Πώς εφαρμόζεται η εντολή της αγάπης;
Ποιά αγάπη πρέπει να έχουμε μεταξύ μας;
Εκείνην που έδειξε και δίδαξε ο Κύριος, όταν είπε «αγαπάτε ο ένας τον άλλο όπως αγάπησα και εγώ εσάς». Εάν δε πρέπει να προσφέρει κανείς τη ψυχήν του, πόσο μάλλον είναι αναγκαίο να δείχνει προθυμία στα μικρότερα πράγματα, χωρίς να ενδιαφέρεται για τα ανθρώπινα καθήκοντα, αλλά να ενεργεί με σκοπό να ευαρεστήσει το Θεό, όπως απαιτεί το συμφέρον στου;
Με ποιό τρόπο θα μπορέσει κανείς να αγαπήσει τον πλησίον;
Πρώτον πρέπει να φοβάται την καταδίκη εκείνων που παραβαίνουν την εντολή του Κυρίου, που είπε ότι «ο απειθών εις τον Υιόν δεν θα ίδη την ζωήν», άλλ’ η οργή του Θεού θα μείνει σε αυτόν· έπειτα δε πρέπει να ζητά να κερδίσει την αιώνια ζωή, διότι η εντολή του είναι ζωή αιώνια. Πρώτη δε και μεγάλη εντολή είναι το· «να αγαπήσης Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της διανοίας σου και εξ όλης της ισχύος σου». Δεύτερη εντολή, όμοια με αυτήν, είναι· θα αγαπήσεις «τον πλησίον σου ως σεαυτόν». Πρέπει ακόμη να θέλει να γίνει όμοιος με τον Κύριο, διότι είπε «εντολήν καινήν δίδω εις υμάς, ίνα αγαπάτε αλλήλους, καθώς εγώ ηγάπησα υμάς», αλλά και με αυτές τις σκέψεις· αν μεν είναι ευεργέτης ο αδελφός, οφείλουμεσ’ αυτόν την αγάπη και κατά την ανθρώπινη ηθική, την οποίαν έχουν και οι εθνικοί, όπως δηλώνει ο Κύριος στο Ευαγγέλιο, λέγοντας «εάν αγαπάτε τους αγαπώντας υμάς, ποία χάρις οφείλεται εις υμάς; διότι και οι αμαρτωλοί αγαπούν τους αγαπώντας αυτούς». Αν όμως κάποιος είναι κακοποιός, και αυτόν οφείλουμε να αγαπούμε, όχι μόνον εξ αιτίας της εντολής, αλλά και γιατί μας προξενεί μεγαλύτερες ευεργεσίες, εάν βεβαία πιστεύουμε στους λόγους του Κυρίου· «μακάριοι είσθε, όταν ονειδίσουν υμάς και διώξουν και ειπούν κάθε πονηρόν λόγον καθ’ υμών, ψευδόμενοι ένεκεν εμού. Χαίρετε και αγαλλιάσθε, ότι ο μισθός υμών πολύς εν τοις ουρανοίς».
Πώς διακρίνεται εκείνος που αγαπά τον αδελφό κατά την εντολή του Κυρίου, και πώς αποδεικνύεται εκείνος που δεν αγαπά έτσι;
Υπάρχουν δύο κύρια χαρακτηριστικά της αγάπης· η λύπη και η αγωνία, εκείνα εξ αιτίας των οποίων βλάπτεται ο αγαπώμενος, και η χαρά και ο αγώνας για την πρόοδό του. Μακάριος λοιπόν είναι εκείνος που αφ’ ενός μεν θλίβεται για τον αμαρτάνοντα, διότι ο κίνδυνος που διατρέχει είναι φοβερός, αφ’ έτερου δε χαίρεται για τον προοδεύοντα στην αρετή, διότι το κέρδος τούτου είναι ασύγκριτο κατά την Γραφή. Επιβεβαιώνει δε και ο Απόστολος Παύλος, λέγοντας ότι εάν πάσχει ένα μέλος, συμπάσχουν όλα τα μέλη, κατά τον τρόπο της εν Χριστώ αγάπης, και ότι εάν τιμάται ένα μέλος με προφανή σκοπό την ευαρέστηση του Θεού, συγχαίρουν όλα τα μέλη. Εκείνος που δεν έχει αυτή τη διάθεση είναι φανερό ότι δεν αγαπά τον αδελφό.
Ποιοί είναι οι εχθροί, τους οποίους έχουμε εντολή να αγαπάμε, και πώς θα αγαπήσουμε τους εχθρούς· κάμνοντας καλές πράξεις σ’ αυτούς ή και με μόνη τη διάθεση; Και είναι αυτό δυνατόν;
Χαρακτηριστικό του εχθρού είναι να βλάπτει και να μηχανεύεται κακά. Κάθε άνθρωπος λοιπόν που βλάπτει κάποιον με οιονδήποτε τρόπο μπορεί να λέγεται εχθρός, ιδιαιτέρως δε ο αμαρτάνων διότι αυτός, όσο εξαρτάται από τον εαυτόν του, βλάπτει με διάφορους τρόπους τον συνάνθρωπό του και σκέπτεται κακό εις βάρος του. Επειδή δε ο άνθρωπος αποτελείται από σώμα και ψυχή, ως προς μεν τη ψυχή ας αγαπήσουμε αυτούς, ελέγχοντες και νουθετούντες και επαναφέροντας αυτούς πίσω με κάθε τρόπο· ως προς το σώμα όμως ας τους κάνουμε καλό, όταν χρειάζονται τα αναγκαία. Ότι δε η αγάπη βρίσκεται στην διάθεση είναι φανερό σε όλους, και ότι είναι κατορθωτή το απέδειξε και το δίδαξε ο Κύριος, που έδειξε την αγάπη του Πατέρα και την δική του στην υπακοή μέχρι θανάτου για χάρη των εχθρών του, όχι των φίλων του, όπως βεβαιώνει ο απόστολος, όταν λέει ότι «δεικνύει την αγάπη του ο Θεός σε μας, διότι, ενώ είμεθα ακόμη αμαρτωλοί, ο Χριστός υπέρ ημών απέθανε». Μας προτρέπει δε σ’ αυτό, λέγοντας «γίνεσθε λοιπόν μιμηταί του Θεού, ως τέκνα αγαπητά, και περιπατείτε εν αγάπη, καθώς και ο Χριστός ηγάπησεν ημάς και παρέδωκεν εαυτόν υπέρ ημών ως προσφοράν και θυσίαν εις τον Θεόν». Δεν θα είχε δώσει εντολή ο αγαθός και δίκαιος Θεός, εάν δεν μας είχε χαρίσει τη δύναμη να την εκτελέσουμε, πράγμα το οποίο φανέρωσε ότι βρίσκεται στη φύση μας. Και τα άγρια ζώα ακόμη αγαπούν εκ φύσεως τους ευεργέτες. Ποιό δε ευεργέτημα, τόσο μεγάλο, προκαλεί ο φίλος όσον οι εχθροί; Διότι εξ αίτιας τους δεχόμαστε τον μακαρισμό του Κυρίου, που είπε· μακάριοι είσθε, όταν διώξουν και ονειδίσουν υμάς και ειπούν κάθε πονηρό λόγον εναντίον υμών, ψευδόμενοι, ένεκεν εμού. Χαίρετε και αγαλλιάσθε, διότι ο μισθός υμών είναι πολύς εν τοις ουρανοίς.
Πώς ημπορεί κάποιος χωρίς αγάπη να αποκτήσει τόσο μεγάλη πίστη, ώστε να μετακινεί όρη ή να δίνει όλα τα υπάρχοντά του στους πτωχούς ή να παραδώσει το σώμα του, για να χαθεί;
Αν θυμόμαστε τον Κύριο, που είπε- «ό,τι κάνουν, το κάνουν για να τους δουν οι άνθρωποι»· και την απάντησή του σ’ εκείνους που του είπαν «Κύριε, Κύριε, δεν προφητεύσαμε στο όνομά σου και εκδιώξαμε δαιμόνια και κάναμε πολλά θαύματα;»· ότι δεν σας γνωρίζω ·όχι γιατί είπαν ψέματα, αλλά γιατί μεταχειρίστηκαν τη χάρη του Θεού για ικανοποίηση ιδιοτελών σκοπών, πράγμα που είναι ξένο στην αγάπη Του, τότε δεν είναι δύσκολο να κατανοήσουμε τα λεχθέντα. Το να λαμβάνει δε και ο ανάξιος τη χάρη ή τη δωρεά του Θεού δεν είναι καθόλου παράδοξο διότι ο Θεός κατά τον χρόνο της χρηστότητας και της μακροθυμίας του ανατέλλει τον ήλιο για τους πονηρούς και τους αγαθούς· πολλές φορές δε, αποβλέπει στην ωφέλεια ή εκείνου του ίδιου που λαμβάνει τη χάρη, μήπως δηλαδή και συγκινηθεί από την χρηστότητα του Θεού και ενδιαφερθεί, ώστε να ευαρεστήσει προς αυτόν, ή στην ωφέλεια και άλλων σύμφωνα με το λόγο του αποστόλου· τινές μεν και διά φθόνον και έριν, τινές δε και από καλής θελήσεως κηρύσσουν τον Χριστόν, και προσθέτει μετ.’ ολίγον πλην κατά πάντα τρόπον, είτε επί προφάσει είτε εν αληθεί,. ο Χριστός κηρύττεται, και δια τούτο χαίρω.
Πώς κατορθώνεται η αγάπη προς το Θεό;
Εάν έχουμε αγαθή συνείδηση και είμαστε ευγνώμονες για τις ευεργεσίας που δεχόμαστε από αυτόν, πράγμα που συναντά κανείς και στα ζώα· γιατί βλέπουμε τους σκύλους να αγαπούν μόνον αυτόν που τους δίνει τροφή. Το ίδιο μαθαίνουμε και από τους ελεγκτικούς λόγους που λέχθηκαν από τον προφήτη Ησαΐα· υιούς εγέννησα και ύψωσα, αυτοί δε με ηθέτησαν εγνώρισεν ο βους τον κτήτορα αυτού και ο όνος την φάτνην τον κυρίου αυτού· ο Ισραήλ δε δεν με εγνώρισε και ο λαός δεν με κατενόησε. Διότι, όπως στο βόδι και το γαϊδούρι δημιουργείται αυτομάτως ή αγάπη προς αυτόν που τα τρέφει, επειδή δέχονται την ευεργεσία του, έτσι και μείς, αν δεχτούμε τις ευεργεσίας με ευαισθησία και ευγνωμοσύνη , πώς δεν θα αγαπήσουμε το Θεό, που μας παρέχει τόσο πολλές και μεγάλες ευεργεσίες, αφού εκ φύσεως, θα έλεγα, και χωρίς διδασκαλία δημιουργείται στην υγιή ψυχή μια τέτοια διάθεση;
(Μέγας Βασίλειος)