Αν είχαμε τη δυνατότητα να ενεργοποιήσουμε τα πνευματικά μας
αισθητήρια και ν’ αφήσουμε τη σκέψη και τη φαντασία μας να πετάξουν τις
μέρες που πέρασαν, θα γινόμασταν, αν δε γίναμε ήδη, μέτοχοι μιας
υπερκόσμιας θαυμάσιας πραγματικότητας. Σαν ένας αόρατος ταλαντούχος
αρχιμουσικός να κινούσε την μπαγκέτα του συντονίζοντας όλους σ’ ένα
υπερκόσμιο αέναο τραγούδι. Από την Κρήτη μέχρι τη Θράκη, από την Ήπειρο
μέχρι την Πελοπόννησο, από τα Δωδεκάνησα μέχρι τα Επτάνησα, όλη η
Ελλάδα, όλοι οι Έλληνες ήμασταν συγχρονισμένοι σ’ ένα υπέροχο
θεομητορικό τραγούδι, που δεν κουραζόμαστε να επαναλαμβάνουμε συχνά κάθε
φορά που η Εκκλησία μας προβάλλει το μοναδικό πρόσωπο της Παρθένου
Μαρίας. Εκκλησίες και Μοναστήρια, Ξωκλήσια του βουνού και του κάμπου,
λαμπροστολίστικαν πάλι και γέμισαν από τους ύμνους και την παράκληση των
απλών και ταπεινών, των μεγάλων και των μικρών, όλων ημών που είμαστε
παιδιά εκείνης της μεγάλης και μοναδικής μητέρας.
Ο σύνδεσμος των Ελλήνων Ορθοδόξων μαζί της είναι παλαιός και
εντυπωσιακός γι’ αυτό και άξιος διερεύνησης προκειμένου να ανευρεθούν τα
βαθύτερα αίτια που τον προκάλεσαν και τον συντηρούν. Γιατί οι Έλληνες
είμαστε τόσο κοντά της, γιατί πρώτα το δικό της όνομα φέρνουμε στα χείλη
σε κάθε κίνδυνο, σε κάθε δυσκολία; Γιατί τρέχουμε στις Εκκλησιές
περισσότερο στη δικιά της μνήμη, στις δικές της γιορτές ξεχωρίζοντας την
τόσο πολύ από τους άλλους Αγίους;
Σίγουρα γιατί η Παναγία είναι ζυμωμένη με τα πάθια και τους καημούς
μας. Στη διάρκεια της ιστορίας μας την κάναμε κομμάτι της ζωής μας,
μέτοχο στις χαρές και τις λύπες μας. Την ονομάσαμε μάνα στα πόδια της
οποίας καταθέτουμε τις θλίψεις και τους πόνους μας, ακουμπάμε τα
προβλήματά μας. Την κάναμε μεσίτρια και της εμπιστευόμαστε τα αιτήματα
και τα θελήματά μας, γνωρίζοντας πως έχει το δικό της μοναδικό τρόπο να
προσεγγίζει και να εξευμενίζει τον Υιό της. Τη συνδέσαμε με τις τοπικές
παραδόσεις μας, της δώσαμε τόσα ονόματα για να θυμίζουν τα θαύματα και
τις ζωντανές εμφανίσεις της. Την είπαμε Μεγαλόχαρη και Σουμελά, Ξενιά
και Χοζοβιώτισσα. Παραμυθία και Οδηγήτρια, Εικοσιφοίνισσα και Μαλεβή.
Κορώνα κι Εκατονταπυλιανή, Γλυκοφιλούσα και Γοργοεπήκοο, Πορταΐτισσα και
«Άξιον Εστί», Τριχερούσα και Χρυσοσπηλιώτισσα, Παντάνασσα και
Χρυσοπηγή, Μπαλουκλιώτισσα και Σπηλιανή, κάνοντάς την αφέντρα και κυρά
στις πόλεις, στα χωριά και στα νησιά μας. Την κάναμε τραγούδι στα χείλη
μικρών και μεγάλων, ύμνο στη ζωή και την υμνολογία της Εκκλησίας μας,
τέχνη στων ζωγράφων τα έργα και στων ρητόρων τα λόγια.
Την ξεχωρίσαμε γιατί ως έθνος και ως λαός έχουμε πονέσει πολύ κι
Εκείνη γνωρίζει καλά από πόνο, από δάκρυα, από θρήνο. Γνωρίζει γι’ αυτό
και μπορεί να καταλάβει, να παρηγορήσει, να ενισχύσει. Στάθηκε κοντά μας
σύμμαχος και στήριγμα στους μεγάλους εθνικούς αγώνες. Υπέρμαχος
Στρατηγός στις δίκαιες προσπάθειες των προγόνων μας για τη διαφύλαξη της
ελευθερίας και της εθνικής μας ανεξαρτησίας. Έγινε αντιληπτή από τους
μαχητές στα πεδία των μαχών, έσωσε πόλεις και χωριά από καταστροφές,
έκανε τις αγωνίες μας αγωνίες της, τα βάσανά μας δικά της βάσανα, έγινε
αρωγός και βακτηρία στις στιγμές του κλονισμού και των μεγάλων
αποτυχιών, δίνοντας ελπίδα και κουράγιο, βάζοντας τις βάσεις για νέο
ξεκίνημα. Γι’ αυτό την αγαπήσαμε, την κάναμε δική μας, με τρόπο ίσως
εγωιστικό, αλλά ενδεικτικό της αληθινής ένωσής μας μαζί της.
Την ξεχωρίσαμε και την αγαπήσαμε γιατί αναγνωρίσαμε στο πρόσωπό της
τη μεγάλη δασκάλισσα, εκείνη που, με το παράδειγμα και τη ζωή της, μας
δίδαξε τόσο πολλά χωρίς να χρειαστεί να πει και πολλά. Μας έμαθε πόσο
σημαντική είναι υπακοή στο θέλημα του Θεού, έστω κι αν αυτό φαντάζει,
πολλές φορές, βαρύ και δυσανάλογο των δυνάμεων και των ικανοτήτων μας.
Μας έμαθε την αξία που έχει η υψοποιός ταπείνωση, που μπορεί να καταστεί
ανά πάσα στιγμή το κλειδί της προσωπικής μας καταξίωσης κι επιτυχίας.
Μας πληροφόρησε την αξία της υπομονής στις δυσκολίες και τις αναποδιές
της ζωής και μας χάρισε το όραμα της ελπίδας για ένα μέλλον αισιόδοξο
και φωτεινό, άσχετα αν το παρόν είναι ζοφώδες και αινιγματικό. Μας
παρουσίασε το πρότυπο της αγάπης ιστάμενη με καρτερικότητα και πίστη
κάτω από το διαχρονικό σύμβολό της που είναι ο Σταυρός του Υιού της. Μας
δίδαξε την αξία της συγγνώμης, καθώς ποτέ δε μας καταλογίζει τις
εκτροπές και τα λοξοδρομήματά μας. αλλά αποδέχεται με στοργή την
επιστροφή μας.
Για όλους αυτούς τους λόγους και πολλούς ακόμα η Παναγία έγινε και θα
παραμείνει πολύτιμο κομμάτι της ζωής ημών των Ελλήνων, που, σε πείσμα
των καιρών και του παραλόγου της εποχής, αναγνωρίζουμε στο πρόσωπό της
την αληθινή μας προστασία, σκέπη, καταφυγή και παρηγοριά.
Αρχιμ. Επιφάνιος Σ. Οικονόμου,