Ενα άπό τά γνωρίσματα τής
άληθινής άγάπης είναι ή μακροθυμία. «Ή άγάπη μακροθυμεί», σαλπίζει ό
απόστολος Παύλος στον ύμνο τής άγάπης (Α’ Κορ. ιγ’ 4).
Μακροθυμώ σημαίνει καθυστερώ νά έκδηλώσω
τό θυμό μου, αναβάλλω νά έπιβάλω τήν τιμωρία, δίνω στους άλλους
περιθώρια χρόνου νά διορθωθούν. Επίσης μακροθυμώ σημαίνει έχω πλατιά
καρδιά πού όλα τά χωράει, άνέχομαι τις άδυναμίες τών άλλων, δέν τούς
κρατώ κακία γιά τό κακό πού μοΰ έκαναν, τούς συγχωρώ. Τέλος μακροθυμώ
σημαίνει ύπομένω τυχόν αδικίες πού γίνονται σέ βάρος μου, έχω
καρτερικότητα στις δυσκολίες τής ζωής.
Κατά συνέπεια μακρόθυμος είναι αύτός πού
δέν έκνευρίζεται μέ τό παραμικρό, δέν έξάπτεται στό λεπτό, δέν σπεύδει
νά έπιβάλει κυρώσεις. Αύτός πού φέρεται μέ μεγαλοψυχία, μέ άρχοντιά, μέ
άνωτερότητα. Ό άνεκτικός, ό υπομονετικός, ό καρτερικός!
Στή ζωή παρουσιάζονται πολλά άπροσδόκητα
γεγονότα. Αλλά δέν τά άντιμετωπίζουν όλοι οί άνθρωποι μέ τόν ίδιο
τρόπο. Μέ διαφορετικό τρόπο τά άντιμετωπίζουν οί οξύθυμοι καί μέ
διαφορετικό τρόπο οί μακρόθυμοι. Οί οξύθυμοι μέ τήν παραμικρή δυσκολία
πού θά παρουσιαστεί στό δρόμο τους άγανακτοΰν καί θυμώνουν. Οί
μακρόθυμοι συγκροτούν τό θυμό τους, γιά νά περάσει ή μπάρα καί νά
ξεθυμάνει τό κακό. Οί οξύθυμοι μοιάζουν μέ καράβι πού ταξιδεύει στό
άνοιχτό πέλαγος καί θαλασσοδέρνεται άπό τά κύματα τού θυμού καί τής
οργής. Οί μακρόθυμοι μοιάζουν μέ καράβι πού είναι άγκυροβολημένο σέ
ύπήνεμο λιμάνι. Έκεΐ όλα είναι γαλήνια. ’Επικρατεί ήρεμία. Κι αύτός
«άπολαμβάνει ειρήνην καί πλήθος ειρήνης».
Γράφει ό ιερός Χρυσόστομος ότι, όπως
ένας σπινθήρας, όταν πέφτει στή θάλασσα, σβήνει, ένώ τή θάλασσα καθόλου
δέν τή βλάπτει, έτσι καί τά άπροσδόκητα τής ζωής, όταν πέφτουν στή
μακρόθυμη ψυχή, ξεθυμαίνουν καί λησμονοϋνται, ένώ τή μακρόθυμη ψυχή
καθόλου δέν τήν ταράσσουν. Αν ζημιώσεις τόν μακρόθυμο, προσθέτει, δέν
σάλευσες τήν πέτρα. Άν τόν περιφρονήσεις, δέν έσεισες τόν πύργο. Άν τού
έπιφέρεις κτυπήματα, δέν πλήγωσες τό διαμάντι. Γι’ αύτό ονομάζεται
μακρόθυμος, έπειδή έχει μακρά καί μεγάλη ψυχή. Καθόσον τό μακρό λέγεται
καί μεγάλο. «Καί γάρ μακρόθυμος διά τούτο λέγεται, έπειδή μακράν τινα
καί μεγάλην έχει ψυχήν- τό γάρ μακράν καί μέγα λέγεται» (ΕΠΕ 18α, 378).
«Ολες αύτές οί νίκες τής μακροθυμίας
έπιτυγχάνονται άπό τούς άνθρώπους πού άγαποϋν άληθινά. Διότι ή άγάπη
πλατύνει τήν καρδιά (Β’ Κορ. ς’ 11). Κι όταν πλατύνεται ή καρδιά, όλα
μπορεί νά τά χωρέσει, καί τά εύχάριστα καί τά δυσάρεστα, καί τά χαροποιό
καί τά λυπηρά τής ζωής. Ή άγάπη δέν άμνηστεύει τά λάθη των άλλων, οϋτε
άδιαφορεΐ γιά τόν πνευματικό καταρτισμό τους. ’Εφαρμόζει μεθόδους αγωγής
πού έπάνω στά πράγματα άποδεικνύονται άποτελεσματικότατες. Μιλάει τότε
πού πρέπει καί λέει αύτά πού χρειάζονται. Δίνει περιθώρια χρόνου στούς
άλλους, γιά νά ήρεμήσουν καί νά δεχθούν σέ εύθετότερο χρόνο τή συμβουλή ή
τήν τιμωρία. ‘Υποδεικνύει τά λάθη τους χωρίς νά τούς πληγώνει καί νά
τούς ταπεινώνει. Τήν άμαρτία τήν άποστρέφεται, άλλά τούς άμαρτωλούς τούς
συμπονεΐ καί τούς άγαπά είλικρινά. Θέλει τό καλό καί τή σωτηρία τους.
Βοηθεΐ στή διόρθωσή τους.
’Επίσης ή άληθινή άγάπη προλαβαίνει τις
άναστατώσεις, σβήνει τις φωτιές τού μίσους καί ειρηνεύει τό περιβάλλον
της. Οί άνθρωποι πού άγαποΰν άληθινά προσεύχονται θερμά γι’ αύτούς πού
τούς λύπησαν. Κι όταν τούς συναντήσουν στό δρόμο, δέν τούς κρατούν σέ
άπόσταση, άλλά τούς χαιρετούν καλόκαρδα κι άπλώνουν τό χέρι τής
συμφιλιώσεως. Φέρονται μέ άνωτερότητα στούς άλλους, άκόμη κι όταν
κακολογοϋνται κι όταν διαβάλλονται. Αντιμετωπίζουν καί τούς πιό
δύσκολους τύπους άνθρώπων μέ μεγαλοψυχία. Κατορθώνουν νά παραμένουν καί
στις πιό άντίξοες συνθήκες ψύχραιμοι καί άτάραχοι. Χειρίζονται καί τις
πιό δύσκολες ύποθέσεις μέ φρονιμάδα καί σύνεση. «Μακρόθυμος άνήρ πολύς
έν φρονήσει» (Παρ. ιδ’ 29).
Όλα αύτά τά έπιτυγχάνουν όχι μόνο μέ τις δικές τους δυνάμεις άλλά μέ τή βοήθεια τού Θεού. Μιμούνται τό αιώνιο πρότυπό τους, τόν Κύριο καί Θεό τους, ό Όποιος είναι «μακρόθυμος καί πολυέλεος» (Ψαλ. ρβ’ 8). Ή μακροθυμία τού Θεού δέν «έπάγει οργήν καθ’ έκάστην ήμέραν» (Ψαλ. ζ’ 12). Μπορούμε νά φανταστούμε τί θά γινόταν, άν μετά άπό κάθε παρεκτροπή τών άνθρώπων έπεφτε σάν κεραυνός ή τιμωρία; Δέν θά μπορούσε κανείς νά σταθεί. Άλλά «μακροθυμεί εις ήμάς ό Θεός, μή βουλόμενός τινας άπολέσθαι, άλλά πάντας εις μετάνοιαν χωρήσαι» (Β’ Πέτρ. γ’ 9). Αναβάλλει τήν τιμωρία, γιά νά μάς δώσει πίστωση χρόνου νά μετανοήσουμε. Γιατί τό κάνει αύτό; Διότι μάς άγαπάει. ’Εμείς συνεχώς Τόν παροργίζουμε άμαρτάνοντας κι ό άγιος Θεός «μακροθυμεί εις ήμάς» περιμένοντας τήν έπιστροφή μας.
Όλα αύτά τά έπιτυγχάνουν όχι μόνο μέ τις δικές τους δυνάμεις άλλά μέ τή βοήθεια τού Θεού. Μιμούνται τό αιώνιο πρότυπό τους, τόν Κύριο καί Θεό τους, ό Όποιος είναι «μακρόθυμος καί πολυέλεος» (Ψαλ. ρβ’ 8). Ή μακροθυμία τού Θεού δέν «έπάγει οργήν καθ’ έκάστην ήμέραν» (Ψαλ. ζ’ 12). Μπορούμε νά φανταστούμε τί θά γινόταν, άν μετά άπό κάθε παρεκτροπή τών άνθρώπων έπεφτε σάν κεραυνός ή τιμωρία; Δέν θά μπορούσε κανείς νά σταθεί. Άλλά «μακροθυμεί εις ήμάς ό Θεός, μή βουλόμενός τινας άπολέσθαι, άλλά πάντας εις μετάνοιαν χωρήσαι» (Β’ Πέτρ. γ’ 9). Αναβάλλει τήν τιμωρία, γιά νά μάς δώσει πίστωση χρόνου νά μετανοήσουμε. Γιατί τό κάνει αύτό; Διότι μάς άγαπάει. ’Εμείς συνεχώς Τόν παροργίζουμε άμαρτάνοντας κι ό άγιος Θεός «μακροθυμεί εις ήμάς» περιμένοντας τήν έπιστροφή μας.
’Εφόσον ό άγιος Θεός μακροθυμεί στά δικά
μας άμαρτήματα, νά μακροθυμούμε κι έμεΐς στις παρεκτροπές τών άλλων.
Εφόσον ό άγιος Θεός περιμένει τή μετάνοιά μας, νά δίνουμε κι έμεΐς
περιθώριο χρόνου στούς άλλους νά διορθώσουν τά λάθη τους. Πόσο ώραΐο
πράγμα είναι νά μή θυμώνουμε, νά μήν άγανακτοϋμε, νά μήν έκδικούμαστε,
άλλά νά «μακροθυμούμε πρός πάντας» (Α’ Θεσ. ε’ 14)! Ή μακροθυμία είναι
θυσία εύπρόσδεκτη στόν Θεό. ’Άς τήν προσφέρουμε «εις οσμήν εύωδίας» (Εφ.
ε’ 2)