«᾿Απήγγειλαν δὲ αὐτῷ ὅτι ᾿Ιησοῦς ὁ Ναζωραῖος παρέρχεται» (Λουκ. 18, 38).
«Τοῦ εἶπαν ὅτι περνάει ὁ ᾿Ιησοῦς ὁ Ναζωραῖος».
Η ακοή είναι δώρο σπουδαίο του Θεού στον άνθρωπο, αλλά και σε κάθε ζώσα και κινούμενη ύπαρξη. Με την ακοή μπορούμε να αισθανθούμε την παρουσία του άλλου. Να ακούσουμε τον λόγο του και να διαπιστώσουμε τις διαθέσεις του. Να λιγοστέψει ή να αυξηθεί η μοναξιά μας. Να μπούμε σε μία κατάσταση μεγάλου θορύβου ή σε μια κατάσταση ησυχίας. Να απολαύσουμε την φύση.
Είναι πολύ όμορφη η εικόνα του αγίου Πορφυρίου με το αηδόνι:
«Μια μέρα, ένα πρωινό επροχώρησα μόνος μου στο παρθένο δάσος. Όλα, δροσισμένα από την πρωινή δροσιά, λαμπύριζαν στον ήλιο. Βρέθηκα σε μία χαράδρα. Την πέρασα. Κάθισα σε ένα βράχο. Δίπλα μου κρύα νερά κυλούσαν ήσυχα κι έλεγα την ευχή. Ησυχία απόλυτη. Τίποτα δεν ακουγόταν. Σε λίγο, μέσα στην ησυχία ακούω μία γλυκιά φωνή, μεθυστική, να ψάλλει, να υμνεί τον Πλάστη. Κοιτάζω, δεν διακρίνω τίποτα. Τελικά, απέναντι σ’ ένα κλαδί βλέπω ένα πουλάκι· ήταν αηδόνι. Κι ακούω το αηδονάκι να κελαηδάει, να σχίζεται· μάλλιασε, που λέμε, η γλώσσα του, φούσκωσε απ’ τους λαρυγγισμούς ο λαιμός του. Αυτό το πουλάκι το μικροσκοπικό να κάνει κατά πίσω τα φτερά του, για να έχει δύναμη και βγάζει αυτούς τους γλυκύτατους τόνους, αυτή την ωραία φωνή και να φουσκώνει ο λάρυγγάς του! Πω, πω, πω! Νά ‘χα ένα ποτηράκι με νερό, για να πηγαίνει να πίνει και να ξεδιψάει!
Μου ήλθαν δάκρυα στα μάτια. Τα ίδια εκείνα δάκρυα τής χάριτος που κυλούσαν αβίαστα και τα οποία απέκτησα απ’ τον Γερο-Δημά. Ήταν η δεύτερη φορά που τα δοκίμαζα.
...Πόσα δεν μου είπε το αηδονάκι! Και πόσα του είπα μες στη σιωπή: “Αηδονάκι μου, ποιος σου είπε ότι εγώ θα περνούσα από δω; Εδώ κανείς δεν πλησιάζει. Είναι τόσο απρόσιτο το μέρος. Πόσο ωραία κάνεις χωρίς διακοπή το καθήκον σου, την προσευχή σου στον Θεό! Πόσα μου λέεις, αηδονάκι μου, πόσα με διδάσκεις! Θεέ μου, συγκινούμαι. Αηδόνι μου, μου δείχνεις με το κελάηδημά σου πως να υμνώ τον Θεό, μου λες χίλια, πολλά, πάρα πολλά…”.
...Το αγάπησα πολύ το αηδόνι. Το αγάπησα και μ’ ενέπνευσε. Σκέφθηκα: “Γιατί εκείνο κι όχι κι εγώ; Γιατί εκείνο να κρύβεται και όχι κι εγώ;”. Και μου ήλθε στο νου ότι πρέπει να φύγω, πρέπει να χαθώ, πρέπει να μην υπάρχω. Είπα: “Γιατί; Είχε αυτό κόσμο μπροστά του; Ήξερε ότι ήμουνα εγώ και τ’ άκουγα; Ποιος τ’ άκουγε που ξελαρυγγιαζόταν; Γιατί πήγαινε σε τέτοια κρυφά μέρη; Αλλά κι εκείνα τα αηδονάκια μες στο λόγγο, μες στη ρεματιά που βρισκόντουσαν τη νύκτα και την ημέρα, το βράδυ και το πρωί, ποιος τ’ άκουγε που ξελαρυγγιαζόταν όλα; Και γιατί το κάνανε αυτό το πράγμα; Και γιατί πηγαίνανε σε τέτοια κρυφά μέρη; Γιατί σπάζανε το λάρυγγά τους; Ο σκοπός ήταν η λατρεία, το ψάλσιμο στον Δημιουργό τους, η λατρεία στον Θεό”. Έτσι τα εξηγούσα. (Βίος και Λόγοι Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Ιερά Μονή Χρυσοπηγής, Χανιά 2003, σελ. 86).
Αυτό συνέβη και με τον τυφλό της Ιεριχούς. Άκουσε θόρυβο, άκουσε ανθρώπους να έρχονται, να ζητωκραυγάζουν, να συζητούνε. Και μέσα στον θόρυβο αυτό ζήτησε να μάθει το γιατί. Και όταν του είπαν ότι έρχεται ο Ιησούς ο Ναζωραίος, ο εξωτερικός θόρυβος έκανε την ψυχή και την καρδιά του να πεταρίσει. Αφυπνίστηκε. Φώναξε με όλη τη δύναμη της ψυχής του στον Ιησού να τον ελεήσει. Και στα μαλώματα των ανθρώπων, που τον θεωρούσαν περιθωριοποιημένο και καταραμένο από τον Θεό λόγω της πάθησής του, εκείνος περισσότερο φώναζε τον Χριστό και έλαβε από Εκείνον την ανάβλεψη.
Σπουδαία τα μηνύματα που παίρνουμε από το θαύμα, αλλά και από τον άγιο Πορφύριο. Να είμαστε πάντοτε έτοιμοι να ακούσουμε τα βήματα του Χριστού στη ζωή μας, από όπου κι αν αυτά προέρχονται. Στη χαρά, στη λύπη, στον κόπο, στο πρόσωπο του διπλανού μας, στο πρόσωπο αυτού που μας απογοητεύει, αυτού που μας δίνει χαρά, αυτού που μας διδάσκει, αυτού που μας εχθρεύεται, στον κόσμο όλο που μοιάζει καταραμένος και άθεος, παντού ακούγονται τα βήματα του Χριστού. Το δεύτερο είναι να έχουμε αφύπνιση στην καρδιά μας, να μπορούμε να ζητήσουμε το έλεος του Θεού, αλλά και να κατανοήσουμε ότι το παν στη ζωή μας είναι η ευγνωμοσύνη διότι Αυτός υπάρχει. Το τρίτο, να μπορούμε κι εμείς να δοξολογούμε τον Θεό, μέσα από τους ήχους της φύσης, της κοινωνικότητας, της μοναξιάς μας, διότι παντού ο Θεός. Να σκεφτόμαστε πως ό,τι μας έδωσε ο Θεός ως χάρισμα και ζωή, είναι για να το μοιραστούμε με αγάπη. Όπως ο τυφλός που δοξολογούσε τον Θεό ενώπιον όλων των ανθρώπων για τη ζωή που έλαβε. Όπως το αηδόνι που μοιράζεται την ομορφιά του κελαηδήματός με όλη την κτίση, χωρίς να ζητά χειροκρότημα. Κυρίως όμως να μη μοιάσουμε στους ανθρώπους της Ιεριχούς, οι οποίοι απέτρεπαν τον τυφλό από το να ζητήσει το έλεος του Θεού, στηριγμένοι στις προκαταλήψεις τους ή στον καθωσπρεπισμό τους ή στην διάθεσή τους να μην ενοχληθεί ο Χριστός ή για να τον κρατήσουν για τον εαυτό τους, όντας τελικά τυφλοί στην ψυχή, παρότι έβλεπαν σωματικά.
Η ακοή, όπως και όλες οι αισθήσεις μας υπάρχουν για να προσλαμβάνουμε και να προσφέρουμε αγάπη, με τον λόγο και με τα έργα μας. Για να βρίσκουμε του Θεού τα βήματα και να τα ακολουθούμε στον κόσμο, όπως κι αν είναι αυτός.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός