«Απήντησαν αυτώ δέκα λεπροί άνδρες, οι έστησαν πόρρωθεν και αυτοί ήραν φωνήν» (Λουκ. 17, 12-13)
«Τον συνάντησαν δέκα λεπροί, οι οποίοι στάθηκαν από μακριά και του φώναξαν δυνατά»
Μία
από τις πιο συγκλονιστικές ιστορίες που περιγράφονται στα Ευαγγέλια
είναι αυτή της θεραπείας των δέκα λεπρών από τον Χριστό. Τον συναντούν
στην είσοδο ενός χωριού. Οι λεπροί είναι απόβλητοι της κοινωνίας. Στην
είσοδο του χωριού πιθανότατα οι συγγενείς τους τούς άφηναν τροφή και τα
χρειώδη, αλλά η μόνη κοινωνία που είχαν ήταν μεταξύ τους. Ένα γκέτο ήταν
η κοινότητά τους. Δεν τους συνέδεε η επιλογή, αλλά η ανάγκη της
συνύπαρξης, επειδή κανείς από αυτούς δεν μπορούσε να συναντήσει τους
δικούς του. Αναγκαστική η συνύπαρξη των εννέα, που ήταν Ιουδαίοι, με τον
δέκατο που ήταν Σαμαρείτης. Η αρρώστια και ο πόνος κάνουν την
θρησκευτική διαφορετικότητα να τεθεί στην άκρη. Μία μικρή τραγωδία
ουσιαστικά. Να μην πρέπει να συνυπάρξεις και να μην μπορείς να κάνεις
αλλιώς. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο πόνος αλλάζει την ψυχή και τον
χαρακτήρα του ανθρώπου. Ο εγωκεντρισμός, το αίσθημα ότι ο κόσμος υπάρχει
για μένα θα συνοδέψει τους εννέα και μετά την θεραπεία. Μόνον ο ένας, ο
Σαμαρείτης, ο αλλογενής, θα έχει διαφορετική θέαση του κόσμου:
ευχαριστιακή, ευγνώμονα. Μόνο αυτός φαίνεται ότι έχει μαλακώσει από την
περιπέτεια. Αυτός, ο περιθωριοποιημένος από την κοινότητα των Ιουδαίων,
κρατά την αγάπη. Βλέπει την αλήθεια του Θεανθρώπου και σπεύδει να δείξει
την ευγνώμονα καρδιά του μετά το θαύμα.
Απέναντι
σ’ αυτήν την απομόνωση, την περιθωριοποίηση, τον πόνο, το αίσθημα του
θανάτου που έχει ξεκινήσει σε κοινωνικό επίπεδο και θα φτάσει στο
βιολογικό, ο Χριστός θα απαντήσει με το θαύμα. Θα ακούσει την δυνατή
φωνή που ζητά για ευσπλαχνία και θα εκπληρώσει το αίτημα που είναι το
έλος. Δεν ζητούν από τον Χριστό να τους θεραπεύσει οι λεπροί, αλλά να
τους ελεήσει. Και το έλεος του Χριστού είναι η επιστροφή τους στην
κοινότητα των ανθρώπων, αλλά και στην κοινότητα της ζωής. Θα πάνε
βεβαίως οι ίδιοι να δείξουν την δωρεά που λαμβάνουν, για να κοπιάσουν κι
αυτοί. Όμως το θαύμα δεν τους αλλάζει, όπως σπάνια μας αλλάζουν τα
επιζητούμενα θαύματα. Οι εννέα θα ζητήσουν την κοινότητα χωρίς τον Χριστό. Ο ένας θα ζητήσει τον Χριστό και μετά θα πορευθεί στην κοινότητα.
Ο
Χριστός και η πίστη μας δείχνουν την οδό της Εκκλησίας. Η Εκκλησία δεν
είναι ένα άθροισμα διατάξεων, παραδόσεων, αιτημάτων, ένας χώρος που
ανήκουμε για να ρυθμίζεται κοινωνικά η ζωή μας. Αυτά έπονται. Δεν
σημαίνει ότι δεν χρειάζονται, καθώς είναι τα όρια μέσα στα οποία η
αλήθεια επαναπαύεται και μπορούμε να αισθανόμαστε ασφάλεια στην πορεία
της ζωής μας. Όμως η Εκκλησία ξεκινά από το πρόσωπο του Θεανθρώπου. Σε
Εκείνον απευθύνεται η πίστη μας. Σε Εκείνον καλούμαστε να απευθυνθούμε
κραυγάζοντας το «ελέησον». Αυτό δεν είναι αποτελεί απλώς έκφραση
του πόνου και της αγωνίας μας για τις περιστάσεις της ζωής, κυρίως για
τον θάνατο τον οποίο βιώνουμε είτε ως μοναξιά είτε ως αδυναμία
επικοινωνίας είτε ως εχθρότητα είτε ως βιολογικό τέλος. Το «ελέησον»
είναι έκφραση εμπιστοσύνης στον Θεάνθρωπο Λυτρωτή, ο Οποίος γνωρίζει
καλύτερα από τον καθέναν τι πραγματικά χρειαζόμαστε. «Ελέησον» είναι η
κραυγή προς τον γενναιόδωρο βασιλιά από τους μικρούς και καθημερινούς
ανθρώπους. Είναι η κραυγή του αμαρτωλού έναντι Εκείνου που μπορεί να τον
ευσπλαχνιστεί και να τον συγχωρέσει. Είναι η κραυγή του κουρασμένου από
την πορεία της ζωής. Είναι η κραυγή αυτού που δεν βλέπει φως στις
σχέσεις του με τους άλλους ανθρώπους, είτε λόγω της δικής του
ιδιορρυθμίας είτε επειδή όσοι βρίσκονται στο διάβα του έχουν άλλες
προτεραιότητες. Είναι η κραυγή του ταλαιπωρημένου από την αγνωμοσύνη,
ενώ η προσφορά είναι συνεχής. Είναι η κραυγή όποιου βρίσκεται στα
μικρότερα ή μεγαλύτερα μαρτύρια της ζωής είτε εξ αιτίας της πίστης είτε
από τους σταυρούς που καλείται να σηκώσει, θέλει δεν θέλει.
Το
«ελέησον» λυτρώνει. Διότι αφήνει τα πάντα, «πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ
τω Θεώ». Και από εδώ ξεκινά η Εκκλησία. Αν την δούμε ως το σώμα των
ελεημένων ανθρώπων από τον Θεάνθρωπο τον Οποίο εμπιστεύονται, τότε
μπορούμε να ψηλαφήσουμε το νόημα της πορείας μας εντός της. Και τότε όλα
αλλάζουν όψη. Γιορτάζουμε διότι έχουμε ελεηθεί. Τιμούμε τους Αγίους
διότι αυτοί είναι οι ελεημένοι πριν από εμάς. Προσευχόμαστε ως συνέχεια
της κραυγής. Συναντούμε Θεό κι ανθρώπους στον ναό, διότι μας ενώνει η
κραυγή. Κοινωνούμε Σώμα και Αίμα Χριστού ως το απτό σημάδι της
συγχώρεσης. Αγαπούμε στην ζωή μας διότι ό,τι λάβαμε δεν μπορούμε να το
κρατήσουμε μόνο για τον εαυτό μας. Προχωρούμε με πίστη και ελπίδα ως το
τέλος, διότι γνωρίζουμε ότι το έλεός Του θα μας καταδιώκει πάσας τας
ημέρας της ζωής ημών και μετά από αυτήν. Τίποτε δεν χάνεται, αρκεί να
υπάρχει το «ελέησον».
Σε
έναν κόσμο αυτάρκειας, αγνωμοσύνης, εμπιστοσύνης στο ΕΓΩ η Εκκλησία,
μέσα από την ιστορία των δέκα λεπρών μας δείχνει ότι τα πάντα είναι
Χριστός και ότι η ευγνωμοσύνη μας προς Αυτόν είναι η αρχή του να έχουμε
κοινότητα και να ανήκουμε σ’ αυτήν. Χωρίς τον Χριστό δεν μπορούμε
τίποτε να κάνουμε. Άμποτες να μην ανήκουμε στους εννέα που λησμόνησαν
το «ελέησον», επειδή ένιωσαν ότι μπορούν να συνεχίσουν χωρίς τον Χριστό
και να μιμηθούμε τον αλλογενή, ο οποίος αντελήφθη του Ενός ου έστι
χρεία.