Μία ξεχωριστή ακολουθία στην περίοδο της Μεγάλης Σαρακοστής είναι το
ποίημα «Μέγας Κανών», γραμμένο από τον άγιο Ανδρέα, επίσκοπο Κρήτης.
Είναι μία ικεσία προς τον Θεό να μας συγχωρέσει για τις αμαρτίες μας, τα
πάθη και τα λάθη μας, να μας δώσει την ευκαιρία να οικειωθούμε τον
τρόπο της Βασιλείας Του. Αποτυπώνει ένα αίτημα που δεσπόζει στην ζωή της
Εκκλησίας, με προϋπόθεση να συγχωρήσουμε κι εμείς όσους μας οφείλουν.
Αν ρωτήσουμε, βεβαίως, νέους και μεγαλυτέρους, θα μας απαντήσουν χωρίς
υπεκφυγές: «γιατί να συγχωρέσω;». Αν έχω δίκιο και η συμπεριφορά του
άλλου απέναντί μου είναι κακή, η συγχώρεση είναι σαν μία επιβράβευση της
αδικίας. Εξάλλου, δεν θα τον βοηθήσω να καταλάβει το λάθος του, διότι
θα τον ωθήσω στην αφιλοτιμία, στην αίσθηση ότι μπορεί να κάνει ό,τι
θέλει χωρίς να σκεφτεί από πριν τις συνέπειες, το πόσο μπορεί να
πληγώσει άλλους με τις πράξεις του, καθώς με ένα «συγγνώμη» θα
αμνηστευθεί.
Απέναντι στον Θεό βέβαια δεν σκεφτόμαστε έτσι. Θα θέλαμε ό,τι λάθος
έχουμε κάνει, Εκείνος να το παραβλέψει. Ωστόσο, δεν συνδέουμε την δική
Του στάση με την δική μας. Εμείς έχουμε δικαιολογίες. Γι’ αυτό και
κείμενα όπως αυτό του «Μεγάλου Κανόνα» δεν είναι δημοφιλή. Προϋποθέτουν
αυτογνωσία . στροφή στον εαυτό μας . αναγνώριση και των δικών μας λαθών .
δεύτερη ευκαιρία σε όσους μας στενοχωρούν, για να ζητήσουμε κι εμείς
από τον Θεό τη δική Του ευκαιρία προς εμάς. Είναι υπέρβαση αυτός ο
τρόπος σε μία εποχή εκδίκησης και διεκδίκησης. Θριαμβεύει σήμερα η
αδικία σε όλες τις πτυχές της ζωής. Γιατί η Εκκλησία να ζητά από εμάς να
την επιβραβεύσουμε;
Όταν συγχωρούμε δεν επιδοκιμάζουμε το κακό. Συνειδητοποιούμε όμως ότι
δεν είμαστε άμοιροί του. Ότι κι εμείς, συνειδητά ή ασυνείδητα,
οφείλουμε. Έχουμε πληγώσει λόγω χαρακτήρα, λόγω κακής εκτίμησης, λόγω
του ότι αδιαφορήσαμε για ό,τι βοηθά τους άλλους και προτάξαμε τον εαυτό
μας, το θέλημά μας, την επιθυμία μας. Συγχωρώντας, γινόμαστε ταπεινοί.
Και είναι όμορφη η ταπεινοφροσύνη. Γλυκαίνει την καρδιά. Την φέρνει πιο
κοντά στον Θεό, διότι μας κάνει να βλέπουμε τα πραγματικά μας μέτρα.
Όταν συγχωρούμε δεν είμαστε αδύναμοι. Καταδικάζουμε το κακό, αλλά δεν το
αφήνουμε να δηλητηριάσει την ύπαρξή μας. Δεν απαντούμε κάνοντας πάλι
κακό, έστω και με άλλη μορφή. Αληθινά δυνατός είναι αυτός που υπερβαίνει
την ευκολία νικώντας το αυθόρμητο συναίσθημα της ανταπόδοσης και
επιλέγοντας την οδό της αγάπης. Συγχωρούμε και προχωρούμε. Μένει έτσι η
ευθύνη σ’ αυτόν που διαπράττει το κακό. Η δική του φιλοτιμία θα κριθεί
από τον Θεό και τους άλλους.
Είναι άλλο η τήρηση των νόμων, οι ποινές που πρέπει να επιβάλλονται σε
όσους παρανομούν και άλλο η κακία και η εκδικητικότητα. Η κοινωνία μας
δεν είναι αγγελική και χρειάζεται κανόνες. Όμως ο καθένας καλείται να
πάρει θέση ο ίδιος όχι μόνο έναντι του κακού, αλλά και έναντι αυτού που
το διαπράττει, είτε οι συνέπειες τον αγγίζουν άμεσα είτε όχι. Η
συγχώρεση είναι μίμηση Χριστού. Είναι σταυρός. Είναι όμως η μόνη
λυτρωτική κίνηση για την ψυχή μας. Είναι σημάδι αληθινής γενναιότητας η
οποία ελευθερώνει τελικά την ύπαρξη από την μνησικακία και της δίδει την
παρρησία να δεχθεί την συγχώρεση του Θεού!