ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄ ΛΟΥΚΑ
«Γύναι, ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου...»
Καθώς προσεγγίζουμε τά Χριστούγεννα ἡἘκκλησία φροντίζει νά ἀκροῶνται οἱ
πιστοί εὐαγγελικά ἀναγνώσματα πού καταδεικνύουν τήν ἀγάπη καί ἄφατη
εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ. Ἡ θεραπεία τῆς συγκύπτουσας γυναίκας μετά ἀπό δέκα
ὀκτώ χρόνια πόνου δείχνει ὅτι ἡ άγάπη τοῦ Κυρίου εἶναι ὑπεράνω τοῦ
γράμματος τοῦ μωσαϊκοῦ Νόμου. Μέ τήν ἐνανθρώπιση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ
Θεοῦἔφθασε ἡὥρα τοῦ νέου αἰῶνος.
Ἡ σημερινἠ ἐνέργεια τοῦ Χρστοῦ νά θεραπεύσει τήν συγκύπτουσα εἶναι μία
ἀπό τίς περιπτώσεις ἐκεῖνες πού ὁ Κύριος προσεκλήθη μόνο ἀπό τήν
εὐσπλαχνία του. Ἡ παρουσία τοῦ Μεσσία σηματοδοτεῖ τήν ἔναρξη τοῦ νέου
αἰῶνος, ὅπου φθορά(ἀσθένεια) καί θάνατος «οὐ κυριεύουν». Οἱἀναστάσεις
νεκρῶν καί οἱ θεραπεῖες πού ἔκανε ὁ Κύριος ἔχουν σκοπό νά δείξουν ὅτι οἱ
συνέπειες τῆς πτώσης τῶν Πρωτοπλάστων ἀναιροῦνται μέ τήν διακονία του.
Μέ τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων ὁἄνθρωπος ἐπέλεξε μία «ἄθεο θέωση». Ἦταν
μία πράξη πίσω ἀπό τήν πλάτη τοῦ Θεοῦ, ὅπου ὁἄνθρωπος δέν ἔμεινε «ἐντός
τῶν ἰδίων ὁρίων». Ἧταν μία παράβαση τῆς συμπαντικῆς ἱεραρχίας τοῦἐνιαίου
σώματος Θεοῦ καί κτίσης. Ἡἀνθρώπινη φύση δέν μποροῦσε νά δημιουργήσει
προϋποθέσεις σωτηρίας. Αὐτό ἔγινε «ὅταν ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου».
Ἡἐνανθρώπιση θά γινόταν εἴτε συνέβαινε ἡ πτώση στόν Παράδεισο εἴτε ὄχι.
Ἡἀναδημιουργία ἦταν στό σχέδιο τοῦ Θεοῦ, ἦταν κατά τόν Ἅγιο Μάξιμο
«προεπινοούμενο σχέδιο» τοῦ Θεοῦ. Ἡ πτώση ἦταν ἕνα ἐπεισόδιο, ὄχι ὁ
ρυθμιστικός παράγων στήν σχέση Θεοῦ-ἀνθρώπου. Ὁ Θεός προέβλεψε πρό
πάντων τῶν αἰώνων τό «χρόνοις σεσιγημένοις κεκρυμμένον μυστήριον» τοῦ
Χριστοῦ, πού κατά τόν Παῦλο εἶναι ἀρχαῖο: «τό μυστήριο τό
προεγνωσμένο...». Στόν Παράδεισο δέν εἴχαμε τήν δυνατότητα τῆς θέωσης.
Μέ τήν «καθ’ ὑπόστασιν ἕνωση» τῆς θείας φύσης μέ τήν ἀνθρώπινη,
ἡἐνανθρώπιση δέν ἐπανέφερε τόν ἄνθρωπο στήν κατάσταση τοῦἈδάμ ἀλλά τοῦ
παρέσχε τήν δυνατότητα γιά τήν κατά χάριν θέωση. Ὁ Χριστός, λοιπόν,
εἶναι δημιουργός καί ἀναδημιουργός, ὁἱατρός τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων
ἡμῶν. Στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦἐξαφανίζεται ἡ διάσπαση τῆς ἀνθρώπινης
φύσης, ἡὁποία βρίσκει ξανά τήν ἑνότητά της. Στό πρόσωπο τοῦ
Χριστοῦἀποκαλύπτεται ὁἀληθινός ἄνθρωπος. Τό πρότυπο τοῦ τελείου ἀνθρώπου
εἶναι ὁ Θεάνθρωπος, ἡἐνυπόστατη ἀλήθεια. Οἱ Πατέρες, συνεπῶς, ταυτίζουν
τόν ἀνακαινισμό τοῦἀνθρώπου μέ τήν ἐν Χριστῶ ζωή. Ἡ περί άνθρώπου
διδασκαλία δέν μπορεῖ νά διαφέρει ἀπό τήν ἐν Χριστῶ διδασκαλία. Ἡἀληθινή
Χριστολογία μᾶς ὁδηγεῖ στήν ἀληθινή Ἀνθρωπολογία, ἐπειδή ὅτι ἔκανε ὁ
Χριστός τό ἔκανε γιά ὅλη τήν ἀνθρωπότητα. Ἡἐνσάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου
προσέφερε μία νέα πραγματικότητα, τήν Καινή πραγματικότητα. Ἕχουμε τόν
καινό ἐν Χριστῶἄνθρωπο πού ἔχει τήν δυνατότητα τῆς κατά χάρη θέωσης,
κάτι πού δέν μποροῦσε νά γίνει στό Παράδεισο. Στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ,
τοῦ νέου Ἀδάμ, καταλαβαίνουμε τόν πρῶτο Ἀδάμ, ἀντιλαμβανόμαστε τίς
ἀνεπάρκειές του. Μέ τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, λοιπόν, ἀνακαινίζεται
ἡἀνθρώπινη φύση γιατί ὅλη ἡἀνθρώπινη φύση ἦταν ὑποστασιασμένη στό
πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Αὐτή ἡἈνάσταση μπορεῖ νά γίνει κάθε μέρα εφόσον ἡ
θεία Λειτουργία γίνεται κάθε μέρα. ἩἈνάσταση τοῦἀνθρώπου εἶναι ἡ
δυνατότητα νά μετέχει στήν αἰώνια ζωή: ὁἄνθρωπος μπορεῖ νά συνδοξάζεται
μέ τό Θεό. Αὐτά πού ἔχει ὁ Χριστός κατά φύση ἐμεῖς τά ἔχουμε κατά χάρη,
ἐφόσον εἴμαστε συνδεδεμἐνοι μέ τόν Χριστό. Ὁ Χριστός ἀνακεφαλαιώνει
ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἀνακαινίζει ὅλη τήν ἀνθρώπινη φύση.
Αύτή ἡ πραγματικότητα εἰκονίζεται στό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα.
Κανείς, πλήν τῆς Θεοτόκου, δέν ὑποπτευόταν ὅτι ὁ διδἀσκαλος πού
ἐθαυματούργει ἦταν ὁ Θεός σεσαρκωμένος. Ὁ Χριστός ἦλθε νά πάρει τό δάκρυ
ἀπό τούς ὀφθαλμούς μας. Μέ τρυφερότητα καί διακριτικότητα διακονεῖ τήν
ἀσθενοῦσα φύση μας. Ὁ Θεός ποτέ δέν μᾶς ἔδιωξε, ἀκόμα κι ὄταν μᾶς ἄξιζε.
Ἡἀπίστευτη, κατά ἄνθρωπον, εὐλογία γιά τό γένος μας, συνέβη. «Θεός
ἐφανερώθη ἐν σαρκί». Κατά τόν Ἡσαΐα: «ἰδού ὁ παῖς μου, ὅν ἠρέτισα,
ὁἀγαπητός μου, εἰς ὅν εὐδόκησεν ἠ ψυχή μου∙ θήσω τό πνεῦμα μου ἐπ’αὐτόν,
καί κρίσιν τοῖς ἔθνεσιν ἀπαγγελεῖ∙ οὐκ ἐρίσει οὐδέ κραυγάσει, οὐδέ
ἀκούσει τις ἐν ταῖς πλατείαις τήν φωνήν αὐτοῦ. Κάλαμον συντετριμμένον οὐ
κατεάξει καί λίνον τυφόμενον οὐ σβέσει, ἕως ἄν ἐκβάλη εἰς νῖκος τήν
κρίσιν∙ καί ἐν τῶὀνόματι αὐτοῦ τά ἔθνη ἐλπιοῦσι».( Ματθ. 12, 18). Ὁ
Χριστός εἶναι ὁἴδιος στήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη ὡς ἄσαρκος καί
ἔνσαρκος Λόγος. Τόν Νόμο τοῦ Σαββάτου τόν ἔδωσε ἀπό φιλανθρωπία σάν
εὐκαιρία γιά προσφορά ἀγάπης στόν Θεό καί στόν ἄνθρωπο. Ὁἴδιος διεκήρυξε
«τό σάββατον διά τόν ἄνθρωπο ἐγένετο καί οὐχ ὁἄνθρωπος διά τό
σάββατον»( Μαρκ. 2,27). Ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν σάν πράξη ἀγάπης πρός τόν
Κύριο ἀναδεικνύει μίαν ἀγάπη ἀρχοντική καί δέν ὁδηγεῖ σέ πράξεις
μικρότητας, ὅπως, γιά παράδειγμα, ὅταν οί ἐκκλησιαζόμενοι χριστιανοί
κατακρίνουν καί ἐν πολλοῖς συντρίβουν τούς «ἄλλους» ὡς παραβάτες ἤὅταν
περιορίζεται ἡ χρήση τῶν Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας σέ διαδικασία ἐξόντωσης.
Ὅποιος γνώρισε τόν Χριστό γνώρισε γιατί σταυρώθηκε, γνώρισε ὅτι ἡ
χαρμολύπη τοῦ δικοῦ του σταυροῦ τόν ἑνώνει μέ τήν ἐνυπόστατη Ἀγάπη.