Ὑπάρχει μία σπουδαία ὅσο καί τολμηρή ὁμιλία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου περί τοῦ προφήτου Ἠλία. Τήν παραθέτω συντόμως. Κατά
τήν ὁμιλία αὐτή ὁ Θεός προσπάθησε πολύ νά κάνει τόν ζηλωτή προφήτη του
ἐπιεικῆ καί φιλάνθρωπο, χωρίς ὅμως… νά τό πετύχει. Ἡ ὁμιλία παρουσιάζει
τόν Ἠλία νά ἀπορεῖ γιά τήν ἀγάπη καί τήν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ στούς
ἀποστάτες Ἰσραηλῖτες, γιατί ἔβλεπε ὅτι μέ αὐτήν δέν ἐπέρχεται ἡ διόρθωσή
τους.
Πίστευε δέ ὅτι ἡ διόρθωση αὐτή τοῦ λαοῦ θά ἔλθει μέ μία
τιμωρία, αὐστηρή τιμωρία ἐναντίον του. Γι᾽ αὐτό – ὅπως τό παρουσιάζει ἡ
ὁμιλία τοῦ ἱεροῦ Πατρός – τόλμησε νά παρουσιαστεῖ στόν Θεό καί νά τόν
«δέσει» μέ ὅρκο νά δώσει τιμωρία στούς Ἰσραηλῖτες, ὅπως τήν σκεπτόταν
αὐτός, καί νά μή λύσει τήν τιμωρία αὐτή, ἄν δέν τό πεῖ ὁ ἴδιος!…
«Εἰ
μή διά στόματός μου», εἶπε! Ὁ προφήτης Ἠλίας ζήτησε ἀπό τόν Θεό νά
δώσει ἀνομβρία στήν γῆ γιά τρία ἔτη καί ἕξι μῆνες. Ἡ ὁμιλία παρουσιάζει
τόν Θεό νά «συνέχεται», νά συμπιέζεται· ἀπό τήν μιά μεριά ἤθελε νά
ἀκούσει τόν ζηλωτή του προφήτη Ἠλία, ἀλλά καί ἀπό τήν ἄλλη μεριά
εὐσπλαγχνιζόταν τόν λαό γιά τό κακό τῆς ἀνομβρίας καί τῆς πείνας, πού θά
τοῦ συνέβαινε.
Γι᾽ αὐτό καί κάνει μέν τό θέλημα τοῦ Ἠλία, ἀλλά
καί τόν βοηθεῖ νά γίνει φιλάνθρωπος, ὥστε σύντομα αὐτός νά τόν
παρακαλέσει γιά τήν λύση τῆς τιμωρίας. Πρῶτα-πρῶτα ὁ Θεός «συγκολάζει τῷ
λαῷ τόν προφήτην»! Ἀφοῦ ὁ Ἠλίας ζήτησε ἀνομβρία γιά τόν λαό, θά ὑπαχθεῖ
καί ὁ ἴδιος στήν τιμωρία αὐτή!… Φροντίζει ὅμως ἰδιαίτερα ὁ Θεός γιά τόν
προφήτη του, γι᾽ αὐτό καί τόν τρέφει μυστικά καί θαυμαστά. Καί λέγομε
«θαυμαστά», γιατί τόν τρέφει μέ ἕναν κόρακα, πού τοῦ πήγαινε κρέας.
Ὁ κόρακας ὅμως, σχολιάζει ὁ Χρυσόστομος, εἶναι ζῶο «μισότεκνον», γιατί δέν ἀγαπᾶ τά νεογνά του, ἀφοῦ δέν τά τρέφει.
Γι᾽
αὐτό καί ὁ ψαλμωδός Δαυΐδ παριστάνει τά μικρά τῶν κοράκων νά
ἐπικαλοῦνται τόν Θεό γιά τροφή, ἀφοῦ ὁ πατέρας τους δέν τούς τήν δίνει:
«Τοῖς νεοσσοῖς τῶν κοράκων τοῖς ἐπικαλουμένοις αὐτόν (τόν Θεόν)» (Ψαλμ.
146,9).
Ὅπως ὁ κόρακας εἶναι μισότεκνος, ἔτσι καί ὁ Ἠλίας ἦταν μισότεκνος πρός τούς Ἰουδαίους ἕνεκα τῆς ἀποστασίας τους.
Ἀλλά
νά τώρα πού ὁ κόρακας μεταβάλλεται καί γίνεται φιλάνθρωπος καί πηγαίνει
τροφή στόν Ἠλία. Αὐτό ἦταν τό μυστικό μάθημα, πού ἤθελε ὁ Θεός νά δώσει
στόν προφήτη του: Νά γίνει μεσίτης γιά τούς Ἰουδαίους, ὅπως ὁ κόρακας
μετέβαλε τήν φύση του καί γίνεται μεσίτης τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ πρός
αὐτόν (τόν Ἠλία) καί τοῦ πηγαίνει τροφή στόν καιρό τῆς πείνας. Ὁ
προφήτης Ἠλίας ὅμως δέν διδάχθηκε ἀπό τό μάθημα αὐτό ἤ μᾶλλον δέν θά τό
ἐνόησε καί καθόλου, γι᾽ αὐτό καί ὁ Θεός τοῦ ἀφαιρεῖ τώρα τήν διατροφή
του ἀπό τόν κόρακα, ὥστε νά πιεστεῖ ἀπό τήν πείνα καί νά πρεσβεύσει στόν
Θεό νά λυθεῖ ἡ τιμωρία.
Ἀλλά ὁ Ἠλίας ἦταν τόσο πολύ χολωμένος
γιά τήν ἀποστασία τοῦ Ἰσραήλ ἀπό τόν Θεό, ὥστε, ὄχι! Δέν ἤθελε νά
παρακαλέσει γι᾽ αὐτούς πού ζοῦσαν ἀκόμη στήν ἀποστασία τους. Ἀφοῦ,
λοιπόν, ὁ προφήτης Ἠλίας δέν διδάχθηκε ἀπό τό μάθημα τοῦ κόρακα, ἔφερε ὁ
Θεός ἔτσι τά πράγματα νά διδαχθεῖ ἀπό μιά εἰδωλολάτρισσα χήρα γυναίκα.
Ἀκοῦστε:
Ἡ πείνα ἔθλιβε τόν Ἠλία καί ὁ Θεός τοῦ εἶπε: «Φύγε ἀπ᾽ ἐδῶ καί πήγαινε
ἔξω ἀπό τό Ἰσραήλ, στά Σαρεφθά τῆς Σιδωνίας καί ἐκεῖ θά πῶ σέ μιά χήρα
ἐθνική γυναίκα νά σέ διαθρέψει». Ἀπαγορευόταν τότε ἡ ἐπικοινωνία τῶν
Ἰουδαίων μέ τούς Ἐθνικούς καί γι᾽ αὐτό ὁ Θεός, ἑρμηνεύει ὁ Χρυσόστομος,
εἶπε στόν Ἠλία νά πάει σέ ἐθνική γυναίκα νά τόν διαθρέψει, ὥστε νά
σιχαθεῖ τήν τροφή ἀπό εἰδωλολάτρισσα καί νά μεσιτεύσει στόν Θεό νά
στείλει βροχή καί νά πάψει ἡ τιμωρία τῆς πείνας. Οὔτε ὅμως καί ἀπό αὐτό ὁ
Ἠλίας κάμφθηκε σέ φιλανθρωπία ὑπέρ τοῦ Ἰσραήλ, ἀλλά πῆγε μακρυά στά
Σαρεφθά τῆς Σιδωνίας γιά νά τραφεῖ ἐκεῖ.
Ὁ Θεός ὅμως ἔκανε ἐκεῖ
τήν χήρα γυναίκα νά τοῦ μιλήσει σκληρά, ἐνῶ μάλιστα αὐτός βρισκόταν σέ
μεγάλη πείνα· καί αὐτό τό ἔκανε γιά νά πονέσει καί νά γίνει φιλάνθρωπος.
Στόν πεινασμένο, λοιπόν, προφήτη ἡ χήρα ἐθνική γυναίκα τοῦ εἶπε: «Δέν
ἔχω καθόλου ψωμί παρά μόνο μιά χούφτα ἀλεύρι στό πιθάρι καί λίγο λάδι
στό δοχεῖο. Θά τά ἑτοιμάσω γιά μένα καί γιά τά παιδιά μου, θά τά φᾶμε
καί μετά θά πεθάνουμε» (Γ´ Βασ. 17,22). Αὐτά τά λόγια τῆς χήρας γυναίκας
πρέπει νά πόνεσαν τόν Ἠλία. «Αὐτή ἡ γυναίκα – θά σκέφθηκε – ὑποφέρει
περισσότερο ἀπό μένα, γιατί ἐγώ ὑποφέρω μόνος, ἐνῶ αὐτή ὑποφέρει καί μέ
τά παιδιά της. Ἄς μή γίνω λοιπόν πρόξενος θανάτου στήν χήρα γυναίκα πού
μέ δέχθηκε σπίτι της».
Ὅπως φαίνεται, τώρα γιά πρώτη φορά ὁ Ἠλίας
ὁμιλεῖ φιλάνθρωπα. Ὅπως λέγει ὁ Χρυσόστομος «χαυνοῦται πρός τήν φωνήν
(τῆς χήρας), ἄρχεται λοιπόν φιλανθρωπίας ἐν ἑαυτῷ περιφέρειν μελέτην».
Τώρα ὁ Ἠλίας εὐλογεῖ τήν τροφή τῆς γυναίκας νά μή λείψει ἀπό τό σπίτι
της καί τώρα γιά πρώτη φορά μιλάει γιά λύση τῆς τιμωρίας καί ὅτι ὁ Θεός
θά στείλει βροχή στήν γῆ.
Εἶπε, λοιπόν, στήν ἀπελπισμένη χήρα
γυναίκα: «Τό πιθάρι μέ τό ἀλεύρι δέν θ᾽ ἀδειάσει καί τό λάδι στό δοχεῖο
δέν θά λιγοστέψει, μέχρι τήν ἡμέρα πού ὁ Κύριος θά στείλει βροχή στήν
γῆ» (Γ´ Βασ. 17,14).
Ἄς παρατηρήσουμε ὅμως μαζί μέ τόν
Χρυσόστομο, ὅτι ἀκοῦμε μέν τόν προφήτη Ἠλία νά λέει στήν χήρα ὅτι θά
ἔρθει κάποτε βροχή στή γῆ, δέν τόν ἀκοῦμε ὅμως νά προσεύχεται γι᾽ αὐτό,
ὥστε νά σταματήσει γρήγορα ἡ ἀνομβρία.
Γι᾽ αὐτό ὁ Θεός βοηθεῖ τόν
προφήτη του νά προοδεύσει στήν φιλανθρωπία, πού τώρα ἄρχισε νά τοῦ
ἐμφανίζεται, καί κάνει νά πεθάνει τό παιδί τῆς χήρας! Αὐτό πόνεσε πολύ
τήν χήρα, ἡ ὁποία καί παραπονέθηκε στόν προφήτη.
Ὁ Ἠλίας τῆς ἔδωσε
τήν εὐλογία στό σπίτι της νά μή λείψει ἡ τροφή ἀπ᾽ αὐτό, ἀλλά γιά τήν
χήρα –ὅπως τήν παρουσιάζει νά λέει ὁ Χρυσόστομος – θά ἦταν καλύτερα νά
πέθαινε μέ τό παιδί της ἀπό τήν πείνα, ὅπως τό εἶπε ἀπό τήν ἀρχή στόν
προφήτη, παρά νά ζεῖ τώρα αὐτή καί νά βλέπει νεκρό τό παιδί της.
Καί ὁ
προφήτης τοῦ Θεοῦ ὄχι ἁπλῶς λυπόταν, ἀλλά καί ντρεπόταν γιά τό θέαμα,
ὅπως τό ὑποθέτει ὁ Χρυσόστομος. Θά σκεπτόταν: «Προτοῦ νά ἔρθω καί νά
φιλοξενηθῶ ἀπό τήν γυναίκα, αὐτή ἦταν εὔτεκνος. Τώρα μέ τήν φιλοξενία
μου τῆς πέθανε τό ἀγαπητό της παιδί καί αὐτή ὀδύρεται. Αὐτόν τόν μισθό
ἔδωσα στήν γυναίκα γιά τήν καλή της φιλοξενία;» Σκεπτόμενος, λοιπόν, τό
συμβάν καί ντρεπόμενος γι᾽ αὐτό ἄρχισε νά ἐννοεῖ ὅτι τό συμβάν δέν εἶναι
φυσικό, ἀλλά προέρχεται ἀπό τόν Θεό καί ὅτι κάτι θέλει νά τοῦ πεῖ ὁ
Θεός μέ αὐτό.
Ἀλλά κατάλαβε ὁ Ἠλίας τήν τέχνη καί τόν σκοπό τοῦ
Θεοῦ: Ἤθελε νά τόν κάνει σπλαγχνικό πρός τόν Ἰσραήλ. Ἄς μεταφράσω τήν
σχετική περικοπή ἀπό τήν ὁμιλία τοῦ Χρυσοστόμου. Ὁ ἱερός πατήρ
παριστάνει τόν Ἠλία νά λέγει: «Δέν εἶναι τό συμβάν φυσικός θάνατος·
εἶναι, Θεέ, ἀπό τήν δική σου τέχνη καί κατ᾽ ἀνάγκην μέ κάνεις
φιλάνθρωπο. Ὥστε, ὅταν σοῦ πῶ, “Ἐλέησε Κύριε τό νεκρό παιδί τῆς χήρας”,
θά μοῦ πεῖς καί σύ – “Ἐλέησε τό παιδί μου τόν Ἰσραήλ”. Μέ ὠθεῖς γιά
φιλανθρωπία, Θεέ. Καταλαβαίνω τά τεχνάσματά σου Κύριε, γιατί ὅταν θά σοῦ
πῶ ἐγώ, “Σῶσε τόπαιδί τῆς χήρας τό νεκρό”, θά μοῦ πεῖς: “Οἰκτείρησε καί
σύ τόν Ἰσραήλ τόν νεκρό ἀπό τήν πείνα. Μοῦ ζητᾶς χάρη, ἀλλά κάνε καί σύ
χάρη. Λύσε τήν ἀπόφαση τοῦ λιμοῦ καί λύνω καί ἐγώ τόν θάνατο τοῦ υἱοῦ
τῆς χήρας”». Τότε, λοιπόν, ὅταν εἶδε ὁ Θεός ὅτι ὁ Ἠλίας ἔγινε
φιλανθρωπότερος, τότε τόν στέλνει στόν Ἀχαάβ νά τοῦ ἀναγγείλει ὅτι θά
λυθεῖ ἡ τιμωρία: «Πορεύθητι – τοῦ εἶπε – καί ὄφθητι τῷ Ἀχαάβ καί δώσω
ὑετόν ἐπί πρόσωπον τῆς γῆς» (Γ´ Βασ. 18,1).
Ἄς παρατηρήσουμε ὅμως
ὅτι ὁ Θεός ἔδωσε στόν προφήτη νά πεῖ αὐτά τά λόγια φιλανθρωπίας γιά τήν
λύση τοῦ λιμοῦ, ὅταν καί ὁ ἴδιος ὁ προφήτης ἔγινε φιλανθρωπότερος. Καί
ἄς παρατηρήσουμε ἀκόμη ὅτι δέν ἔλυσε ὁ Θεός μόνος του τόν λιμό χωρίς
πρῶτα νά τό ἀναγγείλει ὁ προφήτης του, ὁ ὁποῖος καί προανήγγειλε τήν
ἔναρξη τοῦ λιμοῦ.
Τρέχει, λοιπόν, τώρα ὁ προφήτης Ἠλίας σέ ὅλη τήν
χώρα καί κηρύττει τήν λύση τῆς τιμωρίας, ὅτι θά ἔρθει βροχή στήν γῆ.
Ἀλλά ἐκεῖ πού πήγαινε νά κηρύξει αὐτό τό χαρμόσυνο μήνυμα, ἔβλεπε πάλι
ἀσέβειες καί παραβάσεις τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ καί σκεπτόταν νέα τιμωρία
κατά τοῦ λαοῦ. «Πάλιν τήν αὐτῶν ἀσέβειαν θεασάμενος, ἐμελέτα τινά
τιμωρίαν κατ᾽ αὐτῶν ἀπόφασιν λυπηράν». Βλέποντας, λοιπόν ὁ Θεός τόν
Ἠλία, λέει ὁ Χρυσόστομος, ὅτι δέν εἶναι συμπαθητικός στά ἁμαρτήματα τῶν
ἀνθρώπων, τόν χωρίζει ἀπ᾽ αὐτούς, δέν τόν ἀφήνει νά κατοικήσει μαζί
τους!
Σάν νά τοῦ λέει, ὅπως τό φαντάζεται ὁ Χρυσόστομος: «Ἐγώ, ὦ
Ἠλία, γνωρίζω τόν ζῆλο σου καί ἀναγνωρίζω τήν πολιτεία σου. Ὅμως,
εὐσπλαγχνίζομαι τούς ἁμαρτωλούς ὅταν τιμωροῦνται πολύ. Ἀλλά ἐσύ
ἐκδικεῖσαι πολύ τήν ἀσέβεια, οἱ ἄνθρωποι ὅμως συνεχῶς ἁμαρτάνουν. Σᾶς
χωρίζω ἀπό τό νά συγκατοικεῖτε. Ἐσύ, ἀφοῦ δέν μπορεῖς νά ὑπομένεις τούς
ἁμαρτωλούς, πήγαινε μέχρι τόν οὐρανό. Στήν γῆ θά κατέβω Ἐγώ. Ἄν ἐσύ,
Ἠλία, μείνεις γιά πολύ στήν γῆ θά χαθεῖ τό ἀνθρώπινο γένος, γιατί
συνεχῶς θά τούς τιμωρεῖς. Τί θά γίνει, λοιπόν; Πήγαινε, Ἠλία, μέχρι στόν
οὐρανό. Δέν μπορεῖ ἡ φωτιά νά εἶναι μαζί μέ τά καλάμια! Σοῦ δίνω τήν
χαρά νά συγκατοικεῖς μέ ἀναμάρτητους· μεῖνε μαζί μέ τούς χορούς τῶν
ἀγγέλων. Πήγαινε, λοιπόν, πρός τόν οὐρανό. Μέ τούς ἁμαρτωλούς θά
κατοικήσω ἐγώ. Ἐγώ, πού θέλω νά φέρω στόν ὦμο μου τό πλανεμένο πρόβατο.
Ἐγώ πού θά πῶ σέ ὅλους τούς ἁμαρτωλούς: “Ἐλᾶτε σέ μένα ὅλοι οἱ
βεβαρυμένοι”· δέν θά σᾶς κολάσω, ἀλλά “θά σᾶς ἀναπαύσω”».