…καί κέκλικεν ἡ ἡμέρα» (Λκ. 24, 29)
π. Kων. N. Kαλλιανός
Καθημερινά, λοιπόν, συνειδητοποιεῖς τή φθορά σου. Φθορά πού τήν καταθέτει ὁ χρόνος πάνω σου: πάνω στό κορμί δηλαδή, στήν ψυχή, στό εἶναι ὁλάκερο.
Καί τά νοιώθεις ὅλ᾿ αὐτά, καθώς ἀραιώνουν τά χρόνια, ὅπως ἀραιώνει τό κουράγιο μέσα σου, γιατί συνειδητοποιεῖς πιά, «ὅτι πρός ἐσπέραν ἐστί καί κέκλικεν (καί ὅσο πάει κλείνει) ἡ ἡμέρα» σου.
Μέ ἁπλά λόγια δηλαδή, τά γερατειά ἀνατέλουν μέσα σου, παραμερίζοντας τόν καιρό τῆς νεότητας, ὅπως κι ἐκεῖνος παραμέρισε τήν παιδική καί ἐφηβική σου ἠλικία.
«Πρός ἐσπέραν…». Νυχτώνει δηλαδή, πού σημαίνει πώς ἑτοιμάζεις τίς ἀποσκευές σου γιά μιάν ἰδιαίτερη ἀναχώρηση: πρός τό ἐνδιαίτημά σου, ἐκεῖ ὅπου ἀναπαύεσαι, ἀλλά καί, ἄν τό ἐπιθυμεῖς, μαθητεύεις πάνω στή διάρκεια τοῦ ὕπνου, πού εἶναι μιά σιωπηλή προετοιμασία, μιά ἄσκηση, πάνω στό Μυστήριο τῆς ἄλλης κοιμήσεως, δηλαδή τοῦ θανάτου.
Γι᾿ αὐτό καί ἡ εἰκόνα τοῦ ὕπνου χαρακτηρίζεται εἰκόνα θανάτου (ἅγ. Ἰω. Κλίμακος) προσωρινοῦ, πού, πολλές φορές γίνεται, γιά κείνους πού πραγματικά τό ἐπιθυμοῦν, ἕνα «μέγιστον μάθημα» σπουδῆς πάνω στή βεβαιότητα τῆς ἀπροόπτου ἀναχωρήσεώς μας «ἀπό τῶν λυπηροτέρων ἐπί τά χρηστότερα καί θυμηδέστερα.»
Γι᾿ αὐτό καί ἀπαιτεῖται πάνω ἀπ᾿ ὅλα νά ἐμβιωθεῖ ὠς μέγιστο γεγονός, αὐτό πού λέει ὀ ποιητής: «Ἡ ζωή εἶναι κῆπος πού μαραίνεται» (Ν. Καροῦζος).
Μόνο πού αὐτός ὁ κῆπος χρειάζεται καλλιέργεια, ὥστε νά εἶναι, μέχρι τήν ὥρα πού θά μαραθεῖ, εὔοσμος, ὑπέροχος, ἐλκυστικός. Ὅπως οἱ ἀνθρώπινες σχέσεις…
«Πρός ἑσπέραν…». Βαθύς ὀ πόθος τοῦ καθενός νά βρεῖ τό φῶς ἐκεῖνο πού θά ὁδηγήσει σωστά τά βήματά του στό σκοτάδι πού ὅλο καί πλησιάζει.
Εὐτυχῶς ὅμως πού μέσα στή ζοφερή τή νύχτα τοῦ κόσμου ἀνατέλει ἡ φωνή Ἐκείνου πού ξέρει, ὅσο κανείς ἄλλος, τό πῶς νά σέ ὁδηγήσει καλύτερα κι ἀσφαλέστερα.
Γι’ αὐτό καί δέν διστάζει νά πεῖ «Ἐγώ εἰμί τό φῶς τοῦ κόσμου» (Ἰω. 8, 12) -ἕνα φῶς ἀλλιώτικο ἀπό τό φυσικό, φῶς πού καταλύει τά σκοτάδια καί ἐπιτρέπει κάτι ἀκόμα: τήν ἐν καιρῶ εὐθέτω ἁγιότητά σου.
«Πρός ἐσπέραν, λοιπόν· κέκλικεν δέ καί ἡ ἡμέρα»… Κι ὕστερα;