Μέσα
στους προβληματισμούς που γεννήθηκαν το διάστημα του «Μένουμε σπίτι»
είναι και αυτός των ορίων της υπακοής. Ο Σωκράτης μάς διδάσκει ότι οι
νόμοι πρέπει να τηρούνται, ακόμη κι αν είναι άδικοι. Υπάρχει όμως και ο
προβληματισμός για το αν πρέπει να υπακούμε σε νόμους που θέτουν εν
αμφιβόλω την σχέση μας με τον Χριστό, την Εκκλησία, την πίστη. Κι εδώ
φτάσαμε σε οριακές καταστάσεις. Ακούσαμε την ρήση του Οικουμενικού
Πατριάρχη ότι δεν κινδυνεύει η πίστη, αλλά η υγεία και η ζωή των πιστών.
Νιώσαμε όλοι μας το βαθύ κενό στις καρδιές μας να μην μπορούμε να
προσκυνήσουμε τον Εσταυρωμένο, τον Επιτάφιο, να λάβουμε το άγιο φως.
Κυρίως όμως στερηθήκαμε την θεία κοινωνία, την ζωή μας, η μετοχή στην
οποία γίνεται καθ’ υπακοήν στον λόγο του Χριστού και στην εμπειρία της
εκκλησιαστικής ζωής.
Μέχρι πού λοιπόν έπρεπε
να φτάνει η υπακοή μας; Είναι εγωισμός να θέλουμε να κοινωνήσουμε; Το
γεγονός ότι η θεία κοινωνία είναι σημείο μετοχής στο σώμα του Χριστού,
άρα γεγονός εκκλησιαστικό, καταργεί την ατομικότητα, την δίψα του
ανθρώπου να ζήσει τον Χριστό όχι μόνο ως μέλος του σώματος της
Εκκλησίας, αλλά και ως πρόσωπο;
Γνωρίζουμε ότι η Ανάσταση θα είναι καθολική, αλλά και προσωπική. Δεν θα είμαστε ίδιοι οι άνθρωποι μεταξύ μας, αλλά ο καθένας θα είναι αναγνωρίσιμος. Θα έχουμε κοινά στοιχεία, όπως οι άγιοι που απεικονίζονται με το φωτοστέφανο, αλλά ο καθένας μας θα κρατά στοιχεία της ταυτότητάς του, διότι η βασιλεία του Θεού είναι η κατεξοχήν κοινωνία της αγάπης των ανθρώπων με τον Τριαδικό Θεό στο πρόσωπο του Αναστάντος Χριστού και μεταξύ τους ως προσώπων.
Γνωρίζουμε ότι η Ανάσταση θα είναι καθολική, αλλά και προσωπική. Δεν θα είμαστε ίδιοι οι άνθρωποι μεταξύ μας, αλλά ο καθένας θα είναι αναγνωρίσιμος. Θα έχουμε κοινά στοιχεία, όπως οι άγιοι που απεικονίζονται με το φωτοστέφανο, αλλά ο καθένας μας θα κρατά στοιχεία της ταυτότητάς του, διότι η βασιλεία του Θεού είναι η κατεξοχήν κοινωνία της αγάπης των ανθρώπων με τον Τριαδικό Θεό στο πρόσωπο του Αναστάντος Χριστού και μεταξύ τους ως προσώπων.
Επομένως
το να ζητά κάποιος να κοινωνήσει δεν είναι εγωισμός, αλλά σημείο
προσωπικής πείνας και δίψας για τον Θεό. Το να υπακούει όμως στην
Εκκλησία και να υπομένει την στέρηση κι αυτό είναι σπουδαίο, διότι
δείχνει ότι εντάσσει τον εαυτό του στο σώμα του Χριστού και προτιμά να
περιμένει γιατί αγαπά. Το ερώτημα όμως που ανακύπτει είναι κατά πόσον
αυτή η αναμονή έπρεπε να επιβληθεί κι εκεί αναφύεται το ζήτημα των ορίων
της υπακοής.
Στην
Εκκλησία υπάρχει το πρόσωπο του επισκόπου. Σε ζητήματα δογματικά, όπως
και κανονικού περιεχομένου, η Εκκλησία έχει πάρει με τις Οικουμενικές
Συνόδους τις αποφάσεις που ισχύουν
για όλους. Σε ζητήματα όμως διαχείρισης της ζωής μας, όταν άπτονται της
μετοχής μας στο σώμα του Χριστού, αρμόδιος για κάθε Επισκοπή είναι ο
επίσκοπός της. Οι άγευστοι της πίστεως θεωρούν ότι έχουν το δικαίωμα να
αποφασίζουν από μόνοι τους σε τι κάνουν υπακοή και σε τι όχι. Αυτοί,
συνήθως, θεωρούν τον επίσκοπο ως έναν εκφραστή κατεστημένου θεσμού,
προερχόμενου από άλλες εποχές, τον κατακρίνουν και δεν τον
εμπιστεύονται. Όσοι όμως πιστεύουν στον Θεό και στον τρόπο που υπάρχει η
Εκκλησία, έχουν τον επίσκοπο ως σημείο αναφοράς. Δεν είναι ανάγκη να
συμφωνούμε με όλες τις θέσεις του για την καθημερινότητα της Εκκλησίας.
Καλούμαστε όμως να τον εμπιστευόμαστε και να υπακούμε γιατί νιώθουμε ότι
έχει φώτιση εξ Αγίου Πνεύματος, το οποίο ενεργεί και στον έσχατο
επίσκοπο.
Η
κρίση έδειξε έναν φόβο της ποιμαίνουσας Εκκλησίας να εμπιστευθεί στο
ζήτημα της μετάδοσης της θείας κοινωνίας τους επισκόπους της. Η
απολυτότητα όμως δεν λύνει, αλλά γεννά προβλήματα. Καιρός για έναν άλλο
διάλογο!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός