Έφτανε
μία ασθένεια που εξελίχθηκε σε πανδημία και η οποία έδειξε πόσο
ανίσχυρος είναι ο άνθρωπος είτε απέναντι στα επιτεύγματά του είτε
απέναντι στον κόσμο τον οποίο ο ίδιος εξέλιξε στον σημερινό βαθμό και
πολιτισμό, αλλά δεν μπόρεσε να μην αφήσει τρύπες εισόδου του κακού σ’ αυτόν,
για να εκφρασθεί μίσος απέραντο εναντίον της πίστης και των χριστιανών!
Ούτε λίγο ούτε πολύ οι χριστιανοί θα είμαστε υπαίτιοι για τον θάνατο
πολλών ανθρώπων, καθώς συναζόμαστε στις εκκλησίες, κοινωνούμε, οι
περισσότεροι είναι ηλικιωμένοι και, επομένως, ευπαθείς και θα μεταδώσουμε τον θανατηφόρο ιό στους συνανθρώπους μας. Οι
ηλικιωμένοι κλείστηκαν στο σπίτι, οι οικογένειες έπαψαν να
εκκλησιάζονται, οι ναοί τελικά έκλεισαν, αλλά πολλοί εξακολουθούν να
κουνούν το δάχτυλο ως νέοι Νέρωνες και Διοκλητιανοί. Δημοσιογράφοι που
αρθρογραφούν σε αθλητικές ιστοσελίδες ανέλαβαν εργολαβικά να ζητήσουν
την δημόσια διαπόμπευση των επισκόπων και των κληρικών, σε παραληρήματα
ρατσιστικού λόγου, για τον οποίο ουδείς θα τους ελέγξει. Πολιτικοί από
βήματος Βουλής θεώρησαν τους χριστιανούς ως κτήτορες του ιού, ενώ
διάφοροι επιστήμονες, χωρίς στοιχεία, αλλά με εικασίες και από
ιδεολογικές τους θέσεις, καταδίκασαν τους χριστιανούς σε κοινωνικό
θάνατο.
Γιατί τόσο μίσος, αλήθεια;
Λόγος
που δεν στηρίζεται σε λογική ακρίβεια, λόγος που μαρτυρεί φόβο θανάτου
και ανασφάλεια, λόγος που εχθροποιεί όποιον βλέπει την ζωή διαφορετικά,
λόγος που ξυπνά στερεότυπα τα οποία κοιμόντουσαν σε έναν πολιτισμό της
φαινομενικής ανοχής στο διαφορετικό. Όταν
περάσει η κρίση, καλό θα ήταν να συγκεντρωθούν από τους εκκλησιαστικούς
υπευθύνους, τα δημοσιεύματα και ο λόγος αυτός, διότι δείχνουν το
κοινωνικό μαρτύριο το οποίο οι χριστιανοί περνούμε σήμερα. Ταυτόχρονα θα
άξιζε να γίνει σύγκριση με τον χριστιανικό λόγο για την διαφορετικότητα
που παρουσιάζει ως αυτονόητη η εποχή μας: η πίστη μας διδάσκει ότι
προσπαθούμε ως χριστιανοί να καταλάβουμε τον συνάνθρωπό μας, να
αποδεχτούμε την ελευθερία του, να βλέπουμε και την αμαρτία του, ωστόσο
να μην τον αποπαίρνουμε, να μην τον καταδικάζουμε, να μην τον εξορίζουμε
κοινωνικά.
Η
θλίψη όμως αυξάνεται, όταν βλέπουμε ένα υπόκωφο μίσος εναντίον της
λαϊκής μας ευσέβειας, του τρόπου που οι πολλοί ζούνε την πίστη, από
επιφανείς, κατά τα άλλα χριστιανούς, οι οποίοι, μέσα στην μόρφωσή τους
και μέσα στην αγωνία τους να γίνουν αποδεκτοί από το σύστημα που
κυριαρχεί, κουνούν κι αυτοί το δάχτυλο στον καθημερινό χριστιανό που
πονά όταν του αμφισβητούν την θεία κοινωνία, όταν τον θεωρούν κινούμενη
βόμβα μετάδοσης ασθένειας, οπισθοδρομικό, άσχετο με τη θεολογία. Ίσως
αυτός ο πόνος να είναι μεγαλύτερος, διότι προέρχεται από τους οικιακούς.
Παρηγοριά χρειαζόμαστε
οι χριστιανοί. Κλεισμένοι στο ταμιείον μας, διαπιστώνουμε για μία ακόμη
φορά την ανεπάρκεια της θεσμικής Εκκλησίας να έχει υλικό για δύσκολες
μέρες που να αναφέρεται σε παιδιά και νέους, να χρησιμοποιήσει την
τεχνολογία, να προτείνει από περιηγήσεις σε ναούς και στην ιστορία τους,
μέχρι ταινίες με βίους αγίων ή αποσπάσματα από κείμενα πατερικά ή
λόγους ανθρώπων που να μιλάνε σύγχρονα, που να μην περιορίζουν το
ενδιαφέρον τους στην ηθική των ανθρώπων, που να δείχνουν τον Χριστό.
Κι όμως! Μέσα σ’ αυτό το κλίμα δεν θα χάσουμε την αισιοδοξία μας που πηγάζει από τον Χριστό, που είπε: «Αν
ο κόσμος εμένα μίσησε και εσάς θα μισήσει»! Θα περιμένουμε να
ξανασμίξουμε στις εκκλησιές μας, μετρώντας πληγές, αλλά όρθιοι!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός