Ένας γέρος βαρκάρης πήγαινε βόλτα με τη βάρκα του ένα νέο.
Στα κουπιά της βάρκας είχε γραμμένο στο ένα τη λέξη: Προσευχή και στο άλλο τη λέξη: Εργασία.
Στα κουπιά της βάρκας είχε γραμμένο στο ένα τη λέξη: Προσευχή και στο άλλο τη λέξη: Εργασία.
Στ' ανοιχτά ο νέος λέει σαρκαστικά στο γέρο:
- Πας πολύ αργά · όποιος εργάζεται δεν έχει ανάγκη να προσεύχεται.
- Πας πολύ αργά · όποιος εργάζεται δεν έχει ανάγκη να προσεύχεται.
Ο γέρος δεν απάντησε, μόνο άφησε το κουπί που είχε τη λέξη προσευχή και άρχισε να κωπηλατεί μόνο με τ` άλλο.
Κωπηλατούσε – κωπηλατούσε και η βάρκα γυρνούσε πάντα στο ίδιο μέρος.
Έτσι ο νέος εύκολα κατάλαβε ότι με το κουπί της εργασίας χρειάζεται και το κουπί της προσευχής και αυτά τα δύο δεν χωρίζονται.