Αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος
Ο ήλιος αχνοφαίνεται, καταφέρνει όμως να χρωματίσει τον ουρανό και την πλάση με το φως του. Από νωρίς κανα δυο αηδόνια πρόλαβαν τους πατέρες που ψέλνουν τον όρθρο, ψέλνουν και αυτά, δοξολογούν το πλάστη τους. Το μοναστήρι γέμισε αρώματα, μυρωδιές της άνοιξης.
Αν και είμαστε μέσα στην κατανυκτική περίοδο της Μεγάλης
Τεσσαρακοστής υπάρχει μία διάθεση χαράς, αναγέννησης. Και είναι φυσικό,
μιας και η περίοδος της νηστείας, μετάνοιας και της καλλιέργειας μιας
περισσότερης ασκητικής διαθέσεως, μας μεταμορφώνουν. Μας εισάγουν πιο
βαθειά στην χριστιανική ζωή, μια ζωή που χαρακτηρίζεται από μια
«περίεργη» χαρμολύπη.
Οι ακολουθίες μεγάλες και πολύωρες, γεμάτες κατανυκτικά ακούσματα. Οι
μοναχοί άλλοι στο ψαλτήρι και άλλοι στα στασίδια τους με το κομποσχοίνι
στο χέρι. «Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου, πνεύμα αργίας, περιεργίας,
φιλαρχίας, και αργολογίας μη μοι δως…» λέγει ο εφημέριος και όλοι οι
πατέρες πέφτουν στα γόνατα. Είναι να θαυμάζει κανείς πως όλοι μαζί σαν
ένα σώμα ανταποκρίνονται στο άκουσμα της ευχής του αγίου Εφραίμ του
Σύρου.
Η ακολουθία θα τελειώσει με τον ήλιο πλέον να δεσπόζει στον καθάριο ουρανό. Τα ανθισμένα αγριολούλουδα αγκαλιάζουν τον άγιο τόπο του μοναστηριού σαν μια τρυφερή αγκαλιά.
Η αυλή άδεια. Πριν ακουγόταν ο βυζαντινός χορός, τώρα ανθρώπινη λαλιά
δεν ακούγεται. Σιωπή που διασαλεύεται από κανένα κελάηδισμα. Τα λεπτά
περνούν και τίποτα δεν αλλάζει. Μα να, προβάλει πλέον μια μορφή,
αλλοιωμένη, χαριτωμένη, βιαστική. Ένας μοναχός ενδεδυμένος πλέον ένα
φθειρμένο ζωστικό, παλιό και ταλαιπωρημένο βαδίζει προς τον χώρο
εργασίας του. Δεν προλαβαίνει να χαθεί και να σου και άλλος, και άλλος. Ο
καθένας πηγαίνει στο διακόνημά του. Ο καθένας χωρίς περιττά λόγια παρά
μόνο με την ευχή στο στόμα πορεύεται. Εάν τους παρατηρήσεις θα δεις ότι
κάτι το εξωπραγματικό υπάρχει στην παρουσία τους. Φορούν παλαιά
ενδύματα, μια απλή δερμάτινη ζώνη, ένα ξεθωριασμένο σκουφή…όμως το
βλέμμα τους, τα μάτια τους προδίδουν κάποιο μεγαλείο.
Ο χαριτωμένος άνθρωπος που προσεύχεται, που ζει καθαρά με μετάνοια
και ταπείνωση δεν μπορεί να κρυφτεί. Τα μάτια του τον προδίδουν. Ακόμα
και όταν γεμίσει σκόνες και χώματα, ακόμα και όταν τα ατημέλητα μαλλιά
και γένια του τον παρουσιάζουν σαν βρώμικο και ασταθή ψυχοπνευματικά, τα
μάτια του γίνονται ο καθρέπτης της πραγματικότητας, δεν μπορούν να
ξεγελάσουν τους άλλους, ίσως μόνο κάποιους κακοπροαίρετους.
Μέσα στο διακόνημα ο μοναχός καλλιεργεί την υπακοή και την προσευχή. Η
προσευχή δεν σταματά ποτέ ακόμα και όταν φαίνεται ότι είναι περιττή ή
άκαιρη. Η ώρα περνά και σε λίγο θα ακουστεί το καμπανάκι. Όλοι οι
πατέρες κάνουν τον σταυρό τους, αφήνουν την εργασία τους και
κατευθύνονται στην τραπεζαρία. Η κοινή τράπεζα είναι βασικό
χαρακτηριστικό στα κοινόβια. Όλοι μαζί θα κάνουν την καθορισμένη
προσευχή και θα καθίσουν στην τράπεζα. Ενώ οι πατέρες θα αρχίζουν να
τρώνε την αλάδωτη σούπα κάποιος μοναχός θα αρχίσει να διαβάζει από το
συναξάρι για τους αγίους της ημέρας. Στην τράπεζα δεσπόζει η φωνή του
διαβαστή, όλοι ακούνε προσεκτικά τους ασκητικούς αγώνες ή τα μαρτύρια
του αγίου της ημέρας και μέσα στην σιωπή προβληματίζονται και
οφελούνται.
Η τράπεζα τελειώνει γρήγορα. Δεν υπάρχει χώρος σε ανώφελες συζητήσεις
και αστεϊσμούς. Όταν ο γέροντας τελειώσει το φαγητό του κτυπά και πάλι
το καμπανάκι, αμέσως όλοι σηκώνονται όρθιοι, κάποιοι λαϊκοί που τρώγανε
αργά και με το πάσο τους ξαφνιάζονται, προσπαθούν γεμάτοι αγωνία να
καταφέρουν να φάνε λίγο ακόμα….ο εφημέριος ευλογεί τα περισσεύματα και
όλοι σιγά σιγά αποχωρούν. Στην τράπεζα θα μείνουν οι τραπεζάριδες, αυτοί
που στρώσανε το τραπέζι για τους αδελφούς τώρα θα μαζέψουν όλα τα πιάτα
και θα τα πλύνουν. Δεν χρειάζονται πολλά λόγια, όλα γίνονται με τα
μάτια. Μετά από χρόνια στο κοινόβιο ο κάθε αδελφός ξέρει τι να κάνει και
πότε να το κάνει.Ήρεμα, ήσυχα, προσευχόμενοι, τακτοποιούν την κουζίνα
και την τράπεζα ώστε αύριο να είναι και πάλι όλα έτοιμα.
Το πρόγραμμα είναι βασικό σε ένα μοναστήρι αλλά και γενικότερα στην
πνευματική ζωή. Χωρίς πρόγραμμα πολύ εύκολα μπορεί κάποιος να παρασυρθεί
σε πράγματα ανούσια και πολλές φορές αμαρτωλά. Το μοναστήρι το
«κρατάει» το πρόγραμμα.
Πολλές φορές οι επισκέπτες σε ένα μοναστήρι έχουν μία λάθος εντύπωση για τους μοναχούς.
Περιμένουν όλοι να τους μιλούν, να τους προτρέπουν να καθίσουν και να
πιούνε καφέ μαζί, να τους χαιρετίσουν. Όμως αυτό είναι λάθος.
Ο κάθε μοναχός έχει το δικό του πρόγραμμα το οποίο έχει διαμορφωθεί:
α) με την κοινοβιακή ζωή του μοναστηριού β) με την προσωπική πνευματική
κατάσταση του μοναχού γ) με τις συμβουλές και παρεμβάσεις του γέροντα.
Έτσι λοιπόν ο κάθε μοναχός έχει το δικό του πρόγραμμα , τον δικό του
κανόνα. Υπάρχουν μοναχοί που επειδή πολεμούνται από την φιλαρέσκεια
αποφεύγουν τους επισκέπτες, άλλοι επειδή καλλιεργούν την σιωπή δεν
ομιλούν σχεδόν καθόλου, άλλοι επειδή έχουν κάποιο κανόνα από τον γέροντα
είναι απόμακροι, άλλοι πάλι θέλοντας να μην αποσπούνται από την ησυχία
δεν ανταποκρίνονται σε λαϊκές παρέες που τους καλούν για συζήτηση. Γι’
αυτό το λόγο και κάθε μοναστήρι έχει και κάποιον αρχοντάρι που είναι
υπεύθυνος να υποδέχεται και να ομιλεί στους επισκέπτες, ώστε οι
υπόλοιποι πατέρες να μην αποσπούνται από τα δικά τους διακονήματα και το
δικό τους πρόγραμμα.
Πολλοί παρεξηγούν τους πατέρες που αποφεύγουν τις συζητήσεις και
γενικότερα την κοινωνικότητα. Όμως κάνουν λάθος. Ο μοναχός σε ένα
μοναστήρι ζει με έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής έχοντας πάρει ευλογία από
τον γέροντα, και αυτό του αρκεί. Ο μοναχός ήρθε στο μοναστήρι για να
ζήσει προπαντός με υπακοή. Εάν λοιπόν ο γέροντας τον έχει συμβουλεύσει
να ζει και να κινείται μέσα στο μοναστήρι με έναν συγκεκριμένο τρόπο,
αυτό είναι δικό του θέμα. Δεν είναι δουλειά του μοναχού να κάνει παρέα
σε λαϊκούς. Δουλειά του μοναχού είναι να ζει με υπακοή, προσευχή
τηρώντας τις υποσχέσεις που έδωσε στην μοναχική του κουρά.
Είπε κάποτε ένας γέροντας σε έναν μοναχό: «Καλύτερα να σε λέγουν
αντικοινωνικό και κακομούτσουνο, παρά να σε επαινούν και να πέσεις στην
πλάνη της υπερηφάνειας…..η συναναστροφή με λαϊκούς ιδίως τον πρώτο καιρό
είναι πολύ επικίνδυνη διότι ακόμα και αυτοί οι άνθρωποι -αν και δεν το
θέλουν- θα γίνουν όργανα του διαβόλου ώστε να ενθυμίσουν με τις
συζητήσεις και τα λόγια τους την παλαιά ζωή του μοναχού και να
αναγεννήσουν μέσα του το κοσμικό φρόνημα».
Περιγράψαμε στην αρχή του κειμένου ένα μέρος της ζωής σε ένα
μοναστήρι. Το κάθε μοναστήρι έχει τον δικό του τρόπο ζωής, το δικό του
πρόγραμμα. Όμως όλα τα μοναστήρια έχουν κάτι κοινό. Και ποιο είναι αυτό;
Τα μοναστήρια είναι τόποι όπου υπάρχει πόλεμος και όχι ειρήνη, υπάρχουν
τραυματίες και άρρωστοι, υπάρχουν μαχητές, οπλίτες και στρατηγοί του
πνεύματος. Ο αόρατος πόλεμος στα μοναστήρια είναι πολύ έντονος, διότι
είναι τόποι κατ’ εξοχήν ασκήσεως, προσευχής, νήψεως και υπακοής.
Εξωτερικά ο τόπος από μοναστήρι σε μοναστήρι μπορεί να διαφέρει, όμως
σε όλα τα μοναστήρια κατοικούν άνθρωποι που έχουν μία κοινή έννοια, μία
κοινή αγάπη, έναν κοινό στόχο και σκοπό. Τον Χριστό. Και τον
Χριστό θα τον βρουν στο πρόσωπο του αδελφού τους, θα το βρουν μέσω της
άσκησης, της νηστείας, της ησυχίας, θα το βρουν στο πρόσωπο και του
επισκέπτη που θα τον μιλήσουν ή και όχι, που όμως θα προσευχηθούν γι’
αυτόν. Οι άνθρωποι νομίζουν ότι επειδή δεν τους μιλάς, τους απαξιώνεις.
Όχι. Πολλοί άνθρωποι μας χαιρετούν στον δρόμο όμως με το που φύγουμε
μας ξεχνούν, σαν να μην μας είδαν, σαν να μην χαιρετηθήκαμε. Αντιθέτως ο
μοναχός πολλές φορές επειδή δεν μας μιλά μας δίνει περισσότερη αξία. Ο
μοναχός μας προσπερνά σωματικά αλλά όχι υπαρξιακά, μας αφήνει έξω από το
μυαλό του όμως μας τοποθετεί μέσα στην καρδιά του, μας παίρνει μέσα στο
κελί του αφήνοντάς μας έξω απ΄αυτό.
Όταν λοιπόν επισκεφτούμε έναν τέτοιο τόπο, έναν τόπο όπου εξωτερικά
κυριαρχεί η σιωπή και η ησυχία να γνωρίζουμε τα πράγματα δεν είναι και
τόσο ειρηνικά. Οι μοναχοί έρχονται αντιμέτωποι με πολλούς πειρασμούς
κάθε ώρα και στιγμή. Την ώρα της ακολουθίας, την ώρα του διακονήματος,
την ώρα του κανόνος, την ώρα της τράπεζας, την ώρα του ύπνου…παντού και
πάντοτε πρέπει να είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τα βέλη του πονηρού
και εάν λαβωθούν να τρέξουν γρήγορα στον γέροντα να του δείξουν το
τραύμα τους ώστε να τους το θεραπεύσει.
Ο μοναχός είναι ένας μαχητής του πνεύματος. Μπορεί να είναι αδύναμος
σωματικά, μπορεί να είναι ατημέλητος εξωτερικά, μπορεί να είναι
ακοινώνητος, όμως ο μοναχός είναι ο πλέον τολμηρός και δυνατός, ο πλέον
κοινωνικός μιας και ζει μέσα στην κοινωνία της Χάριτος, μέσα στην
συν-χωρετικότητα.
Αυτός που ζει με υπακοή και ταπείνωση έχει μάτια που προδίδουν την αρετή του. Προδίδουν αυτά που βλέπει όταν οι άλλοι κοιμούνται, προδίδουν αυτά που βιώνει όταν οι άλλοι φωνασκούν, προδίδουν τα δάκρυα που ρίχνει για τους άλλους και τον εαυτό του όταν οι άλλοι αμαρτάνουν, προδίδει το μεγαλείο της αγάπης ενός ανθρώπου που άφησε τα πάντα για να κοινωνεί με τον Έναν, τον Χριστό.
Αυτός που ζει με υπακοή και ταπείνωση έχει μάτια που προδίδουν την αρετή του. Προδίδουν αυτά που βλέπει όταν οι άλλοι κοιμούνται, προδίδουν αυτά που βιώνει όταν οι άλλοι φωνασκούν, προδίδουν τα δάκρυα που ρίχνει για τους άλλους και τον εαυτό του όταν οι άλλοι αμαρτάνουν, προδίδει το μεγαλείο της αγάπης ενός ανθρώπου που άφησε τα πάντα για να κοινωνεί με τον Έναν, τον Χριστό.
Ο μοναχός που ζει σε ένα μοναστήρι, ζει για όλους, προσεύχεται και
ασκήται για όλους. Περιορίζει τον εαυτό του για να μην έχει όρια. Στα
μοναστήρια κυριαρχεί μια θεία τρέλα που ο κόσμος δύσκολα θα καταλάβει,
όμως αυτοί που μένουν εκεί, “οι τρελοί και ακοινώνητοι” ξέρουν γιατί
βρίσκονται εκεί, ξέρουν τι μπορεί να τους προσφέρει ο μοναχισμός, η
υπακοή και η ταπείνωση. Ξέρουν το πόσο λιγα δίνουν και πόσα πολλά
παίρνουν.
Οι μοναχοί αναπαύονται στο μαρτύριο της συνειδήσεώς τους και
αναγεννιούνται καθημερινά με την Χάρη του Θεού κτίζοντας πνευματικούς
φάρους που μέσα στην φουρτουνιασμένη θάλασσα της αμαρτίας μας φωτίζουν
και μας δείχνουν τον δρόμο της επιστροφής, της μετάνοιας και την
προσωπικής μας ανάστασης.
Κάθε μοναστήρι είναι ένας πνευματικός θησαυρός και όχι απλά ένα
όμορφο κτίριο. Κάθε μοναστήρι είναι μια πνευματική όαση μέσα στην έρημο
της εμπάθειας του κόσμου. Ας προσερχόμαστε λοιπόν σε αυτά, με τον
απαιτούμενο σεβασμό, ώστε να οφελούμαστε πνευματικά. Αρκεί να βρεθούμε
εκεί κι ας μην συναντήσουμε κάποιον μοναχό, αρκεί να σταθούμε εκεί
ταπεινά αφήνοντας το αίτημά μας στην εικόνα της Παναγίας, των Αγίων μας.
Αρκεί να σκύψουμε εκεί, μέσα στην σιωπή, μέσα στην πίστη και την
ελπίδα… και ποιος ξέρει κάποιος άγιος “μαυροφορεμένος τρελός” μπορεί να
μας ακούσει και να ματώσει και τα δικά του γόνατα για εμάς, να
αφουγκραστεί την αγωνία μας και να μας αγκαλιάσει πνευματικά, να
οσφρανθεί την μετάνοιά μας και να την ενώση με την δική του, να
ακουμπήσει την ταπείνωσή μας και να μας αναστήσει…