Έχουν αλλάξει ο χαρακτήρας και η δομή της κοινωνίας μας σήμερα. Όταν η Εκκλησία αναπτύσσονταν στην σχέση της με τον κόσμο, οι κοινωνίες ήταν αγροτικές. Τα παραδοσιακά επαγγέλματα δέσποζαν: γεωργία, αλιεία, κτηνοτροφία. Οι πόλεις ήταν σημαντικές. Σ' αυτές βρίσκαμε τους εμπόρους, τους στρατιώτες, τους ναυτικούς, κάποτε και τους φιλοσόφους και τους καλλιτέχνες. Η παιδεία δεν ήταν καθολικό γεγονός. Η οικογένεια ήταν το κλειδί για το νόημα της ζωής των περισσότερων ανθρώπων. Και βέβαια, η πίστη στον Θεό, ώστε ο άνθρωπος να παλέψει για την σωτηρία του, να προσανατολιστεί στην υπέρβαση του θανάτου, για να αντέξει τις ποικίλες δοκιμασίες, τους σταυρούς του αιώνος τούτου. Γι' αυτό και στην εκκλησιαστική παράδοση συχνή είναι η αναφορά σε στοιχεία από αυτόν τον τρόπο και το περιεχόμενο ζωής.
Όταν λοιπόν σήμερα ακούμε στους Χαιρετισμούς της Παναγίας την αναφορά του υμνογράφου στο πρόσωπό της με την οποία την χαρακτηρίζει ως την "γεωργούσα τον φιλάνθρωπόν γεωργόν", οι πιστοί των παλαιότερων χρόνων ένιωθαν, εκτός από την ποιητικότητα της φράσης, και το περιεχόμενό της. Η Παναγία είναι εκείνη που όπως η γη κυοφορεί τα στάχυα τον χειμώνα, χωρίς να φαίνονται, έτσι κι αυτή κυοφορεί στα σπλάχνα της όχι τώρα καρπό, αλλά τον ίδιο τον γεωργό, Αυτόν που θα καλλιεργήσει την γη του κόσμου, την γη των καρδιών μας, για να σπείρει εντός τους την πίστη στον αληθινό Θεό, την αγάπη για τον άνθρωπο και τον κόσμο, την προσδοκία της ανάστασης, ακριβώς επειδή είναι φιλάνθρωπος. Και όταν ο υμνογράφος αναφέρεται και πάλι στην Παναγία με την φράση ότι "φύει τον φυτουργό της ζωής μας", κάνει αναφορά στον καλλιεργητή των φυτών, ο οποίος σπέρνει τα φυτά στο περιβόλι του σπιτιού του, τα ποτίζει, τα φροντίζει, για να ομορφαίνουν τον κόσμο, αλλά και για να γίνονται τροφή για τους ανθρώπους. Μόνο που εδώ ο φυτουργός είναι και πάλι ο Χριστός, ο Οποίος δεν σπέρνει φυτά μόνο για την διακόσμηση του κόσμου και της ζωής μας, αλλά εκείνα που θα γίνουν τροφή για όλους μας, τροφή πνευματική, τροφή που δίνει ζωή αιώνιο, την διδασκαλία Του, τα μυστήρια της Εκκλησίας, τον ίδιο τον εαυτό Του ως άρτο της ζωής. Έτσι, η Παναγία καθίσταται η φύουσα, αυτή που δίνει "φύση" ανθρώπινη (κατά μία δεύτερη ερμηνεία της λέξης "φύω") στον Θεό και Τον βοηθά να δώσει μία νέα προοπτική στον άνθρωπο: αυτή του να συναντήσει τον Θεό και να ανακαινιστεί και η δική του φύση, η φθαρμένη από την αμαρτία και το κακό.
Πόσο αυτές οι δύο εικόνες να μπορούν να μιλήσουν στην εποχή μας, στην οποία η επαφή μας με την φύση είναι εικονική ή, κάποτε, περιορισμένη σε μία οικολογική θεώρηση, φυσιολατρική ή προστασίας, όχι όμως δημιουργική, με την έννοια να ζούμε από αυτήν, να την αγαπάμε, να κατοικούμε εντός της, καθώς έχουμε μετατραπεί σε αστούς, σε άτομα που είναι μέλη κατεξοχήν μιας εικονικής πραγματικότητας, διαρκώς συνδεδεμένοι, διαρκώς εξαρτημένοι από αυτήν; Κι όμως, η Εκκλησία επιμένει να μας δίνει ελπίδα, απευθυνόμενη στο πρόσωπο της Παναγίας. Να μας υπενθυμίζει ότι ο κόσμος είναι έργο του Θεού και οτιδήποτε κι αν του προσθέσουμε δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς αυτόν, διότι αυτός εξακολουθεί να είναι η πηγή της τροφής μας, της επιβίωσής μας δηλαδή, η κατοικία μας, αλλά και ο χώρος στον οποίο μπορούμε να αναζητήσουμε την αλήθεια για την ζωή, τις σχέσεις μας, την προοπτική μας. Μόνο που χρειάζεται να μεταφέρουμε το κέντρο του στην καρδιά μας. Σ' αυτήν να αφήσουμε να σπαρούν οι σπόροι μιας πνευματικής γεωργίας και φυτουργίας. Οι σπόροι της αγάπης και της συγγνώμης. Οι σπόροι της κυοφορίας ενός ανθρώπινου τύπου, ο οποίος δεν θα έχει ως κριτήριο τον εαυτό του και μόνο, αλλά θα καρπίζει για να θρέψει κι άλλους. Θα ελπίζει στην ανάστασή του, αφού σπαρεί σωματικά διά του θανάτου, έχοντας όμως εκπληρώσει τον σκοπό του που είναι να ομορφύνει, να προσφέρει, να δώσει τροφή γινόμενος τροφή με τα χαρίσματά του στους πάντες. Και ο Χριστός, ο γεωργός και ο φυτουργός, θα φροντίζει ώστε τα αγκάθια της αμαρτίας, οι κακοκαιρίες των περιστάσεων της ζωής, οι καταπατητές των λογισμών και των δαιμόνων, να μη καταστρέψουν τις καρδιές, να μην κλέψουν τους καρπούς, να μην τους σκορπίσουν άσκοπα.
Ας παρακαλούμε την Παναγία, την πρώτη οδοιπόρο αυτής της οδού, να μεσιτεύει ώστε να είναι ο Χριστός ο γεωργός και ο φυτουργός και της δικής μας ύπαρξης εν τη Εκκλησία.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός