«Ὑπερδεδοξασμένος εἶ Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, ὁ φωστῆρας ἐπί γῆς τούς Πατέρας ἡμῶν θεμελιώσας, καί δι’ αὐτῶν πρός τήν ἀληθινήν πίστιν πάντας ἡμᾶς ὁδηγήσας, πολυεύσπλαχνε δόξα Σοι» (τό ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς τῶν 367 Πατέρων τῶν συστησάντων τήν ἐν Νικαίᾳ ἑβδόμην Οἰκουμενικήν Σύνοδον»)
«Τήν μέγιστη δόξα ἔχεις ἐσύ Χριστέ Θεέ μας, ἐπειδή ἐσύ ἔθεσες ὡς θεμέλια στή γῆ τούς Ἁγίους Πατέρες πού μᾶς φωτίζουν πνευματικά ὅπως ὁ ἥλιος τόν κόσμο, καί δι’ αὐτῶν ὁδήγησες ὅλους μας πρός τήν ἀληθινή πίστη. Σέ δοξάζουμε λοιπόν γιά τήν πολλή εὐσπλαχνία Σου!»
Στην Εκκλησία, από την πρώτη στιγμή της οργανωμένης παρουσίας της στον κόσμο, επικρατεί το συνοδικό σύστημα. Σύνοδος σημαίνει συνέλευση, σημαίνει απόφαση για συν-οδοιπορία, για συγκέντρωση δηλαδή αυτών που πιστεύουν στον Χριστό και συγκρότησή τους σε σώμα παρά του Αγίου Πνεύματος. Σύνοδος σημαίνει όχι αποφάσεις του ενός, αλλά των πολλών. Σύνοδος σημαίνει την ανταλλαγή απόψεων, θέσεων, γνωμών, αλλά με προσευχή και πίστη το άφημα των καρδιών να αποφασίσουν για την αλήθεια, να την οριοθετήσουν, διότι η αλήθεια δεν μπορεί να εξαντληθεί στις διατυπώσεις της. Φτωχή και πλούσια συνάμα η γλώσσα. Δώρο του Θεού, πεπερασμένο όμως. Έκφραση του ρητού και του άρρητου. Δεν μπορεί όμως, όσο ακριβής κι αν είναι, να αποτυπώσει το άπειρον του Θεού. Μιλά για το ομοούσιον, αλλά δεν μπορεί να απεικονίσει το υπερούσιον. Σύνοδος όμως δε νοείται χωρίς Πατέρες, χωρίς Αγίους. Ωστόσο κάθε συνάντηση όλων των πιστών ή των εκπροσώπων τους που είναι οι επίσκοποι λαμβάνει το όνομα σύνοδος. Αν ορθοτομεί τον λόγο της αληθείας, το κρίνει η παράδοση, ο κλήρος και ο λαός. Κυρίως όμως ο χρόνος και η ιστορία.
Υπήρξαν σύνοδοι που ονομάστηκαν οικουμενικές. Σ’ αυτές συμμετείχαν πατέρες τόσο από την Ανατολή όσο και από την Δύση. Η τελευταία ήταν η έβδομη το 787 στην Νίκαια, στη βασιλική της Αγίας Σοφίας. Υπό την προεδρία του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ταρασίου λύθηκε θεολογικά το ζήτημα της Εικονομαχίας. Πολιτικά θα λυνόταν οριστικά το 843, όταν η αυτοκράτειρα Θεοδώρα η Αυγούστα αναστήλωσε τις ιερές εικόνες. «Οι άγιοι Πατέρες της εβδόμης Οικουμενικής Συνόδου αποδείχτηκαν υπέρμαχοι όχι μόνο των αγίων εικόνων, αλλά στην ουσία, αυτού του ίδιου του μυστηρίου της ενανθρωπήσεως του Υιού του Θεού. Προσλαμβάνοντας ο Λόγος του Θεού την ανθρώπινη φύση, την θέωσε χωρίς εκείνη να χάσει τα ιδιώματά της. Γι’ αυτό τον λόγο, ενώ εν τη δόξη Του η ανθρώπινη φύση του Σωτήρα μας είναι ακατάληπτη από τις αισθήσεις μας, ωστόσο μπορεί να αποτυπωθεί. Επομένως, η εικόνα του Χριστού-της οποίας την πιστότητα φυλάει η παράδοση της Εκκλησίας-καθίσταται αληθινή παρουσία του θεανθρώπινου προτύπου της, αγωγός χάριτος και αγιασμού σε όσους με πίστη τής απομένουν τιμητική προσκύνηση» («Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας», τόμος 2ος -Οκτώβριος, εκδόσεις ΙΝΔΙΚΤΟΣ).
Οι Πατέρες της Εκκλησίας ζούσαν την πίστη και για την πίστη μιλούσαν. Ζούσαν την παρουσία του Χριστού και δεν μιλούσαν μόνο περί του Χριστού. Ξεδιάλυναν στα ρεύματα της εκκοσμίκευσης της εποχής τους τι δεν ήταν αυθεντικό, το μοιράζονταν μεταξύ τους στην σύνοδο και κατόπιν το κοινωνούσαν στον λαό. Οι διεργασίες για μια τέτοια σύνοδο κρατούσαν χρόνια. Ο διάλογος ήταν έντονος. Οι παρεμβάσεις της Πολιτείας πολλές, διότι το πρόβλημα της εικονομαχίας, όπως και των άλλων αιρέσεων, αποκτούσε διαστάσεις διότι οι θέσεις των αιρετικών υιοθετούνταν από το κράτος, το οποίο έβρισκε την ευκαιρία να παρεμβαίνει στα της Εκκλησίας είτε για να περιορίσει την ισχύ της στον λαό είτε για να την ελέγξει. Όμως ένα πρόβλημα πίστης δε λύνεται άμεσα ούτε με αποφάνσεις, ούτε με κατηγορίες. Λύνεται με την φώτιση του Αγίου Πνεύματος, με τον τίμιο διάλογο, με την σαφήνεια, με το να τίθενται οι θέσεις στην κριτική των άλλων, κυρίως με την απουσία έπαρσης ότι κάποιοι είναι σωτήρες και κάποιοι προδότες. Ακόμη και στους αιρετικούς η στάση ήταν προτροπή σε μετάνοια. Όταν ερχόταν ο αφορισμός, αυτό ήταν το έσχατο μέσο, επειδή οι αιρετικοί παρέμεναν αμετανόητοι. Και έπρεπε οι θέσεις τους να τεθούν στην άκρη και οι άνθρωποι να μην παρασύρονται από αυτούς. Η πόρτα όμως της Εκκλησίας παρέμενε πάντοτε ανοιχτή.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας είναι σπορείς της αλήθειας. Σε μια εποχή εγωκεντρική, το να έχει κάποιος ως αποστολή του να διακηρύξει τον λόγο του Θεού ήταν και είναι θλίψη και σταυρός. «Ποιος είσαι εσύ που θα μας μιλήσεις;», είναι η πρώτη απάντηση τω ανθρώπων. Και ο δρόμος περιλαμβάνει διωγμούς, απόρριψη, περιφρόνηση. Το δυσκολότερο όμως είναι η άγονη γη. Η αδυναμία των πολλών να προσλάβουν τον λόγο και να καταστήσουν την καρδιά τους εύφορο έδαφος. Η μοναξιά των Πατέρων να γράφουν και να μιλούνε εις ώτα μη ακουόντων. Όμως αυτή είναι η αποστολή του χριστιανού. Να παλεύει σε έναν κόσμο που η πίστη είναι μικρά ζύμη, όχι όμως το κέντρο της ανθρώπινης ζωής.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας ζούσαν στην Εκκλησία και για την Εκκλησία. δε νοούσαν τον εαυτό τους εκτός. Όποιες κι αν ήταν οι συνθήκες, ό,τι κι αν υπέμειναν, ακόμη και διωγμούς και εξορίες και μαρτύρια, δεν σκέφτηκαν να φύγουν και να κάνουν δική τους Εκκλησία. Να βάλουν το δίκιο τους πάω από την μετοχή στο σώμα του Χριστού. Ακόμη κι αν λύκοι βαρείς κυβερνούσαν, οι Πατέρες παρέμεναν. Δεν έχαναν το κουράγιο τους. Διακονούσαν τον άνθρωπο. Πρωτίστως όμως την πίστη, προτιμώντας να αδικούνται εντός της Εκκλησίας παρά να είναι δικαιωμένοι εκτός της. Περίμεναν με αγάπη, προσευχή και υπομονή οι διοικούντες την Εκκλησία, αυτοκράτορες και πατριάρχες, επίσκοποι, ιερείς και μοναχοί, να επιστρέψουν στην αλήθεια και δεν έφευγαν γιατί οι ίδιοι ήταν αυθεντικοί σε σχέση με τους ολιγόπιστους ή τους αιρετίζοντες. Κριτήριό τους ήταν και ο λαός. Δεν θα μπορούσε ο λαός να επιστρέψει, αν απορρίπτονταν το σώμα του Χριστού. Άλλοι οι θέσεις των ανθρώπων και άλλο η Εκκλησία.
Μας λείπει σήμερα η σύνοδος ως συνοδοιπορία. Μας λείπει η επερώτηση των πολλών για τα θέματα των καιρών. Μας λείπει ο τονισμός της αυθεντικής αποστολής της Εκκλησίας που είναι η πίστη στον Χριστό και η μεταμόρφωση εν μετανοία των καρδιών μας. Έχουμε αφήσει την αγαθή γη και κάνουμε επίδειξη έργων. Γι’ αυτό και ο φόβος κυριεύει και τις δικές μας καρδιές. Η αλήθεια της ανάστασης υποκαθίσταται από το άγχος της παράτασης της ζωής. Και η Εκκλησία συνταυτίζεται εν σιωπή με μία κοινωνία η οποία αρνείται τον Χριστό. Η οδός όμως περνά από αυτή την Εκκλησία. Δεν μας επιτρέπεται να φύγουμε, αλλά με υπομονή να παλεύουμε να ορθοτομούμε τον λόγο της αληθείας. Και να αφήνουμε να καρποφορεί στην ταπείνωση ο Λόγος του Θεού, ο Χριστός!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός