π. Ανδρέα Αγαθοκλέους
Στην Εκκλησία μας γιορτάζουμε τρία γενέθλια: του Χριστού, της Παναγίας και του Προδρόμου. Γιατί η γέννησή τους σχετίζεται με τον κόσμο, τη σωτηρία και την αναγέννησή του.
Η γέννηση, βέβαια, του κάθε ανθρώπου είναι δώρο Θεού στην ανθρωπότητα, αφού όλοι μας έχουμε κάποια χαρίσματα, που, προσφέροντάς τα στους άλλους, συμβάλλουμε στην ανάπτυξη και την ευτυχία τους. Άλλωστε, «κάθε παιδί που γεννιέται, είναι και ένα μήνυμα των ουρανών ότι ο Θεός δεν μας εγκατέλειψε», κατά τον Αβραάμ Λίνκολν.
Έτσι, η γέννηση της κόρης του Ιωακείμ και της Άννας, από τη Ναζαρέτ, παρ’ όλη τη φυσική αδυναμία τους για τεκνοποίηση, είναι, όντως, σημείο με το οποίο αποκαλύπτεται η αγάπη του Θεού για όλο τον κόσμο. Η ταπεινή Μαριάμ γεννιέται αθόρυβα, αλλά η γέννησή της φέρνει χαρά σε όλη την οικουμένη, αφού από αυτήν θα προέλθει ο «Ήλιος της δικαιοσύνης, Χριστός ο Θεός ημών», που θα καταργήσει τον θάνατο και θα μας χαρίσει ζωήν αιώνιο.
Το κάθε γεγονός, όσο και να έχει παγκόσμιες διαστάσεις, δεν μας λέει τίποτα, αν δεν το αγγίξουμε προσωπικά και αισθανθούμε ότι μας αφορά. Η γέννηση της Θεοτόκου έχει σημασία για μας στο σημείο που σχετιζόμαστε με τον Υιό της. Άλλωστε, κανείς δεν θα μιλούσε γι’ αυτήν αν το παιδί της δεν είναι «ο προ αιώνων Θεός», αν δεν είναι Θεάνθρωπος, αν δεν είναι ο Σωτήρας του κόσμου. Η σχέση μας με το Χριστό καθορίζει και τη σχέση μας με τη Μητέρα Του, τη Θεοτόκο Μαρία, την αγνήν Παρθένον Μαριάμ «των θλιβομένων τη χαρά».
Τα διάφορα προβλήματα της καθημερινότητας, η αίσθηση της αδυναμίας μας να τα υπερβούμε, όπως και οι δοκιμασίες - κάποτε οριακές - ενδεχομένως να μας οδηγούν στο να «πιαστούμε από τον Θεό». Είναι η ευκαιρία για να αρχίσουμε την προσευχή, τον εκκλησιασμό, τη νηστεία, όλα εκείνα, τέλος πάντων, που μας κάνουν να αισθανόμαστε ότι συνδεόμαστε με τον Θεό.
Δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η συμπεριφορά αυτή είναι υποκριτική ή απόλυτα συμφεροντολογική. Δεν έχει, όμως, ως αφετηρία την αγάπη, που καθορίζει και την ποιότητα της σχέσης. Ο άνθρωπος που αγαπά τον Χριστό δεν Τον θέλει για να «νιώσει ωραία», για να του αυξήσει τις αντοχές του, για να του είναι αποκούμπι. Τον θέλει, γιατί Τον θέλει! Γιατί μέσα στην καρδιά του βιώνει την παρουσία Του, ακόμα και στην πιο μεγάλη δοκιμασία, ακόμα και όταν Εκείνος - για λόγους που μόνο Εκείνος γνωρίζει - σιωπά, όπως σιώπησε στο Σταυρό του Υιού Του, στο αίμα των μαρτύρων, στον πόνο των εκατομμυρίων ανθρώπων.
Αν «κραταιά ως θάνατος η αγάπη»(Άσμα Ασμάτων, 8,6) και αν ο θάνατος είναι μυστήριο, τότε η δυνατή σχέση με το Χριστό είναι το άγνωστο μυστήριο για τους αμύητους και για όσους βλέπουν την πίστη ως «δούναι και λαβείν».
Όσοι, όμως, θέλουν και το παλεύουν ο Ναζωραίος να είναι το Α και το Ω της ζωής τους, αισθάνονται τη σχέση μαζί Του και γι’ αυτό σηκώνουν με ελπίδα Αναστάσεως τον όποιο σταυρό τους. Μέσα σε αυτή την καρδιακή βιοτή χαίρονται για ό,τι σχετίζεται μαζί Του, όπως η γιορτή της γέννησης της Μητέρας Του, ζητώντας τη συμπόρευση της από το νυν στο αεί, από το θάνατο της αμαρτίας στη ζωή του Υιού της και δικού μας Κυρίου και Θεού.