Ὅταν δὲ ἀναχώρησε γιὰ νὰ ἀκολουθήσῃ τὸν μοναχικὸ βίο, προσευχήθηκε πάλι τὸ ἴδιο. Καὶ τότε μία φωνὴ πάλι, τοῦ εἶπε:
Κύριε, εκείνο το παγερό βράδυ δεν βρέθηκε κατάλυμα να σε φιλοξενήσει. Ένας χώρος να στεγάσει την αγάπη σου. Μία γωνιά να ζεστάνει την νεαρή μητέρα σου. Μικρό παιδί μες στην αθωότητα μου, απορούσα, «μα γιατί δεν βρέθηκε κανείς να σε φιλοξενήσει; Βρέφος, μωρό παιδί, μιας ξένης κοπέλας χαμένης μέσα στην νύχτα με την αγωνία στα μάτια».
Τώρα που μεγάλωσα και η αθωότητα έδωσε την θέση της στην εμπειρία του κακού, έμαθα το «γιατί». Γιατί αυτός ο κόσμος δεν αντέχει Χριστέ μου την ομορφιά της αγνότητας σου. Κόσμος ψεύδους και υποκρισίας, μίσους και αδικίας, δεν έχει χώρο για σένα. Είμαι πλέον βέβαιος, ότι όσες φορές κι αν ξανάρθεις σε αυτή την γη, πάλι σε φάτνη θα γεννηθείς, γιατί δεν σε αντέχουν.
Δεν μπορούν την αγάπη και την ελευθερία σου.
Τους παιδεύεις Χριστέ μου, τους μπερδεύεις. Αυτοί διψάνε για εξουσία και δύναμη και εσύ έρχεσαι ταπεινός και αδύναμος. Αυτοί διψάνε για απειλές και τιμωρίες και εσύ συγχωρείς και ανέχεσαι. Αυτοί θέλουν «νόμους» και «δικαιοσύνη» και εσύ τους δίνεις αγκαλιές και φιλιά, την κόλαση ποθούν και τους χαρίζεις τον παράδεισο.
Γι αυτό σου λέω, και σήμερα πάλι να ερχόσουν σε σκοτεινό και παγερό δρόμο θα σε πετούσαν. Πρόσφυγα θα σε έκαναν, ζητιάνο και ρακένδυτο, τρελό θα σε ονόμαζαν, ως ασεβή και αιρετικό θα σε καταδίκαζαν, έξω από τις θρησκείες τους θα σε πετούσαν ως επικίνδυνο.
Είναι αλήθεια Χριστέ μου, ότι ποτέ δεν σε κατάλαβαν οι ισχυροί και «δίκαιοι», οι «ικανοί» και επιτυχημένοι, οι καθώς πρέπει και «τέλειοι». Μονάχα εκείνοι οι ταπεινοί και τσαλακωμένοι της ζωής, οι απογοητευμένοι και πονεμένοι, οι αμαρτωλοί, οι πόρνες και τελώνες της ιστορίας, όλοι εκείνοι που ποτέ δεν θεώρησαν ότι αξίζουν την Βασιλεία σου, μονάχα εκείνοι Κύριε, σε αναγνώρισαν και σε δέχθηκαν, γιατί πρώτα είχαν αποδεχθεί την αποτυχία και την αδυναμία τους, το πυκνό σκοτάδι της δικής τους παγερής νύχτας.
Είναι Χριστέ μου που αιώνες τώρα επιμένεις να αγαπάς τους "κολασμένους" που μυρίζουν παράδεισο. Είναι Κύριε που αγαπάς εκείνους που δεν αγάπησε κανείς…
π.λίβυος
Στο σημερινό ευαγγελικο ανάγνωσμα επικεντρώνουμε για μία ακόμη φορά την προσοχή μας στην ιδιότυπη επικοινωνία ενός πλούσιου νέου εκείνης της εποχής με τον Χριστό. Οι Ευαγγελιστές μας, από όλα τα θαύματα και όλες τις διδασκαλίες του Χριστού που έκανε όσο ήταν κοντά μας με ανθρώπινη μορφή, επέλεξαν να αναφερθούν και να καυτηριάσουν τον πλούτο. Άραγε ποιος ο λόγος που κάθε φορά στην θρησκευτική πραγματικότητα ο πλούτος φαίνεται να παρουσιάζεται ως μία ασθενούσα κατάσταση που οδηγεί μακρυά από την παρουσία του Θεού;
Καταρχήν θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ποιος είναι αυτός ο πλούσιος νέος που προσεγγίζει τον Θεό. Δεν είναι αρκετό να επαναλάβουμε τα λόγια του Ευαγγελίου στην προσπάθεια μας να τον αναγνωρίσουμε. Είναι απαραίτητο να δούμε πίσω από τα λόγια αυτά και την σημασία τους στην σημερινή μας πραγματικότητα. Είναι άραγε αμαρτία να είναι κάποιος πλούσιος; Σίγουρα όχι, θα ισχυριζόταν ένας λογικός άνθρωπος, εφόσον τα αποκτηθέντα είναι προϊόν νόμιμης εργασίας. Αλλά αυτό που παρατηρούμε είναι ότι ο Κύριος δεν κάνει αυτό τον διαχωρισμό. Δεν μιλάει για το πως έγινε κάποιος πλούσιος. Αναφέρεται γενικά στον πλούτο. Και αυτό διότι ο τελευταίος συμβολίζει την διάσπαση και την πολλαπλότητα που αποπροσανατολίζει από τον Ένα.
Αυτό που βιώνει η σημερινή μας κοινωνία σε υπερθετικό βαθμό είναι η λατρεία της κτίσης σε όλες τις εκφάνσεις της και όχι του Κτίσαντος. Ο άνθρωπος εκ φύσεως είναι ον λατρείας. Και μάλιστα λατρείας αυτού του κόσμου, με μία όμως διαφορετική έννοια: ενός κόσμου που καθρεπτίζει στην ολότητα του την Θεοφάνεια, την ύπαρξη και τις ενέργειες του Θεού’ την δύναμη Του και την πρόνοια Του για το πλάσμα Του. Είναι με λίγα λόγια ο κόσμος η αποκάλυψη του Ενός, σήμερα, τώρα, σε όλες τις πτυχές της καθημερινότητας μας. Αυτή η λατρεία λοιπόν θα έπρεπε στην φυσιολογική της μορφή να αποτελεί και την κινητήριο δύναμη του ανθρώπου, αφού μόνο μέσω αυτής μπορεί να επιτευχθεί η επικοινωνία (κοινωνία) με τον Δημιουργό.
Ας δούμε όμως τι συμβαίνει, μέσα από το πρίσμα του Ευαγγελίου. Ο πλούσιος νέος προσεγγίζει τον Χριστό ρωτώντας τι πρέπει να κάνει για να κερδίσει την βασιλεία των Ουρανών. Αυτό και μόνο μας φανερώνει ότι ο νεός αυτός δέχεται την ύπαρξη του Θεού. Δεν είναι άθεος αφού επιζητά την βασιλεία Του. Πιθανόν να δέχεται ότι Αυτός (ο Θεός) είναι και το αίτιο της ύπαρξης όλων. Πιθανόν ακόμα να “βλέπει” και τις ενέργειες του Θεού μέσα στον κόσμο, ως δείγμα της πρόνοιας Του και της αγάπης Του για τα δημιουργήματα Του. Αυτό όμως που αρνείται πεισματικά να δει είναι τον ίδιο τον Θεό μέσα στον κόσμο και διά του κόσμου. Αρνείται την δημιουργία μίας αληθινής σχέσης μαζί Του αφού η ψυχή του αδυνατεί να συγκεντρωθεί και να εστιάσει στον Ένα. Είναι πολλαπλά διασπασμένη στα πολλά, στα υλικά και στα πνευματικά που απαρτίζουν την καθημερινότητα του. Έχασε την δύναμη να εστιάζει την προσοχή του εκεί που πραγματικά ωφελείτε και όταν ο Χριστός του δείχνει τον τρόπο λέγοντας του:
«Αν θέλεις να είσαι τέλειος, πήγαινε, πούλησε τα υπάρχοντά σου και δώσε τα στους φτωχούς, και θα έχεις θησαυρό στους ουρανούς, και έλα ακολούθα με».
Νοιώθει να πνίγεται, νοιώθει να γκρεμίζει ο κόσμος που έχει ο ίδιος κατασκευάσει και λατρέψει, και που σίγουρα δεν είναι ο κόσμος που φανερώνει τον Δημιουργό.
Άραγε μας θυμίζει τίποτα αυτό; Μήπως δεν είναι αυτό που όλοι μας, σε διαφορετικό βαθμό βιώνουμε σήμερα; Φτιάξαμε τον μικρόκοσμο μας και τον λατρέψαμε. Και όποιος διανοηθεί να τον αλλάξει ή να τον μεταβάλλει γίνεται ο χειρότερος εχθρός μας. Μα ο Χριστός γι’ αυτό ήρθε στον κόσμο: για να αλλάξει, να μεταβάλλει, να μεταμορφώσει, να μορφοποιήσει όπως Αυτός θέλει.
Ας κάνουμε επιτέλους πράξη τα λόγια του Ευαγγελίου “καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα”, κάνοντας την υπέρβαση. Ο Θεός αυτό ζητάει από εμάς: να γίνουμε επαναστάτες, να βγούμε έξω από το “κουτί” μας και να παραδοθούμε στην Χάρη Του.
Καλή και ευλογημένη εβδομάδα
π. Ιωάννης Ψωμάς
Πρωτότυπο Κείμενο
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, νεανίσκος τις προσῆλθε τὸ ᾿Ιησοῦ, γονυπετῶν αὐτῷ, καὶ λέγων· Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ἀγαθὸν ποιήσω ἵνα ἔχω ζωὴν αἰώνιον; Ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· Τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς, εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός. Εἰ δὲ θέλεις εἰσελθεῖν εἰς τὴν ζωήν, τήρησον τὰς ἐντολάς. Λέγει αὐτῷ· Ποίας; Ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπε· Τὸ· Οὐ φονεύσεις· Οὐ μοιχεύσεις· Οὐ κλέψεις· Οὐ ψευδομαρτυρήσεις· Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα· καὶ· Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. Λέγει αὐτῷ ὁ νεανίσκος· Πάντα ταῦτα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου· τί ἔτι ὑστερῶ; Ἔφη αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε, πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα, καὶ δὸς πτωχοῖς· καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ· καὶ δεῦρο, ἀκολούθει μοι. Ἀκούσας δὲ ὁ νεανίσκος τὸν λόγον, ἀπῆλθε λυπούμενος· ἦν γὰρ ἔχων κτήματα πολλά. ῾Ο δὲ ῾Ιησοῦς εἶπε τοῖς Μαθηταῖς αὐτοῦ· Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅτι πλούσιος δυσκόλως εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. Πάλιν δὲ λέγω ὑμῖν, εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ τρυπήματος ῥαφίδος διελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν. Ἀκούσαντες δὲ οἱ Μαθηταὶ αὐτοῦ, ἐξεπλήσσοντο σφόδρα, λέγοντες· Τίς ἄρα δύναται σωθῆναι; Ἐμβλέψας δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Παρὰ ἀνθρώποις τοῦτο ἀδύνατόν ἐστι, παρὰ δὲ Θεῷ πάντα δυνατά ἐστι.
Νεοελληνική Απόδοση
Εκείνο τον καιρό, κάποιος πλησίασε τον Ιησού και του είπε: «Αγαθέ Διδάσκαλε, τι καλό να κάνω για ν’ αποκτήσω αιώνια ζωή;» Κι αυτός του είπε: «Γιατί με ονομάζεις αγαθό; Κανένας δεν είναι αγαθός, παρά μόνο ένας ο Θεός. Αν θέλεις πάντως να μπεις στη ζωή, τήρησε τις εντολές». Του λέει: «Ποιές;» Κι ο Ιησούς είπε: «Το μη σκοτώσεις, μη μοιχεύσεις, μην κλέψεις, μην ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τον πατέρα και τη μητέρα σου και αγάπα τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου». Του λέει ο νεαρός: « Όλα αυτά τα τηρώ από πολύ μικρός∙ σε τι υστερώ ακόμα»; Του είπε ο Ιησούς: «Αν θέλεις να γίνεις τέλειος, πήγαινε πούλησε τα υπάρχοντά σου και δώσε τα χρήματα στους φτωχούς, και θα έχεις θησαυρό κοντά στο Θεό, κι έλα να με ακολουθήσεις». Μόλις άκουσε την απάντηση ο νεαρός, έφυγε λυπημένος, γιατί είχε μεγάλη περιουσία.
Κι ο Ιησούς είπε στους μαθητές του: «Σας βεβαιώνω πως δύσκολα θα μπει πλούσιος στη βασιλεία του Θεού. Και σας το επαναλαμβάνω: Είναι ευκολότερο να περάσει καμήλα από βελονότρυπα, παρά να μπει πλούσιος στη βασιλεία του Θεού».Όταν το άκουσαν οι μαθητές του, ένιωσαν μεγάλη κατάπληξη κι έλεγαν: «Τότε ποιος μπορεί να σωθεί;» Ο Ιησούς τους κοίταξε και είπε: « Αυτό είναι αδύνατο για τους ανθρώπους∙ για το Θεό όμως όλα είναι δυνατά».
Ηλιάνας Κάουρα, θεολόγου
Αρχιμ. Αυγουστίνου Κκαρά
Πρωτότυπο Κείμενο
Ἀδελφοί, γνωρίζω ὑμῖν τὸ εὐαγγέλιον ὃ εὐηγγελισάμην ὑμῖν, ὃ καὶ παρελάβετε, ἐν ᾧ καὶ ἑστήκατε, δι᾿ οὗ καὶ σῴζεσθε, τίνι λόγῳ εὐηγγελισάμην ὑμῖν εἰ κατέχετε, ἐκτὸς εἰ μὴ εἰκῇ ἐπιστεύσατε. Παρέδωκα γὰρ ὑμῖν ἐν πρώτοις ὃ καὶ παρέλαβον, ὅτι Χριστὸς ἀπέθανεν ὑπὲρ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν κατὰ τὰς γραφάς, καὶ ὅτι ἐτάφη, καὶ ὅτι ἐγήγερται τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ κατὰ τὰς γραφάς, καὶ ὅτι ὤφθη Κηφᾷ, εἶτα τοῖς δώδεκα· ἔπειτα ὤφθη ἐπάνω πεντακοσίοις ἀδελφοῖς ἐφάπαξ, ἐξ ὧν οἱ πλείους μένουσιν ἕως ἄρτι, τινὲς δὲ καὶ ἐκοιμήθησαν· ἔπειτα ὤφθη ᾿Ιακώβῳ, εἶτα τοῖς ἀποστόλοις πᾶσιν· ἔσχατον δὲ πάντων ὡσπερεὶ τῷ ἐκτρώματι ὤφθη κἀμοί. Ἐγὼ γάρ εἰμι ὁ ἐλάχιστος τῶν ἀποστόλων, ὃς οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς καλεῖσθαι ἀπόστολος, διότι ἐδίωξα τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ· χάριτι δὲ Θεοῦ εἰμι ὅ εἰμι· καὶ ἡ χάρις αὐτοῦ ἡ εἰς ἐμὲ οὐ κενὴ ἐγενήθη, ἀλλὰ περισσότερον αὐτῶν πάντων ἐκοπίασα, οὐκ ἐγὼ δέ, ἀλλ᾿ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σὺν ἐμοί. Εἴτε οὖν ἐγὼ εἴτε ἐκεῖνοι, οὕτω κηρύσσομεν καὶ οὕτως ἐπιστεύσατε.
Νεοελληνική Απόδοση
Αδελφοί, σας θυμίζω το χαρμόσυνο μήνυμα που σας έφερα με το κήρυγμά μου. Αυτό το μήνυμα το δεχτήκατε, σ΄ αυτό παραμείνατε σταθεροί, μ΄ αυτό και σώζεστε, αν βέβαια μένετε προσκολλημένοι σ΄ αυτό, όπως ακριβώς σας το κήρυξα, εκτός εάν μάταια πιστέψατε. Σας παρέδωσα τη διδασκαλία που είχα κι εγώ παραλάβει και που έχει πρωταρχική σημασία: ότι δηλαδή ο Χριστός πέθανε, σύμφωνα με τις Γραφές, για τις αμαρτίες μας, ότι ενταφιάστηκε και ότι, σύμφωνα με τις Γραφές αναστήθηκε την τρίτη ημέρα και ότι εμφανίστηκε στον Κηφά, έπειτα στους Δώδεκα. Έπειτα εμφανίστηκε σε περισσότερους από πεντακόσιους αδελφούς συγχρόνως, από τους οποίους μερικοί πέθαναν, οι περισσότεροι όμως είναι ακόμα στη ζωή. Έπειτα εμφανίστηκε στον Ιάκωβο, έπειτα σε όλους τους αποστόλους. Τελευταία από όλους, εμφανίστηκε και σ΄ εμένα σαν σε έκτρωμα. Γιατί εγώ πραγματικά είμαι ο τελευταίος ανάμεσα σε όλους τους αποστόλους, εγώ δεν είμαι άξιος ούτε να ονομάζομαι απόστολος, γιατί καταδίωξα την εκκλησία του Θεού. Με τη χάρη όμως του Θεού έγινα αυτό που έγινα, κι αυτή η χάρη προς εμένα δεν υπήρξε άκαρπη: εργάστηκα περισσότερο απ΄ όλους τους αποστόλους, όχι βέβαια εγώ, αλλά η χάρη του Θεού που με συνοδεύει. Είτε εγώ, λοιπόν, είτε εκείνοι, αυτά κηρύττουμε και αυτά πιστέψατε.
Αρχιμ. Αυγουστίνου Καρά