Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2022

ZHΣΕ ΑΘΟΡΥΒΑ,ΤΑΠΕΙΝΑ

 

π. Δημητρίου Μπόκου

Ὁ Χριστὸς κλήθηκε στὸ σπίτι ἑνὸς ἄρχοντα. Ὁ ἀρχισυνάγωγος Ἰάειρος, ὁ θρησκευτικὸς ἀρχηγὸς τῆς πόλης, βρισκόταν σὲ μεγάλη ἀνάγκη.

Ἡ δωδεκάχρονη μονάκριβη κόρη του βρισκόταν στὰ τελευταῖα της. Μὲς στὴν ἀπελπισία του, ἄφησε κατὰ μέρος τὶς ἐπιφυλάξεις, λόγῳ τῆς θέσης του, καὶ ἀποζήτησε τὴ βοήθεια τοῦ Χριστοῦ. Ἐνῷ ὅμως ὁ Χριστὸς βρισκόταν καθ’ ὁδὸν πρὸς τὸ σπίτι τοῦ Ἰαείρου, ἀκολουθούμενος ἀπὸ πλῆθος λαοῦ, μιὰ ἄρρωστη γυναίκα, ἡ αἱμορροοῦσα, τὸν πλησίασε κρυφὰ καὶ «ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ». Ἄγγιξε τὴν ἄκρη ἀπὸ τὸ ἔνδυμά του. Καὶ ἀμέσως ἔγινε καλὰ (Κυριακὴ Ζ΄ Λουκᾶ).

Ἀξιοπρόσεκτος ὁ τρόπος τῆς αἱμορροοῦσας. Πλησιάζει κρυφά. Προσπαθώντας νὰ διαλάθει τῆς προσοχῆς τῶν ἄλλων. Ἡ κοινωνική της θέση ἦταν ἐπισφαλής. Δὲν εἶχε τὸ δικαίωμα νὰ κυκλοφορεῖ ἐλεύθερα, νὰ βρίσκεται μεταξὺ τῶν «κανονικῶν» ἀνθρώπων ἢ νὰ τοὺς ἀγγίζει. Σύμφωνα μὲ τὸν νόμο ἦταν ἀκάθαρτη. Μολυσμένη, λόγῳ τῆς ταπεινωτικῆς της ἀσθένειας (μιᾶς παράξενης ἀσταμάτητης ἐπὶ δώδεκα χρόνια ἐμμηνορρυσίας). Καὶ πολὺ περισσότερο δὲν ἦταν ἐπιτρεπτὸ νὰ πλησιάσει καὶ νὰ ἀγγίξει τὸν πνευματικὸ διδάσκαλο, τὸν Χριστό.

Μὴ ἔχοντας λοιπὸν «νόμιμα» δικαιώματα, προχωράει πολὺ ταπεινά. Δὲν τολμᾶ νὰ ὑψώσει ἀνάστημα. Δὲν σκοπεύει νὰ ἀπαιτήσει τίποτε. Ἔχει σαφῆ τὴν αἴσθηση ὅτι προέρχεται ἀπὸ τὸν χῶρο «τῶν ἐλαχίστων». Δὲν διεκδικεῖ προτεραιότητα στὴν ἱκανοποίηση τοῦ αἰτήματός της. Προηγοῦνται οἱ καθὼς πρέπει ἄνθρωποι, τὰ σπουδαῖα πρόσωπα, οἱ ἐντιμότατοι ἄρχοντες, ὁ ἀρχισυνάγωγος. Ποιὰ εἶναι αὐτὴ ποὺ θὰ ἀπασχολήσει καὶ θὰ καθυστερήσει ἀπ’ τὴ δουλειά του τὸν Χριστό; Γνωρίζει πολὺ καλὰ τὴ θέση της. Ἀνήκει στοὺς ἀχρείους δούλους. Δὲν εἶναι γι’ αὐτὴν οἱ πρωτοκαθεδρίες, δὲν θὰ ὀνειρευόταν ποτὲ νὰ ταξιδέψει πρώτη θέση. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν κάνει φανερὰ τίποτε. Προσπαθεῖ νὰ περάσει παντοῦ ἀπαρατήρητη. Νὰ ὑποκλέψει μυστικὰ σὰν κυνάριο ἕνα μόνο ψίχουλο τῆς θείας Χάρης (Ματθ. 15, 27. 25, 45. Λουκ. 17, 10).

Ἀλλὰ γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ ὁ Χριστὸς κάνει εἰδικὴ στάση μπροστά της. Ἀσχολεῖται μαζί της ἰδιαίτερα, τὴν ἀνασύρει ἀπ’ τὴν ἀφάνεια, τὴν ἀνεβάζει ἀπ’ τὸν βυθὸ τῆς ντροπῆς, τὴν ἀνυψώνει σὲ κοινὴ θέα, τῆς χαρίζει τὴν τιμὴ ποὺ τῆς ἀρνήθηκαν οἱ ἄνθρωποι, τὴν ἀποκαθιστᾶ στὴν πρώτη θέση ἐνώπιόν του, διακηρύττοντας εἰς ἐπήκοον πάντων ὅτι εἶναι κόρη του, πολύτιμο ἀγαπημένο μέλος τῆς δικῆς του οἰκογένειας. Τὴ βάζει νὰ διαλαλήσει τὸ θαῦμα ὄχι γιὰ νὰ δοξασθεῖ αὐτός, ἀλλὰ γιὰ νὰ ὑψωθεῖ στὰ μάτια τους ἐκείνη, ἡ μέχρι τότε περιθωριοποιημένη.

Τὸ εὐθὺ φρόνημά της γίνεται κανόνας τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου. Ἡ αἱμορροοῦσα προβάλλεται ὡς πρότυπο ταπεινοφροσύνης. Ὁ Χριστιανὸς καλεῖται νὰ προσεγγίσει τὸν Χριστὸ μὲ τὸν δικό της τρόπο. Ἰδίως ὅταν ἑτοιμάζεται γιὰ τὸ πασχάλιο δεῖπνο, νὰ γίνει συνδαιτημόνας «ξενίας δεσποτικῆς καὶ ἀθανάτου τραπέζης». Προσερχόμενος νὰ κοινωνήσει καὶ ἁπτόμενος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, θυμᾶται τότε καὶ «τὴν αἱμόρρουν». Μὲ πόση ταπείνωση, πίστη καὶ εὐλάβεια ἄγγιξε ἐκείνη τὸ κράσπεδο τοῦ ἱματίου του καὶ «εὐχερῶς τὴν ἴασιν ἔλαβεν». Ὁ Χριστιανὸς δὲν ἀγγίζει ἁπλῶς τὴν ἄκρη τοῦ ρούχου, ἀλλὰ παίρνει μέσα του ὁλόκληρο τὸν Χριστό. Ἂν τὸ κάνει μὲ τὴν αἴσθηση ἀναξιότητας τῆς αἱμορροοῦσας, θὰ καταφλεχθοῦν οἱ ἁμαρτίες του, ὄχι αὐτός.

Ἡ αἱμορροοῦσα παραδίδει ἁπλὸ μάθημα: «Λάθε βιώσας». Ζῆσε ἀθόρυβα, ταπεινά.