π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Η εποχή μας πάσχει από την ασθένεια του «ξερολισμού». Νεώτεροι και
μεγαλύτεροι έχουν άποψη για τα πάντα. Δικαιούνται να σχολιάζουν
οτιδήποτε συμβαίνει με αναρτήσεις στο Διαδίκτυο, χωρίς όμως ενδιαφέρον
για την αλήθεια. Δεν ενδιαφέρονται για επιχειρήματα, αλλά είναι έτοιμοι
«γκουκλάροντας» και ακολουθώντας την πρώτη εμφανιζόμενη ανάρτηση, να
έχουν άποψη, την οποία δεν επιτρέπουν σε κανέναν να τη αμφισβητήσει.
«Το
ξέρω». Όταν κάποιος επισημαίνει σφάλματα ή άλλες οδούς ο αταπείνωτος
νους απαντά με αυτή την φράση. Με πείσμα και ισχυρογνωμοσύνη αρνούμαστε
να παραδεχθούμε ότι η διάνοιά μας είναι πεπερασμένη, ότι δεν είμαστε
αυθεντίες ούτε αλάθητοι. Το σωκρατικό «έν οίδα ότι ουδέν οίδα», το
ευαγγελικό «τα μωρά του κόσμου εξελέξατο ο Θεός ίνα τους σοφούς
καταισχύνη» δεν μας αγγίζουν σήμερα. Το να ακούσουμε ή να αναζητήσουμε
άλλες πλευρές προϋποθέτει κόπο. Προϋποθέτει την ανάγκη να αναλάβουμε
την ευθύνη για τυχόν λάθη μας, ακόμη και να ζητήσουμε συγγνώμη γι’ αυτά.
Ταυτόχρονα ο άνθρωπος με ταπεινό φρόνημα νιώθει χαρά όταν μέσα από
μία συζήτηση, μία αναζήτηση, ένα μοίρασμα σκέψεων και απόψεων, μπορεί να
πλουτίσει όχι μόνο τις γνώσεις, αλλά και τον τρόπο θέασης της
πραγματικότητας. Το κατεστημένο όμως πολιτισμικό πρότυπο, αυτό της
αυτοδικαίωσης και της αυτοθέωσης, δεν αφήνει πολλά περιθώρια για μία
τέτοια στάση. Αν παραδεχθούμε ότι η γνώμη μας δεν ήταν σωστή, τότε
φοβόμαστε ότι θα μας απορρίψουν, θα μας ειρωνευτούν, θα μας συντρίψουν.
Έτσι εμμένουμε στο «το ξέρω», το υπερασπιζόμαστε και προσποιούμαστε ότι
οι άλλοι δεν ξέρουν. Κάποτε φτάνουμε στο να πιστέψουμε κιόλας την
επιφανειακή μας άποψη.
Οι άνθρωποι μαθαίνουμε ότι σημασία έχει η ευχαρίστηση του «να περνάς
καλά». Ότι ο κόπος, η κριτική, η αναζήτηση της αλήθειας δεν έχουν πέραση
σήμερα. Και αυτό διαφαίνεται στον τρόπο που αντιμετωπίζουμε την
παιδεία. Η ήσσων προσπάθεια αποθεώνεται, στο όνομα του δικαιώματος να
έχουν όλη πρόσβαση στο σχολείο και ένα χαρτί στο χέρι. Ποιο όμως είναι
το πραγματικό αντίκρισμα; Η αγορά εργασίας, αλλά και η αδυναμία σύναψης
αυθεντικών σχέσεων, με γνώμονα την αγάπη και την ευθύνη, μαρτυρούν την
απόληξη της ευκολίας.
«Τα ξέρω όλα…». Ο υπερήφανος νους που καλλιεργείται σήμερα από το
πολιτισμικό πρότυπο των καιρών δεν αφήνει περιθώριο για αυθεντική
πνευματική καλλιέργεια. Για αναζήτηση απαντήσεων σε υπαρξιακά ερωτήματα,
όπως ο Θεός, ο θάνατος, η αγάπη. Η απουσία πνεύματος μαθητείας κάνει
συχνά τους νέους, το τμήμα της κοινωνίας στο οποίο θα έπρεπε όλοι να
ελπίζουμε, να έχουν μία παθητική θέαση του κόσμου και της
πραγματικότητας. Γιατί να ασχοληθούν με την πολιτική, με την θρησκεία,
με την τέχνη, με την γνώση και να διαμορφώσουν προσωπικές επιλογές, με
επιχειρήματα, όταν όλα τους τα δίδονται έτοιμα και σε στερεοτυπικές
μορφές και δόσεις, για να κερδίζουν οι ιδεολογικοί κυρίαρχοι, από όπου
κι αν προέρχονται;
Εδώ έγκειται και η ευθύνη της Εκκλησίας. Αφού κάνουμε την αυτοκριτική
μας, διότι ιεροποιήσαμε το γράμμα της παράδοσης και αρκούμαστε
σ’ αυτό, να τολμήσουμε επιτέλους να ανοιχτούμε στο πνεύμα της. Να
αφυπνίσουμε. Να εξηγήσουμε. Να χτίσουμε σχέσεις αλήθειας και όχι
εύπεπτου συμβιβασμού με το ψεύτικο. Καιρός να πάψουμε να θεοποιούμε την
εικόνα μας και να ρισκάρουμε. Άλλωστε, μόνο ο Θεός τα ξέρει όλα. Εμείς
σπουδάζουμε με ταπείνωση το θέλημά Του, ζητώντας τον φωτισμό κι αυτόν
τον δρόμο ας δείξουμε!