Παρασκευή 10 Μαρτίου 2017

Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ

Η ανθρώπινη δικαιοσύνη δεν είναι για τους πνευματικούς ανθρώπους, είναι φρένο για τους κοσμικούς ανθρώπους. Ό πνευματικός άνθρωπος είναι ανόητος, άν άποβλέπη σ’ αυτήν, γιατί μπροστά στην θεία δικαιοσύνη ή ανθρώπινη είναι μηδέν. Αλλά και ό κοσμικός άνθρωπος, άν πετύχη κάτι σ’ αυτήν την ζωή εφαρμόζοντας τήν ανθρώπινη δικαιοσύνη, δεν θά έχη τήν πραγματική χαρά και ανάπαυση.Ας υποθέσουμε ότι δύο αδέλφια έχουν ένα κτήμα δέκα στρέμματα. Ανθρώπινη δικαιοσύνη είναι νά πάρη ό καθένας άπό πέντε στρέμματα. Θεία δικαιοσύνη είναι νά πάρη ό καθένας αυτό πού έχει ανάγκη. Αν δηλαδή ό ένας αδελφός έχη επτά παιδιά και ό άλλος δύο ή η δουλειά του ενός είναι κατώτερη άπό τήν δουλειά του άλλου, πρέπει νά πάρη περισσότερο εκείνος πού έχει μεγαλύτερη ανάγκη. Σ’ αυτήν τήν περίπτωση είναι αδικία νά πάρη ό δεύτερος όσα καί ό πρώτος.
Ό κοσμικός άνθρωπος όμως δεν λαμβάνει ύπ’ όψιν του ότι ό αδελφός του δυσκολεύεται νά τά βγάλη πέρα. Δεν καταλαβαίνει ότι ή μοιρασιά πού πάει νά κάνη είναι άδικη, γιατί δεν σκέφτεται πνευματικά.
Τού λές: πρέπει νά βοηθήσης τήν οικογένεια σου νά δεχθή νά δώσης περισσότερα στον αδελφό σου πού έχει ανάγκη καί σου λέει: Γιατί; δεν τον αδικώ! Έάν ήταν πνευματικός άνθρωπος, ακόμα καί άν ή γυναίκα του καί τά παιδιά του αντιδρούσαν, έπρεπε νά τους πείση νά δεχθούν ό,τι του δώση ό αδελφός του. Αν ό αδελφός του έλεγε: εσύ θά πάρης ένα στρέμμα, νά έπαιρνε τό ένα, χωρίς νά πή τίποτε, γιά νά νιώθη άνετα ό αδελφός του πού πήρε τά υπόλοιπα. Πάντως τό Ευαγγέλιο κάνει τήν καλύτερη μοιρασιά.
Μού κάνει εντύπωση ή αρχοντιά του Αβραάμ. Όταν μάλωναν οι τσομπάνηδες του Λώτ καί του Αβραάμ γιά τά βοσκοτόπια, πήγε ό Αβραάμ στον Λώτ καί του είπε: Δέν κάνει να μαλώνουμε είμαστε συγγενείς. Πού σέ αναπαύει εσένα νά πας; Θέλεις να πάς από δώ ή θέλεις να πάς από κεί;
Ο Λώτ κινήθηκε καί λίγο ανθρώπινα και διάλεξε τά Σόδομα καί τα Γόμορρα, γιατί είχαν πρασινάδα καί βοσκοτόπια, καί τί έπαθε μετά! Ο Αβραάμ κινήθηκε μέ την θεία δικαιοσύνη, θέλησε νά ανάπαυση τον Λώτ, καί χάρηκε κιόλας πού ό Λώτ πήγε στον καλύτερο τόπο.