«Ὅταν θά ἔλθῃ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου μὲ ὅλη του τὴν δόξα καὶ ὅλοι οἱ ἄγγελοι μαζί του, τότε θὰ καθήσῃ στὸν θρόνο τῆς δόξης του καὶ θὰ μαζευθοῦν ἐνώπιόν του ὅλα τὰ ἔθνη»
Το Σύμβολο της Πίστεώς μας, το «Πιστεύω», κλείνει με την φράση «προσδοκώ ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος». Αυτή η προσδοκία αποτελεί και το επισφράγισμα της διδασκαλίας του Χριστού στους μαθητές Του, λίγο πριν το πάθος Του. Απευθυνόμενος σ’ αυτούς και, κατ’ επέκτασιν σε όλους μας, ο Χριστός μας διαβεβαιώνει για το ότι θα έλθει πάλι στον κόσμο, μόνο που αυτή τη φορά θα τερματίσει τον χρόνο και την κυριαρχία του επάνω μας, θα τερματίσει την φθορά της κτιστότητας, θα τερματίσει τις ανάγκες και τις επιθυμίες μας που πηγάζουν ακριβώς από την πορεία μας στον χρόνο και θα μας δώσει μίαν άλλη οντολογική κατάσταση: αυτή της ανάστασης, της πρόσληψης του πνευματικού μας σώματος, διά του οποίου ο άνθρωπος θα γίνει σώος, ακέραιος, πλήρης, έτοιμος να μετάσχει ή να μη μετάσχει στην χαρά του Κυρίου, ανάλογα με τη προαίρεσή του εντός του χρόνου.
Και αυτό είναι το σπουδαίο: ότι ο Χριστός καταργεί κάθε ανάγκη, αλλά όχι την ελευθερία μας. Καταργεί τον θάνατο, αλλά όχι την ελευθερία μας να πεθάνουμε, αυτή τη φορά αιώνια. Καταργεί τις συγγένειες, τα έθνη, τις θρησκείες, τις πεποιθήσεις, τις φιλοσοφίες, τα επιτεύγματά μας, όχι όμως την φύση μας. Η μόνη διαφορά που θα υπάρχει είναι στην απόφαση η αγάπη να είναι ο τρόπος της αιωνιότητας ή η απουσία της. Και η αγάπη θα έχει ένα στοιχείο που θα την καταδεικνύει: το πρόσωπο του διπλανού μας, του αδελφού μας του ελαχίστου, με το οποίο συναντηθήκαμε, επικοινωνήσαμε, μοιραστήκαμε τα πιο απλά: ένα πιάτο φαγητό, ένα ποτήρι νερό, ένα ρούχο, μια καλημέρα, μια αγκαλιά, ένα κράτημα χεριού στην ασθένεια, μία επίσκεψη στην φυλακή και την περιθωριοποίηση. Σε έναν από τους ελάχιστους να λιγοστέψαμε την μοναξιά, την πείνα, την δίψα, την γύμνια, την λύπη της ασθένειας, το αίσθημα της απόρριψης, την προσφυγιά του, εξασφαλίσαμε την αιώνια συνάντηση και κοινωνία με τον Χριστό, τους αγίους, την ανθρωπότητα όλη.
Ο πεινασμένος, ο διψασμένος, ο ξένος, ο γυμνός, ο άρρωστος, ο φυλακισμένος κατ’ αρχήν δεν χρειάζεται να κάνουν κάτι για να σωθούν. Η αγάπη μας το καταφέρνει. Αν την λάβουν, καλούνται να την δώσουν από το υστέρημά τους. Να μιμηθούν όποιον τους αγάπησε στο όνομά του Χριστού. Δεν είναι η θρησκευτική ευλάβεια, ευσέβεια, τυπικότητα, καθαρότητα που σώζουν. Είναι η αγάπη και τίποτε άλλο.
Θα ξαναέρθει ο Χριστός. Αυτή την βεβαιότητα πολλοί την έχουν ως αφορμή δικαίωσής τους. Θέλουν να ξαναέρθει για να λάβουν τον μισθό τους για τις όποιες πράξεις αγάπης. Άλλοι θέλουν να ξαναέρθει για να τιμωρήσει όλους όσοι ξέχασαν να αγαπούνε, όλους όσοι έζησαν στην χλιδή, την εξουσία, την διαφθορά, την δαιμονική έπαρση, σαν να μην υποκείμεθα όλοι, άλλος έτσι, άλλος αλλιώς, σε τέτοια πάθη. Άλλοι, τέλος, περιμένουν τον ερχομό Του για να σταματήσει ο θάνατος και να μπορούνε ανεμπόδιστα να νιώθουν παιδιά Του στον αιώνα, μαζί με όλους τους ανθρώπους που είναι αδέρφια μας.
Υπάρχουν κι εκείνοι που δεν Τον περιμένουν, ακόμη κι αν στα λόγια διαβεβαιώνουν τ αντίθετο. Είναι όσοι έχουν αρνηθεί την εντολή της αγάπης. Είναι όσοι έχουν καταπατήσει τους ορισμούς των Μακαρισμών που ο ίδιος ο Χριστός είπε στην επί του όρους ομιλία, δείχνοντας κι άλλες όψεις της αγάπης. Γιατί αγάπη είναι να είσαι πτωχός τω πνεύματι, δηλαδή ταπεινός. Αγάπη είναι να θλίβεσαι για τις αμαρτίες σου και το κακό που κυριαρχεί στον κόσμο και να κάνεις ένα βήμα μετάνοιας. Αγάπη είναι να φέρεσαι με πραότητα στους άλλους και όχι με μίσος και εκδίκηση. Αγάπη είναι να πεινάς και να διψάς για την επικράτηση του θελήματος του Θεού που είναι να είμαστε όλοι οι άνθρωποι ένα εν Χριστώ και όχι χωρισμένοι, αλληλομισούμενοι, σκοτώνοντας ο ένας τον άλλο. Αγάπη είναι όταν δείχνει ευσπλαχνία στους άλλους. Αγάπη είναι να παλεύεις η καρδιά σου να είναι καθαρή από πάθη και από την κυριαρχία του «εγώ», δηλαδή του πνευματικού θανάτου. Αγάπη είναι να φέρνεις ειρήνη και να λύνεις τις διαφορές σου ειρηνικά. Αγάπη είναι να σε καταδιώκουν και να σε απορρίπτουν επειδή αγαπάς. Αγάπη είναι να εμπιστεύεσαι τον Θεό σε κάθε θλίψη και απόρριψη. Γιατί τότε η χαρά της πίστης σ’ Αυτόν και η παρουσία Του θα κάνουν την μοναξιά σου να σβήνει.
Στις μέρες μας οι χειρότεροι όλων έχουμε γίνει οι χριστιανοί. Χωρίς ντροπή, επιφανείς, πολιτικοί, κληρικοί, πολίτες επικαλούμαστε τα δίκια μας ή την εξουσία μας και διαγράφουμε, ως νέοι σταυροφόροι, το θέλημα του Θεού. Άλλοι με τα όπλα άλλοι με τις μεγαλόστομες διακηρύξεις, άλλοι ευλογώντας το κακό. Επειδή θα ξαναέρθει, θα μας πει ξεκάθαρα: «Δεν σας γνωρίζω». «Πορεύεσθε απ’ εμού». Άμποτες να μετανοήσουμε. Ένας που μετανοεί, ένας που αγαπά, αλλάζει τον κόσμο.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός