Στην ζωή της πίστης μας η υμνογραφία των μεγάλων εορτών, εκτός του ότι αποτυπώνει το περιεχόμενό τους, αφήνει να διαφαίνεται ένα αίσθημα χαράς και πανηγύρεως. Η νίκη είναι το κλειδί, την οποία ο Χριστός έφερε στον κόσμο και έδωσε στον καθέναν από εμάς, ως ξεπέρασμα του εαυτού μας, ως καινούργια αρχή, για να μπορέσουμε, ακολουθώντας Τον, να κάνουμε την χαρά της γιορτής χαρά της ύπαρξης.
Πάντοτε, στην αρχή του νέου κατά κόσμον χρόνου, η πίστη μάς φέρνει την γιορτή των Θεοφανίων. Και σε ώρα που οι περισσότεροι δεν είναι στους ναούς, αλλά και αυτοί που είναι δυσκολεύονται με τον νου να κατανοήσουν, καθώς η ποιητική γλώσσα της Εκκλησίας είναι πανέμορφη, ωστόσο απροσπέλαστη, ψάλλουμε με περηφάνεια στην καρδιά: " Ὅσοι παλαιῶν, ἐκλελύμεθα, βρόχων, βορῶν λεόντων, συντεθλασμένων μύλας, ἀγαλλιῶμεν, καὶ πλατύνωμεν στόμα, Λόγῳ πλέκοντες, ἐκ λόγων μελῳδίαν, ᾧ τῶν πρὸς ἡμᾶς, ἥδεται δωρημάτων" (Κανόνας του Όρθρου των Θεοφανίων). Αν ζούσε ανάμεσά μας ο Παπαδιαμάντης, θα ήταν κατενθουσιασμένος. Θα ένιωθε την αγαλλίαση ότι οι πιστοί λυτρωθήκαμε από τα παλαιά δεσμά που μάς έπνιγαν, ότι τσακίστηκαν τα δόντια των αδηφάγων λιονταριών, ότι καλούμαστε με πλατύ το στόμα μας να πλέξουμε μελωδία με τα ταπεινά μας λόγια στον Λόγο του Θεού, τον Χριστό, γιατί Εκείνος πρώτα χαίρεται και απολαμβάνει να μας δίνει τα δώρα της ανακαίνισης της κτίσης και της δικής μας ανάπλασης.
Κι αναρωτιόμαστε: τι να σημαίνει για μας τους ανθρώπους του 21ου αιώνα, όταν η ποίηση κάθε μορφής είναι εξοβελισμένη από την ζωή μας, όταν η νεώτερη γενιά μένει στα εγωτικά συναισθήματα και μόνο σ' αυτά, η αίσθηση ότι ανήκουμε σε ένα ΕΜΕΙΣ το οποίο έλαβε χάρη να έχει νικήσει τα δεσμά του θανάτου, δηλαδή να μην μπορεί να μας καταπιεί , σαν αχόρταγο λιοντάρι, το στόμα του σκοταδιού και ότι η ζωή μας παίρνει λίγο το φως της παρουσίας του Θεού, όπως αυτό αποτυπώνεται και στην γιορτή των Θεοφανίων; Χρειάζεται ένα σπρώξιμο καρδιακό, να κοιτάξουμε λίγο ψηλότερα, να δούμε, ταυτόχρονα, την ομορφιά του κόσμου στον οποίον ζούμε, αλλά και την δυνατότητα που μας δόθηκε να αγαπήσουμε τον Θεό στο πρόσωπο του κάθε συνανθρώπου μας, για να νιώσουμε τι σημαίνει ζωή που νίκησε το σκοτάδι του θανάτου και της μοναξιάς.
Πώς να γίνει βίωμα αυτός ο ύμνος, που να ξεπερνά το έθιμο; Δύσκολη η κατάφαση. Φορτώνουμε την πίστη με τα έξωθεν, με την επίκληση του χτες και μένουμε, στην πραγματικότητα, πεινασμένοι. Το αχόρταγο στόμα του λιονταριού που λέγεται συνήθεια, που περνά μέσα από την εκκοσμίκευση, αν και δεν φταίει ο κόσμος γι' αυτό, η ζωή έτσι κι αλλιώς εξελίσσεται, δεν αφήνει να περάσει από τον νου μας ότι είμαστε πάντα η μικρή ζύμη, όχι για να αισθανόμαστε ανώτεροι, αλλά για να παρηγοριόμαστε. Και να συνεχίζουμε, δείχνοντας στους νεώτερους ότι πάντα υπάρχει η χαραμάδα που διαλύει το σκοτάδι, αφού λίγο φως είναι αρκετό για να ζεστάνει την καρδιά, να δώσει ελπίδα και να αφήσει στο στόμα το "Δόξα τω Θεώ".
Ευτυχώς που υπάρχει η Εκκλησία. Για να αφήνει ακόμη την ελπίδα ότι όποιος ζητά, βρίσκει. Ο Χριστός, άλλωστε, δεν φωνάζει στον Ιορδάνη. Σιωπηλά ευλογεί την κτίση, σιωπηλά αφήνει το Άγιο Πνεύμα να αγιάσει και να μεταμορφώσει τον κόσμο κι εμάς. Ας συμπορευτούμε.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός