Του αγίου πατρός μας Επιφανίου αρχιεπισκόπου Κύπρου
Μυστήρια των μυστηρίων απόκρυφα! Δυό κρυφοί μαθητές έρχονται να κρύψουν
σε τάφο τον Ιησού, διδάσκοντας με τη δική τους απόκρυψη το κρυμμένο στον
άδη μυστήριο του κρυμμένου στη σάρκα Θεού.
Και ξεπερνούσαν ο ένας τον άλλο στη διάθεση για το Χριστό· ο Νικόδημος
από τη μια γενναιόδωρος στη σμύρνα και την αλόη, κι ο Ιωσήφ από την άλλη
αξιέπαινος για την τόλμη και το θάρρος του απέναντι στον Πιλάτο.
Ο Ιωσήφ παρουσάσθηκε στόν Πιλάτο του ζήτησε το σώμα του Ιησού και του είπε:
Κάτι ασήμαντο, κάτι που όλοι το θεωρούν μικρό ήρθα να σου ζητήσω, άρχοντά μου. Δώσ’ μου να θάψω το νεκρό σώμα Εκείνου που καταδίκασες (σε θάνατο),
του Ιησού του Ναζωραίου,
του Ιησού του φτωχού,
του Ιησού του άστεγου,
του Ιησού του γυμνού,
του Ιησού του περιφρονημένου,
του Ιησού του γιου ενός μαραγκού,
του Ιησού του δέσμιου,
του Ιησού του παρατημένου στο ύπαιθρο,
του Ιησού του ξένου και αγνώριστου ανάμεσα στους ξένους και καταφρονεμένου και, κοντά σ’ όλα αυτά, κρεμασμένου (στο Σταυρό).
Για έναν νεκρό σε παρακαλώ,
που αδικήθηκε απ’ όλους,
που προδόθηκε από μαθητή,
που εγκαταλείφθηκε από φίλους,
που διώχθηκε από αδελφούς,
που χαστουκίστηκε από δούλο.
Για έναν νεκρό σε εκλιπαρώ,
καταδικασμένο απ’ αυτούς που ο ίδιος ελευθέρωσε απ’ τη σκλαβιά,
ποτισμένο ξύδι απ’ αυτούς που ο ίδιος έθρεψε,
πληγωμένο απ’ αυτούς που ο ίδιος γιάτρεψε,
παρατημένο απ’ τους μαθητές Του και στερημένο την ίδια τη μάνα Του.
Για έναν νεκρό σε ικετεύω, άρχοντά μου,
Αυτόν τον άστεγο που κρέμεται στο ξύλο (του Σταυρού).
Γιατί δεν έχει κανένα να του συμπαρασταθεί πάνω στη γη,
ούτε πατέρα, ούτε φίλο, ούτε μαθητή, ούτε συγγενή, ούτε κάποιον για να Τον θάψει.
Μόνος είναι, του μόνου Πατέρα μονογενής Υιός, Θεός στον κόσμο, κι άλλος κανένας
* * *
Άραγε, Ιωσήφ, ζητώντας Τον και παίρνοντάς Τον, ξέρεις τάχα Ποιόν πήρες;
Άραγε, πλησιάζοντας στο Σταυρό και κατεβάζοντας τον Ιησού, ξέρεις τάχα Ποιόν βάσταξες;
Αν πραγματικά ξέρεις Ποιόν κρατάς, τώρα έχεις γίνει πλούσιος! Γιατί πως αλλιώς κάνεις τούτη τη θεόσωμη και τόσο φρικτή κηδεία;
Αξιέπαινος είναι ο πόθος σου, μα πιο αξιέπαινη της ψυχής σου η διάθεση.
Δεν τρέμεις, άραγε, καθώς σηκώνεις στα χέρια σου, Αυτόν που τρέμουν τα Χερουβείμ;
Με πόσο φόβο, αλήθεια, βγάζεις από το θεϊκό αυτό σώμα το λίγο ρούχο που το σκεπάζει;
Και με πόση ευλάβεια, βέβαια, χαμηλώνεις τα μάτια σου, καθώς τρομάζεις ν’ ατενίσεις τη σωματική φύση του υπερφυσικού Θεού;
Κάτι ασήμαντο, κάτι που όλοι το θεωρούν μικρό ήρθα να σου ζητήσω, άρχοντά μου. Δώσ’ μου να θάψω το νεκρό σώμα Εκείνου που καταδίκασες (σε θάνατο),
του Ιησού του Ναζωραίου,
του Ιησού του φτωχού,
του Ιησού του άστεγου,
του Ιησού του γυμνού,
του Ιησού του περιφρονημένου,
του Ιησού του γιου ενός μαραγκού,
του Ιησού του δέσμιου,
του Ιησού του παρατημένου στο ύπαιθρο,
του Ιησού του ξένου και αγνώριστου ανάμεσα στους ξένους και καταφρονεμένου και, κοντά σ’ όλα αυτά, κρεμασμένου (στο Σταυρό).
Για έναν νεκρό σε παρακαλώ,
που αδικήθηκε απ’ όλους,
που προδόθηκε από μαθητή,
που εγκαταλείφθηκε από φίλους,
που διώχθηκε από αδελφούς,
που χαστουκίστηκε από δούλο.
Για έναν νεκρό σε εκλιπαρώ,
καταδικασμένο απ’ αυτούς που ο ίδιος ελευθέρωσε απ’ τη σκλαβιά,
ποτισμένο ξύδι απ’ αυτούς που ο ίδιος έθρεψε,
πληγωμένο απ’ αυτούς που ο ίδιος γιάτρεψε,
παρατημένο απ’ τους μαθητές Του και στερημένο την ίδια τη μάνα Του.
Για έναν νεκρό σε ικετεύω, άρχοντά μου,
Αυτόν τον άστεγο που κρέμεται στο ξύλο (του Σταυρού).
Γιατί δεν έχει κανένα να του συμπαρασταθεί πάνω στη γη,
ούτε πατέρα, ούτε φίλο, ούτε μαθητή, ούτε συγγενή, ούτε κάποιον για να Τον θάψει.
Μόνος είναι, του μόνου Πατέρα μονογενής Υιός, Θεός στον κόσμο, κι άλλος κανένας
* * *
Άραγε, Ιωσήφ, ζητώντας Τον και παίρνοντάς Τον, ξέρεις τάχα Ποιόν πήρες;
Άραγε, πλησιάζοντας στο Σταυρό και κατεβάζοντας τον Ιησού, ξέρεις τάχα Ποιόν βάσταξες;
Αν πραγματικά ξέρεις Ποιόν κρατάς, τώρα έχεις γίνει πλούσιος! Γιατί πως αλλιώς κάνεις τούτη τη θεόσωμη και τόσο φρικτή κηδεία;
Αξιέπαινος είναι ο πόθος σου, μα πιο αξιέπαινη της ψυχής σου η διάθεση.
Δεν τρέμεις, άραγε, καθώς σηκώνεις στα χέρια σου, Αυτόν που τρέμουν τα Χερουβείμ;
Με πόσο φόβο, αλήθεια, βγάζεις από το θεϊκό αυτό σώμα το λίγο ρούχο που το σκεπάζει;
Και με πόση ευλάβεια, βέβαια, χαμηλώνεις τα μάτια σου, καθώς τρομάζεις ν’ ατενίσεις τη σωματική φύση του υπερφυσικού Θεού;
Πες μου, Ιωσήφ,
θάβεις, άραγε, – και προς την ανατολή στραμμένο τον νεκρό,- που είναι η Ανατολή των ανατολών;
Σφαλίζεις, άραγε, με τα δάχτυλά σου, – όπως κάνουμε στους νεκρούς,- και τα μάτια του Ιησού, που με τ’ άχραντο δάχτυλό Του άνοιξε τα μάτια του τυφλού;
Κλείνεις, άραγε, και το στόμα Εκείνου, που άνοιξε το στόμα του κωφάλαλου;
Λυγίζεις, άραγε, και τα χέρια Εκείνου, που τέντωσε τα παράλυτα χέρια;
Μήπως και τα πόδια δένεις, όπως κάνουμε στους νεκρούς, Εκείνου, που έκανε να βαδίζουν τα παράλυτα πόδια;
Σηκώνεις, άραγε, και πάνω σε νεκροκρέβατο Εκείνον, που πρόσταξε τον παράλυτο, «Πάρε το κρεβάτι σου και περπάτα»;
Αδειάζεις, άραγε, και μύρα πάνω σ’ Εκείνον που, σαν ουράνιο μύρο, άδειασε τον εαυτό Του και ανακαίνισε τον κόσμο;
Τολμάς, άραγε, να σκουπίσεις και τη θεόσωμη εκείνη πλευρά, την αιματοστάλαχτη ακόμα, του Ιησού, που γιάτρεψε τη γυναίκα με την αιμορραγία;
Πλένεις, άραγε, και με νερό το σώμα του Θεού, που όλους τους ξέπλυνε και σ’ όλους χάρισε την κάθαρση (από τις αμαρτίες);
Και τί λαμπάδες ανάβεις, άραγε, μπροστά στο Φως το αληθινό, που φωτίζει κάθε άνθρωπο;
Και ποιούς επιταφίους ύμνους ψάλλεις σ’ Εκείνον, που ακατάπαυστα υμνείται απ’ όλη την ουράνια στρατιά των αγγέλων;
Χύνεις, άραγε, και δάκρυα για τον νεκρό Εκείνον, που δάκρυσε για τον νεκρό Λάζαρο και τον ανέστησε τέσσερις μέρες μετά το θάνατό του;
Και σε θρήνους, άραγε, ξεσπάς για Κείνον, που έδωσε σ’ όλους τη χαρά και σταμάτησε της Εύας τη λύπη;
θάβεις, άραγε, – και προς την ανατολή στραμμένο τον νεκρό,- που είναι η Ανατολή των ανατολών;
Σφαλίζεις, άραγε, με τα δάχτυλά σου, – όπως κάνουμε στους νεκρούς,- και τα μάτια του Ιησού, που με τ’ άχραντο δάχτυλό Του άνοιξε τα μάτια του τυφλού;
Κλείνεις, άραγε, και το στόμα Εκείνου, που άνοιξε το στόμα του κωφάλαλου;
Λυγίζεις, άραγε, και τα χέρια Εκείνου, που τέντωσε τα παράλυτα χέρια;
Μήπως και τα πόδια δένεις, όπως κάνουμε στους νεκρούς, Εκείνου, που έκανε να βαδίζουν τα παράλυτα πόδια;
Σηκώνεις, άραγε, και πάνω σε νεκροκρέβατο Εκείνον, που πρόσταξε τον παράλυτο, «Πάρε το κρεβάτι σου και περπάτα»;
Αδειάζεις, άραγε, και μύρα πάνω σ’ Εκείνον που, σαν ουράνιο μύρο, άδειασε τον εαυτό Του και ανακαίνισε τον κόσμο;
Τολμάς, άραγε, να σκουπίσεις και τη θεόσωμη εκείνη πλευρά, την αιματοστάλαχτη ακόμα, του Ιησού, που γιάτρεψε τη γυναίκα με την αιμορραγία;
Πλένεις, άραγε, και με νερό το σώμα του Θεού, που όλους τους ξέπλυνε και σ’ όλους χάρισε την κάθαρση (από τις αμαρτίες);
Και τί λαμπάδες ανάβεις, άραγε, μπροστά στο Φως το αληθινό, που φωτίζει κάθε άνθρωπο;
Και ποιούς επιταφίους ύμνους ψάλλεις σ’ Εκείνον, που ακατάπαυστα υμνείται απ’ όλη την ουράνια στρατιά των αγγέλων;
Χύνεις, άραγε, και δάκρυα για τον νεκρό Εκείνον, που δάκρυσε για τον νεκρό Λάζαρο και τον ανέστησε τέσσερις μέρες μετά το θάνατό του;
Και σε θρήνους, άραγε, ξεσπάς για Κείνον, που έδωσε σ’ όλους τη χαρά και σταμάτησε της Εύας τη λύπη;
Όμως, Ιωσήφ,
μακαρίζω τα χέρια σου, που περιποιήθηκαν και ψηλάφησαν τα θεόσωμα χέρια και πόδια του Ιησού, αιματόβρεχτα ακόμα.
Μακαρίζω τα χέρια σου, που άγγιξαν την αιματοστάλαχτη πλευρά του Θεού πριν απ’ το Θωμά, τον άπιστο πιστό με την αξιέπαινη περιέργεια.
Μακαρίζω το στόμα σου, που χόρτασε αχόρταγα και ενώθηκε με το στόμα του Ιησού, γεμίζοντας απ’ αυτό με Πνεύμα Άγιο.
Μακαρίζω τα μάτια σου, που πλησίασαν τα μάτια του Ιησού και πήραν απ’ αυτά το φως το αληθινό.
Μακαρίζω το πρόσωπό σου, που ζύγωσε στο πρόσωπο του Θεού.
Μακαρίζω τους ώμους σου, που βάσταξαν Αυτόν που όλα τα βαστάζει.
Μακαρίζω το κεφάλι σου, που το σίμωσε η κεφαλή των όλων.
Μακαρίζω τον Ιωσήφ και το Νικόδημο·
γιατί έγιναν Χερουβείμ μπροστά στα Χερουβείμ, σηκώνοντας και μεταφέροντας πάνω τους το Θεό·
γιατί έγιναν υπηρέτες του Θεού μπροστά στα εξαπτέρυγα (Σεραφείμ), σκεπάζοντας και τιμώντας τον Κύριο όχι με φτερά, αλλά με σεντόνια.
Αυτόν που τρέμουν τα Χερουβείμ, ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος Τον σηκώνουν πάνω στους ώμους και Τον μεταφέρουν μαζί μ’ όλα τα κατάπληκτα τάγματα των ασωμάτων αγγέλων.
μακαρίζω τα χέρια σου, που περιποιήθηκαν και ψηλάφησαν τα θεόσωμα χέρια και πόδια του Ιησού, αιματόβρεχτα ακόμα.
Μακαρίζω τα χέρια σου, που άγγιξαν την αιματοστάλαχτη πλευρά του Θεού πριν απ’ το Θωμά, τον άπιστο πιστό με την αξιέπαινη περιέργεια.
Μακαρίζω το στόμα σου, που χόρτασε αχόρταγα και ενώθηκε με το στόμα του Ιησού, γεμίζοντας απ’ αυτό με Πνεύμα Άγιο.
Μακαρίζω τα μάτια σου, που πλησίασαν τα μάτια του Ιησού και πήραν απ’ αυτά το φως το αληθινό.
Μακαρίζω το πρόσωπό σου, που ζύγωσε στο πρόσωπο του Θεού.
Μακαρίζω τους ώμους σου, που βάσταξαν Αυτόν που όλα τα βαστάζει.
Μακαρίζω το κεφάλι σου, που το σίμωσε η κεφαλή των όλων.
Μακαρίζω τον Ιωσήφ και το Νικόδημο·
γιατί έγιναν Χερουβείμ μπροστά στα Χερουβείμ, σηκώνοντας και μεταφέροντας πάνω τους το Θεό·
γιατί έγιναν υπηρέτες του Θεού μπροστά στα εξαπτέρυγα (Σεραφείμ), σκεπάζοντας και τιμώντας τον Κύριο όχι με φτερά, αλλά με σεντόνια.
Αυτόν που τρέμουν τα Χερουβείμ, ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος Τον σηκώνουν πάνω στους ώμους και Τον μεταφέρουν μαζί μ’ όλα τα κατάπληκτα τάγματα των ασωμάτων αγγέλων.
* * *
Ο Κύριος κρατώντας το νικηφόρο όπλο του Σταυρού μπήκε στον άδη. Έπιασε απ’ το χέρι τον Αδάμ, τον σήκωσε και του είπε:
«Ξύπνα εσύ που κοιμάσαι, αναστήσου απ’ τους νεκρούς, και ο Χριστός θα σε φωτίσει!». Εγώ, ο Θεός σου, που για χάρη σου έγινα γιός σου, για χάρη σου και για χάρη των απογόνων σου, τώρα, με την εξουσία που έχω, λέω και προστάζω τους φυλακισμένους: Βγείτε έξω!
Κι αυτούς που βρίσκονται στο σκοτάδι: Ελάτε στο φως!
Κι εκείνους που έχουν πεθάνει: Αναστηθείτε!
Κι εσένα, (Αδάμ), σε διατάζω: Σήκω απ’ τον (αιώνιο) ύπνο σου!
Δεν σ’ έπλασα γι’ αυτό, για να μένεις φυλακισμένος στον άδη.
Αναστήσου απ’ τους νεκρούς! Εγώ είμαι η ζωή των ανθρώπων.
Ο Κύριος κρατώντας το νικηφόρο όπλο του Σταυρού μπήκε στον άδη. Έπιασε απ’ το χέρι τον Αδάμ, τον σήκωσε και του είπε:
«Ξύπνα εσύ που κοιμάσαι, αναστήσου απ’ τους νεκρούς, και ο Χριστός θα σε φωτίσει!». Εγώ, ο Θεός σου, που για χάρη σου έγινα γιός σου, για χάρη σου και για χάρη των απογόνων σου, τώρα, με την εξουσία που έχω, λέω και προστάζω τους φυλακισμένους: Βγείτε έξω!
Κι αυτούς που βρίσκονται στο σκοτάδι: Ελάτε στο φως!
Κι εκείνους που έχουν πεθάνει: Αναστηθείτε!
Κι εσένα, (Αδάμ), σε διατάζω: Σήκω απ’ τον (αιώνιο) ύπνο σου!
Δεν σ’ έπλασα γι’ αυτό, για να μένεις φυλακισμένος στον άδη.
Αναστήσου απ’ τους νεκρούς! Εγώ είμαι η ζωή των ανθρώπων.
* * *
Σήκω, πλάσμα δικό μου!
Σήκω, μορφή δική μου, φτιαγμένη σύμφωνα με την εικόνα μου!
Σήκω να φύγουμε από δω. Γιατί εσύ είσαι ενωμένος μ’ εμένα κι εγώ μ’ εσένα.
Για σένα έγινα γιος σου εγώ, ο Θεός σου.
Για σένα πήρα τη δική σου μορφή του δούλου εγώ, ο Κύριος.
Για σένα κατέβηκα στη γη και πιο κάτω απ’ τη γη εγώ, που βρίσκομαι πιο πάνω απ’ τους ουρανούς.
Για σένα, τον άνθρωπο, έγινα σαν άνθρωπος αβοήθητος, αφημένος ανάμεσα στους νεκρούς.
Για σένα, που βγήκες μέσ’ από τον κήπο (του παραδείσου), παραδόθηκα στους Ιουδαίους μέσα σε κήπο και σταυρώθηκα μέσα σε κήπο.
Κοίτα στο πρόσωπό μου τα φτυσίματα· τα καταδέχτηκα για χάρη σου, για να σε αποκαταστήσω όπως ήσουνα τότε, που σου είχα δώσει το φύσημά μου.
Κοίτα στα μάγουλά μου τα ραπίσματα· τα καταδέχτηκα, για να ξαναδώσω στη διεστραμμένη μορφή σου την όψη που είχε, σαν εικόνα μου.
Κοίτα στη ράχη μου το μαστίγωμα· το καταδέχτηκα, για να σκορπίσω το φορτίο των αμαρτημάτων σου.
Κοίτα τα τρυπημένα χέρια μου· καλά καρφώθηκαν πάνω στο ξύλο (του Σταυρού) για σένα, που όχι καλά άπλωσες το χέρι σου στο (απαγορευμένο) δέντρο.
Κοίτα τα τρυπημένα πόδια μου· καλά καρφώθηκαν στο ξύλο (του Σταυρού) εξαιτίας των δικών σου ποδιών, που όχι καλά έτρεξαν στο δέντρο της παρακοής
Γεύτηκα χολή για χάρη σου, για να γιατρέψω την πικρή ηδονή που γεύτηκες απ’ τον γλυκό εκείνο καρπό.
Γεύτηκα ξύδι, για να βγάλω οριστικά απ’ τη ζωή σου το καυστικό και αφύσικο ποτήρι του θανάτου.
Δέχτηκα σφουγγάρι, για να σβήσω το χρεόγραφο των αμαρτιών σου.
Δέχτηκα καλάμι, για να υπογράψω την απελευθέρωση του ανθρώπινου γένους.
Σήκω, πλάσμα δικό μου!
Σήκω, μορφή δική μου, φτιαγμένη σύμφωνα με την εικόνα μου!
Σήκω να φύγουμε από δω. Γιατί εσύ είσαι ενωμένος μ’ εμένα κι εγώ μ’ εσένα.
Για σένα έγινα γιος σου εγώ, ο Θεός σου.
Για σένα πήρα τη δική σου μορφή του δούλου εγώ, ο Κύριος.
Για σένα κατέβηκα στη γη και πιο κάτω απ’ τη γη εγώ, που βρίσκομαι πιο πάνω απ’ τους ουρανούς.
Για σένα, τον άνθρωπο, έγινα σαν άνθρωπος αβοήθητος, αφημένος ανάμεσα στους νεκρούς.
Για σένα, που βγήκες μέσ’ από τον κήπο (του παραδείσου), παραδόθηκα στους Ιουδαίους μέσα σε κήπο και σταυρώθηκα μέσα σε κήπο.
Κοίτα στο πρόσωπό μου τα φτυσίματα· τα καταδέχτηκα για χάρη σου, για να σε αποκαταστήσω όπως ήσουνα τότε, που σου είχα δώσει το φύσημά μου.
Κοίτα στα μάγουλά μου τα ραπίσματα· τα καταδέχτηκα, για να ξαναδώσω στη διεστραμμένη μορφή σου την όψη που είχε, σαν εικόνα μου.
Κοίτα στη ράχη μου το μαστίγωμα· το καταδέχτηκα, για να σκορπίσω το φορτίο των αμαρτημάτων σου.
Κοίτα τα τρυπημένα χέρια μου· καλά καρφώθηκαν πάνω στο ξύλο (του Σταυρού) για σένα, που όχι καλά άπλωσες το χέρι σου στο (απαγορευμένο) δέντρο.
Κοίτα τα τρυπημένα πόδια μου· καλά καρφώθηκαν στο ξύλο (του Σταυρού) εξαιτίας των δικών σου ποδιών, που όχι καλά έτρεξαν στο δέντρο της παρακοής
Γεύτηκα χολή για χάρη σου, για να γιατρέψω την πικρή ηδονή που γεύτηκες απ’ τον γλυκό εκείνο καρπό.
Γεύτηκα ξύδι, για να βγάλω οριστικά απ’ τη ζωή σου το καυστικό και αφύσικο ποτήρι του θανάτου.
Δέχτηκα σφουγγάρι, για να σβήσω το χρεόγραφο των αμαρτιών σου.
Δέχτηκα καλάμι, για να υπογράψω την απελευθέρωση του ανθρώπινου γένους.
* * *
Σήκω, λοιπόν, να φύγουμε από δω.
Κάποτε σ’ έδιωξα απ’ τον γήινο παράδεισο· τώρα σε αποκαθιστώ όχι στον παράδεισο (εκείνο), αλλά σε θρόνο ουράνιο.
Σ’ εμπόδισα να φας από το δέντρο της ζωής· να που τώρα ενώθηκα μαζί σου εγώ, η Ζωή.
Γι’ αυτό, σηκωθείτε! Ας φύγουμε από δω.
(Ας πάμε) απ’ το θάνατο στη ζωή,
απ’ τη φθορά στην αφθαρσία,
απ’ το σκοτάδι στο αιώνιο φως.
Σηκωθείτε! Ας φύγουμε από δω.
(Ας πάμε) απ’ την οδύνη στην ευφροσύνη,
απ’ τη δουλεία στην ελευθερία,
απ’ τη φυλακή (του άδη) στην επουράνια Ιερουσαλήμ,
απ’ τα δεσμά στην άνεση,
απ’ τη σκλαβιά στην τρυφή του παραδείσου,
απ’ τη γη στον ουρανό.
Γι’ αυτό, άλλωστε, πέθανα και αναστήθηκα, για να γίνω Κύριος και νεκρών και ζωντανών.
Σηκωθείτε, λοιπόν! Ας φύγουμε από δω.
Σήκω, λοιπόν, να φύγουμε από δω.
Κάποτε σ’ έδιωξα απ’ τον γήινο παράδεισο· τώρα σε αποκαθιστώ όχι στον παράδεισο (εκείνο), αλλά σε θρόνο ουράνιο.
Σ’ εμπόδισα να φας από το δέντρο της ζωής· να που τώρα ενώθηκα μαζί σου εγώ, η Ζωή.
Γι’ αυτό, σηκωθείτε! Ας φύγουμε από δω.
(Ας πάμε) απ’ το θάνατο στη ζωή,
απ’ τη φθορά στην αφθαρσία,
απ’ το σκοτάδι στο αιώνιο φως.
Σηκωθείτε! Ας φύγουμε από δω.
(Ας πάμε) απ’ την οδύνη στην ευφροσύνη,
απ’ τη δουλεία στην ελευθερία,
απ’ τη φυλακή (του άδη) στην επουράνια Ιερουσαλήμ,
απ’ τα δεσμά στην άνεση,
απ’ τη σκλαβιά στην τρυφή του παραδείσου,
απ’ τη γη στον ουρανό.
Γι’ αυτό, άλλωστε, πέθανα και αναστήθηκα, για να γίνω Κύριος και νεκρών και ζωντανών.
Σηκωθείτε, λοιπόν! Ας φύγουμε από δω.
* * *
Ο ουράνιος Πατέρας μου περιμένει το χαμένο πρόβατο.
Τα ενενήντα εννέα πρόβατα των αγγέλων περιμένουν τον σύνδουλό τους Αδάμ· πότε θ’ αναστηθεί, πότε θ’ ανέβει και πότε θα επιστρέψει στο Θεό.
Οι αιώνιες κατοικίες είναι έτοιμες.
Οι θησαυροί των αγαθών έχουν ανοιχτεί.
Η βασιλεία των ουρανών έχει ετοιμαστεί προαιώνια.
Μάτι δεν έχει δει κι αυτί δεν έχει ακούσει κι ανθρώπου λογισμός δεν έχει βάλει τ’ αγαθά που περιμένουν τον άνθρωπο.
* * *
Αυτά και άλλα τέτοια καθώς έλεγε ο Κύριος, αναστήθηκε. Την ίδια στιγμή αναστήθηκαν και ο ενωμένος μαζί Του Αδάμ και η Εύα. Μα κι άλλα πολλά σώματα αγίων, που είχαν πεθάνει απ’ την αρχή των αιώνων, αναστήθηκαν κι αυτά, κηρύσσοντας την τριήμερη ανάσταση του Κυρίου.
Ας την υποδεχθούμε κι εμείς, οι πιστοί, κι ας την αγκαλιάσουμε με χαρά, χορεύοντας μαζί με τους αγγέλους, γιορτάζοντας μαζί με τους αρχαγγέλους και συνάμα δοξάζοντας το Χριστό, που μας ανέστησε από τη φθορά και μας χάρισε τη ζωή. Σ’ Αυτόν ανήκει η δόξα και η δύναμη, μαζί με τον άναρχο Πατέρα Του και το πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό Πνεύμα Του στους ατέλειωτους αιώνες. Αμήν.
Ο ουράνιος Πατέρας μου περιμένει το χαμένο πρόβατο.
Τα ενενήντα εννέα πρόβατα των αγγέλων περιμένουν τον σύνδουλό τους Αδάμ· πότε θ’ αναστηθεί, πότε θ’ ανέβει και πότε θα επιστρέψει στο Θεό.
Οι αιώνιες κατοικίες είναι έτοιμες.
Οι θησαυροί των αγαθών έχουν ανοιχτεί.
Η βασιλεία των ουρανών έχει ετοιμαστεί προαιώνια.
Μάτι δεν έχει δει κι αυτί δεν έχει ακούσει κι ανθρώπου λογισμός δεν έχει βάλει τ’ αγαθά που περιμένουν τον άνθρωπο.
* * *
Αυτά και άλλα τέτοια καθώς έλεγε ο Κύριος, αναστήθηκε. Την ίδια στιγμή αναστήθηκαν και ο ενωμένος μαζί Του Αδάμ και η Εύα. Μα κι άλλα πολλά σώματα αγίων, που είχαν πεθάνει απ’ την αρχή των αιώνων, αναστήθηκαν κι αυτά, κηρύσσοντας την τριήμερη ανάσταση του Κυρίου.
Ας την υποδεχθούμε κι εμείς, οι πιστοί, κι ας την αγκαλιάσουμε με χαρά, χορεύοντας μαζί με τους αγγέλους, γιορτάζοντας μαζί με τους αρχαγγέλους και συνάμα δοξάζοντας το Χριστό, που μας ανέστησε από τη φθορά και μας χάρισε τη ζωή. Σ’ Αυτόν ανήκει η δόξα και η δύναμη, μαζί με τον άναρχο Πατέρα Του και το πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό Πνεύμα Του στους ατέλειωτους αιώνες. Αμήν.