Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2020

ΙΔΙΟΡΡΥΘΜΙΑ ΚΑΙ ΥΠΑΚΟΗ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ

 

«Η υπακοή είναι ελευθερία. Η ανυπακοή διατηρεί την ιδιορρυθμία» (Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος). Σε μια εποχή στην οποία το «εγώ» είναι το παν, ποιο νόημα έχει να μιλάμε στην πνευματική ζωή για υπακοή; Η ελευθερία είναι το μέγιστο αγαθό, μόνο που νοείται ανεξάρτητα των ανθρώπινων σχέσεων. Σ’  αυτές, ιδιαίτερα στην έρωτα, τον γάμο, την οικογένεια, όποιος εισέρχεται για να διατηρήσει την ελευθερία του αδιαλώβητη, δεν θα μπορέσει να χαρεί την σχέση στην διάρκειά της. Διότι η ελευθερία είναι μία κατάσταση που προϋποθέτει δεσμό με τον χρόνο. Χτίζεται στην προοπτική της διάρκειας. Δεν ταυτίζεται με την στιγμή μόνο, αλλά λειτουργεί στην προοπτική του «παραιτούμαι για να κερδίσω». Κι αυτό δεν είναι απαραίτητο ότι θα συμβαίνει σε κάθε «τώρα». Παρηγορεί η αγάπη. Και σημάδι της αγάπης είναι η υπακοή.

Το «εγώ»  μας χαρακτηρίζεται από μία «ιδιορρυθμία». Ιδιόρρυθμος είναι όποιος έχει επιλέξει ο χαρακτήρας του, οι συνήθειές του, το «αυτός είμαι εγώ», ακόμη και οι στόχοι του, να μη λαμβάνουν υπόψιν τον άλλο σε μία σχέση, αλλά να απαιτούν από τον άλλο να προσαρμοστεί στα δικά του. Αιτία των συγκρούσεων, της δυσαρμονίας, της διάλυσης της σχέσης είναι η ιδιορρυθμία. Η αγάπη κλονίζει το απόλυτο της ιδιορρυθμίας. Αυτός που σε αγαπά, ανέχεται τα ιδιόρρυθμα στοιχεία του χαρακτήρα σου, διότι δεν τα θεωρεί ανώτερης αξίας από την αγάπη την οποία σου έχει και ελπίζει να του έχεις. Όμως αυτό δεν μπορεί να συνεχίζεται επ’  άπειρον, εάν δεν αποφασίσεις να  παραιτηθείς από την ισχύ της ιδιορρυθμίας σου χάριν της αγάπης του άλλου. Αν αγαπάς την ιδιορρυθμία σου πιο πολύ από τον άλλο, τότε η ήττα της αγάπης του είναι αναπόφευκτη. Θα κουραστεί. Αλλά κι εσύ θα μείνεις μόνος σου.

           Παλαιότερα η ιδιορρυθμία καλύπτονταν από την υπακοή ως κοινωνική σύμβαση, ιδίως από την πλευρά της γυναίκας. Σήμερα η υπακοή μπορεί να γίνει μόνο από επιλογή. Στην πνευματική ζωή μάλιστα η υπακοή είναι η βάση για να προχωρήσει ο άνθρωπος στην οδό της αληθινής ελευθερίας. Υπακούει αυτός που εμπιστεύεται, αυτός που αγαπά. Υπακούει αυτός που έχει αποφασίσει το «εγώ»  του να μην είναι κριτήριο στην πορεία της σχέσης του με τον Θεό και τον πλησίον, αλλά η ανάπαυση του θείου θελήματος και του ανθρώπου για τον οποίο νοιάζεται. Μόνο που η υπακοή προϋποθέτει να βρεις άνθρωπο που έχει στόχο και που αγαπά. Που θα μπορεί να σε διδάξει, παλεύοντας ταυτόχρονα με τον δικό του εαυτό να μην νικηθεί από την ιδιορρυθμία του. Αυτό φαντάζει αδύνατο και αδιανόητο. ίσως όμως να είναι και ο ορισμός της αυθεντικής αγάπης. Υπακούω θυσιάζοντας το θέλημά μου, την ιδιορρυθμία μου, από εμπιστοσύνη σ’  αυτόν που με αγαπά. Γι’  αυτό και η επιλογή του οικείου, του αγαπημένου είναι πολύ σημαντική. Γι’ αυτό και ο άνθρωπος που «παιδεύεται»  πνευματικά να μην εκπληρώνει κάθε θέλημά του, να μην δικαιώνει την ιδιορρυθμία του μπορεί να προκόψει αληθινά.

        Συνήθως απαιτούμε υπακοή διότι έχουμε εντός μας ένα πνεύμα εξουσίας, υπερηφάνειας, αυτοδικαίωσης. «Εγώ ξέρω κι εσύ πρέπει να κάνεις αυτό που σου λέω». Το πιο ωραίο στον έρωτα, στον γάμο, στην οικογένεια είναι η υπακοή από αγάπη. Θέλει προσευχή και σε πείσμα των καιρών ήθος αντίστασης. Και υπομονή, για να μην νικηθούμε από τον σταυρό ενός αταίριαστου συμβιβασμού, που δεν είναι του Θεού, αλλά δικός μας.  

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός