«Καί εἶπεν αὐτῷ ὁ Πέτρος: Αἰνέα,
ἰᾶται σε Ἰησοῦς ὁ Χριστός. Ἀνάστηθι καί στρῶσον σεαυτῷ. Καί εὐθέως ἀνέστη. Καί
εἶδον αὐτόν πάντες οἱ κατοικοῦντες Λύδδαν καί Σάρωνα, οἵτινες ἐπέστρεψαν ἐπί
τόν Κύριον» (Πράξ. 9, 34-35)
«Ο Πέτρος του είπε: Αινέα,
σε γιατρεύει ο Ιησούς Χριστός. Σήκω και στρώσε το κρεβάτι σου. Κι αυτός αμέσως
σηκώθηκε. Όλοι όσοι κατοικούσαν στη Λύδδα καί στο Σάρωνα τον είδαν και δέχτηκαν
τον Ιησού για Κύριό τους».
Γιατί οι
άνθρωποι ζητάμε θαύματα στη ζωή μας για να πιστέψουμε; Είναι μόνο η επίδραση
της λογικής που μας κάνει να αμφισβητούμε αυτό που κατά βάθος γνωρίζουμε ότι
είναι αληθινό, δηλαδή η παρουσία του Θεού, η πίεση που το περιβάλλον μάς
προκαλεί, ιδίως αυτοί που εμπιστευόμαστε και μας επηρεάζουν ή ένα αίσθημα ότι
πρέπει να ζήσουμε κι εμείς την εμπειρία της απόδειξης και δεν μας αρκεί η εμπειρία
όσων ανά τους αιώνες έζησαν το θαύμα της πίστης είτε εξ αρχής όντας κοντά στον
Χριστό είτε ως συνεχιστές τους;
Στην
αναστάσιμη περίοδο διαβάζουμε αποσπάσματα από το βιβλίο των Πράξεων των
Αποστόλων. Σε ένα από αυτά, ο απόστολος Πέτρος ανασταίνει δύο ανθρώπους:
τον ένα από την υποχρεωτική επί οκτώ χρόνια παράλυση που έκανε το κρεβάτι του
ένα είδος τάφου, και τον άλλον, μια
γυναίκα που έκανε πολλές αγαθοεργίες στους χριστιανούς της Ιόππης, και που
πέθανε από κάποια ξαφνική ασθένεια. Η μία ανάσταση ήταν από την ασθένεια. Η
άλλη από τον θάνατο. Και στις δύο περιπτώσεις οι άνθρωποι που έζησαν το θαύμα
ανταποκρίθηκαν σ’ αυτό και δέχτηκαν τον Χριστό ως Κύριό τους. Πίστεψαν δηλαδή.
Δεν ήταν μόνο το μέγεθος του θαύματος. Ήταν το γεγονός ότι αυτός που έκανε το
θαύμα δεν το έκανε με την δική του δύναμη, αλλά διά της δικής του πίστης στον
Χριστό. Δεν πίστεψαν στον Πέτρο, αλλά στον Χριστό διά του Πέτρου. Ἐζησαν την
εμπειρία το θαύμα που έγινε στους συνανθρώπους
τους να τους αγγίξει και τους ίδιους. Κατενόησαν όμως πως η αλήθεια δεν
βρίσκεται μόνο στην εμπειρία, αλλά στο πρόσωπο που αποκαλύπτεται δι’ αυτής: τον
Ιησού Χριστό ως Θεό. Και τα δύο θαύματα αυξάνουν τον αριθμό των ανθρώπων που
μετέχουν πλέον στην εκκλησιαστική κοινότητα. Δεν είναι ενέργειες ενός θαυματοποιού
που καλεί σε δόξα του εαυτού του. Είναι ενέργειες εκείνου που έχει ζήσει τον
Θεό και μεταδίδει και διά του λόγου και διά του θαύματος την εμπειρία της
κοινωνίας μαζί του.
Τρία
λοιπόν είναι ουσιαστικά τα θαύματα που αποτυπώνονται. Το ένα της υγείας. Το
άλλο της ζωής. Το τρίτο της κοινωνίας. Η υγεία είναι πολύτιμη για τον άνθρωπο. Ο
κλονισμός ή η απουσία της είναι μεγάλη δοκιμασία. Ωστόσο η ύπαρξη υγείας αλλά και
η ασθένεια κρύβουν μέσα τους μία ελπίδα. Αυτή της διατήρησης ή της αλλαγής. Ότι
η υγεία θα διατηρηθεί ή ότι θα επανέλθει, είτε διά της ιατρικής, είτε διά της
κράσης του ανθρώπου είτε δια του θαύματος. Ο άρρωστος διατηρεί μέσα του την
ελπίδα ότι θα ξαναγίνει υγιής. Ο θάνατος όμως συνεπάγεται την απώλεια κάθε
ελπίδας. Όχι μόνο ο κεκοιμημένος αλλά και οι δικοί του άνθρωποι μπροστά στον
θάνατο αισθάνονται εντελώς ανίσχυροι και παύουν πλέον να ελπίζουν, εφόσον ο
θάνατος είναι ένα γεγονός που δεν έχει επιστροφή.
Ο Πέτρος, με τα δύο θαύματα που κάνει
στο όνομα του Χριστού, αποκαθιστά την ελπίδα ως δώρο του Θεού. Δίνει στον
Αινέα την αποκατάσταση της υγείας του, εκπληρώνοντας αυτό που ήλπιζε, ακόμη κι
αν δεν φαινόταν εφικτό. Τον κάνει να σηκώνεται και να στρώνει το κρεβάτι του.
Να βάζει ουσιαστικά σε σειρά τον ίδιο του τον εαυτό, αφού ξαναβρίσκει την
ελπίδα ότι ο Θεός υπάρχει και δεν τον ξέχασε. Και όχι μόνο την στιγμή εκείνη.
Σε όποια δοκιμασία της ζωής του εφεξής θα νιώθει τον Θεό παρόντα. Δίνει στην Ταβιθά
την ζωή και σε όσους την αγαπούσαν την χαρά η ελπίδα να ξαναβρίσκει θέση στη ζωή τους. Διότι η ανάσταση
της Ταβιθάς είναι σημείο ότι ο θάνατος τελικά δε κυριεύει την ζωή μας, αλλά η
πίστη τον νικά, είτε με την ανάσταση του θαύματος είτε με την ανάσταση των
νεκρών.
Το τρίτο
θαύμα είναι αυτό της κοινωνίας των προσώπων, που βιώνεται στην Εκκλησία. Κι ο
Αινέας και η Ταβιθά είναι μέλη της τοπικής Εκκλησίας και τα θαύματα βιώνονται
από όλους τους υπόλοιπους πιστούς. Η Εκκλησία είναι το σώμα του Χριστού, είναι
η κοινωνία αυτών που ελπίζουν, αλλά και αυτών που πιστεύουν. Ελπίζουν στον
Χριστό ως Νικητή του θανάτου ότι θα μας δώσει αυτό που μας λείπει στην παρουσία
ζωή, στην καθημερινότητά μας, άλλοτε την υγεία, άλλοτε την πρόοδο, άλλοτε την δύναμη
να αντέξουμε τις δοκιμασίες. Πιστεύουν στον Χριστό ότι τον τελικό λόγο τον έχει
Εκείνος και όσοι Τον ακολουθούν, ακόμη και για τον έσχατο εχθρό της ύπαρξής
μας, τον θάνατο.
Η
Εκκλησία δεν είναι σώμα θεωρητικολογούντων. Είναι σώμα που ελπίζει, πιστεύει
και κοινωνεί. Και τα τρία θαύματα έχουν να κάνουν με τον Χριστό. Όσοι δεν ζούνε
αυτά τα σημεία δεν μπορούν να κατανοήσουν την χάρη που λαμβάνουμε όσοι είμαστε
εντός του σώματος του Χριστού με την καρδιά μας. Και αυτό το σώμα χτίζει άλλον τρόπο θέασης των
ανθρώπινων σχέσεων. δεν είναι η ζωή, η καθημερινότητα, οι στόχοι και τα όνειρα
του κόσμου τούτου που μας φέρνουν τον έναν δίπλα στον άλλον. Είναι η παρουσία
του Χριστού στις καρδιές μας. Όσοι συζητούν για τα μυστήρια της Εκκλησίας, για
τον τρόπο που η Εκκλησία δρα, αν δεν έχουν την πίστη που γίνεται σχέση με τον
Χριστό, δεν μπορούν να κατανοήσουν γιατί θέλουμε να είμαστε υγιείς πνευματικά
πρώτα, γιατί ελπίζουμε στον Χριστό, γιατί κοινωνούμε ο ένας με τον άλλον και με
τον Χριστό. «Έρχου και ίδε» μας καλεί η πίστη μας, ιδίως αυτό το διάστημα. Και
η εμπειρία μάς αναπαύει όταν το εγώ μας δεν απαιτεί, αλλά συγκαταβαίνει και
αφήνεται στο θαύμα του Χριστού. Όταν ο Χριστός είναι η ελπίδα μας. Όταν είμαστε
αποφασισμένοι να συμμαζέψουμε τον εαυτό μας! Όταν νιώσουμε ότι ο Χριστός μας
λείπει και Τον αναζητήσουμε με όλες μας τις δυνάμεις!
Χριστός
Ανέστη!