«Καί πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσηται
ὅτι Κύριος Ἰησοῦς Χριστός εἰς δόξαν Θεοῦ πατρός» (Φιλιπ. 2,11)
«Και κάθε γλώσσα θα
ομολογήσει ότι Κύριος είναι ο Ιησούς Χριστός, για να δοξάζεται έτσι ο Θεός
Πατέρας»
Καθώς
κλείνει ο κύκλος της εορτής της Κοιμήσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου, καθώς το
Πάσχα του καλοκαιριού με την 9ήμερη Διακαινήσιμό του μας αφήνει σε έναν καιρό
αγωνίας, ταλαιπωρίας και αμφιβολίας, η Εκκλησία μας υπενθυμίζει κατά την ημέρα
της Αποδόσεως πως ό,τι ζούμε έχει ως αρχή και τέλος το πρόσωπο του Χριστού και
το όνομά Του. Οι άνθρωποι είναι αλήθεια ότι προκρίνουμε έναντι της πίστης το
συναίσθημα και η Μάνα αποτυπώνει με την αγάπη, την αγκαλιά, το χαμόγελο, την παρηγοριά,
την ικεσία, αλλά και την έγνοια της για μας την συναισθηματική μας ανάγκη να
μην νιώθουμε μόνοι, να μπορούμε να μοιραζόμαστε, να κλάψουμε και να γελάσουμε
ανάλογα με τις περιστάσεις της ζωής και να αισθανθούμε μία παρηγοριά ασφάλειας,
ακόμη κι αν ξέρουμε κατά βάθος πως η πορεία μας είναι κατά άνθρωπο προς τον
θάνατο. Η Μάνα μας δίνει ελπίδα ότι ο θάνατος δεν είναι το τέρμα. Μολονότι κι
αυτή δεν είναι παντοδύναμη, καθώς περνά και η ίδια τον Γολγοθά της εξόδου από
τον βίο, εντούτοις είναι βοηθός μας.
Η
Εκκλησία όμως δεν παύει να μας θυμίζει ότι το συναίσθημα είναι στοιχείο της
ύπαρξης, αλλά δεν εξαντλεί το περιεχόμενό της. Κι αυτό διότι ο άνθρωπος είναι
υπόσταση που έλαβε δωρεά από τον Θεό τον σκοπό της πληρότητας. Το καθ’
ομοίωσιν. Και σ’ αυτό χωρούνε ο νους και
η καρδιά, το σώμα κι η ψυχή. Η πίστη δεν είναι μία συναισθηματική προσέγγιση
του θείου. Ο πολιτισμός μας πορεύεται κατ’
αυτόν τον τρόπο. Η λογική μας αναπαύεται στην επιστήμη, στην εργασία,
στο χρήμα, στην επιβίωση, ακόμη και στην ικανοποίηση της επιθυμίας μας.
Θεωρούμε εύλογο να απολαμβάνουμε, κάποτε και χωρίς μέτρο, εφόσον ο πολιτισμός
το επιτρέπει. Διαλέγουμε όμως την σχέση μας με τον Θεό όταν στην ζωή μας
συναντούμε τον φόβο. Και ο φόβος είναι υπαρξιακός. Έχει να κάνει με οποιαδήποτε
δοκιμασία, από την σχέση, από την πρόκληση να βρούμε εργασία, μέχρι την
ασθένεια και τον θάνατο. Το συναίσθημα τότε κυριαρχεί. Και ο Θεός, ο οποίος
είναι στο περιθώριο της καθημερινής μας πορείας το υπόλοιπο διάστημα, καλείται
από εμάς να μας συνδράμει για να νικήσουμε τον φόβο. Γι’ αυτό και αγανακτούμε ή
πικραινόμαστε όταν βλέπουμε ότι ο Θεός δεν ανταποκρίνεται στην ανάγκη μας να
νικήσουμε, να διαχειριστούμε ή να εξαλείψουμε τους φόβους μας, αλλά μας αφήνει να
παλέψουμε με κάθε δικό μας μέσο ή μας αφήνει να νικηθούμε.
Στην
εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου βλέπουμε τον Χριστό να παραλαμβάνει την ψυχή της
Παναγίας, δείχνοντάς μας ότι στην κορυφαία στιγμή του ανθρώπινου φόβου που
είναι ο θάνατος ο Χριστός είναι παρών, όπως και σε κάθε στιγμή της ζωής μας.
Στο όνομα του Χριστού όλα τα επουράνια, τα επίγεια και τα καταχθόνια
προσκυνούν. Το ερώτημα είναι αν ο καθένας από εμάς διά της πίστεώς του είναι έτοιμος
να προσκυνήσει, δηλαδή να Τον αναγνωρίσει ως βασιλιά κι άρχοντα της ζωής μας,
να Του εμπιστευθεί την ύπαρξή του, να αποκαλύψει τα μύχια της καρδιάς του, να δείξει
εμπράκτως ότι θέλει να είναι έτοιμος κάθε στιγμή για την συνάντηση μαζί Του και
δεν είναι απαραίτητα η ετοιμασία για τον θάνατο, αλλά για κάθε περίσταση ζωής,
για κάθε πρόσωπο με το οποίο συνυπάρχουμε ή συναντιόμαστε όπου δει (είδες τον
αδελφό σου, είδες Κύριον τον Θεόν σου), αν έχει την διάθεση στην ζωή και στον
πλησίον να δει το θέλημα του Θεού.
Και
την ίδια στιγμή το ερώτημα έγκειται στο κατά πόσον η γλώσσα μας είναι έτοιμη να
ομολογήσει ότι ο Χριστός είναι ο Κύριος της ζωής μας. Κύριος δεν σημαίνει το
αφεντικό. Κύριος σημαίνει αυτός που μας αγαπά και ζητά από εμάς να Τον αφήσουμε
να γίνει ένα μαζί μας, με ό,τι κι αν αυτό συνεπάγεται για την ζωή μας. Είναι το
Πρόσωπο στο οποίο προσευχόμαστε και Τον αφήνουμε να μας καθησυχάσει, ακόμα και
στα δύσκολα. Του εμπιστευόμαστε το πνεύμα μας, την ψυχή μας και ό,τι αυτή έχει
και κάνει να συνδέεται μαζί της το σώμα. Του εμπιστευόμαστε τις ανάγκες μας για
να τις ξεδιαλύνει. Να ευλογήσει και να αγιάσει όσες έχουν νόημα αυθεντικό για
την ζωή μας. Να αφήσει στην άκρη όσες
αληθινά δεν μας προσφέρουν. Και την ίδια στιγμή, μέσα από την ομολογία ότι
είναι ο Κύριος της ζωής μας, Αυτός που μας αγαπά και θέλουμε να αγαπούμε, να
νιώθουμε ότι ζούμε την κοινωνία και με τον Θεό Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα. Ο Πατέρας
του Υιού είναι και δικός μας πατέρας. Η σχέση μας με τον Χριστό δεν
εγκλωβίζεται στην κάλυψη του φόβου και των αναγκών μας, ούτε τερματίζεται με
την σωτηρία μας από το κακό και τον θάνατο, με την δωρεά της ανάστασης. Είναι
αφετηρία για να γνωρίσουμε τον Πατέρα, δηλαδή να ανοίξει η ύπαρξή μας σε μια σχέση
αιωνιότητος και ζωής στην οποία το εγώ μας εγκολπώνεται στην κοινωνία της
αέναης αγάπης, που δεν είναι μόνο για μένα αλλά για όλη την ανθρωπότητα, για
όλη την οικογένεια του Θεού, στην οποία τα πρόσωπα είναι διαφορετικά αλλά ο
τρόπος ένας: η αγάπη.
Μιλάμε
άλλη γλώσσα η Εκκλησία και ο κόσμος. Η θρησκεία γιατρεύει ή απαλύνει τους φόβους.
Η θρησκεία καλύπτει τις υλικές ανάγκες των ανθρώπων. Είναι χρήσιμη στην
κοινωνία ή κάποτε και επικίνδυνη, διότι υπερασπίζεται την αποκλειστικότητα, το
μονοπώλιο της αλήθειας και δεν αφήνει τους ανθρώπους να απολαύσουν την ζωή τους.
Όσοι ζούμε όμως τον τρόπο και την χαρά της Εκκλησίας στην γλώσσα μας εγκαθίσταται
ο Χριστός. Και μιλάμε την γλώσσα της υπέρβασης του φόβου και της ανάγκης ικανοποίησης
των επιγείων. Προσπαθούμε γι’ αυτά, διότι η επιβίωση είναι εντολή και δωρεά του
Θεού. Γνωρίζουμε όμως ότι «το υπέρ παν όνομα» είναι η σχέση με τον Χριστό που
αγιάζει τις πτυχές της ζωής μας όταν προχωρούν κατά το θέλημά Του. Αυτή την οδό
ακολούθησε η Παναγία. Γι’ αυτό και εκτός από την ψυχή της ο Χριστός παρέλαβε
και το σώμα της, για να της δώσει την πληρότητα, για να κάνει τον τάφο
πρόσκαιρη κατοικία και την σχέση μαζί Του αιώνια χαρά και ζωή.
Ας
βρούμε την οδό της πίστης, την οδό της Εκκλησίας, την οδό του Χριστού κι εμείς
ταις πρεσβείαις της Θεοτόκου.