάλωντας τον Υιό Της για την σωτηρία του κόσμου.
Όταν ολοκλήρωσε την δέησή Της, έβγαλε από το κεφάλι της το αστραφτερό μαφόριο, που φορούσε και με μία κίνηση το άπλωσε σαν σκεπή επάνω από το εκκλησίασμα. Έτσι απλωμένο το έβλεπε για αρκετή ώρα ο Όσιος Ανδρέας μαζί με τον Επιφάνιο, που τον συνόδευε. Όσο φαινόταν εκεί η Θεοτόκος, φαινόταν και η Ιερή Εσθήτα να σκορπίζει τη Χάρη της. Όταν Εκείνη άρχισε να ανεβαίνει προς τον ουρανό, άρχισε και η Αγία Σκέπη να μαζεύεται και σιγά – σιγά να χάνεται. Το Ιερό αυτό μαφόριο που φυλασσόταν εκεί συμβόλιζε την Χάρη και την προστασία που παρέχει η Παναγία στους πιστούς.
Απολυτίκιο:
Της Σκέπης σου Παρθένε, αvuμνούμεν τας χαρίτας, ην ως φωτοφόρον νεφέλην, εφαπλοίς υπέρ έννοιαν, και σκέπεις τον λαόν σου νοερώς, εκ πάσης των εχθρών επιβουλης. Σε γαρ σκέπην και προστάτιν και βοηθόν, κεκτήμεθα βοώντες σοι. Δόξα τοις μεγαλείοις σου Αγνή, δόξα τη θεία Σκέπη σου, δόξα τη προς ημάς σου, προμηθεία Άχραντε.