«Καὶ ὅπου ἂν αὐτὸν καταλάβῃ, ῥήσσει αὐτόν, καὶ ἀφρίζει καὶ τρίζει τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ, καὶ ξηραίνεται· καὶ εἶπον τοῖς μαθηταῖς σου ἵνα αὐτὸ ἐκβάλωσι, καὶ οὐκ ἴσχυσαν» (Μᾶρκ. 9, 18-19)
Κάθε φορά ποὺ τὸν πιάνει, τὸν ρίχνει κάτω καὶ τότε βγάζει ἀφρούς, τρίζει τὰ δόντια καὶ μένει ξερός. Εἶπα στοὺς μαθητές σου νὰ διώξουν αὐτὸ τὸ πνεῦμα, ἀλλὰ δὲν μπόρεσαν».
Το πρόσωπο του κακού προκαλεί περιέργεια, φόβο, αγωνία, κάποτε όμως και πλήρη αδιαφορία. Οι άνθρωποι ζητάμε ένα δαιμονικό πνεύμα για να μεταθέσουμε τις ευθύνες μας, να δικαιολογήσουμε τους εαυτούς μας για τις πράξεις μας, κάποτε να αρνηθούμε την ψυχική μας ασθένεια. Άλλοτε, οι νεώτεροι ιδίως, παρασυρμένοι από την περιέργεια, την αφέλεια της ηλικίας, αλλά και επειδή πιστεύουν πως όλα στην ζωή είναι για αστείο, θα ήθελαν να έχουν επαφή με δυνάμεις που είναι μεν ανεξέλεγκτες ωστόσο μπορούν να τους δώσουν στοιχεία που τους λείπουν από την ζωή τους, ταυτίζοντας τον διάβολο και το δαιμονικό στοιχείο με την εξουσία που θα καλύψει μικρά ή μεγαλύτερα απωθημένα. Είναι και η εποχή μας που προβάλλει το κακό ωραιοποιημένο, μέσα από τηλεοπτικές σειρές, ταινίες που προκαλούν τρόμο, αλλά εκτονώνουν εσωτερικές εντάσεις και οδηγούν σε άκρατο γέλιο, ενώ και μουσικά συγκροτήματα δεν ξεχνούν να αναφέρονται στην δύναμη του διαβόλου με τραγούδια που αναφέρονται στον Αντίχριστο, στην Δευτέρα Παρουσία και στην καταστροφή του κόσμου (όχι όμως με την παράδοση στον διάβολο, όπως θα ήθελαν οι προτεσταντικού τύπου ιερεμιάδες που υιοθετήθηκαν από άσχετους στην κυριολεξία με την μουσική σκηνή και τον τρόπο που λειτουργεί ιεροκήρυκες, αλλά με μια ειρωνεία και μια αγωνία, κάποτε, για τον καταναλωτικό κόσμο μας, που αγνοεί ότι έχει ημερομηνία λήξης και παγιδεύεται στο κακό που ξορκίζει), όπως επίσης και με συμβολικές χειρονομίες που κάνουν τους οπαδούς τους να κολλάνε σε έναν μιμητισμό του κακού. Οι πολλοί, όμως, σήμερα δεν πιστεύουν ότι υπάρχει διάβολος και κακό, όπως και δεν πιστεύουν ότι υπάρχει Θεός ή υπάρχει ως μια ανώτερη δύναμη που δεν επεμβαίνει στον κόσμο και τις ζωές μας.
Καταστάσεις ή περιστατικά, όπως ο πόλεμος, οι ανθρωποκτονίες, οι γυναικοκτονίες, οι παιδοκτονίες, εγκλήματα που δείχνουν πού μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος που δεν αγαπά, ο άνθρωπος που δεν έχει υγιή ψυχική κατάσταση, ο εξουσιαστής, ο πεποιθώς επ’ αυτώ, μαρτυρούν ότι το κακό συνυπάρχει με τις επιλογές μας. Δεν το γεννούμε συνήθως από μόνοι μας. Μόνοι μας όμως υποκύπτουμε στους λογισμούς που μας ενσπείρει. Διότι το κακό, όπως αυτό εκφράζεται από τον διάβολο και τους ακολούθους του, αποσκοπεί στο να διαλύσει την αγάπη, την ενότητα, να φέρει θάνατο, να κάνει τον άνθρωπο θεό διά των παθών του. Όμως ο καθένας μας τείνει ευήκοον το ους στην προτροπή του διαβόλου να φάμε από το δέντρο του παραδείσου του κόσμου τούτου που είναι το «εγώ-θεός», το «εγώ χωρίς τον Θεό», το «εγώ χωρίς αγάπη», το «εγώ -εξουσία». Το «εγώ -δικαίωμα», το «εγώ δίχως το εμείς». Αν, μάλιστα, δεν πιστεύουμε ότι υπάρχει διάβολος, όπως δεν πιστεύουμε ότι υπάρχει και Θεός, τότε το παν είναι ο εαυτός μας. Γι’ αυτό και το κακό θριαμβεύει.
Μετά την Μεταμόρφωσή Του στο όρος Θαβώρ, ο Χριστός συναντά έναν πατέρα, το παιδί του οποίου πάσχει από δαιμονικό πνεύμα. Δεν έχει σημασία αν είναι επιληψία ή σεληνιασμός αυτό που έχει, δηλαδή μία ασθένεια, η θεραπεία της οποίας ήταν άγνωστη στην εποχή του Κυρίου. Για τους ανθρώπους η ασθένεια ήταν ο τρόπος του κακού να αποξενώνει τον άνθρωπο από την ζωή, τον συνάνθρωπο, την κανονικότητα. Άραγε αυτό δεν κάνει, στην πραγματικότητα, κάθε ασθένεια; Μόνο που γνωρίζουμε σήμερα τα όρια, ερμηνεύουμε τις αιτίες που πηγάζουν σχεδόν πάντα από τον τρόπο της ζωής μας, είτε αυτός έχει να κάνει με τα πάθη μας, κυρίως την πλεονεξία, την λαιμαργία και την φιληδονία, είτε με την αδυναμία μας να οριοθετήσουμε τις σχέσεις μας με τον συνάνθρωπο και τον κόσμο, με αποτέλεσμα να σωματοποιούμε το κακό στο οποίο καθιστάμεθα ανίσχυροι. Η ιατρική βοηθά, αλλά δεν σώζει. Η πίστη έρχεται να αναπληρώσει τα κενά, κυρίως τα ψυχικά. Κάποτε ο Θεός, διά των αγίων, κάνει και θαύματα, ανατρέπει τις ανθρώπινες προβλέψεις. Όμως καμιά αλλαγή δεν θα είναι μόνιμη, αν δεν συνοδεύεται από μετάνοια. Καμιά αλλαγή, όσο θεαματική κι αν είναι δεν θα μας κάνει να αποφύγουμε τον σωματικό θάνατο, που είναι ίδιον της φύσης μας και της εισόδου μας στον χρόνο, καθότι κτιστές υπάρξεις.
Τα συμπτώματα του κακού στο παιδί τα περιγράφει ο πατέρας. Αλλά ο Χριστός γίνεται μάρτυράς τους, καθώς, μόλις Τον βλέπει, το παιδί παθαίνει κρίση, σημάδι ότι ο διάβολος, το άλαλο και κωφό πνεύμα, επιτείνει τα συμπτώματα της προδιάθεσης του ανθρώπου στην ασθένεια, για να ταλαιπωρεί και να θλίβει τόσο τον ίδιο τον πάσχοντα, όσο και τους οικείους του. Πέφτει κάτω, βγάζει αφρούς, τρίζει τα δόντια του, μένει ξερό, άλλοτε πέφτει στην φωτιά και άλλοτε στο νερό, είναι άλαλο και κωφό. Ο διάβολος στερεί από τον άνθρωπο τον έλεγχο του εαυτού του, το «άρχειν» και την ελευθερία. Ο νους του ανθρώπου δεν λειτουργεί. Πέρα από τα σωματικά συμπτώματα, μία μανία αυτοκαταστροφής καταλαμβάνει το πάσχον παιδί. Και μια ανημπόρια επικοινωνίας καθιστά τον άνθρωπο ανίκανο να μοιραστεί την ζωή. Μόνο ο πατέρας του παιδιού διασώζει την αγάπη για το πλάσμα αυτό. Για τον υπόλοιπο κόσμο ο φόβος και η λύπη κυριαρχούν. Η πίστη, όμως, στον Χριστό γίνεται γιατρειά. Και το θαύμα έρχεται, για να αποκατασταθεί η κοινωνία με τον εαυτό, τον συνάνθρωπο, τον κόσμο, τον Θεό.
Το κακό υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει. Η προσευχή, ως σημείο αποκατάστασης της κοινωνίας μας με τον Θεό, ως σημείο ταπείνωσης, ως σημείο πίστης, αλλά και αγάπης για τον Θεό και τον πλησίον, όπως επίσης και η νηστεία, δηλαδή το να βρούμε μέτρο στην ζωή μας και να παλέψουμε εναντίον των παθών μας, συνεισφέροντας το δικό μας μερίδιο, γιατρεύουν τον κόσμο από τον πονηρό. Κι εδώ βρίσκεται, τελικά, η αισιόδοξη διάσταση στην πάλη αυτή. Σε έναν κόσμο που λειτουργεί σαν να μην υπάρχει κακό, που συχνά πάσχει από τα συμπτώματα του σεληνιαζόμενου νέου, έναν μόνιμο εγωκεντρισμό, που ζητά να εντυπωσιάσει τους άλλους, με θεμιτά και αθέμιτα μέσα, στη πραγματικότητα όμως ούτε ακούει ούτε μιλά από καρδιάς, η πίστη είναι η απάντηση. Η προσευχή και η νηστεία. Η προσέγγιση του πλησίον μέσα από το ήθος της αγάπης. Η επαναοριοθέτηση της ζωής μας, αλλά και του κοσμικού πνεύματος που αρνείται το κακό. Τελικά, η καταφυγή μας στον Χριστό ως σωτήρα και ιατρό μας.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός