Ο άνθρωπος είναι πλασμένος για τη χαρά και τη μακαριότητα της Βασιλείας του Θεού (Ματθ. 25:21). Το αρχικό σχέδιο της Δημιουργίας του Θεού για τον άνθρωπο δεν ήταν ο πόνος, η οδύνη και ο θάνατος, αλλά η εκστατικότατα και η ολότητα της ζωής. Ο Θεός ελεύθερα και αγαπητικά αποφασίζει να δώσει στον άνθρωπο και ολάκερη την κτίση την κατά χάριν μέθεξη στην αιώνια μακαριότητά του. Αυτή είναι η οντολογική αλήθεια του ανθρώπου και της δημιουργίας δηλαδή, η μετοχή στη χαρά του Θεού.
Γι’ αυτό τον λόγο ο Απ. Παύλος αναφέρεται στη χαρά ως καρπό του Αγίου Πνεύματος (Γαλ. 5:22-26). Διότι η παρουσία των εσχάτων χρόνων, δηλαδή της Βασιλείας του Θεού μέσα στην ιστορία, αποτελεί έργο του Αγίου Πνεύματος. Αυτό φέρει μέσα στην ύπαρξη του ανθρώπου την εμπειρία και την παρουσία της χαράς, φανερώνοντας ότι αυτή δεν συνιστά ιστορικό παράγωγο ή ανθρώπινο επίτευγμα, αλλά Χάρη και ενέργεια του Θεού.
Επομένως, η χαρά αποτελεί ένα οντολογικό και εσχατολογικό γεγονός που έρχεται από το μέλλον, φωτίζοντας το παρόν της ζωής μας. Η χαρά στον κόσμο αυτόν είναι μια πράξη αντίστασης, πράξη εσχάτης διαμαρτυρίας απέναντι στον πόνο και την οδύνη, απέναντι σε ένα άρρωστο και πεινασμένο παιδί, τελικά απέναντι στην παρουσία του θανάτου. Η χαρά δεν μπορεί να είναι προϊόν του κόσμου αυτού, δεν μπορεί κανείς απέναντι στην οδύνη και τον θάνατο να χαμογελά. Μπροστά στον θάνατο δεν χωράει καμία χαρά, απάθεια ή στωικότητα. Ο Χριστός, σε αντίθεση με τον Σωκράτη, δεν δέχεται τον θάνατο αδιαμαρτύρητα, ως φυσιολογικό γεγονός για τον άνθρωπο. Και τούτο διότι δεν τον θεωρεί μέρος της δημιουργίας του Θεού. Η χαρά λοιπόν, δεν είναι εκ του κόσμου τούτου, αλλά μαρτυρείται στη ζωή των πιστών ως παρουσία του Αγίου Πνεύματος. Κάθε φορά που γελάμε, μαρτυρούμε ένα Φως που έρχεται από το μέλλον ως απάντηση στο παρόν. Μαρτυρούμε τη χαρά όχι γι’ αυτό που είμαστε αλλά γι’ εκείνο που θα γίνουμε.
Αυτή την εσχατολογική χαρά και ομορφιά, μετέφεραν στη ζωή και στο έργο τους δυο μεγάλες εκκλησιαστικές προσωπικότητες, ο π. Αλέξανδρος Σμέμαν και ο όσιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης.
Η μαρτυρία και των δυο τονίζει με απόλυτο τρόπο, ότι η χαρά αποτελεί κριτήριο της υγιούς χριστιανικής πνευματικότητας. Όπου απουσιάζει η χαρά απουσιάζει κι ο Θεός, χωρίς αυτό να συνεπάγεται και την απουσία προβλημάτων και δυσκολιών στη ζωή. Όπως σημειώνει ο π. Αλέξανδρος Σμέμαν, «Πηγή της ψευδούς θρησκείας είναι η ανικανότητα να χαρείς, ή μάλλον η άρνηση της χαράς, ενώ η χαρά είναι απόλυτα ουσιώδης επειδή, δίχως αμφιβολία, αποτελεί καρπό της παρουσίας του Θεού. Δεν μπορεί κάποιος να γνωρίζει ότι υπάρχει Θεός και να μη χαίρεται…».
Η χριστιανική ζωή δεν μπορεί να ταυτίζεται με την κατήφεια και τη μιζέρια, με την άρνηση της ζωής και των δώρων της δημιουργίας του Θεού. Μια πνευματικότητα που ακυρώνει και δεν μεταμορφώνει τη ζωή και την κτίση δεν μπορεί να είναι χριστιανική. Ας μην λησμονούμε, ότι μια από τις μεγαλύτερες κατηγορίες που δέχθηκε η χριστιανική Εκκλησία ήταν ότι απώλεσε τη χαρά του Πνεύματος, αντικαθιστώντας την με μια νεφελώδη εξαϋλωμένη μεταφυσική εμπειρία. «Μονάχα ως χαρά η εκκλησία θριάμβευσε στον κόσμο και έχασε τον κόσμο όταν έχασε την χαρά…» (Για να ζήσει ο κόσμος).
Η πνευματικότητα του Σμέμαν και του οσίου Πορφυρίου δεν είναι ούτε άυλη ούτε ασώματη, αλλά σαρκωμένη. Δεν αρνείται, αλλά αναδεικνύει τη δημιουργία, ως τόπο συνάντησης και κοινωνίας με τον Θεό. Σύμφωνα με τον όσιο Πορφύριο «…Όλα γύρω μας είναι σταλαγματιές της αγάπης του Θεού. Και τα έμψυχα και τα άψυχα και τα φυτά και τα ζώα και τα πουλιά και τα βουνά και η θάλασσα και το ηλιοβασίλεμα και ο έναστρος ουρανός. Είναι οι μικρές αγάπες, μέσα απ’ τις οποίες φθάνομε στη μεγάλη Αγάπη, στον Χριστό…».Για τον Πορφύριο και τον Σμέμαν, η ασκητική απάρνηση του κόσμου αντιμάχεται το φρόνημα που ειδωλοποιεί τη δύναμη και την εξουσία, την κυριαρχία της ύλης εις βάρος του πνεύματος, και σε καμιά περίπτωση τη Δημιουργία του Θεού. Οποιαδήποτε περιφρόνηση, υποτίμηση ή αποστροφή της Δημιουργίας, αποτελεί δαιμονική πράξη και βλασφημία απέναντι στον ίδιο τον Θεό. Σύμφωνα με τον Σμέμαν «Ο ψευδής ασκητισμός, χωρίς εξαίρεση, ζει απεχθανόμενος τη σάρκα, τον κόσμο, τη ζωή. Τρέφεται με την περιφρόνηση, συμμετέχει στη βλασφημία του Διαβόλου απέναντι στην κτίση».Αντιθέτως στην Εκκλησία, η Δημιουργία αποτελεί πηγή χαράς και ευλογίας, κάλεσμα ζωής και κοινωνίας στην οποία ο άνθρωπος καλείται να ζήσει τα δώρα της Δημιουργίας, αναφέροντας τα ως Ευχαριστία στον Θεό. Γι’ αυτό άλλωστε, και στη Θεία Ευχαριστία που αποτελεί το κέντρο της εκκλησιαστικής ζωής, ο άνθρωπος αναφέρει δια του Χριστού εν Αγίω Πνεύματι ολάκερη την κτίστη στον Θεό Πατέρα (Θεία Λειτουργία, Ιωάννου Χρυσοστόμου). «Η κτίση όλη δημιουργήθηκε για να αποκαλύπτει και να αναγγέλλει την Βασιλεία Του Θεού… Η Ευχαριστία είναι η είσοδος της Εκκλησίας στην χαρά του Κυρίου της» (Για να ζήσει ο κόσμος).
Αυτή όμως, η εσχατολογική χαρά δεν είναι μια ιδέα ή ένα συναίσθημα, αλλά ένα πρόσωπο. Η χαρά στην Εκκλησία πηγάζει από μια σχέση με ένα πρόσωπο, εκείνο του Χριστού. Δε μπορεί να υπάρξει χαρά, όταν όλα απειλούνται από το μηδέν του θανάτου. Γι’ αυτό, ο Χριστός είναι η αιτία και η πηγή της χαράς, διότι μόνον Εκείνος ελευθερώνει τον άνθρωπο από τα δεσμά του θανάτου, γεγονός που θα φανερωθεί στη απόλυτη μορφή του, στα έσχατα της ιστορίας (Α΄ Κορ. 15:26). Έτσι λοιπόν για τον Σμέμαν, «το μόνο σημαντικό πράγμα στη ζωή είναι αυτό που καταλύει τον θάνατο, μάλλον όχι “αυτό” αλλά “Αυτός”, ο Χριστός. Υπάρχει αναμφίβολα μόνο μια χαρά: να τον γνωρίσεις (τον Χριστό) και να τον μοιράζεσαι με άλλους» (Ημερολόγιο). Ο δε όσιος Πορφύριος αναφέρει ότι, «Ο Χριστός είναι η χαρά, το φως το αληθινό, η ευτυχία. Ο Χριστός είναι η ελπίδα μας. Από κει πηγάζει η χαρά… Η χαρά είναι ο ίδιος ο Χριστός. Είναι μια χαρά, που σε κάνει άλλο άνθρωπο…» (Βίος και Λόγοι).
Η έσχατη αυτή χαρά της ένωσης των πάντων, ορατών και αοράτων, νοερών και αισθητών, με τον Χριστό στη Βασιλεία του Πατρός, αν και ήδη παρούσα, έρχεται ταυτόχρονα ως υπόσχεση και πλήρωμα. Τα έσχατα εισέρχονται στο παρόν της ζωής μας, δια του Αγίου Πνεύματος, μέσα από τις καθημερινές πράξεις και εμπειρίες. Με άλλα λόγια, η ανθρώπινη καθημερινότητα γεμίζει από σταλαγματιές και λεπτά αιωνιότητας, ικανά να θρέψουν με νόημα την ύπαρξή μας.
Για τον π. Σμέμαν και τον όσιο Πορφύριο, αυτή η εμπειρία δεν ακυρώνει τη ζωή αυτή χάριν κάποιας άλλης, αλλά τη μεταμορφώνει σε τόπο συνάντησης με τον Θεό. Ούτε αποτελεί προνόμιο μιας πνευματικής ελίτ, αλλά δυνατότητα όλων των ανθρώπων και της κτίσης. Ο όσιος Πορφύριος παροτρύνει τους ανθρώπους να ζουν και να χαίρονται τα πάντα, δίχως να ενοχοποιούν την εμπειρία της ζωής: «Όλα είναι άγια, και η θάλασσα και το μπάνιο και το φαγητό. Όλα να τα χαίρεσθε. Όλα μας πλουτίζουν, όλα μας οδηγούν στη μεγάλη Αγάπη, όλα μας οδηγούν στον Χριστό…» (Βίος και Λόγοι). Ο π. Αλέξανδρος Σμέμαν αναγνωρίζει την ευτυχία στα πιο απλά και προφανή που όταν τα περιφρονούμε ή απαξιωτικά τα προσπερνούμε, διαπράττουμε αμαρτία: «ένιωσα αρκετά την αμαρτία μου, το ότι δεν δέχομαι, δηλαδή, την πραγματικότητα της ζωή μου και ότι δεν παραμένω πιστός σε όσα φαίνονται ασήμαντα. Πρέπει να δεχόμαστε την κάθε μέρα και το καθετί σε αυτή ως δώρο του Θεού και να μεταμορφώνουμε σε χαρά την κάθε μέρα» (Ημερολόγιο).
Απ’ όλα τα παραπάνω γίνεται σαφές, ότι η χαρά αποτελεί ένα οντολογικό και εσχατολογικό γεγονός, το οποίο προγεύεται ο πιστός στη Θεία Ευχαριστία και κατ’ επέκταση στην καθημερινότητα της ζωής: «πηγή του εσχατολογικού φωτός της ανόδου ολόκληρης της ζωής είναι το μυστήριο της Ευχαριστίας…» (Ημερολόγιο). Ο π. Αλέξανδρος Σμέμαν πιστεύει, ότι η εσχατολογία αποτελεί την απάντηση της Εκκλησίας στα σκληρά και βασανιστικά ερωτήματα της εποχής μας. Είναι η χαρά που νικά τη θλίψη του κόσμου, η απελευθέρωση από το ραγισμένο παρελθόν και η παράδοση στην ολότητα του μέλλοντος. Όπως σημειώνει ο π. Αλέξανδρος Σμέμαν στο Ημερολόγιό του: «Ο Χριστιανισμός παραμένει απελπιστικά “Κωνσταντίνειος”, εξ ου κι η επαίσχυντη αδυναμία του. Η μόνη ευκαιρία που έχει είναι η εσχατολογία. Σκέφτομαι συνεχώς πως αυτή ακριβώς η εσχατολογία του Χριστιανισμού περιέχει μέσα της την ερμηνεία των πάντων: της ζωής και του θανάτου, της φρίκης της Γουϊάνα, της παρακμής του ανεπτυγμένου κόσμου, της τρομοκρατικής αναβίωσης του Ισλάμ, του μυστηρίου της Ρωσίας, της οικολογίας, της ψυχολογία των πάντων…» (Ημερολόγιο). Κάθε προσπάθεια της Εκκλησίας να πείσει με αφετηρία την ιστορία, παραπέμπει σε ιδεολογία, αναδίδει αίμα και θάνατο. Μονάχα τα έσχατα, ως η Χαρά της Βασιλείας του Θεού, μπορούν να αποτελέσουν την απάντηση σε ένα σταυρωμένο κόσμο που διψά για την Ανάσταση. Είναι συγκλονιστικός ο λόγος του Ντοστογιέφσκι στο έργο του Έγκλημα και Τιμωρία, όπου την τελευταία λέξη, για τους δυστυχισμένους και ταλαιπωρημένους του κόσμου τούτου, δεν τον έχει η ιστορία αλλά τα έσχατα και η Ανάσταση: «Θέλανε να μιλήσουν, αλλά δεν μπορούσαν. Τα μάτια τους είχανε πλημμυρίσει από τα δάκρυα. Ησαν χλωμοί και αδύνατοι, όμως πάνω στα τσακισμένα πρόσωπα τους σιγότρεμε τώρα η χαραυγή ενός καινούργιου μέλλοντος, μιας ολοκληρωτικής αναστάσεως σε μια καινή ζωή…».
πρωτοπρεσβύτερος Χαράλαμπος Λίβυος Παπαδόπουλος