Κάποιος ρώτησε τον Χριστό
τι πρέπει να κάνει ώστε να κληρονομήσει την αιώνια ζωή. Τότε, ο Κύριος
του απάντησε ότι μεταξύ άλλων, και πάνω απ’ όλα, θα πρέπει ν’ αγαπήσει
τον διπλανό του όπως αγαπά τον εαυτό του. Με στόχο να τον κάνει να
καταλάβει καλύτερα, ο Χριστός διηγείται στον άνθρωπο αυτό την παραβολή
του καλού Σαμαρείτη: κάποιον δύστυχο άνθρωπο, τονε λήστεψαν και τον
άφησαν γυμνό κι ημιθανή στο δρόμο. Ενώ ήταν πεσμένος και ρημαγμένος,
πέρασαν από μπροστά του ακόμα και ιερείς και δεν του δώσαν σημασία!
Πέρασε κι ένας Σαμαρείτης, ένας ξένος και μάλιστα από φυλή εχθρική προς
το Ισραήλ κι αντίθετα. Αυτός για να αναρρώσει ο δυστυχής εκείνος
άνθρωπος, έκανε ό, τι μπορούσε… Τελικά, ο ξένος κι εχθρός εφάνη άνθρωπος
του Θεού σε αντίθεση με τους ιερείς που τον προσπέρασαν σα να μην
υπήρχε.
Ο λόγος του Χριστού δεν αφήνει κανένα
ερώτημα αναπάντητο: αγάπα τον διπλανό σου, όπως τον εαυτό σου! Αυτό
σημαίνει πρώτα απ’ όλα ότι αγαπάς τον εαυτό σου. Για να αγαπάς τον εαυτό
σου, πρέπει να τον γνωρίζεις. Πώς θα αγαπήσεις κάτι που δεν ξέρεις;
Όταν θέλουμε να μιλάμε λοιπόν γι’ αγάπη, δεν μπορούμε να μιλάμε αόριστα.
Αν πάλι γινόταν λόγος μονάχα περί αυτογνωσίας, τότε η διδαχή μας δεν θα
διέφερε από κάποιου ψυχολόγου. Δεν αρκούμαστε σε μιαν αυτογνωσία. Αυτή
συχνά καταλήγει στην παραδοχή “είδα ποιος είμαι, μένω έτσι και δεν
αλλάζω, σε όποιον αρέσω” ή “θα αλλάξω ίσα ίσα ό,τι εμποδίζει τις σχέσεις
μου με ανθρώπους που αγαπώ και μ΄ αγαπούνε”. Ε, η ιστορία του Καλού
Σαμαρείτη μας δείχνει ότι η αληθινή Αγάπη δεν έχει όρια. Ακόμη και στον
εχθρό; Ακόμη. Μαθαίνω λοιπόν κι αγαπώ τον εαυτό μου ζώντας με τον
Χριστό, σημαίνει ότι πρώτα απ’ όλα βρίσκω τον εαυτό μου. Μαζί με τα καλά
μου, ανιχνεύω και τ’ άσχημα. Άσχημο και κακό είναι ακριβώς ό, τι μου
εμποδίζει να αγαπήσω τον Χριστό, δηλαδή ό, τι μου εμποδίζει ν’ αγαπήσω
ανεξαίρετα τον άλλον. Ας τεστάρουμε τον εαυτό μας σ’ αυτό: δε μπορούμε
να λέμε ότι είμαστε χριστιανοί και να τρέφουμε μέσα μας για κάποιον
μίσος!
Όταν λοιπόν προσποιούμαι στην Αγάπη ώστε
φαίνομαι καλός -κάτι το οποίο χαρακτήριζε τους ιερείς του Ισραήλ, οι
οποίοι στηλιτεύονται με το “γάντι” από τον Χριστό- πάει να πει ότι
αγωνίζομαι να διατηρώ μια εικόνα, όχι του πραγματικού μου εαυτού αλλά
εκείνου που θα ‘θελα να είμαι, ενός εαυτού ιδανικού: ίσα-ίσα να δείχνω
ότι σέβομαι, να δείχνω ότι αγαπώ και τελικά τίποτε να μη πράττω. Αυτό
συμβαίνει γιατί δεν κοίταξα ίσως ποτέ ποιος είμαι εγώ στ’ αλήθεια, δεν
αγάπησα τον εαυτό μου κι επειδή δεν τον αγάπησα προσπαθώ να φαίνομαι
κοιτώντας να διατηρώ την ψεύτική μου εικόνα. Σκέτη κόλαση ενώ περνώ τη
ζωή μου σα να ‘ναι παράσταση θεατρική. Κι έπειτα περνούν τα χρόνια και
ενώ νόμιζα ότι είμαι κάποιος, βλέπω ότι έχω μείνει μόνος. Κανείς πια δε
μ’ αγαπά γιατί ούτε κι εγώ πότε αγάπησα στ’ αλήθεια. Και το χειρότερο
είναι ότι ούτε αληθινά βρήκα τον Χριστό. Μέχρι κι εκεί θέατρο έπαιζα…
Ιάσων Ιερομ.