Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Την πέμπτη Κυριακή της Μεγάλης
Τεσσαρακοστής θυμόμαστε την οσία Μαρία την Αιγυπτία η οποία μπορεί να
μας διδάξει μια μεγαλειώδη συμπεριφορά που πρέπει να έχουμε υπ’ όψιν.
Εκείνη ήταν μια αμαρτωλή, δημόσια γνωστή, μια πρόκληση κι ένα σκάνδαλο
για τους άνδρες. Πως έγινε αμαρτωλή – δεν γνωρίζουμε, ούτε αν ήταν μια
κόλαση για εκείνη, ούτε αν αποπλανήθηκε η βιάστηκε, πως έγινε πόρνη, δεν
θα μάθουμε ποτέ. Αυτό που γνωρίζουμε με βεβαιότητα είναι ότι μια ημέρα
ήρθε στον ναό της Θεοτόκου – τον ορισμό της αγνότητας – και ξαφνικά
αισθάνθηκε ότι δεν μπορούσε να μπεί μέσα. Θα πρέπει να φανταστούμε μια
υπερφυσική δύναμη να την εμποδίζει να διασχίσει την είσοδο· μια δύναμη
που προφανώς –βεβαίως– προερχόταν έξω από κείνη. Αισθάνθηκε ότι ο χώρος
ήταν τόσο άγιος και το πρόσωπο της Μητέρας του Θεού τόσο ιερό για να
τολμήσει να βαδίσει προς Εκείνη και να σταθή στον περίβολο του ναού.
Ήταν αρκετό να συνειδητοποιήσει ότι το
παρελθόν ήταν σκοτάδι, κι ότι δεν υπήρχε γι’ αυτήν παρά μονάχα ένας
δρόμος: να αποτινάξει κάθε αμαρτία και να ξεκινήσει μια καινούργια ζωή.
Δεν αναζήτησε συμβουλές, δεν πήγε να ζητήση συγχώρηση· κατευθύνθηκε έξω
από την πόλη στην έρημο, στην καυτή έρημο όπου δεν υπάρχει τίποτα άλλο
παρά άμμος και ζέστη και πείνα, και απόλυτη μοναξιά.
Αυτή μπορεί να μας διδάξει κάτι πολύ
μεγάλο. Όπως ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ επανελάμβανε περισσότερες από
μία φορές σ’ όσους πήγαιναν να τον δούνε, η διαφορά ανάμεσα στον
αμαρτωλό που είναι χαμένος και στον αμαρτωλό που έχει βρεί τον δρόμο για
την σωτηρία δεν είναι τίποτα περισσότερο από την αποφασιστικότητα. Η
χάρη του Θεού είναι πάντα παρούσα· η απόκριση επαφίεται σε μας. Και η
Μαρία ανταποκρίθηκε· παρά τον τρόμο μιάς νέας αίσθησης του εαυτού της,
εκείνη απάντησε στην ιερότητα, την χάρη, την αγνότητα και την αγιότητα
της Μητέρας του Θεού, και τίποτα, τίποτα δεν ήταν πιο σημαντικό για
εκείνη, ώστε να ( θελήσει) ν’ αλλάξει την ζωή της.
Χρόνο με τον χρόνο, με νηστεία και
προσευχή, στην καυτή ζέστη, στην απελπιστική μοναξιά της ερήμου, πάλευε
με την αμαρτία που είχε συσσωρευτεί στην ψυχή της· γιατί δεν ήταν αρκετό
να έχει κανείς συνείδηση της αμαρτίας, δεν ήταν αρκετό ούτε να την
απομακρύνει μόνο με την βούληση, βρίσκεται παντού, στις αναμνήσεις, στις
επιθυμίες, στην ασθενικότητα, στην σήψη που η αμαρτία φέρνει. Είχε να
παλέψει με όλη την ζωή της, αλλά στο τέλος αυτής της ζωής είχε νικήσει·
πράγματι είχε αγωνιστεί τον καλό αγώνα, είχε καθαριστεί από κάθε σπίλο,
μπορούσε να εισέλθει στην βασιλεία του Θεού: όχι σ’ ένα ναό, όχι σ’ ένα
τόπο, αλλά στην αιωνιότητα.
Μας διδάσκει την μεγάλη αλλαγή. Μπορεί
να μας διδάξει ότι μόνο αν μια μέρα αντιληφθούμε ότι στον χώρο όπου
ελεύθερα κινούμαστε: την εκκλησία, η απλά την ίδια την πλάση που έχει
δημιουργηθεί από τον Θεό και που παραμένει καθαρή από αμαρτία, παρότι
υποτάχθηκε, υποδουλώθηκε στην αμαρτία, εξαιτίας μας – είναι τόσο ιερή
που εμείς δεν έχουμε καμμιά θέση σ’αυτήν, θα πρέπει σε απάντηση αυτής
της αίσθησης μετανοίας, να στραφούμε με τρόμο μακριά από αυτό που
είμαστε και να στραφούμε ενάντια στους εαυτούς μας με μια σταθερή
αποφασιστικότητα. Και μπορούμε να ακολουθήσουμε το παράδειγμά της.
Το παράδειγμά της αυτό παρουσιάζεται σε
μας σε μια κορυφαία στιγμή που πηγάζει ζωή, που είναι η Μ. Τεσσαρακοστή.
Μια εβδομάδα πριν ακούσαμε την διδασκαλία και το κάλεσμα του Αγίου
Ιωάννου της Κλίμακος, εκείνου που διαμόρφωσε μια ολόκληρη κλίμακα
τελειότητας για μας, προκειμένου να υπερβούμε την αμαρτία και να
φθάσουμε το σωστό. Και σήμερα βλέπουμε κάποια που από τα βάθη της
αμαρτίας έφθασε στα ύψη της αγιότητας και όπως ο Κανόνας του αγίου
Ανδρέου Κρήτης λέει: «Να είσαι βέβαιος ότι ο Θεός που μπορούσε να
γιατρέψει λεπρούς μπορεί να γιατρέψει και την λεπρότητα μέσα σου».
Ας δούμε επίσης σ’ αυτήν μια ενθάρρυνση,
μια νέα ελπίδα, αληθινά μια χαρά, αλλά και μια πρόκληση, ένα κάλεσμα,
γιατί είναι κρίμα να ψάλλουμε ύμνους στους αγίους, αν δεν μπορούμε να
μάθουμε απ’ αυτούς και να τους μιμηθούμε. Αμήν