«Να μη χάσουμε την ανάπαυση που βρίσκουμε ζώντας στην αρετή» (Αββάς Δωρόθεος).
Οι άνθρωποι νιώθουμε κουρασμένοι στην ζωή μας. Οι μαθητές που διαβάζουν και ακολουθούν ένα πιεστικό πρόγραμμα, χωρίς πολύ ελεύθερο χρόνο, οι εργαζόμενοι που νιώθουν ότι δουλεύουν για ένα κομμάτι ψωμί και περισσότερο από όσο το ωράριό τους περιλαμβάνει, όσοι έχουν οικογένεια, ιδίως οι γυναίκες που είναι φορτωμένες με διπλά βάρη, και της εργασίας και της διαχείρισης του σπιτιού (μολονότι πολλοί άντρες προσπαθούν να βοηθούν και στο σπίτι), είμαστε φορτωμένοι με μεγάλα φορτία κόπωσης σωματικά, ενώ η εικονική πραγματικότητα απομυζά τον χρόνο μας, στην πραγματικότητα κουράζοντας και όχι ξεκουράζοντας.
Η σωματική κόπωση συνοδεύεται και από ψυχική. Ο αγώνας μας να ικανοποιήσουμε τις επιθυμίες που μοιάζουν ανάγκες, αποτέλεσμα ζωής στα μονοπάτια ενός πολιτισμού που θέλει να θέλουμε, κάνει το ανικανοποίητο να γεννά μελαγχολία και ένα βάρος παραπάνω. Αλλά και όταν ικανοποιούνται οι επιθυμίες μας, επειδή συχνά δεν έχουν να κάνουν με αυτό που ονομάζουμε νόημα ζωής που να αγκαλιάζει την ύπαρξη, η ματαιότητα κουράζει. Το ίδιο και οι σχέσεις που δεν έχουν σταθερότητα, αλλά είναι εναλλασσόμενες, κουράζουν, διότι ο άνθρωπος δεν έχει πρόσωπο αναφοράς. Συχνά όμως κουράζει και η σταθερή σχέση, διότι η ρουτίνα ή ο υπερτονισμός των στοιχείων του χαρακτήρα του άλλου που λειτουργούν υπονομευτικά στην αγάπη, καθώς το «εγώ» ή θίγεται ή δεν αισθάνεται ασφάλεια ή βαριέται λόγω των ελαττωμάτων του άλλου. Δεν βλέπουμε, άλλωστε, εντός μας. Η προτεραιότητά μας είναι η κριτική του άλλου.
Η ασκητική παράδοση της Εκκλησίας μας κάνει λόγο για την ανάπαυση που βρίσκει ο άνθρωπος, όταν ζει στην αρετή. Ο εθνικός ποιητής λέει: «συχνά τα στήθια εκούρασα, ποτέ την καλοσύνη». Η αγάπη αναπαύει, διότι γίνεται προσφορά που ησυχάζει την συνείδηση. Η καλοσύνη δεν αφήνει τον άνθρωπο μόνο. Η ειρηνικότητα δίνει χαρά. Όταν αναζητούμε την αλήθεια, τότε ξεκουραζόμαστε, διότι έχουμε παρηγοριά στις δοκιμασίες μας. Όταν συγχωρούμε, ξεκουραζόμαστε ψυχικά, διότι η ζωή μας έχει προσανατολισμό στον Χριστό και Εκείνος δεν μας αφήνει.
Αντίστοιχα γίνεται και όταν ακολουθούμε τον τρόπο που η πίστη μας ζητά να διαχειριστούμε την καθημερινότητά μας. Η νηστεία δεν είναι κούραση, αλλά ομορφιά, καθώς μας βοηθά να αποτοξινωθούμε σωματικά και να συνδυάσουμε την παραίτηση από την προτεραιότητα της τροφής με την έγνοια για τον Θεό. Η προσευχή, όταν δεν περιορίζεται σε ένα αίσθημα τυπικότητας, αλλά έχει να κάνει με την δίψα του ανθρώπου να μιλήσει στον Θεό, ξεκουράζει από τα φορτία. Η μελέτη του λόγου του Θεού, των βίων των αγίων, της διδασκαλίας των πατέρων και των όσων παλεύουν με την αλήθεια, αναπαύει τον κουρασμένο νου και την ταλαιπωρημένη καρδιά. Η λειτουργική ζωή φέρνει σε επαφή τον άνθρωπο και με τον Θεό και με τον πλησίον και δίνει μία αδιόρατη χαρά.
Η ασκητική παράδοση της Εκκλησίας μάς κάνει να δούμε και τις σχέσεις μας με τους άλλους, καθώς και την εργασία μας διαφορετικά. Όταν πρυτανεύει το ευχαριστιακό ήθος, δηλαδή το «Δόξα τω Θεώ», εκτιμούμε καλύτερα τον άλλο στην ζωή μας, ενώ κατανοούμε πως η εργασία είναι για να επιβιώσουμε και όχι για να γίνει αυτοσκοπός. Μπορούμε να βάλουμε λοιπόν όρια και να μη νικηθούμε από το άγχος και την κατάκριση.
Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να βρούμε τι αλλιώτικο μας ξεκουράζει αληθινά.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός