Πέμπτη 6 Αυγούστου 2020

Η ΚΥΡΑ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ


(Φώτης Κόντογλου, Παναγία η χαρά των χριστιανών)

««τι γυρεύεις;» του λέω
«τη Θεοτόκο» μου λέει 
– στην ακατάληπτη γλώσσα εκείνων που δίνουν νόημα σε μια εποχή!»(τ.λειβ)

Τά ματόφρυδά της εἶναι καμαρωτά, ζωηρά καί μακρυά, φτάνοντας ἴσαμε κοντά στ’ αὐτιά της, τά μάτια της ἀμυγδαλωτά, ἰσκιωμένα, καστανά, βαθειά, σοβαρά μά γλυκύτατα, μέ τ’ ἀσπράδι καθαρό μά ἰσκιωμένο.

Τό βλέμμα της εἶναι μελαγχολικό ἁπλό, ἴσιο, ἥσυχο, συμπαθητικό, ἀγαπητό, θλιμένο μά καί μαζί χαροποιό, αὐστηρό μά καί μαζί συμπονετικό, ἁγιώτατο, πνευματικό, ἀθῶο, σκεφτικό, ἄμωμο, ἐλπιδοφόρο, ὑπομονητικό, πρᾶο, σεμνώτατο, μακρυά ἀπό κάθε σαρκικόν λογισμό, καθρέφτισμα μυστικό τοῦ παραδείσου, βασιλικό καί ταπεινό, ἀνθρώπινο καί θεϊκό, ἄκακο, ἀδελφικό, εὐγενικό, ἐλεγκτικό, ἄγρυπνο, γαληνό, φιλάνθρωπο, μητρικό, παρθενικό, δροσερό, καυτερό γιά ὅσους ἔχουνε πονηρούς λογισμούς, τρυφερό, διαπεραστικό, ἐρευνητικό, ἀπροσποίητο, ἡγεμονικό, συγκαταβατικό, παρακαλεστικό, ἀμετασάλευτο.

Ἡ μύτη της εἶναι μακρυὰ καί στενή, μέ μέτρο, ἰουδαϊκή, ἄσαρκη, μέ λεπτά ρουθούνια, λίγο γυριστή, σεμνή.

Τό στόμα της μικρό, ντροπαλό, φρόνινμο, κλειστό, καθαρό, ἰσκιωμένο κατά τό μάγουλο, σάν νά χαμογελᾶ ἐλαφρά. Τό πηγούνι της γυριστό, σεβαστό, ἀνεπιτήδευτο, ταπεινό.

Τό μαγουλό της, παρθενικό, καθαρό, χνουδωτό, εὐωδιασμένο, ντροπαλό, χλωμό μέ μίαν ἐλαφρότατη ροδοκοκκινάδα. Ὁ λαιμός της γυρτός ταπεινά, σμίγει μέ τό πηγούνι μ’ ἕνα ἁπαλό ἴσκιασμα πού τό λέγανε οἱ παλαιοί γλυκασμό.

Τό ὅλο πρόσωπό της εἶναι ἱερατικό καί θρησκευτικό, καί μαρτυρᾶ ἀρχαία φυλή. Τά ἄχραντα χέρια της εἶναι μικρά, στενά μακροδάχτυλα, λεπτόνυχα.

Μέ τό ἀριστερό βαστᾶ τόν Χριστό, καί τό δεξί τόχει ἀκουμπισμένο σεμνά ἀπάνω στό στῆθος της, σέ στάση παρακαλεστική, μέ τό μεγάλο δάχτυλο μακρυά ἀπό τ’ ἄλλα.

Στά πιό ἀρχαῖα εἰκονίσματα αὐτό τό χέρι εἶναι πιό ὄρθιο καί πιό ψηλά, κοντά στό λαιμό.

Ὁ πιό αὐστηρός τύπος τῆς Παναγίας εἶναι ἡ λεγόμενη Ὁδηγήτρια, πού ἔχει ὄρθια τήν κεφαλή της, ἔκφραση ἀπαθέστερη καί τό ὅλο σχῆμα της εἶναι πιό ἱερατικό.