Ομιλία του Αγίου Νεκταρίου Επισκόπου Πενταπόλεως, περί της αληθούς ελευθερίας.
«Ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάτω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτο μοι».
Ο άνθρωπος, πλασμένος για να εικονίζει μικρογραφικώς επί της γης την
απειρομεγέθη εικόνα του Θείου Δημιουργού, ήταν απαραίτητο να είναι
προικισμένος με τις ιδιότητες του Θεού, ώστε να έχει την αναφορά του σ’
Αυτόν. Ως εικόνα του Θεού, ο άνθρωπος έπρεπε να είναι oν αυτοσυνείδητον,
ελεύθερον και αυτεξούσιον, διότι oν χωρίς συνείδηση της υπάρξεώς του,
χωρίς ελευθερία, χωρίς εξουσίαν επί του εαυτού του, είναι ανάξιο της
υψηλής αυτής κλήσεως, του υψηλού αυτού προορισμού που του επεφύλαξε η
μεγάλη βουλή του Θείου Δημιουργού. Η ελευθερία άρα του ανθρώπου είναι
αναγκαία συνέπεια της μεγάλης αποστολής του, της διαπλάσεώς του και της
παρουσίας του μέσα στον κόσμο, και επομένως προσόν αναγκαίον και
σεβαστόν. Χωρίς την ελευθερίαν ο άνθρωπος θα ήταν ισότιμος με τα λοιπά
ζώα, η δουλεία θα υπέτασσε τις ενέργειές του, και θα οδηγούσε τις
σκέψεις του μέσα σε έναν περιορισμένον κύκλον, όπου θα περιεστρέφετο. Οι
ιδέες του καλού και του αγαθού θα ήσαν άγνωστοι σ’ αυτόν, θα αγνοούσε
τι είναι αισχρόν, τι κακόν, τι
ψευδές, και δεν θα είχε εξουσίαν αυτενεργείας, δυνατότητα να εξέλθει από τον περιορισμένον κύκλο των εμφύτων ορμών. Η άγνοια του καλού, του αγαθού, του αληθινού θα καθιστούσε τον άνθρωπον ένα oν άνηθικον, θα διέγραφε την ηθικήν ως λέξιν εστερημένην νοήματος, αφού οι πράξεις του θα ήσαν ηθικώς αδιάφοροι, και γι’ αυτό, αχαρακτήριστοι. Θα αγνοούσε τον Θεόν και τα θεία ιδιώματά του.
ψευδές, και δεν θα είχε εξουσίαν αυτενεργείας, δυνατότητα να εξέλθει από τον περιορισμένον κύκλο των εμφύτων ορμών. Η άγνοια του καλού, του αγαθού, του αληθινού θα καθιστούσε τον άνθρωπον ένα oν άνηθικον, θα διέγραφε την ηθικήν ως λέξιν εστερημένην νοήματος, αφού οι πράξεις του θα ήσαν ηθικώς αδιάφοροι, και γι’ αυτό, αχαρακτήριστοι. Θα αγνοούσε τον Θεόν και τα θεία ιδιώματά του.
Ο άνθρωπος επλάσθη για να εικονίζει τον Θεόν επί της γης. Ο Θεός τον
έκαμεν oν νοερόν και αυτεξούσιον για να πράττει το θέλημα Αυτού, το
οποίον έγραψε μέσα στην καρδίαν του, και το κατέστησε και ιδικόν του
θέλημα. Σκοπός της διαπλάσεώς του ήταν να γνωρίσει η δημιουργία τον
Θεόν. Επλάσθη λοιπόν για να γνωρίσει τον Πλάστην και Δημιουργόν του,
επλάσθη για να υψούται προς τον Θεόν, για να δοξάζει τον Θεόν. Το
αυτεξούσιόν του λοιπόν, το νοεερόν και το ηθικώς ελεύθερον, του εδόθησαν
για να εκπληρώνει τον μέγα προορισμόν του, την μεγάλην αποστολή του, να
συνδέει την γη με τον Ουρανό και να μην αποκλίνει δεξιά ή αριστερά,
αλλά να βαδίζει την ευθείαν οδό, πράττοντας μόνο το αγαθόν, το
εγγεγραμμένον στην καρδία του, το οποίον και αυτός ορμεμφύτως αγαπά.
Διότι αλλιώς, εάν αποκλίνει από τον προορισμό του, γίνεται ανελεύθερος
και εξομοιούται τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις. Ο άνθρωπος είναι αληθώς
ελεύθερος πριν απομακρυνθεί από το αγαθόν, και ενόσω συνταυτίζει την
θέλησή του προς το θέλημα του Θεού. Όμως ευθύς ως αποκλίνει από την
ευθείαν, αποβαίνει όντως ανελεύθερος, η ελευθερία του πλέον είναι ψευδής
επίδειξις ψευδούς ελευθερίας.
Η ελευθερία του ανθρώπου, όταν υποτάσσεται στον νόμο του Θεού, δεν
περιορίζεται, διότι Αυτός, ως θείος, είναι άπειρος, το δε άπειρον όχι
μόνον δεν περιορίζει την ελευθερία, αλλά την συνεκτείνει και την
συναυξάνει. Αιτιολογώντας το καθήκον που έχει ο άνθρωπος να ακολουθεί το
θέλημα του
Θεού, ο φιλόσοφος και μάρτυς Ιουστίνος μας συμβουλεύει: «Ο Θεός εποίησε τον άνθρωπον ελεύθερον και αυτεξούσιον, ώστε αυτό που από ιδικήν του υπαιτιότητα έχασε, με την αμέλεια και την παρακοήν του, να του το δωρίσει πάλιν ο Θεός διά φιλανθρωπίας και ελεημοσύνης, εάν ο άνθρωπος υπακούσει σ’ Αυτόν. Όπως δηλαδή ο άνθρωπος παρήκουσε και επέφερε στον εαυτόν του τον θάνατον, έτσι και εάν υπακούσει στο θέλημα του Θεού, ημπορεί να κερδίσει την αιώνιο ζωή. Διότι ο Θεός μας έδωσε εντολές άγιες, τις οποίες όποιος τηρήσει ημπορεί να σωθεί, και επιτυγχάνοντας την ανάσταση, να κληρονομήσει την αφθαρσίαν». Γι’ αυτόν λοιπόν τον λόγον ο άνθρωπος οφείλει να φυλάττει με ευλάβεια τον νόμο του Θεού, και να πράττει το θέλημα Αυτού, διότι ως εικόνα του Θεού είναι υποχρεωμένος να εκπληρώνει τον σκοπόν της επί γης αποστολής του. Αλλιώς μέλλει να κατακριθεί ως παραβάτης των καθηκόντων του, επειδή ελησμόνησε την αποστολήν του, και εξ αιτίας της αμελείας του έκαμε κακήν χρήσιν του αυτεξουσίου, και παρεδόθη στα πάθη και τις επιθυμίες.
Θεού, ο φιλόσοφος και μάρτυς Ιουστίνος μας συμβουλεύει: «Ο Θεός εποίησε τον άνθρωπον ελεύθερον και αυτεξούσιον, ώστε αυτό που από ιδικήν του υπαιτιότητα έχασε, με την αμέλεια και την παρακοήν του, να του το δωρίσει πάλιν ο Θεός διά φιλανθρωπίας και ελεημοσύνης, εάν ο άνθρωπος υπακούσει σ’ Αυτόν. Όπως δηλαδή ο άνθρωπος παρήκουσε και επέφερε στον εαυτόν του τον θάνατον, έτσι και εάν υπακούσει στο θέλημα του Θεού, ημπορεί να κερδίσει την αιώνιο ζωή. Διότι ο Θεός μας έδωσε εντολές άγιες, τις οποίες όποιος τηρήσει ημπορεί να σωθεί, και επιτυγχάνοντας την ανάσταση, να κληρονομήσει την αφθαρσίαν». Γι’ αυτόν λοιπόν τον λόγον ο άνθρωπος οφείλει να φυλάττει με ευλάβεια τον νόμο του Θεού, και να πράττει το θέλημα Αυτού, διότι ως εικόνα του Θεού είναι υποχρεωμένος να εκπληρώνει τον σκοπόν της επί γης αποστολής του. Αλλιώς μέλλει να κατακριθεί ως παραβάτης των καθηκόντων του, επειδή ελησμόνησε την αποστολήν του, και εξ αιτίας της αμελείας του έκαμε κακήν χρήσιν του αυτεξουσίου, και παρεδόθη στα πάθη και τις επιθυμίες.
Η επίσημος αναγνώρισις της ελευθερίας μας εκ μέρους του Σωτήρος, μας
διδάσκει ότι η σωτηρία μας δεν πραγματούται μόνον από την απόλυτον
ενέργεια της χάριτος του Θεού, αλλά και από την συγκατάθεση και την
σύγχρονον ενέργεια του ανθρώπου. Περί της αναγκαιότητος αυτής ιδού τι
λέγουν οι σοφοί Πατέρες της Εκκλησίας. Ο θείος Χρυσόστομος λέγει: «η
χάρις, μολονότι είναι χάρις, σώζει όσους το θέλουν», και ο άγιος
Γρηγόριος ο Θεολόγος λέγει: «Η σωτηρία πρέπει να προέλθει από την
συνεργασία την ιδική μας με τον Θεόν». Ο δε Κλήμης ο Αλεξανδρεύς λέγει:
«Όταν οι ψυχές το
θέλουν, αποστέλλει και ο Θεός το Πνεύμα, αν όμως λείψει η προθυμία, συστέλλεται και το εκ Θεού Πνεύμα». Αλλά και ο ιερός Ιουστίνος λέγει: «Ο Θεός, ο οποίος έπλασε τον άνθρωπο χωρίς τον άνθρωπον, αδυνατεί να σώσει τον άνθρωπο χωρίς αυτός να το θελήσει». Άρα διδασκόμεθα ρητώς και σαφώς ότι οι παράγοντες της σωτηρίας είναι δύο: πρώτον η ελευθέρα θέλησις του ανθρώπου, και δεύτερον η χάρις του Θεού.
θέλουν, αποστέλλει και ο Θεός το Πνεύμα, αν όμως λείψει η προθυμία, συστέλλεται και το εκ Θεού Πνεύμα». Αλλά και ο ιερός Ιουστίνος λέγει: «Ο Θεός, ο οποίος έπλασε τον άνθρωπο χωρίς τον άνθρωπον, αδυνατεί να σώσει τον άνθρωπο χωρίς αυτός να το θελήσει». Άρα διδασκόμεθα ρητώς και σαφώς ότι οι παράγοντες της σωτηρίας είναι δύο: πρώτον η ελευθέρα θέλησις του ανθρώπου, και δεύτερον η χάρις του Θεού.
Επειδή όμως ο άνθρωπος είναι ον υλοπνευματικόν, μέσα του εμφανίζονται
δύο θελήσεις με την ιδίαν μορφήν, ως ενδόμυχος έκφρασις του ενιαίου
προσώπου, το οποίον θέλει να απολαύσει κάποιο πράγμα. Και μολονότι ως
προς την μορφήν οι δύο θελήσεις του δεν διακρίνονται μεταξύ τους,
διαφέρουν όμως πολύ εξ αιτίας της διαφοράς των υποστάσεων από τις οποίες
λαμβάνουν την αρχή. Διότι το πνεύμα επιθυμεί τα του πνεύματος, η δε
σάρξ τα της σαρκός. Γι’ αυτό η μία θέλησις εκφράζει το φρόνημα του
πνεύματος, ενώ η άλλη το φρόνημα της σαρκός. Η αντίθεσις των φρονημάτων
γεννά αμοιβαίαν αντίσταση και σφοδράν διαπάλη, κατά την οποίαν η κάθε
μία ζητεί να υπερισχύσει και να επιβάλει την ιδικήν της εξουσία. Στον
αγώνα αυτόν, ο μεν έσω άνθρωπος επιθυμεί την νίκη του πνεύματος, ο δε
έξω την νίκη του φρονήματος της σαρκός, το οποίον είναι θάνατος. Γι’
αυτό και ο Απόστολος Παύλος λέγει: «το μεν φρόνημα της σαρκός θάνατος,
το δε φρόνημα του πνεύματος ζωή και ειρήνη». Ο άγιος Ιωάννης ο
Δαμασκηνός λέγει: «το αγαθόν είναι εκ φύσεως εραστόν και επιθυμητόν,
φυσικώς πάντοτε αυτό επιθυμούμε. Κακόν δε είναι η παρά φύσιν επιθυμία,
όταν επιθυμούμε κάτι διαφορετικόν από το εκ φύσεως επιθυμητόν».
Χαρακτηριστικόν της αληθούς ελευθερίας, δηλαδή της αληθούς ελευθέρας
θελήσεώς μας, είναι η αγάπη του αγαθού, του καλού, του αληθούς, και η
επίμονος παραμονή σ’ αυτήν την αγάπη. Ο έρως προς το αγαθόν είναι η
έκφρασις του έσω ανθρώπου, του πνευματικού ανθρώπου, και η εξωτερίκευσις
του αισθήματος που τον πλημμυρίζει. Ο έρως αυτός γεννάται από την
ταυτότητα των υπαγορεύσεων της καρδίας, με τις υπαγορεύσεις του Θείου
νόμου, ο οποίος έχει εγγραφεί μέσα στις καρδιές μας. Αυτό υπαινίσσεται
και η Αγία Γραφή, όταν λέγει ότι ο Θείος νόμος εδόθη γραπτός μέσα στην
καρδία του ανθρώπου.
Τον τρόπο με τον οποίον ημπορούμε να διατηρήσωμε τους εαυτούς μας
αληθώς ελευθέρους, μας τον υπέδειξεν ο ίδιος ο Σωτήρ ημών, όταν είπε:
«ος γαρ αν θέλει την ψυχήν αυτού σώσαι, απολέσει αυτήν. Ος δ’ αν
απολέσει την ψυχήν αυτού ένεκεν εμού, ευρήσει αυτήν». Δηλαδή εδίδαξε ότι
μόνο με την αυταπάρνησιν ημπορούμε να σωθούμε. Και αληθώς, για να
γίνωμε αληθώς ελεύθεροι, είναι ανάγκη να απαρνηθούμε τους εαυτούς μας,
και να σηκώσωμε στους ώμους τον σταυρόν και να ακολουθήσωμε τον Υιόν του
Θεού, ο οποίος μας καλεί για να μας ελευθερώσει. «Εάν ουν ο Υιός
ελευθερώσει υμάς, όντως ελεύθεροι έσεσθε» λέγει ο Σωτήρ και ελευθερωτής
μας. Και πάλιν: «Εάν υμείς μείνητε εν τω λόγω τω εμώ, αληθώς μαθηταί μου
εστέ, και γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς». Άρα
αποβαίνουμε ελεύθεροι όταν ακούμε με προσοχήν το κήρυγμα του Σωτήρος,
μένουμε σ’ αυτό, σηκώνουμε στους ώμους τον σταυρόν και τον ακολουθούμε.
Και απαρνούμεθα τους εαυτούς μας, όταν αποτασσόμεθα τον νόμο της σαρκός
μαζί με τα πάθη και τις επιθυμίες, και σηκώνουμε τον σταυρόν,
υπομένοντας κάθε κακοπάθεια υπέρ του νόμου του Θεού. Ο τρόπος, δηλαδή,
να διαμείνωμε ελεύθεροι είναι: κατάπαυσις του θελήματος της σαρκός,
ενέργεια του θελήματος του πνεύματος, και υποταγή του κατωτέρου στο
ανώτερον.
Είναι άρα αναπόδραστος ανάγκη να ακολουθήσωμε τον Κύριον. Διότι αν ο
Υιός του Θεού μας ελευθερώσει, τότε θα είμεθα αληθώς ελεύθεροι. Ναι,
αληθώς, μόνον ο Υιός του Θεού ημπορεί να μας ελευθερώσει, διότι αυτός
είναι η ελευθερία.