Κυριακή 7 Αυγούστου 2016

ΜΗΝ ΚΑΝΟΥΜΕ ΟΤΙ ΑΡΕΣΕΙ ΣΕ ΜΑΣ...


a1












π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

ΜΗ ΕΑΥΤΟΙΣ ΑΡΕΣΚΕΙΝ
Κριτήριο της πορείας της ζωής μας και των ανθρώπινων σχέσεων είναι το τι μας αρέσει. Δεν έχει να κάνει μόνο με τον χαρακτήρα μας και τις επιλογές μας σε σχέση με τον τρόπο της ζωής και τον πολιτισμό που ακολουθούμε. Έχει να κάνει με την επιθυμία μας. Με το τι μας ευχαριστεί. Και είναι δύο οι όψεις της ευχαρίστησης. Η μία έχει να κάνει με τους άλλους. Κάνω ό,τι μου αρέσει για να αισθάνομαι ότι οι άλλοι με αποδέχονται. Είναι το κριτήριο της συλλογικότητας. Από την άλλη κάνω ό,τι μου αρέσει γιατί θέλω να ευχαριστήσω τον εαυτό μου. Είναι το κριτήριο της ατομικότητας. Υπάρχει και ένα τρίτο κριτήριο που έχει να κάνει με την ευχαρίστηση. Είναι η αναφορά μας στον Θεό και τη  πίστη. Κάνω ό,τι θα ευχαριστήσει τον Θεό σύμφωνα με τις εντολές Του. Σύμφωνα με το Ευαγγέλιό Του. Τα δύο πρώτα κριτήρια συνήθως οι περισσότεροι άνθρωποι τα λαμβάνουν υπόψιν τους. Το τρίτο στην εποχή μας υπάρχει συνειδησιακά, αλλά περισσότερο απωθείται ή γίνεται ενοχή.
 Χαρακτηριζόμαστε και είμαστε ανθρωπάρεσκοι, νάρκισσοι ή θρησκευτικοί άνθρωποι. Ο ανθρωπάρεσκος μεριμνά για την εικόνα του στους ανθρώπους. Εύκολα γίνεται υποκριτής. Άλλα πιστεύει, άλλα πράττει, άλλα θα ήθελε να κάνει. Όμως επειδή πρυτανεύει  ο τρόπος πρόσληψης της εικόνας του από τους άλλους, προτιμά να μη αποκαλύπτει τον αληθινό εαυτό του ή να κάνει πράγματα που θα ευχαριστήσουν τους άλλους, ώστε να μπορέσει να εξασφαλίσει τον έπαινό τους. Ο άνθρωπος γίνεται έτσι υποκριτής. Υποδύεται ρόλους και τελικά ταυτίζεται με αυτούς. Δεν θέλει προσωπικό κόστος στη ζωή του και γι’ αυτό δεν παίρνει δύσκολες αποφάσεις, που προϋποθέτουν την αλήθεια, αλλά επιλέγει να είναι ευχάριστος, με σκοπό να κερδίζει. Ακολουθεί την οδό των πολλών. Νομίζει έτσι ότι θα είναι ευτυχισμένος, έχοντας τη δόξα των ανθρώπων. Δεν μπορεί όμως να κατανοήσει ότι η ανθρωπαρέσκεια καταπνίγει την δίψα της ψυχής για αλήθεια. Αλλοτριώνει τα χαρίσματα. Καθιστά αυτοσκοπό την εικόνα, το φαίνεσθαι, και δεν αφήνει περιθώρια για εσωτερική πληρότητα, με αποτέλεσμα η χαρά να είναι πρόσκαιρη και το άγχος να κυβερνά την ύπαρξη.
Οι νάρκισσοι πάλι δεν ενδιαφέρονται καθόλου για τη γνώμη των άλλων. Κοιτούνε να αρέσουν στους εαυτούς τους. Ταυτίζουν την ευτυχία με την εικόνα τους, χωρίς να τους απασχολούν οι άλλοι, καθώς είναι τόσο πολύ απορροφημένοι από το εγώ τους, που δεν θέλουν να δούνε δίπλα. Οι νάρκισσοι είναι φίλαυτοι. Πιστεύουν ότι είναι αλάθητοι και ότι ακόμη κι αν οι άλλοι φαίνεται να έχουν σε κάτι δίκιο, υπάρχουν δικαιολογίες γιατί αυτό το δίκιο δεν μπορεί να ισχύει. Οι νάρκισσοι θεωρούν τους εαυτούς τους αναμάρτητους. Ακόμη κι αν παραδέχονται γενικά ότι κάποια αμαρτία θα έχουν, εντούτοις την θεωρούν ασήμαντη και ότι δεν μπορεί να τους βλάψει. Αν μάλιστα οι νάρκισσοι έχουν θέση εξουσίας, οιασδήποτε μορφής, τότε δεν μπορούν να δεχτούν άλλους εκτός από τους κόλακες. Ακόμη όμως και να μην εξουσιάζουν, οι νάρκισσοι θεωρούν τους εαυτούς τους κριτήριο της αλήθειας, αυθεντίες, που οι άλλοι δεν μπορούν να τους καταλάβουν. Είναι ακατάλληλοι για γνήσιες ανθρώπινες σχέσεις, διότι απουσιάζει η έξοδος από τον εαυτό τους. Και όποιος δεν μπορεί να σχετιστεί αληθινά και αγαπητικά, δεν μπορεί να είναι πραγματικά ευτυχισμένος.
Ο θρησκευτικός άνθρωπος, αν καταφέρει να μην εγκλωβιστεί στη λογική της ανθρωπαρέσκειας ή του ναρκισσισμού, μπορεί να γίνει ένθεος άνθρωπος. Αρκεί να πρυτανεύσει η ουσία των εντολών του Θεού που είναι η αγάπη. «Οφείλομεν ημείς οι δυνατοί τα ασθενήματα των αδυνάτων βαστάζειν και μη εαυτοίς αρέσκειν» (Ρωμ. 15, 1), γράφει ο Απόστολος Παύλος. «Όσοι έχουμε δυνατή πίστη οφείλουμε να ανεχόμαστε τις αδυναμίες αυτών που έχουν αδύναμη πίστη και να μην κάνουμε ό,τι αρέσει σε μας». Ένθεος γίνεται εκείνος που αγαπά τον πλησίον με τέτοιον τρόπο που λαμβάνει υπόψιν τις αδυναμίες και τις δυσκολίες του, όχι όμως για να τον επαινέσει ο πλησίον και να δοξαστεί ο ίδιος, αλλά από αγάπη προς αυτήν. Ο ένθεος δε θέλει να σκανδαλίσει. Εξηγεί την αλήθεια την οποία ζει και ακόμη κι αν δεν μπορεί να πείσει αυτόν που δεν έχει φτάσει στην απαιτούμενη πνευματική προκοπή, δείχνει συγκατάβαση και ανέχεται την αδυναμία του.  Ένθεος γίνεται εκείνος που δεν αρκείται στη δική του πρόοδο, αλλά επιδιώκει την πρόοδο των άλλων. Βλέπει με αγάπη τους άλλους πώς προχωρούν και μοιράζεται μαζί τους τη χαρά του. Συζητά τους προβληματισμούς τους, ακόμη κι αν τον θίγουν. Και εμπιστεύεται τον Θεό σε όλα, κάτι που τον καθιστά παιδί του Θεού και όχι εξουσιαστή των ανθρώπων. Δεν θέλει την κολακεία, γιατί δεν τη χρειάζεται, αφού τον ενδιαφέρει το θέλημα του Θεού και όχι η ανθρώπινη δόξα. Και έχει την ταπείνωση να σηκώσει και τον σταυρό τον δικό του και τον σταυρό των άλλων, προς δόξαν Θεού και όχι για την προσωπική του καταξίωση. Ο ένθεος τελικά παλεύει να είναι ταπεινός.
Το να γίνουμε ένθεοι είναι ο δύσκολος δρόμος και τρόπος.  Είναι όμως η αυθεντική πορεία της Εκκλησίας. Σε έναν κόσμο ανθρωπαρέσκειας στην πολιτική, στην τηλεόραση, στην τέχνη, στις διαπροσωπικές σχέσεις, σε έναν κόσμο όπου οι πολλοί είναι τόσο φίλαυτοι και εγωκεντρικοί που δεν βλέπουν το συλλογικό καλό, ο χριστιανός παλεύει να μη μείνει απλώς ένας τυπικά θρησκευτικός άνθρωπος, αλλά να γίνει ο ένθεος της αγάπης. Γι’ αυτό χρειάζεται άσκηση, ταπείνωση και απόφαση  η αγάπη να είναι το κριτήριο της  ζωής. Μόνο έτσι όμως προσεγγίζεται η ευτυχία αληθινά και η μακαριότητα. Αυτή του Θεού που έχουμε ανάγκη.