“Καί λίαν πρωΐ τῆς μιᾶς σαββάτων ἔρχονται ἐπί τό μνημεῖον ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου” (Μάρκ. 16, 2)
“Ήρθαν στο μνήμα πολύ πρωί τήν επομένη του Σαββάτου, μόλις ανέτειλε ο ήλιος”
“Λίαν
πρωΐ τῆς μιᾶς σαββάτων”. Η λαχτάρα της αγάπης δεν αφήνει περιθώριο για
ύπνο. Ακόμη κι αν Αυτός που οι Μυροφόρες γυναίκες αγαπούνε είναι
νεκρός, θαμμένος σε μνήμα λαξευμένο σε βράχο, με πέτρα θεόρατη να φυλά
την είσοδό του, αυτές δεν μπορούν να σκεφτούν με βάση την λογική. Σκέψη
και πράξη καθοδηγούνται μόνο από την αγάπη. Η λογική τις οδηγεί να
αγοράσουν τα αρώματα αμέσως μετά την ταφή, διότι γνωρίζουν ότι το
Σάββατο είναι αργία. Η λογική τις αποτρέπει από το να πάνε το Σάββατο
στο μνημείο, για να μην προκαλέσουν την οργή των σταυρωτών. Η αγάπη όμως
τις κάνει μόλις ανατείλει ο ήλιος να έχουν ξεκινήσει ήδη για το
μνημείο. Η αγάπη τις κάνει να μην υπολογίζουν ότι υπάρχουν στρατιώτες.
Να μην σκεφτούν ποιος θα μετακινήσει για χάρη τους την θύρα του
μνημείου. Να μην σκεφτούν ότι εάν για τον Χριστό ισχύει ό,τι για όλους
τους ανθρώπους, τα αρώματα είναι μάταια, διότι η αρχή της αποσύνθεσης
δεν σταματά όσα αρώματα κι αν βάλει κάποιος στο νεκρό σώμα. Να μην
σκεφτούν τι θα έλεγαν οι σταυρωτές που θα πληροφορούνταν ότι τρεις
γυναίκες επιμένουν να ακολουθούν έναν νεκρό, ηττημένο, απορριμένο,
θαμμένο. Τον εχθρό του λαού που ο ίδιος ο λαός έχει θανατώσει, για να
απαλλαγεί από την παρουσία Του. Να μην σκεφτούν ότι οι μαθητές Του έχουν
κρυφτεί, διά τόν φοβον των Ιουδαίων, ότι δεν επιτρέπεται στις γυναίκες
να έχουν καρδιά ανδρών. Η λαχτάρα να αγγίξουν τον κεκοιμημένο, τον
αγαπημένο, τον οικείο τους κάνει την λογική να μην έχει πλέον καμία
δύναμη επάνω τους.
“Λίαν
πρωΐ τῆς μιᾶς σαββάτων”. Ημέρα που η ζωή πρέπει να ξαναβρεί τους
κανονικούς ρυθμούς της. Ημέρα στην οποία δεν χωράνε οι αναμνήσεις ως
προτεραιότητα, αλλά ο ρεαλισμός. Ημέρα αφιερωμένη στους ζωντανούς. Ημέρα
στην οποία οι γυναίκες πρέπει να ξαναγυρίσουν στην ρουτίνα τους. Στις
υποχρεώσεις του σπιτιού τους. Στην κοινωνική τους θέση που δεν ήταν να
συνοδεύουν προφήτες, αλλά να προσεύχονται στο ταμιείον τους και να
μεγαλώνουν τα παιδιά τους. Στο να μην ζητούν να αλλάξουν τον κόσμο,
αλλά να μένουν υποταγμένες στην μοίρα της θέσης τους. Ημέρα που τα
συναισθήματα πρέπει να ταφούν μαζί με το πρόσωπο που τα προκάλεσε. Ημέρα
στην οποία δεν χωρά η αγάπη, αλλά η λογική.
“Λίαν
πρωΐ τῆς μιᾶς σαββάτων”. Αυτήν την ημέρα διαλέγει ο Χριστός για να
αναστηθεί. Ανατρέπει τα δεδομένα της ζωής και την λογική του κόσμου.
Ανατρέπει την δύναμη του θανάτου και του παμφάγου Άδη. Ανατρέπει τις
προτροπές για συμβιβασμό με την αλήθεια του χρόνου και του κόσμου,
κυρίως με την αλήθεια της εξουσίας. Ανατρέπει το αίσθημα ότι το κακό
κυριαρχεί, ότι ούτε ο Θεός μπορεί να του αντισταθεί. Ανατρέπει την
βεβαιότητα ότι ο κόσμος δεν αλλάζει. Ανατρέπει το αίσθημα ότι τελικά
μόνο ο τρόπος με τον οποίο το μυαλό και η λογική βλέπουν την ζωή έχει
νόημα.
“Λίαν
πρωί τῆς μιᾶς σαββάτων”. Μαζί με τον Χριστό οι μυροφόρες γυναίκες,
ακολουθώντας το παράδειγμα του Ιωσήφ από την Αριμαθαία και του
Νικόδημου, του κρυφού μαθητή, προχωρούν στον τρόπο της Ανάστασης. Της
πίστης στον Θεό που νικά και θα νικήσει. Της πίστης στην αγάπη που
κάνει ένα βήμα πιο πέρα από την λογική και εμπιστεύεται με την λαχτάρα
αυτού που δίνεται εξ όλης της ψυχής, εξ όλης της καρδίας, εξ όλης της
ισχύος, εξ όλης της διανοίας στον Θεάνθρωπο! Της πίστης στην αγάπη που
ξεκινά για το αδύνατο! Το ακατόρθωτο. Ακόμη κι αν φαινομενικά είναι μία
απλή παρηγοριά στην βεβαιότητα της ήττας και της απώλειας. Όμως αυτός
που αγαπά, δεν κάνει πίσω. Νικά ακόμη και την φύση του, αντιλήψεις
περιθωριοποίησης, φόβους, απειλές, άγχη. Διότι κάπου μέσα του νιώθει ότι
πάνω από τα φυσικά, τα κοινωνικά, τα ιδεολογικά, τα διανοουμενίστια,
τις εξουσίες του κόσμου που διαμορφώνουν τα περιεχόμενα της αλήθειας
υπάρχει η ελπίδα: ότι ο νικημένος θα βγει από τον τάφο Νικητής. Κι αν
ακόμη δεν γνωρίζουμε, κι αν ακόμη μια φωνή πειρασμική μας λέει ότι όλα
είναι μάταια, εμείς εμπιστευόμαστε και παραδίδουμε την ύπαρξή μας στην
λαχτάρα της αγάπης.
“Λίαν
πρωΐ τῆς μιᾶς σαββάτων”. Η καμπάνα της Κυριακής, το αναστάσιμο εωθινό
ευαγγέλιο που ακούγεται νωρίς το πρωί στον Όρθρο, η πρόσκληση της
Εκκλησίας για μετοχή στην θεία ευχαριστία, στην συνάντηση με τον
Αναστημένο Χριστό και τον αγαπώντα ή μη πλησίον, τον Άγιο και τον
αμαρτωλό, τον ζώντα και τον κεκοιμημένο, τον ελπιδοφόρο και τον
απελπισμένο, τον υγιή και τον μετανοούντα, τον σπουδαίο και τον άσημο,
είναι μία πρόσκληση να λαχταρήσουμε την ανατροπή. Αυτήν που δεν σταματά
στον θάνατο, αλλά βγαίνει ολοκάρδια μέσα από την κραυγή: “Χριστός
Ανέστη! Κι εγώ ανέστην!”. Την ανατροπή που κάνει την λογική χρήσιμη, όχι
όμως αυτάρκη. Όπλο για την ζωή, όχι όμως όριο που να αποκλείει την
αιωνιότητα. Λόγο που βοηθά στην κατανόηση, όχι όμως αγάπη που δίνει
νόημα αιωνιότητας. Σώμα που αγιάζεται, μετανοεί, κοινωνά, αλλά και
προσδοκά ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος. Ψυχή που ζητά
φως!
“Λίαν
πρωΐ τῆς μιᾶς Σαββάτων”. Ο δρόμος προς το μνημείο είναι ανοιχτός σ᾽
αυτούς που λαχταρούν. Ο δρόμος προς τον Αναστημένο δεν εμποδίζεται ούτε
από κουστωδίες, ούτε από φόβους, ούτε από εξουσίες, ούτε από βεβαιότητες
του αιώνος τούτου. Ζητά όμως από εμάς να ξυπνήσουμε και να τον
βαδίσουμε. Και τότε Εκείνος θα μας δώσει τον δικό Του νικητήριο
χαιρετισμό: “Χαίρετε”! Να έχετε χαρά! Όλα ανατρέπονται, ακόμη και η
φύση! Πιστέψτε, εμπιστευτείτε, λαχταρήστε, βαδίστε την οδό της
συνάντησης στην Εκκλησία!