«Βλέπετε δέ μήπως ἡ ἐξουσία ὑμῶν αὕτη πρόσκομμα γένηται τοῖς ἀσθενοῦσιν» (Α’ Κορ. 8,9)
«Προσέξετε μήπως το ελεύθερο δικαίωμά σας γίνει αιτία να σκοντάψουν και να πέσουν εκείνοι που η πίστη τους είναι αδύνατη».
Στην
εκκλησιαστική ζωή και πραγματικότητα συχνά οι άνθρωποι διαμαρτυρόμαστε,
επειδή αισθανόμαστε σκανδαλισμό, από την συμπεριφορά εκείνων που έχουν
την δυνατότητα να βλέπουν με πιο ανοιχτή ματιά τα πράγματα, να μην
μένουν στο γράμμα του νόμου, αλλά να ζούνε την χαρά του πνεύματος.
Διαμαρτυρόμαστε για την συμπεριφορά εκείνων που δεν μένουν στους τύπους.
Για εκείνους που γνωρίζουν την αλήθεια, αλλά δεν αισθάνονται την ανάγκη
να λάβουν υπόψιν τους και τους ασθενέστερους. Κάποτε βέβαια δεν
ομολογούμε ότι είμαστε ασθενείς στην πίστη και διεκδικούμε για τον εαυτό
μας το δικαίωμα του αλάθητου κριτή. Ακόμη κι έτσι όμως, δεν παύει αυτός
ο διχασμός να γίνεται πρόσκομμα για την ομαλή πορεία της Εκκλησίας,
αλλά και για τον τρόπο με τον οποίο το ήθος της πίστης μπορεί να βιωθεί
εντός της.
Ο
απόστολος Παύλος είχε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της κατανάλωσης των
ειδωλόθυτων. Στην Κόρινθο οι χριστιανοί είχαν χωριστεί σε δύο
παρατάξεις. Αυτοί που δεν είχαν πρόβλημα να αγοράσουν και να φάνε τα
υπόλοιπα των κρεάτων των ειδωλολατρικών θυσιών και όσοι σκανδαλίζονταν.
Οι πρώτοι ισχυρίζονταν ότι γνώριζαν πως δεν υπάρχει κανένα είδωλο
στον κόσμο και επομένως η όποια θυσία ήταν στο τίποτα. Άρα η κατανάλωση
των βρωμάτων δεν εμπεριείχε κανέναν κίνδυνο ηθικό και πνευματικό, ούτε
αποτελούσε παραβίαση κάποιας εντολής του Θεού. Ο Παύλος δέχεται την
επιχειρηματολογία της γνώσης τους, αλλά τους τονίζει με εξαιρετική
λιτότητα το περίφημο "ἡ γνῶσις φυσιοῖ, ἡ δέ ἀγάπη οἰκοδομεῖ» («η γνώση φουσκώνει τον άνθρωπο με υπεροψία απέναντι στους άλλους, ενώ η αγάπη οικοδομεί» Α’ Κορ. 8, 2). Δεν είναι τελικά η γνώση που προέχει, αλλά η αγάπη που οικοδομεί.
Μπορεί η γνώση να γίνεται πρόσκομμα στην πορεία του ανθρώπου;
Γίνεται
πρόσκομμα όταν κάνει τον άνθρωπο εγωπαθή, όταν τον οδηγεί στο να
πιστεύει ότι κατέχει πάσαν την αλήθειαν και ότι οι άλλοι πρέπει να τον
ακούνε, διότι αυτός είναι που ξέρει. Η γνώση όμως είναι πρώτα απ’ όλα
κατάσταση του εαυτού. Ο άνθρωπος μαθαίνει, καταλαβαίνει, φωτίζεται,
γιατί όχι, αλλά ό,τι γνωρίζει έχει να κάνει με την δική του πορεία. Για
τον ίδιο κάτι είναι σωστό, είναι αποδεδειγμένο, είναι, γιατί όχι,
ευλογημένο. Μπορεί και πολλοί να συμφωνούν μαζί του, καθώς εύκολα οι
άνθρωποι ανατρέχουμε σε αυθεντίες, στις οποίες μπορούμε να στηριχθούμε.
Πάντοτε όμως θα υπάρχουν και εκείνοι οι οποίοι δεν θα αποδέχονται την
γνώση και αυτόν που τον κατέχει, είτε διότι η σκέψη τους είναι αδύναμη
και δεν μπορεί να φτάσει στην δύναμη του σοφού και συνετού είτε διότι
δεν θέλουν, για λόγους αντιπάθειας, εχθρότητας, φθόνου, κακού λογισμού
να αποδεχτούν αυτόν που
γνωρίζει και ό,τι γνωρίζει. Εκεί ο κατά Χριστόν άνθρωπος οφείλει να
σεβαστεί την ελευθερία των άλλων και την ίδια στιγμή να προσπαθήσει, με
αγάπη και διάκριση, να βρει τρόπο είτε να πείσει είτε να μην προκαλέσει την λύπη και τον σκανδαλισμό τους.
Γίνεται
η γνώση ακόμη πρόσκομμα όταν μέσα στην απόφασή του για αυτόφωτη πορεία
λησμονεί ότι η ζωή έχει όρια. Ότι υπάρχει θάνατος και το δίλημμα μιας
άλλης γνώσης: συνεχίζουμε να υπάρχουμε ή το μνήμα μας καταπίνει; Ο
πεποιθώς επί την ιδίαν γνώσιν διακατέχεται από έναν ορθολογισμό και μία
επιθυμία ο ίδιος να βρει τις αποδείξεις που του χρειάζονται. Γι’ αυτό και δυσκολεύεται να ακούσει, να συζητήσει, να ενταχθεί σε κοινότητες μη ομοφρόνων του. Όμως
η μεταθανάτια πραγματικότητα δεν μπορεί να προσεγγισθεί με τον
ορθολογισμό. Όπως δεν μπορούμε να εξηγήσουμε γιατί μία μουσική ή ένας
πίνακας ζωγραφικής ή ένα ποίημα ή ένα λογοτέχνημα ή μία εικόνα μας
προκαλούν συγκίνηση, ενώ άλλους δεν τους αγγίζουν και
άλλοι απορρίπτουν χωρίς συζήτηση, έτσι και η πραγματικότητα του Θεού,
όπως και της αιωνιότητας δεν μπορούν να μπούνε στο καλούπι του
ορθολογισμού. Προϋποθέτουν ύπαρξη ανοιχτή, ύπαρξη χωρίς βεβαιότητες,
αλλά με διάθεση προσμονής. Καρδιά που αναζητεί, θα βρει τον δρόμο. Και
τα όριά μας είναι μία υπόμνηση ότι όλα δεν μπορούμε να τα γνωρίσουμε με
τον νου.
Γίνεται
η γνώση πρόσκομμα όταν δεν αφήνει τον άνθρωπο να ανοιχτεί, να
μοιραστεί, να αισθανθεί. Όταν τον καθιστά ξερό και στυφό, όταν τον
εγκλωβίζει σε έναν χαρακτήρα διανοητικό, χωρίς χαρά, χωρίς άπλωμα της
καρδιάς, χωρίς έκφραση, όταν τον κλείνει στο εγώ, χωρίς κατ’ ανάγκην να περιφρονεί τους άλλους, απλώς επειδή δεν μπορεί να τους καταλάβει διότι δεν θέλει να ανοιχτεί σ’ αυτούς,
αισθάνεται δύσκολα. Αυτό το βλέπουμε συχνά και σε νεώτερους και σε
μεγαλύτερους. Η καρδιά που παραείναι ευαίσθητη, κάποτε φτάνοντας σε έναν
εγωισμό που καθιστά τον άνθρωπο κλεισμένο στα τείχη της δικής του
πόλης, με την αίσθηση ότι κανείς δεν μπορεί να τον νιώσει. Έτσι κλείνεται στο εγώ του, με παρέα τις γνώσεις του.
Ο
απόστολος Παύλος ζητά την αγάπη που οικοδομεί. Τη αγάπη που ανοίγεται.
Που συγκαταβαίνει. Την αγάπη που παραιτείται από δικαιώματα, ώστε να μην
φέρει σε δύσκολη θέση τον άλλον. Η ανοιχτή καρδιά και ο ανοιχτός νους
τελικά από κει φαίνονται. Από τον τρόπο που προσλαμβάνουμε τους άλλους.
Από την τρυφερή διακριτικότητα και την ήρεμη απόπειρα πειθούς. Αν ο
άλλος εμπιστευτεί το πρόσωπο, θα δει σιγά-σιγά ότι η τυπολατρία και η
απολυτότητα δεν είναι η βάση της αλήθειας. Και ο διάβολος μας κάνει στο
όνομα των όποιων ιδεών, στο όνομα του όποιου δίκιου, να αμφισβητούμε
πρωτίστως τα πρόσωπα, ώστε να μην μπορούμε ποτέ να συνυπάρξουμε
αγαπητικά.
Εν
όψει της Μεγάλης Τεσσαρακοστής η Εκκλησία μας προτρέπει να γίνουμε πιο
διακριτικοί και πιο αγαπητικοί, αφήνοντας στην άκρη ακόμη και το δίκιο
μας, προκειμένου να συνυπάρξουμε με ειρήνη και υπομονή με τους άλλους. Η
ενότητα προηγείται!