Ποια
είναι τα όρια μας έναντι των άλλων; Πού σταματά όχι η ελευθερία μας, αλλά ο
δυναμισμός μας, η εισβολή μας στην ζωή τους, η καθοδήγησή τους από εμάς; Πόσο
δικαιούμαστε να επιβάλλουμε την γνώμη μας σ’ αυτούς, επειδή είμαστε οι σωστοί,
επειδή γνωρίζουμε περισσότερα, επειδή έχουμε φώτιση μεγαλύτερη από εκείνους;
Πρέπει να κάνουμε πίσω κάπου ή καλό είναι να βγούμε μπροστά, να ανοίξουμε
δρόμους, να αδιαφορήσουμε αν κάποιοι σκανδαλίζονται με τους λόγους και τα έργα
μας, ακόμη κι αν όσα λέμε και όσα πράττουμε είναι σύμφωνα με το Ευαγγέλιο; Τι
κάνουμε με εκείνους που είτε το παρερμηνεύουν είτε κρατιούνται από το άνηθο και
το κύμινο και δεν μπορούν να απολαύσουν την νοστιμιά του πνευματικού φαγητού,
καθώς μένουν στην εμφάνισή του;
Το
εκκοσμικευμένο πνεύμα μας λέει ότι μπορούμε να πατούμε στα δικαιώματά μας. Η
δική μας γνώμη, η δική μας γνώση, ο δικός μα τρόπος είναι η βάση και είμαστε
ελεύθεροι, χωρίς να βάζουμε όρια, να πράξουμε ό,τι κρίνουμε καλό για μας. Η
πνευματική μας παράδοση όμως βλέπει τα πράγματα διαφορετικά. Κλειδί δεν είναι
το ποιοι είμαστε εμείς, ποια γνώμη και ποια γνώση έχουμε, αλλά ο άλλος, ο
πλησίον μας, ο δυνατός και ο ασθενής. Γι’ αυτό και ο απόστολος Παύλος, όταν
έχει να αντιμετωπίσει το πρόβλημα των ειδωλοθύτων στην Κόρινθο, εκεί όπου
υπάρχει διαμάχη ανάμεσα σ’ αυτούς που τρώνε και σ’ αυτούς που δεν τρώνε, σ’
αυτούς που κάθονται στα τραπέζια των ειδωλολατρών και σ’ αυτούς που απέχουν,
παρότι γνωρίζει ότι το κρέας από τις
ειδωλικές θυσίες δεν μολύνει τον άνθρωπο, εντούτοις ζητά από τους χριστιανούς
να μην σκανδαλίζουν τους αδελφούς τους με την αδύναμη συνείδηση. «Ούτω δε αμαρτάνοντες εις τους αδελφούς και
τύπτοντες αυτών την συνείδησιν ασθενούσαν εις Χριστόν αμαρτάνετε» (Α’ Κορ.
8, 12). «Αμαρτάνοντας όμως μ’ αυτόν τον τρόπο απέναντι στους αδελφούς και
πληγώνοντας την συνείδησή τους που είναι αδύνατη, αμαρτάνετε απέναντι στον ίδιο
τον Χριστό».
Αλλιώτικο
είναι το όριο της πίστης. Κριτήριο της παρουσίασης της γνώμης μας, της γνώσης
μας, του σύμφωνου με την αλήθεια όταν σκανδαλίζει τους αδύναμους αδελφούς μας
είναι ο πλησίον μας. Δεν μιλούμε για ζητήματα πίστης. Μιλούμε για συνήθειες που
έχουν να κάνουν με την καθημερινότητα της ζωής. Τα ειδωλόθυτα ήταν συνηθισμένη τροφή
σε μια κοινωνία στην οποία το ειδωλολατρικό στοιχείο ήταν πλειοψηφούν. Οι χριστιανοί
έπρεπε να συνυπάρξουν με τους ειδωλολάτρες. Η συνύπαρξη εμπεριείχε την
κοινωνική επαφή. Οι χριστιανοί συμμετείχαν στις γιορτές των ειδωλολατρών και κάθονταν στα τραπέζια
τους. Η μετοχή στα συμπόσια έφερνε και
την τροφή των ειδωλοθύτων. Όμως υπήρχαν χριστιανοί οι οποίοι σκανδαλίζονταν μ’
αυτήν την ελευθεριότητα, καθώς θεωρούσαν ότι η κατανάλωση των ειδωλόθυτων
μόλυνε πνευματικά τον πιστό. Ο Παύλος δεν συμφωνεί μαζί τους. Από την άλλη όμως
συστήνει στους δυνατούς στην πίστη να είναι διακριτικοί. Να αναστέλλουν το
δικαίωμά τους να καταναλώνουν ειδωλόθυτα, χάριν της αγάπης προς τον πλησίον.
Άλλωστε η τροφή δεν σώζει, ούτε καθορίζει την θέση μας έναντι του Θεού.
Η
προτροπή του αποστόλου είναι προτρεπτική για τους χριστιανούς κάθε εποχής. Μας χρειάζεται η διάκριση, η απόφασή μας να
μπαίνουμε στην θέση του άλλου με αγάπη, όχι μόνο για να συμπάσχουμε, αλλά και
για να βλέπουμε τι μπορεί να αντέξει και τι όχι. Η διάκριση θέλει φώτιση από
τον Θεό, όπως επίσης και πολλή αγάπη. Διακρίνουμε τις δυνατότητές του άλλου,
πόση αλήθεια μπορεί να αντέξει, πόσο μπορεί να καταλάβει τι είναι σημαντικό και
τι όχι. Όταν διαπιστώνουμε την αδυναμία του, η οποία μπορεί να γίνει πρόσκομμα
στην σωτηρία του, καθώς ο λογισμός θα τον ταλαιπωρεί συνεχώς, αν δεν είναι ζήτημα πίστης, αλλά ζήτημα
συνύπαρξης, συνήθειας, καθημερινότητας, κάνουμε πίσω από ό,τι δικαιούμαστε, γα να
μπορεί ο αδελφός μας να μην γίνεται εχθρός μας. Η ανασφάλεια γεννά φόβο. Ο
φόβος εχθρότητα. Και η εχθρότητα διάσπαση. Ο διακριτικός χριστιανός δεν ασκεί
το δικαίωμά του, αλλά ξέρει να περιμένει. Παλεύει να πείσει, αλλά και δεν
βιάζεται να προκαλέσει, όταν βλέπει την αδυναμία του αδελφού του. Και ο Θεός
ευλογεί την διάκριση, η οποία είναι αληθινή αγάπη.
Αν
έχουμε διάκριση στις ανθρώπινες σχέσεις δεν θα εξουθενώνουμε τον άλλο. Δεν θα κάνουμε τον έξυπνο. Δεν θα
πατάμε στην αδυναμία του για να δείξουμε ανωτερότητα, ότι εμείς ξέρουμε
καλύτερα την πίστη και δεν φοβόμαστε. Θα περιμένουμε με υπομονή να πειστεί,
χωρίς να τον προκαλούμε. Θα μας νοιάζει όχι η γνώμη του για το τι είναι σωστό ή
λανθασμένο, επιτρεπτό ή όχι, αλλά η διάθεση της καρδιάς του. Θα ζούμε αυτήν την
ενσυναίσθηση που γίνεται βάση ώστε η συνύπαρξη να γίνεται με χαρά. Και στις
σχέσεις μας με τον κόσμο θα θέσουμε τα όρια που οι αδελφοί μας μπορούν να
αντέξουν, όταν δεν πρόκειται για ζητήματα πίστης στα οποία δεν χωρούνε
συμβιβασμοί.
Κριτήριο
της αιωνιότητας είναι αγάπη. Στην αγάπη
οδηγεί η διάκριση, η σεμνότητα, η διακριτικότητα, η θέληση ο άλλος να είναι
συνοδοιπόρος και όχι αντίπαλος. Δεν κερδίζουμε κάτι πολεμώντας να αποδείξουμε
ότι ο τρόπος μας είναι ο μοναδικός και ο σωστός. Συγκαταβαίνουμε στον τρόπο του
άλλου, όχι παίζοντας θέατρο, αλλά από αγάπη γι’ αυτόν. Και γινόμαστε παράδειγμα
στην κοινωνία και τον πολιτισμό του δικαιώματος, που δεν βλέπει τι μας κάνει να
ματώνουμε, αλλά προχωρά είτε υποκριτικά είτε με μία σκληρότητα, που δεν σώζει
αλλά πληγώνει περισσότερο. Είναι προτιμότερο να δυσαρεστήσουμε όσους δεν έχουν σχέση
με τον Θεό με το να τηρούμε ακόμη και τυπικές εντολές, παρά να σκανδαλίζουμε
τους αδελφούς μας που μας βλέπουν αντί για παράδειγμα, να είμαστε αφορμή ρήξης
και λύπης. Η μόνη εξαίρεση είναι σε θέματα πίστης. Εκεί δεν χωρούνε
συμβιβασμοί.