Περί συμμετοχής εις την ζωήν του Αγίου Πνεύματος. Και περί του ότι είναι αδύνατον κατ’ άλλον τρόπον να πραγματοποιηθούν τα έργα της αρετής, παρά διά της επισκέψεως του Αγίου Πνεύματος, άνευ του οποίου ουδείς βαδίζει προς την αρετήν, ούτε άλλους δύναται να ωφελήση ή να δεχθή από άλλους πνευματικάς σκέψεις και συμβουλάς. Και περί του ότι το Άγιον Πνεύμα είναι καθ’ όλα ίσον προς τα άλλα δύο πρόσωπα της Αγίας Τριάδος και συναπαρτίζει μετ’ εκείνων τον ένα Θεόν με τρεις υποστάσεις.
ΛΟΓΟΣ ΛΓ’
Αδελφοί και πατέρες, ο Θεός είναι φωτιά, και αυτό μαρτυρείται από όλας τας θεοπνεύστους Γραφάς, ενώ η ψυχή καθενός από ημάς ομοιάζει με λυχνάρι.
Όπως, λοιπόν, το λυχνάρι, είτε έχει γεμισθή με λάδι, είτε με στουπί είτε με οποιαδήποτε άλλην εύφλεκτον ύλην, πριν έλθη εις επαφήν με την φωτιάν και αναφθή είναι σκοτεινόν, τοιουτοτρόπως και η ψυχή, και αν ακόμη κατά τα φαινόμενα είναι στολισμένη με όλας τας αρετάς, εάν δεν ενωθή με την φωτιάν, εάν δηλαδή δεν επήρεν εντός της θείαν ουσίαν και θείον φως, είναι ακόμη σβησμένη και σκοτεινή και τα τυχόν έργα της αμφίβολα και ανασφαλή.
Διότι όλων η αξία πρέπει να ελεγχθή υπό του φωτός και να φανερωθή παν ό,τι πράττει ο άνθρωπος.
Αυτός, λοιπόν, που έχει ακόμη εις αυτήν την κατάστασιν το λυχνάρι της ψυχής του -χωρίς δηλαδή να ενωθή με το θείον πυρ- έχει απόλυτον ανάγκην οδηγού και λυχναριού που να φέγγη και συγχρόνως να είναι εις θέσιν να διακρίνη το ποιόν των πράξεών του και να δεικνύη κατανόησιν και να συγχωρή τα σφάλματά που του εξομολογείται και να επανορθοί όσα κατά παράβασιν του θείου θελήματος πράττει κάθε στιγμήν.
Διότι όπως είναι αδύνατον να μη σκοντάψη όποιος περιπατεί μέσα εις την νύκτα, τοιουτοτρόπως είναι αναπόφευκτον να μη αμαρτήση και εκείνος που δεν βλέπει το θείον φως, καθώς λέγει ο Χριστός: «Εάν τις περιπατή εν τη ημέρα, ου προσκόπτει, ότι το φως του κόσμου τούτου (αντί τούτο) βλέπει. Εάν δε τις περιπατή εν τη νυκτί, προσκόπτει, ότι το φως ουκ έχει (το ορθόν «ουκ έστιν») εν εαυτώ (το ορθόν «αυτώ»)». – Με το να είπη δε ο Κύριος «εν εαυτώ» κατέστησε σαφές ότι εννοεί το θείον και άυλον φως· διότι το ορατόν και υλικόν φως ουδείς δύναται να το αποκτήση εντός του.
Όπως, λοιπόν, ουδόλως ωφελείται όποιος περιπατεί εις το σκοτάδι, έστω και αν κρατή πολλάς και μεγαλοπρεπείς λαμπάδας σβησμένας -διότι με αυτάς δεν είναι εις θέσιν να ίδη [να δει] ούτε τον εαυτόν του ούτε κάποιον άλλον- καθ’ όμοιον τρόπον ούτε και εκείνος που νομίζει ότι έχει όλας τας αρετάς, εάν αυτό είναι δυνατόν, εντός του, εάν δεν έχη εντός του το φως του Αγίου Πνεύματος, δεν είναι εις θέσιν ούτε να ίδη καθαρώς τας πράξεις του, ούτε να γνωρίζη καλώς εάν αύται είναι αρεσταί εις τον Θεόν.
Αυτός δεν δύναται ούτε να οδηγήση άλλους ή να διδάξη εις αυτούς το θέλημα του Θεού, ούτε είναι άξιος να αναλάβη υπό μορφήν εξομολογήσεως τας αποκρύφους σκέψεις και διαθέσεις των άλλων, έστω και αν γίνη από τους ανθρώπους και πατριάρχης, ως ότου αποκτήση το θείον και άυλον φως του Αγίου Πνεύματος, το οποίον θα του φωτίζη το εσωτερικόν του.
Διότι ο Χριστός λέγει: «Περιπατείτε έως το φως έχετε, ίνα μη σκοτία υμάς καταλάβη, και ο περιπατών εν τη σκοτία ουκ οίδε πού υπάγει». Εάν, λοιπόν, εκείνος δε γνωρίζη προς τα πού βαδίζει, πώς είναι δυνατόν να δείξη τον ορθόν δρόμον εις άλλους;
Ποία, λοιπόν, η ωφέλεια εάν κάποιος τοποθετήση σβησμένον λυχνάρι επάνω εις κάποιαν άλλην λυχνίαν, η οποία στερείται φωτιάς που να φέγγη. Δεν πρέπει συνεπώς να ενεργήση κατ’ αυτόν τον τρόπον.
Αλλά πώς;
Όπως καθώρισεν ο ίδιος ο Θεός που ευρίσκεται επάνω από όλους, ο οποίος λέγει: «Ουδείς λύχνον άψας εις κρυπτήν τίθησιν, ουδέ υπό τον μόδιον, αλλ’ επί την λυχνίαν, ίνα οι εισπορευόμενοι το φέγγος βλέπωσι».
Αφού, λοιπόν, είπεν αυτό, προσέθεσε εν συνεχεία και τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του λυχναριού που μας οδηγεί και έχει μαζί του το φως, λέγων: «Ο λύχνος του σώματός έστιν ο οφθαλμός».
Τι άλλο όμως εννοεί όταν λέγη οφθαλμόν ειμή ασφαλώς τον νουν ο οποίος ουδέποτε δύναται να καταστή απλούς, παρά όταν ίδη το καθαρό φως;
Καθαρόν δε και ακηλίδωτον φως είναι ο Χριστός.
Εκείνος, λοιπόν, που έχει διαρκώς το φως του Χριστού να φωτίζη εις τον νουν του, αυτός λέγεται ότι έχει νουν Χριστού. Όταν, λοιπόν, ο οφθαλμός σου (ο νους) είναι υπ’ αυτήν την έννοιαν απλούς (φωτεινός) τότε και ολόκληρος η πνευματική σου ύπαρξις θα είναι φωτεινή· και αντιθέτως, εάν ο νους σου, είναι πονηρός, δηλαδή σκοτεινός και σβησμένος, τότε και ο ψυχικός σου κόσμος θα είναι σκοτεινός.
Πρόσεξε όμως καλά μη τυχόν και το φως που υπάρχει εντός σου είναι και αυτό σκότος. Πρόσεχε, λέγει, να μη νομίζης ότι έχεις αυτό το οποίον δεν απέκτησες. Προσέξατε κατά ποίον τρόπον και ο ίδιος ο Δεσπότης απευθύνεται προς σας ωσάν να είναι εις από ημάς τους δούλους του, λέγων: «Πρόσεξε να μη πλανηθής και νομίσης ότι αυτό που είναι μέσα είναι φως, ενώ δεν είναι φως αλλά σκοτάδι».
Προσέξατε ότι τα ίδια που λέγει ο Κύριος διδάσκομεν και ημείς προς σας που είσθε σύνδουλοί μας και δεν σας λέγομεν τίποτε το παρηλλαγμένον και κακόν.