π. Δημητρίου Μπόκου
Ὁ Χριστὸς εἶπε νὰ ἀπαρνηθοῦμε τὸν ἑαυτό μας, ἂν θέλουμε νὰ εἴμαστε δικοί του. Δὲν ἀρκεῖται σὲ ἡμίμετρα. Λίγο ἀπὸ ἐδῶ καὶ λίγο ἀπὸ ἐκεῖ. Θέλει ὁλόκληρη τὴν καρδιά μας. Νὰ τὸν ἀγαπᾶμε «ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς» μας.
Μπρὸς στὸ δικό του θέλημα νὰ καταργοῦμε τὰ δικά μας θελήματα. Ὅπως ὁ ἀληθινὰ ἐρωτευμένος, ποὺ δὲν ζεῖ γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ θέλει νὰ κάνει μόνο ὅ,τι εὐχαριστεῖ τὸ ἀγαπώμενο πρόσωπο. Ποὺ ταυτίζει τὸ θέλημά του μὲ τὸ δικό του. Αὐτὸ εἶναι ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη. Γιὰ χάρη μιᾶς τέτοιας ἀγάπης «ἐδῶ ὑποδεικνύεται ἡ ἀνάγκη νὰ ἀπογυμνωθοῦμε ἀπὸ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ μᾶς εἶναι πολύτιμα στὸν κόσμο αὐτό» (ἅγ. Σωφρόνιος).
Ὁ Χριστὸς κάνει καὶ κάποιες διευκρινίσεις πάνω στὸ τεράστιο καὶ ἀκανθῶδες αὐτὸ ζήτημα. Φωτίζει κάποιες πλευρές του γιὰ νὰ μᾶς διευκολύνει. Ἕνας βασικὸς τρόπος, λέει, ἀπάρνησης τοῦ ἑαυτοῦ σου, εἶναι νὰ ἀγαπᾶς ὄχι μόνο ὅσους σοῦ ἀρέσουν, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἐχθρούς σου (Κυριακὴ Β΄ Λουκᾶ). Μᾶς καλεῖ νὰ ἀγαπήσουμε, ὅπως ἀγαπάει ὁ ἴδιος. Χωρὶς διάκριση τῶν ἀνθρώπων σὲ πονηροὺς καὶ ἀγαθούς. Σὲ ἐχθροὺς καὶ φίλους. Μὰ εἶναι δυνατόν; Μπορεῖ νὰ ὁμοιωθεῖ ὁ ἄνθρωπος τόσο πολὺ μὲ τὸν Θεό; Ἀνθρωπίνως ὄχι. Τί κάνουμε τότε; Δὲν ἔχουμε νὰ κάνουμε παρὰ ὅ,τι ἔκανε καὶ ὁ Χριστὸς ὡς ἄνθρωπος ἐπὶ τῆς γῆς.
Ὅποιος πραγματικὰ θέλει νὰ εἶναι μὲ τὸν Χριστό, «αὐτὸς δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ συμπεριφέρεται, ὅπως συμπεριφερόταν ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ὅποιος ἀληθινὰ ἀγαπᾶ τὸν Χριστό, αὐτὸς πραγματικὰ θὰ φυλάσσει τὶς ἐντολές του. Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ Φῶς τὸ ἀληθινὸ καὶ ὅποιος εἶδε τὸ Φῶς αὐτό, αὐτὸς μὲ φυσικὸ τρόπο θὰ εἶναι καὶ στὶς ἐκδηλώσεις του ὅμοιος μὲ τὸν Χριστό» (ἅγ. Σωφρόνιος). Ἐπειδὴ ἔχουμε δημιουργηθεῖ «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ», εἴμαστε ἱκανοί, πάντα μὲ τὴ δική του φυσικὰ δύναμη, νὰ τὸν μιμηθοῦμε στὴν ἀγάπη. Τί ἔκανε λοιπὸν ὁ Χριστός;
Οἱ ἄνθρωποι εἴχαμε γίνει ἐχθροὶ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ γιὰ τὸν Θεὸ δὲν ἄλλαξε τίποτε. Συνέχισε νὰ μᾶς ἀγαπάει τὸ ἴδιο. Ἐμεῖς γίναμε ἀσθενεῖς καὶ νεκροὶ «τοῖς παραπτώμασι», «τέκνα φύσει ὀργῆς». Ὅμως ὁ Χριστός, «διὰ τὴν πολλὴν ἀγάπην ἣν ἠγάπησεν ἡμᾶς», δὲν περίμενε νὰ ἀλλάξουμε πρῶτα ἐμεῖς. Ἀλλά, «ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέθανεν». Ἐμεῖς, «ἐχθροὶ ὄντες» τοῦ Θεοῦ, ἀπορρίψαμε τὸν Δημιουργό μας. Θανατώσαμε τὸν Χριστό, τὴ ζωὴ καὶ τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων. Αὐτοκαταδικαστήκαμε σὲ θάνατο. Ἀπορρίπτοντας τὸν Βασιλέα καὶ Κύριό μας, ἀναγνωρίσαμε ἄλλον ὡς βασιλέα μας, τὸν ἄρχοντα τοῦ κόσμου τούτου. Ὁ Θεὸς ὅμως δὲν μᾶς ἀπέρριψε: «Καὶ παραπεσόντας ἀνέστησας πάλιν καὶ οὐκ ἀπέστης πάντα ποιῶν, ἕως ἡμᾶς εἰς τὸν οὐρανὸν ἀνήγαγες καὶ τὴν βασιλείαν σου ἐχαρίσω τὴν μέλλουσαν» (εὐχὴ Θ. Λειτουργίας).
Ἀδύνατο νὰ συλλάβει κανεὶς «τὸν ὑπερβάλλοντα πλοῦτον τῆς χάριτος αὐτοῦ», τὴν ἀγάπη του ποὺ ὑπερβαίνει κάθε μέτρο καὶ ὅριο ἀνθρώπινης γνώσης, τὸ πλάτος καὶ μῆκος καὶ ὕψος καὶ βάθος τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ (Ρωμ. 5, 6-10. Ἐφ. 2, 1-7. 3, 18-19). Μᾶς φανερώθηκε ὡς τέλεια ἀγάπη.
Τὸ θέμα λοιπὸν εἶναι νὰ πολιτευτοῦμε πάνω στὴ γῆ, «ὅπως μᾶς φανέρωσε τὸν ἑαυτό του ὁ σαρκωμένος Θεός» (ἅγ. Σωφρόνιος[*]). Νὰ αὐξήσουμε τὴν ἀγάπη μας πρὸς αὐτόν. Αὐτὸ δὲν θὰ γίνει μὲ κάποια προσπάθεια συναισθηματικῆς ὑφῆς, ἀλλὰ μὲ συνεπῆ τήρηση τῶν ἐντολῶν του.
Ἔτσι μόνο θὰ γίνουμε ὅμοιοί του στὴν ἀγάπη. Ἱκανοὶ δηλαδὴ νὰ ἀγαπᾶμε καὶ τοὺς ἄλλους. «Οἰκτίρμονες», ὅπως Ἐκεῖνος, πρὸς ὅλους ἀδιακρίτως. Ἐχθροὺς καὶ φίλους.