Με αφορμή το «Σάββατο των ψυχών» ή Ψυχοσάββατο, όπως ονομάζεται το Σάββατο πριν την Κυριακή της Απόκρεω, μεταφέρω σχετικό απόσπασμα – εμπειρία του Αγίου Σωφρονίου του Έσσεξ, που αποκάλυψε στους Μοναχούς και Μοναχές της Ι. Μονής Τιμίου Προδρόμου.
«Η μητέρα μου πέθανε κατά την περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, κατά τις αρχές του ’40. Η αδελφή μου Αικατερίνη πέθανε κατά τη δεκαετία του ’60 από καρκίνο. Η άλλη αδελφή μου, η Μαρία, βρισκόταν στο νοσοκομείο δίπλα της, όταν η Αικατερίνη ήταν σε κωματώδη κατάσταση από φοβερούς πόνους. Και, ξαφνικά, η Αικατερίνη σηκώνεται από το προσκέφαλο και εντελώς καθαρά λέει: «Μόλις είδα τη μητέρα μου και μου είπε ότι θέλει να πεθάνουμε όλοι με την πίστη». Η Αικατερίνη δεν ήταν άνθρωπος της Εκκλησίας. Δεν γνωρίζω αν πίστευε ή δεν πίστευε, αλλά αυτό είναι γεγονός· είπε αυτά τα λόγια. Και μόλις το είπε, έπεσε πάλι στο προσκέφαλο, ήδη νεκρή. Συνεπώς, η κοινωνία με τους κεκοιμημένους είναι δυνατή. Δεν είναι απλό πράγμα ούτε εύκολο, αλλά είναι οπωσδήποτε πραγματικό.
Και πόσες περιπτώσεις υπήρξαν, κατά τις οποίες η προσευχή για τους κεκοιμημένους άλλαξε τη μεταθανάτια κατάστασή τους! Μου συνέβη κάποτε να τελέσω τρισάγιο στον τάφο κάποιας Ρουμάνας κυρίας, η οποία ήταν γνωστή στη βασιλική αυλή. Αυτό έγινε στην Ιταλία, όταν φιλοξενήθηκα από την οικογένειά της. Κατά τη διάρκεια της προσευχής ήταν παρούσα και η κυρία Χ. Αργότερα, όταν ήδη βρισκόμουν στην Αγγλία, επισκέφθηκε την κυρία Χ. κάποια γνωστή της που γνώριζε την αποθανούσα Ρουμάνα και είπε: «Είδα την κυρία αυτή για την οποία προσευχηθήκατε. Ήρθε χαρούμενη λέγοντας ότι όλα άλλαξαν τελείως». Και ανέφερε την ημέρα και την ώρα της προσευχής μας. Σκεφτείτε· η νεκρή γυναίκα μπόρεσε να πληροφορήσει γι’ αυτό τη φίλη της, την ίδια μάλιστα ώρα! Τόσο ακατάληπτα σχετίζονται όλοι αυτοί οι δεσμοί».
Η Εκκλησία δεν μιλά για θέματα θεωρητικά, κι ας φαίνεται έτσι επειδή υπερβαίνουν τις αισθήσεις. Ό,τι διδάσκει και μας το προβάλλει ως πρόσκληση να το ζήσουμε, πηγάζει από την εμπειρία. Μια εμπειρία που πραγματοποιήθηκε σε συγκεκριμένους ανθρώπους, σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο. Αυτό το «κάπου, κάποτε» αόριστα κι άρα αμφισβητούμενο δεν μπορεί να γίνει διδασκαλία της.
Με αυτή τη βάση, τα μνημόσυνα, οι Λειτουργίες, τα Τρισάγια κι ό,τι κάνει για τα κεκοιμημένα παιδιά της, μας αποκαλύπτει, με το δικό της τρόπο ότι η ζωή συνεχίζεται, οι πεθαμένοι είναι ζωντανοί, η σχέση μαζί τους δεν είναι ψευδαίσθηση. Αυτοί νοιάζονται για μας κι εμείς γι’ αυτούς. Μέσα στην Εκκλησία καταργείται η όποια απόσταση, αφού στην αγάπη δεν υπάρχει απόσταση, και προγευόμαστε την κοινήν ανάσταση ως «τέκνα της Ανάστασης».
Μακάρι αυτή την εμπειρία να την έχει ο καθένας μας, ώστε να μην λυπούμαστε ως «μη έχοντες ελπίδα» (Α΄ Θεσ. 4,13), αλλά και να πορευόμαστε τη ζωή αυτή με την πεποίθηση ότι δεν τελειώνει η ύπαρξή μας στον τάφο.