Πολύ πριν ξεσπάσει η εχθρότητα ενός ζευγαριού εναντίον όλης της οικογένειας μας, ενώ εμείς αγαπούσαμε με απλότητα όλη την οικογένεια τους, μου είπε μια μέρα ξαφνικά:
– Ξέρεις, πολλοί άνθρωποι δεν μπορούν να δεχθούν την αγάπη που τους δείχνουν οι άλλοι. Διερωτώνται γιατί τους αγαπούν, κουμπώνονται.
Αισθάνονται πως η αγάπη που τους δείχνουν τους δεσμεύει και αντιδρούν πολύ άσχημα και μαζεύονται στον εαυτό τους και απομονώνονται. Αυτό πληγώνει αυτούς που αγαπούν.
Γι’ αυτό να μη δείχνουμε την αγάπη μας.
Ακόμα και οι γονείς, να μη δείχνετε πολύ την αγάπη στα παιδιά και κυρίως η μάνα, να μην δείχνει την ανησυχία της.
Πριν από μέρες ήρθε μια μητέρα με το παιδί της. Μιλούσε εδώ περπατώντας, και το παιδί ανέβηκε, πάνω σ’ ένα σωρό μεγάλο από χώμα και φώναξε «μαμά» και πήγαινε στην άκρη-άκρη να πέσει.
Η μάνα ανησύχησε, ήταν έτοιμη να τρέξει να το πιάσει. Της είπα κάνε πως δεν το βλέπεις, μην απαντάς, μην το κοιτάζεις, κάνε πως δεν ακούεις, πες μέσα σου την ευχή.
Το παιδί φώναξε, ξαναφώναξε και κατέβηκε ήσυχα-ήσυχα.
Αν η μάνα του πήγαινε να το πιάσει ή εάν το παρακαλούσε να κατέβει θα έπεφτε το παιδί από αντίδραση στην αγάπη της μάνας του.
Ν’ αγαπάτε με την καρδιά μυστικά.
Να αγκαλιάζεις την ψυχή του άλλου και των παιδιών σου με την καρδιά σου και να προσεύχεσαι: «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με». Θα έχεις τα μάτια της ψυχής σου, προσηλωμένα εδώ στο στέρνο στην καρδιά του άλλου και θα λες την ευχή, όχι «ελέησον τον δούλον σου τάδε», αλλά «ελέησόν με» να μην αλλάζουμε την ευχή. Άλλωστε ο άλλος είμαστε εμείς.
– Ναι, ναι του είπα, η ενότητα της ανθρωπίνης φύσεως.
Δεν πέρασε ένας μήνας και ξέσπασε η δοκιμασία της εχθρότητας εναντίον της οικογένειας μας από τους ανθρώπους που αγαπούσαμε απλά και ανυστερόβουλα.
Ευτυχώς που ο Γέροντας με είχε ενημερώσει, με είχε προετοιμάσει και προ παντός μού είχε εξηγήσει τον λόγον, την αιτία της συμπεριφοράς τους.