Τετάρτη 18 Μαρτίου 2020

Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ




Ένα από τα πολύτιμα πετράδια του θησαυρού των προσευχών της Αγίας μας Εκκλησίας είναι η προσευχή του αγίου Εφραίμ του Σύρου: «Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου…».
Μικρή στο μέγεθος και απλή, αλλά γεμάτη πνευματική δύναμι και θεολογικό βάθος, η προσευχή αυτή φέρει την σφραγίδα του μεγάλου υμνογράφου και ποιητού, του μεγάλου ασκητού και αγίου, της «Κιθάρας του Αγίου Πνεύματος», όπως ωνομάσθηκε ο άγιος Εφραίμ.
Η Εκκλησία του έχει επιφυλάξει μία ξεχωριστή θέσι στην λειτουργική της ζωή και ειδικά στην περίοδο της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής, περίοδο μετανοίας και ψυχικής αναγεννήσεως.
Κάποιος πνευματικός πατήρ μου έλεγε κάποτε γι᾿ αυτήν την προσευχή: «Εγώ την απαγγέλλω σ᾿ όλη την διάρκεια του έτους στον «κανόνα», της προσευχής μου και προτρέπω όλους τους Χριστιανούς, αλλά ειδικώτερα τους μοναχούς να κάνουν το ίδιο, γιατί αυτή η προσευχή, όταν απαγγέλλεται με ταπείνωσι, σύνεσι και συναίσθησι, έχει μεγάλη δύναμι εσωτερικής αναγεννήσεως». Θα πεισθούμε κι εμείς οι ίδιοι γι᾿ αυτό το πράγμα, εμμένοντας λίγο επάνω στο περιεχόμενο και την πρακτική της προσευχής του αγίου Εφραίμ.
Όπως είναι γνωστόν, η προσευχή αυτή απαγγέλλεται και στις επτά ακολουθίες της Εκκλησίας, σ᾿ όλη την Μεγάλη Τεσσαρακοστή, εκτός από το Σάββατο και την Κυριακή, με μια ξεχωριστή τάξι. Το Τυπικό ορίζει να απαγγέλλεται έχοντας τα σωματικά μάτια και τα χέρια «ανυψωμένα»*, με τα μάτια του νού υψωμένα προς τον Θεόν, ταπεινά και με δάκρυα και φόβο Θεού, συνοδευομένη από μεγάλες μετάνοιες και γονυκλισίες.
Στην κατάλληλη στιγμή, ο λειτουργών ιερεύς βγαίνει στην Ωραία Πύλη, απαγγέλλει κατά σειράν τα τρία μέρη της προσευχής, κάνοντας από μια βαθειά μεγάλη μετάνοια μετά από κάθε ευχή. Μετά κάνει σιωπηλά 12 γονυκλισίες και απαγγέλλει ακόμη μία φορά ολόκληρη την προσευχή.
Μετά απ᾿ αυτό κλείνει με μια μεγάλη μετάνοια. Μαζί με τον ιερέα κάνουν μετάνοιες και γονυκλισίες όλοι οι παρόντες στην ακολουθία.
Όταν παίρνεις μέρος σε μια τέτοια κοινή προσευχή, αισθάνεσαι μια μεγάλη δύναμι στην ψυχήν σου. Αυτή η ίδια η δύναμις του Αγίου Πνεύματος, το Οποίο είναι Παρόν, σύμφωνα με τον λόγο του Κυρίου, και το Οποίον κράζει μέσα από τις ψυχές των συμπροσευχομένων.
Από το περιεχόμενο της προσευχής βλέπουμε ότι προσευχόμεθα στον Θεό να μας διαφυλάξη από τα τέσσερα κακά πνεύματα, από τέσσερα πάθη και μετά να μας χαρίση τέσσερα καλά πνεύματα, τέσσερες αρετές.
Είναι εύκολο να καταλάβουμε ότι τα τέσσερα αυτά κακά πνεύματα δεν είναι άλλα από τα «πνευματικά της πονηρίας εν τοις επουρανίοις», (Εφεσ.6,12) τα οποία μας πολεμούν αδιάκοπα και τα πάθη είναι η ένδειξις της υποδουλώσεως του ανθρώπου στα κακά αυτά πνεύματα.
Και προσευχόμεθα στον Θεό να μη μας δώση τα τέσσερα αυτά κακά πνεύματα, δηλαδή να μη μας αφήση να πέσουμε στην δουλεία του διαβόλου, ο οποίος θέλει με την βία να μας οδηγήση στον αιώνιο θάνατο.
Όσον αφορά τα καλά πνεύματα, αυτά είναι τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, που δεχτήκαμε κατά το Άγιο Βάπτισμα και το Χρίσμα και τα οποία ο προφήτης Ησαίας τα ονομάζει: «πνεύμα σοφίας, πνεύμα συνέσεως, πνεύμα ισχύος…». «(Ησ.11,2-3).
Τα ζητούμε από τον Θεό, δηλαδή τον παρακαλούμε να μας βοηθήση, ώστε να μη μείνουν αδρανή τα χαρίσματα που δεχτήκαμε.
Μιλώντας για πάθη και αρετές οι Άγιοι Πατέρες της πνευματικής ζωής: ο άγιος Εφραίμ, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος κ.αλ. μας λέγουν ότι το όνομά τους είναι πολύ μεγάλο, καθώς είναι ατέλειωτες οι μορφές που μπορεί να πάρη το κακό, όπως και απεριόριστες είναι οι δυνατότητες του ανθρώπου να κάνη το καλό. Έτσι, ο όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός αραδιάζει όχι λιγώτερα από 298 πάθη και 228 αρετές (Φιλοκαλία: Πνευματική διδασκαλία).
Είνα φυσικό συνεπώς να αναρωτηθούμε γιατί ο όσιος Εφραίμ διάλεξε μόνο τέσσερα, μέσα απ᾿ αυτό το μεγάλο πλήθος των παθών και αρετών και γιατί ειδικά αυτά και όχι άλλα; Διότι, αναμφίβολα έκανε αυτή την επιλογή, όχι χωρίς λόγον. Την απάντησι σ᾿ αυτή την απορία θα την έχουμε, αφού σταματήσουμε γιά λίγο σε καθένα από τα «πνεύματα» αυτής της προσευχής.
Πνεύμα αργίας δεν είναι η απλή σωματική αργία. Ο άνθρωπος εξ αρχής προωρίσθηκε να εργάζεται. Η εργασία είναι γι᾿ αυτόν μία φυσική ανάγκη, για την απόκτησι των απαραιτήτων για την ύπαρξί του:τροφή, κατοικία, ενδυμασία.
Ο άγιος Εφραίμ έχει υπ᾿όψιν του μία αργία πολύ πιο επιβλαβή, αυτή της μη εκτελέσεως των εντολών του Θεού. «Ο Θεός είναι κρυμμένος στις εντολές», λέγουν οι Πατέρες (ο άγιος Μάρκος ο Ασκητής) και αποκαλύπτεται κατά τον βαθμό της εκτελέσεώς των. Συνεπώς, η εκτέλεσις των εντολών είναι η κατάστασις της αναδείξεως του νέου ανθρώπου, της αποκτήσεως του καθ᾿ ομοίωσιν του Θεού.
Επίσης ο άνθρωπος κλήθηκε να γίνη άγιος, να γίνη θεός κατά χάριν. Και, αν δεν φτάνουν όλοι εδώ, οφείλεται στην οκνηρία, στην αργία, η οποία είναι ευθέως αντίθετη με την ανάπτυξι του πνευματικού ανθρώπου, που είναι η άρνησις της προσωπικής του εξελίξεως, το μαράζωμα στην στασιμότητα.
Περιέργεια, είναι η ένδειξις της υποδουλώσεως στα υλικά, η κόλλα που μας κρατά προσκολλημένους στα γήινα (αγ. Ιωάννης της Κλίμακος). Είναι συνδεδεμένη με την αργία και αθετώντας την εκτέλεσι των εντολών, αναζητεί μία απατηλή ολοκλήρωσι στην ενασχόλησι με τα του έξω κόσμου, στην μέριμνα για πολλά πράγματα, πως να κερδίση τα ευχάριστα και ν᾿ αποφύγη τα επώδυνα. Η επιδίωξις των ευχαρίστων πραγμάτων και η φυγοπονία είναι, σύμφωνα με τον άγιο Μάξιμο, η διαρκής μέριμνα του ανθρώπου των παθών. Απεναντίας όλοι οι Πατέρες παραγγέλλουν «αμεριμνία» για όλα, μοναδική μέριμνα δικαιολογημένη είναι η μέριμνα για την σωτηρία.
Φιλαρχία, είναι το πνεύμα του κακού, το οποίο αλλοτριώνει την συμπεριφορά μας προς τον πλησίον, μη υπολογίζοντάς τον και μετασχηματίζοντάς τον σε ένα απλό εργαλείο και μέσον για το κέρδος. Εξευτελίζει την αξία του ανθρώπου, υποβιβάζοντάς τον στην τάξι των πραγμάτων. Αληθινή εξουσία μεταξύ των ανθρώπων δεν είναι η εκμετάλλευσις, αλλά η διακονία, κατά το παράδειγμα και τον λόγο του Σωτήρος: «Όστις θέλει εν υμίν είναι πρώτος, έσται πάντων δούλος». (Ματ.20,25) Και η διακονία του πλησίον είναι ευαγγελική εντολή και πράξις μεγάλης αξίας: διακονία Θεού. Βλέπουμε ότι και η φιλαρχία είναι συνδεδεμένη με την «περιέργεια». Πράγματι, όταν όλη η φροντίδα του ανθρώπου είναι στραμμένη στα υλικά, εύλογα και ο άνθρωπος μετασχηματίζεται σε πράγμα ή εργαλείο, το οποίον δεν αξίζει περισσότερο από το κέρδος που φέρνει.
Η αργολογία, λέγει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, είναι ο εξευτελισμός του πιο πολύτιμου δώρου του Θεού στον άνθρωπο:του χαρίσματος του λόγου. Η φλυαρία και η κενολογία δείχνει ένα διεφθαρμένο εσωτερικό κόσμο, ο οποίος επιφέρει και την διαφθορά των άλλων. Είναι «ο θρόνος της ματαιοδοξίας, η συνέπεια της ακολασίας και της αχρειότητας». Γι᾿ αυτό ο Σωτήρ μας λέγει ότι την ημέρα της Κρίσεως θα δώσουμε λόγον «διά παν αργόν ρήμα». (Ματ.12,36) και οι Άγιοι Πατέρες επαίνεσαν περισσότερο την σιωπή (όσιος Αγάθων, όσιος Αρσένιος), η οποία είναι η γλώσσα του μέλλοντος αιώνος. (άγιος Ισαάκ ο Σύρος).
Μια απλή ματιά πάνω σ᾿ αυτά τα τέσσερα κακά «πνεύματα», μας οδηγεί σε μια σημαντική διαπίστωσι. Τα τέσσερα αυτά κακά συνδέονται μεταξύ τους και σχηματίζουν ένα είδος κατηφόρας στην οποία κατολισθαίνει ο εξουσιαζόμενος απ᾿ αυτά άνθρωπος.
Από την αργία και την αδιαφορία για την σωτηρία, ο άνθρωπος επιδίδεται στην απαταλή «περιέργεια». Απ᾿ αυτήν πέφτει στο πνεύμα της φιλαρχίας, το οποίον δεν υπολογίζει και εξευτελίζει τον πλησίον και από εδώ φθάνει στο να μη υπολογίζη τον ίδιο τον εαυτό του, μέσω του υποβιβασμού του λόγου στην αργολογία.
Όλοι οι άγιοι Πατέρες δείχνουν ότι μια ουσιαστική προϋπόθεσις για την πνευματική ανάπτυξι είναι η διαφύλαξις της άσπιλης συνειδήσεως από τέσσερα μέρη: Προς τον Θεό, προτρέποντάς μας συνεχώς να εκτελούμε τις εντολές Του. Προς τον πλησίον, προφυλάσσοντάς μας από κάθε πράγμα αντίθετο προς την αγάπη του πλησίον. Προς τα πράγματα, χρησιμοποιώντας τα σύμφωνα με τον σκοπό για τον οποίον δημιουργήθηκαν, δηλαδή για τις ανάγκες μας. Και προς τον εαυτό μας με την χαλιναγώγησι, χρησιμοποιώντας καλά τα χαρίσματα, που δεχτήκαμε από τον Θεόν.
Αν τώρα προσέξουμε καλά, παρατηρούμε ότι τα τέσσερα αυτά πάθη σκοτώνουν την συνείδησι αυτών των τεσσάρων μερών. Η αργία σκοτώνει την συνείδησι απέναντι του Θεού. Η περιέργεια σκοτώνει την συνείδησι απέναντι στα πράγματα, τα οποία χρησιμοποιούμε για την καταστροφή μας και όχι για την σωτηρία μας. Η φιλαρχία, η οποία δεν υπολογίζει τον άνθρωπο, σκοτώνει την συνείδησι απέναντι στον πλησίον και η αργολογία σκοτώνει την συνείδησι απέναντι στον εαυτό μας, μέσω της σπατάλης του μεγάλου θεικού χαρίσματος του λόγου.
Έτσι, τα τέσσερα αυτά πάθη δείχνουν μια κατάστασι γενικής ψυχικής ασθένειας, η οποία αλλοτριώνει την συμπεριφορά του ανθρώπου προς όλα αυτά που τον περιβάλλουν: προς τον Θεόν, προς τον πλησίον, προς τα πράγματα και προς τον εαυτό του. Ο αδιάφορος για την σωτηρία του άνθρωπος, ο τυρβάζων περί πολλά, ο δυναστικός προς τον πλησίον του και ο αθυρόστομος είναι ο τύπος αυτής της ψυχικής ασθένειας, ο τύπος του αμαρτωλού ανθρώπου. Καταλαβαίνουμε τώρα γιατί ο άγιος Εφραίμ ακριβώς αυτά τα πάθη επέλεξε στην προσευχή του.
Αντίθετα, στο δεύτερο μέρος της προσευχής του αγίου Εφραίμ βλέπουμε ποια είναι τα χαρακτηριστικά της υγιούς ψυχής. Στο δεύτερο αυτό μέρος ζητούμε από τον Θεόν να μας χαρίση πνεύμα σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, υπομονής και αγάπης. Επάνω σ᾿ αυτά σταματάμε τώρα.
Πνεύμα σωφροσύνης, δεν πρέπει να το εννοήσουμε απλώς σαν σωματική αγνότητα από τα αμαρτήματα της ακολασίας. Η αγνότητα είναι το πρώτο βήμα της απαθείας, η κατάστασις της καθαρισμένης από τα πάθη ψυχής, της έτοιμης για την εργασία των αρετών. «Πως άσομεν την ωδήν Κυρίου επί γης αλλοτρίας;» (Ψαλμ.136,4), έλεγαν οι εβραίοι κατά την αιχμαλωσία Βαβυλώνος.
Ερμηνεύοντας αυτό τον ψαλμό οι Πατέρες μας διδάσκουν ότι δεν μπορούμε να φέρουμε ούτε έναν καρπό καλών έργων, όσον καιρό ευρισκόμεθα στην δουλεία των παθών. Γι᾿αυτό και ο άγιος Εφραίμ βάζει την αγνότητα επικεφαλής όλων των αρετών.
Πνεύμα ταπεινοφροσύνης, είναι η τοποθέτησις της υπάρξεώς μας σε φυσική κατάστασι: από την μια μεριά σώματα αδύνατα και ανίκανα, από την άλλη και την ίδια την ύπαρξί και όλα τα άλλα τα έχουμε λάβει κατά δωρεάν από τον Θεόν.
Γι᾿ αυτό οι άγιοι Πατέρες έλεγαν ότι η ταπεινοφροσύνη είναι να θεωρή ο άνθρωπος τον εαυτό του κατώτερο από όλους τους ανθρώπους, ακόμη κι από τα κτήνη και να αποδίδη στον Θεό όλες τις καλές του πράξεις.
Η υπομονή, είναι κάτι φυσικό για τον ταπεινό άνθρωπο, ο οποίος αναγνωρίζει τα αμαρτήματά του και αντιλαμβάνεται ότι είναι άξιος απείρων τιμωριών εκ μέρους του Θεού, σαν ένας οκνηρός δούλος, ο οποίος αθετεί τις εντολές του Κυρίου του. Γι᾿ αυτό και υπομένει με χαρά τις αντιξοότητες και τις δοκιμασίες της ζωής, επειδή είναι πεπεισμένος ότι «διά πολλών θλίψεων δεί ημάς εισελθείν εις την Βασιλείαν του Θεού» (Πραξ.14,22) και ότι μόνον «ο υπομείνας εις τέλος σωθήσεται».
Η αγάπη, είναι η ολοκλήρωσις όλων των αρετών.
Όποιος έχει σωφροσύνηγ, ταπεινοφροσύνη και υπομονή, αυτός αγαπά και τον Θεό και τον πλησίον. Γιατί σε όποιον κατοικεί η αγάπη, κατοικεί ο ίδιος ο Θεός που είναι Αγάπη. (Α΄Ιωάν.4,8).
Αν τα τέσσερα αυτά πάθη σχηματίζουν μια κατηφόρα από την αργία και όλο προς τα κάτω, οι τέσσερεις αρετές σχηματίζουν μια σκάλα από την αγνότητα μέχρι τον Θεό. Ταυτόχρονα αυτές είναι αντίθετες από αυτά τα κακά πνεύματα και μας δείχνουν πως μπορούμε να θεραπεύσουμε την ασθενούσα απ᾿ αυτά ψυχή μας.
Η αγνότητα θεραπεύει την άρρωστη από αργολογία ψυχή, η ταπεινοφροσύνη συσφίγγει τους δεσμούς με τον πλησίον, η υπομονή μας απαλλάσσει από την υποδούλωσι απέναντι στα πράγματα και η αγάπη θεραπεύει την αδιαφορία για την σωτηρία, μέσω της ευγνωμοσύνης και της αγάπης απέναντι του Θεού.
Γιατί όλα στον αγνό είναι αγνά, συνεπώς και η γλώσσα. Ο ταπεινόφρων υπολογίζει τον πλησίον του περισσότερο από τον εαυτό του. Ο υπομονετικός δεν εναποθέτει τις ελπίδες του στα πράγματα και ο αγαπών τον Θεόν προσπαθεί συνεχώς να εκτελή τις εντολές Του.
Έτσι, ο εγκρατής κατά την γλώσσα άνθρωπος, ο ταπεινόφρων, ο βαθειά υπομονετικός και ο αγαπών τον Θεόν, μας παρουσιάζει την εικόνα του εξαγνισμένου από τα πάθη πνευματικού ανθρώπου.
Όπως βλέπουμε, η επιλογή αυτών των δύο σειρών από «πνεύματα», στην Προσευχή του αγίου Εφραίμ, έχει ένα βαθύ πνευματικό νόημα. Αυτή μας φέρνει μπροστά σε δύο εικόνες: αυτήν του διεφθαρμένου από τα πάθη ανθρώπου και αυτήν του αναγεννημένου μέσω των αρετών του ανθρώπου: από την μια μεριά η αμαρτωλή κατάστασις στην οποία ευρισκόμεθα και παρακαλούμε τον Θεό να μας απαλλάξη απ᾿ αυτήν. Κι από την άλλη μεριά η πνευμαιτκή κατάστασις προς την οποία τείνουμε παρακαλώντας τον Θεό να μας την χαρίση.
Το τρίτο μέρος της ευχής του αγίου Εφραίμ: «Ναί, Κύριε, Βασιλεύ, δώρησαί μοι του οράν τα εμά πταίσματα και μη κατακρίνειν τον αδελφόν μου…», είναι μία ανακεφαλαίωσις αυτών που ζητήσαμε στο δεύτερο μέρος της προσευχής, με μια πιο συντετμημένη μορφή.
Πράγματι, το οράν τα ίδια πταίσματα είναι μία ένδειξις ταπεινοφροσύνης και το μη κατακρίνειν τον πλησίον είναι ένδειξις αγάπης, η οποία «πάντα στέγει και ουκ ασχημονεί» (Α΄Κορ.13). Οι δύο μεγάλες αυτές αρετές είναι στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους. «Η αγία δυάς», όπως λέγει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος «είναι η αγάπη και η ταπεινοφροσύνη. Η πρώτη υψώνει και η δεύτερη στηρίζει τους υψωμένους και δεν τους αφήνει να πέσουν» (Κλίμαξ 25,37).
Το τέλος της προσευχής με την αίτησι των δύο κορυφών της πνευματικής ζωής: Ταπείνωσις και αγάπη, θέλει να μας δείξη ότι για τον λυτρωμένο από τα πάθη και πορευόμενο τον δρόμο της αρετής, ανοίγεται ατελείωτος ο δρόμος της τελειώσεως, της ομοιώσεως προς τον Θεόν, ο οποίος είναι ο Ίδιος ταπεινοφροσύνη και αγάπη.
Μετά την απαγγελία της προσευχής με τις τρεις μετάνοιες, γίνονται δώδεκα γονυκλισίες μέχρι το έδαφος, λέγοντας μυστικά και επαναλαμβάνοντας τρεις φορές τους παρακάτω τέσσερεις στίχους:
-Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ. (Λουκ.18,14).
-Ο Θεός, καθάρισόν με τον αμαρτωλό. (Πρβλ.Ψαλμ.50,4)
-Ο Θεός, εσύ που με εδημιούργησες, σώσε με.
-Ήμαρτον υπέρ αριθμόν, Κύριε, συγχώρεσέ με!
Παρατηρούμε ότι οι τέσσερεις αυτοί στίχοι διακατέχονται από δύο αισθήματα: από την μια μεριά η θλίψις της συνειδήσεως για τα διαπραχθέντα αμαρτήματα: είμαι αμαρτωλός, ρυπαρός, έχω πταίσει υπέρ αριθμόν. Και από την άλλη η εμπιστοσύνη στην ευσπλαγχνία και φιλανθρωπία του Θεού: ελέησόν με, κάθαρόν με, συγχώρεσέ με! Είναι οι δύο ψυχικές καταστάσεις, για τις οποίες λέγουν οι άγιοι Πατέρες ότι πρέπει πάντοτε να μας συντροφεύουν στην οδό της σωτηρίας: ο φόβος και η ελπίδα, χωρίς να μας αφήνουν να κυριευώμεθα από φόβο μόνο ή από ελπίδα, αλλά πάντοτε συνδιάζοντας τον φόβο με την ελπίδα. (Φιλοκαλία Πέτρος Δαμασκηνός). Αυτά τα αισθήματα ύψωσαν τον Τελώνη, έφεραν στο πατρικό σπίτι τον άσωτο υιό και άνοιξαν στον ληστή τον παράδεισο.
Αν τώρα ρίξουμε μια ματιά πάνω σ᾿ ολόκληρη την προσευχή και την τάξι με την οποία γίνεται η προσευχή του αγίου Εφραίμ, τι παρατηρούμε; Πρώτα-πρώτα κυττάζουμε τον τύπο του διεφθαρμένου από τα τέσσερα κακά πνεύματα ανθρώπου και προσευχόμεθα στον Θεό να μας λυτρώση απ᾿αυτόν.
Κυττάζουμε μετά την εικόνα του ανανεωμένου μέσω των τεσσάρων χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος ανθρώπου και ζητούμε να μας βοηθήση ο Θεός να προχωρήσουμε σ᾿ αυτόν τον δρόμο. Μετά απ᾿ αυτό, επιμένουμε στην σιωπηλή προσευχή, ταπεινώνοντας εαυτούς για τις αδυναμίες και τις αμαρτίες μας και με μεγάλη εμπιστοσύνη και ελπίδα στην βοήθεια του Θεού. Όλα αυτά τα αισθήματα τα συνοδεύουμε με μετάνοιες και γονυκλισίες. Τι θέλει άραγε να δηλώση όλη αυτή η τάξις της προσευχής;
Η σωματική μετάνοια, το σκύψιμο της κεφαλής μέχρι το έδαφος, είναι το ορατό σημείο της μετανοίας: με το σκύψιμο εξομολογούμεθα την πτώσι μας στην αμαρτία, την κατάστασι της παρακμής στην οποίαν ευρισκόμεθα. Με το ανασήκωμα δείχνουμε την θέλησί μας να υψωθούμε, να λυτρωθούμε από την αμαρτία, να αναγεννηθούμε ψυχικά. Αλλά η λέξις μετάνοια (μετά-νοια) σημαίνει και αναγέννησι του νού, αλλαγή, πράξις μετασχηματισμού του αμαρτωλού ανθρώπου στον νέον άνθρωπο, πνευματικοποίησις που συντελείται με την μετάνοια.
Να, συνεπώς, τι θαυμαστό πράγμα δείχνει αυτή η πρακτική της προσευχής του αγίου Εφραίμ συνοδευομένη από μετάνοιες: ο,τι λέγουμε με το στόμα στην προσευχή, το κάνουμε ταυτόχρονα και με το σώμα, με όλη μας την ύπαρξι δηλαδή. Αναγνωρίζουμε την αμαρτωλότητά μας και πέφτουμε ταπεινά στο έδαφος, αλλά ανασηκωνόμαστε αμέσως, δείχνοντας την επιθυμία μας για γρήγορη διόρθωσι.
Είναι σαν να λέγουμε στον Χριστό: «Κύριε, ξέχασε, πως έχω πέσει και πόσο αχρείος είμαι δούλος των παθών και αποξενωμένος από Σένα και όλο μου το σώμα! Αλλά, δεν θέλω να μείνω έτσι. Είμαι δικός Σου. Σώσον με και κάνε με κατοικία του Αγίου Σου Πνεύματος!»
Εδώ είναι κάτι περισσότερο από προσευχή, είναι η ίδια η πράξις της μετανοίας, η οποία μετασχηματίζει και ανανεώνει τον άνθρωπο. Είναι μια πραγματική μεταμόρφωσις, η οποία μας οδηγεί νοερά στην μεταμόρφωσι κατά την Θεία Ευχαριστία επάνω στο Ιερό Θυσιαστήριο.
Είναι η ευχαριστία της μετανοίας του ανθρώπου. Γιατί όπως στην Θεία Λειτουργία με την επίκλησι του Αγίου Πνεύματος από τον ιερέα, ο άρτος και ο οίνος που προσφέρονται, μεταβάλλονται σε Σώμα και Αίμα του Κυρίου, έτσι ακριβώς και εδώ: με την ταπεινή ικεσία προς τον Θεό, με την βαθειά μεταμέλεια και την ασάλευτη πίστι, ο αμαρτωλός άνθρωπος μεταμορφώνεται σε πνευματικό άνθρωπο.
Και όπως η επίκλησις της Θείας Ευχαριστίας ακούεται και ικανοποιείται αμέσως από τον Θεό, έτσι ακριβώς και η αναγέννησις μέσω της βαθειάς μεταμέλειας συντελείται σύντομα. Μας διαβεβαιώνει γι᾿ αυτό το ίδιο το Ιερό Ευαγγέλιο. Ο Τελώνης αναστέναξε από τα βάθη της ψυχής του: «Ιλάσθητί μοι, τω αμαρτωλώ!» και αμέσως διορθώθηκε.
Ο ληστής επάνω στον σταυρό έκραξε: «Μνήσθητί μου, Κύριε», και αμέσως άκουσε: «Σήμερον μετ᾿ εμού έση εν τω παραδείσω» (Λουκ.23,43). Μετά μας διαβεβαιώνουν και οι αποκαλύψεις από την ζωή των μεγάλων Αγίων: του Οσίου Παύλου του Απλού, του αγίου Ανδρέου του διά Χριστόν σαλού κ.α.Και οι διδασκαλίες των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας μας.
Αν η Λειτουργία της Ευχαριστίας είναι λειτουργία φιλανθρωπίας του Θεού, η Λειτουργία της Μετανοίας είναι η ανταπόκρισις του ανθρώπου στην θεική αγάπη, μέσω της ολοκληρωτικής αφοσιώσεως στον Θεό. Και ο Θεός δεχόμενος την θυσία της μετανοίας, καθαρίζει και ανανεώνει τον άνθρωπο με βαθειά αλλαγή. «Και εάν ώσιν αι αμαρτίαι υμών ως φοινικούν, ως χιόνα λευκανώ» (Ησ.1,18). Τόσο βαθειά και ολοκληρωτική είναι η ανανεωτική δύναμις της μετανοίας. Γι᾿ αυτό και η Αγία μας Εκκλησία καθώρισε για κάθε χριστιανό μια ωρισμένη περίοδο του έτους, την αγία Τεσσαρακοστή, να ασχολείται ιδιαίτερα μ᾿ αυτήν την καθαρτική και καθαγιαστική πράξι.
Αν η μετάνοια είναι αναγκαία για κάθε χριστιανό, τότε για τον μοναχό αυτή είναι η βασική του απασχόλησις. Γιατί όλη η ζωή του μοναχού είναι μία ενασχόλησις μετανοίας και μοναχός είναι αυτός που καλλιεργεί την μετάνοια σ᾿ όλη την ζωή της Εκκλησίας (π. Γεώργιος Καψάνης).
Γι᾿ αυτό δεν θα ήθελα να τελειώσω, πριν επιστήσω την προσοχή και επάνω σε μια άλλη άποψι της προσευχής του αγίου Εφραίμ σε άμεση σχέσι με την μοναχική ζωή. Αν λάβουμε υπ᾿ όψιν τα τέσσερα «πνεύματα» της προσευχής, θα αναγνωρίσουμε εύκολα σ᾿ αυτά τις βασικές επαγγελίες της μοναχικής ζωής: στο πνεύμα της σωφροσύνης την παρθενία, στο πνεύμα της ταπεινοφροσύνης την υπακοή, στο πνεύμα της υπομονής την πτωχεία και στο πνεύμα της αγάπης τον βασικό νόμο της κοινοβιακής ζωής. Έτσι, για τον μοναχό η προσευχή του αγίου Εφραίμ είνα ταυτόχρονα προσευχή μετανοίας και προσευχή για την τελείωσι του μοναχού.
Τα χαρακτηριστικά του μέσω της μετανοίας ανανεωμένου ανθρώπου είναι και χαρακτηριστικά του τελείου μοναχού. Συνεπώς, ο αληθινός μοναχός είναι ο ακούραστος εργάτης της μετανοίας. Καταλαβαίνουμε τώρα καλλίτερα τον παραπάνω λόγο του Γέροντος π. Γεωργίου, ότι «όλη η ζωή του μοναχού είμαι μία ενασχόλησις μετανοίας», και γιατί αυτός ο πνευματικός πατήρ, τον οποίον εμνημόνευσα στην αρχή, προσευχόταν όλες τις ημέρες του έτους με την προσευχή: «Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου…».