Δευτέρα 2 Μαΐου 2022

ΝΑ ΠΡΟΣΕΥΧΕΣΑΙ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ

 

Η αγάπη υπερτερεί όλων των κανόνων και των νόμων. Αγαπήστε τους πάντες. Αν δεν μπορείτε τουλάχιστον να έχετε καλή προαίρεση.

Νά κάνετε το καλό για να σας σώσει η καλοσύνη σας. Η γη κατά το ήμισυ έγινε Άδης. Ο Αντίχριστος στέκεται στην πόρτα και δεν τη χτυπά απλώς, αλλά ορμά μέσα. Εσείς θα τον δείτε τον Αντίχριστο. Θα προσπαθήσει να βασιλεύσει σε όλον τον πλανήτη. Παντού θα γίνονται διωγμοί… Μη μένετε χώρια. Κρατηθείτε μαζί, δέκα- δεκαπέντε μαζί. Βοηθείτε ο ένας τον άλλο.

Ο άνθρωπος χωρίς αγάπη μοιάζει μ’ αυτήν εδώ τη στάμνα. Και να θυμάστε, παιδιά μου, ότι όλες οι καλές σκέψεις προέρχονται από τον Κύριο. Εσύ, ο άνθρωπος τίποτα καλό δεν μπορείς να κάνεις μόνος σου.

Μια φορά παρακάλεσαν τον Γέροντα να προσευχηθεί για κάτι.

— Δεν είναι το θέλημα του Θεού, απάντησε αυστηρά.

— Εσείς προσευχηθείτε, τον ξαναπαρακάλεσαν επιμένοντας.

— Ο Μωυσής έβγαλε τον λαό του από τη δουλεία της Αιγύπτου – τι μπορούσε να κάνει ο ίδιος, αν δεν ήταν θέλημα του Κυρίου;

Όταν ένας κοντινός του π. Γαβριήλ τον ξέχασε στις προσευχές του, κάποια μέρα που πήγε στο κελί του, αφού τον ευλόγησε, του είπε καθώς έφευγε:

— Μη με ξεχνάς στις προσευχές σου, παιδί μου!

— Πώς, πατέρα, το ξέρετε και αυτό; ρώτησε απορημένος.

— Και αυτό το ξέρω και εκείνον με τον οποίο μάλωσες, κι ανέφερε το όνομα του. Όταν προσεύχεστε, εγώ είμαι δίπλα σας, έλεγε κοιτάζοντας τους όλους με αγάπη.

Κάθε λέξη του π. Γαβριήλ λειτουργούσε σαν φάρμακο για όλους, λαϊκούς και κληρικούς. Μια φορά οι μοναχοί που πήγαν να τον δουν, συζητούσαν καθ’ οδόν περίπου τα εξής: «Τι χάρη που έχουν οι μοναχοί και τι σπουδαίο είναι που ξέρουμε τη δύναμη του σταυρού και του 90ού ψαλμού, και μ’ αυτά μπορούμε να πολεμάμε το κακό!». Μόλις μπήκαν στο κελί του Γέροντα και τους ευλόγησε, τους είπε με λύπη:

— Παιδιά μου, το πρωί που ξύπνησα, με εμπόδιζαν τα πονηρά πνεύματα. Ήθελα να κάνω το σταυρό μου και δεν μπορούσα. Τα χέρια μου ήταν δεμένα, αλλιώτικα θα τους έδειχνα εγώ! Με έπνιγαν τόσο, που δεν μπορούσα να πω τον 90ό ψαλμό.

O ένας μοναχός ντράπηκε κι έσκυψε το κεφάλι του. Κι ο π. Γαβριήλ, συνέχισε:

— Αλλά με σκέπασε το έλεος του Θεού και τα πονηρά πνεύματα με άφησαν.

Με αυτόν τον τρόπο ο άγιος δίδαξε τους μοναχούς πως χωρίς το έλεος του Θεού ο άνθρωπος δεν μπορεί να καταφέρει από μόνος του τίποτα.

Ένα απόγευμα κάποια πιστή, καθώς ήταν πολύ κουρασμένη, σκεφτόταν: «Δεν μπορώ να μνημονεύω όλους αυτούς τους συγγενείς και γνωστούς μου. Ας νοιάζεται ο καθένας για το κεφάλι του. Μου αρκεί το δικό μου. Την άλλη μέρα που πήγε στον π. Γαβριήλ και γονάτισε να πάρει ευλογία, ο Γέροντας αφού την ευλόγησε της είπε:

— Όχι μόνο για τους κοντινούς σου και για τους γνωστούς σου πρέπει να προσεύχεσαι, αλλά και για όσους βρίσκονται στις φυλακές, στους οίκους ανοχής, για τους ανήμπορους και τους οδοιπόρους.

Σ’ ένα χωριό, μια πιστή γυναίκα που έχασε τον μονάκριβο γιο της παραπονέθηκε στον Θεό: «Εγώ, για την αγάπη Σου, άντεξα πολλά: προσβολές, φτώχιες, δυσκολίες. Σ’ αυτό το μέρος κανείς δεν είναι πιστός εκτός από μένα. Όμως εσύ πήρες το παιδί μου. Γιατί;».

Εκείνη τη νύχτα λοιπόν είδε ένα όνειρο: Οι Άγγελοι την πήγαν στον Κύριο και Του μετέφεραν τα παράπονα της. Τότε ακούστηκε η φωνή του Κυρίου:

«Ρωτήστε τη γυναίκα τι θέλει».

«Φέρε το παιδί μου πίσω», απάντησε η γυναίκα.

«Θέλεις να δεις το παιδί σου;», ρώτησε ο Κύριος.

«Μητέρα είμαι, και βέβαια το θέλω», είπε κλαίγοντας εκείνη.

«Να της δείξετε το παιδί της», έδωσε εντολή ο Κύριος.

Έφεραν το παιδί και η μητέρα χάρηκε.

«Τώρα τι μου ζητάς;», ρώτησε ο Κύριος.

«Γιατί τον πήρες;», Του παραπονέθηκε η γυναίκα.

Τότε ο Κύριος έδωσε εντολή στους Αγγέλους:

«Να της δείξετε τι θα έκανε ο γιος της αν δεν τον έπαιρνα Εγώ».

Και ξαφνικά, σαν σε ταινία, η γυναίκα είδε τις φοβερές αμαρτίες που θα διέπραττε ο γιος της και μετά τις φωτιές της Κόλασης!

«Να τον ξαναγυρίσετε στον Παράδεισο!», άρχισε να κλαίει και να παρακαλεί τον Κύριο η μητέρα.Ο Κύριος έδωσε εντολή και ξαναγύρισαν πάλι το παιδί στον Παράδεισο. Και της είπε τότε ο Κύριος:

«Για την καλοσύνη σου και για την αγάπη σου πήρα τον γιο σου κοντά Μου. Μη νομίζεις πως δεν ξέρω πότε και ποιον πρέπει να πάρω».

Ο Άγιος Γαβριήλ ο Διά Χριστόν σαλός και Ομολογητής