Τρίτη 23 Απριλίου 2024

ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ ΘΕΟΥ...

 


Είναι πολύ σημαντικό στην ζωή μας να τα βλέπουμε όλα κατά Θεό. Όχι μόνο τα ευχάριστα, τα καλά, τα δοξασμένα και κολακευτικά. Αλλά κι όλα εκείνα που ενδεχομένως μας πικραίνουν ή μας πληγώνουν γεμίζοντας ερωτηματικά την ψυχή μας. Εκεί στα δύσκολα είναι που φανερώνεται η ουσιαστική σχέση με τον Χριστό. 

Στα δύσκολα κρίνονται οι μεγάλες αγάπες. Οι δοκιμασίες είναι το χνώτο του Θεού στην ζωή μας, που προσπαθεί να ζεστάνει την καρδιά μας, ώστε να υπάρξει ικανή στην υποδοχή της χάριτος. Γιατί όταν εσύ σιωπάς και υπομένεις μιλάει ο Θεός.

Η ασθένεια, η θλίψη, ο πόνος, τα δάκρυα, ίσως μια προσβολή, μια κατηγορία ή συκοφαντία, όλα είναι επισκέψεις της Χάριτος. Δηλαδή είναι ο Θεός που ενεργεί και επιτρέπει περιστατικά μέσα στην ζωή μας με σκοπό να μας μεγαλώσει και ωριμάσει πνευματικά. Θέλει να μας μάθει τους τρόπους και τους δρόμους που συναντιόμαστε μαζί Του, και για να γίνει αυτό, πρέπει να σπάσει ο εγωισμός μας.

Δεν είναι τόσο εύκολο, σαφέστατα και είναι δύσκολο να διακρίνουμε πίσω απο την πληγή την αγάπη του Θεού, όμως είναι αλήθεια. Ο Θεός δεν προκαλεί τον πόνο, όμως τον μεταμορφώνει σε ευκαιρία. Όπως πήρε το θάνατο του Χριστού και τον έκανε Πάσχα.

Γι αυτό μετά το πρώτο σοκ που επιφέρει μια σκληρή δοκιμασία ή ακόμη και τον αιφνιδιασμό που αισθανόμαστε, ας προχωράμε στην αποδοχή του γεγονότος ως επίσκεψη του Θεού. Έλεγε ο Γέροντας Αιμιλιανός, Θὰ ἔρθη βροχή, λαίλαπα, χαλάζι, κεραυνός; «Εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον».

Ἐπειδὴ αὐτὰ κοστίζουν στὴν σαρκικότητά μας, γι' αὐτὸ ἐμεῖς τὰ βλέπομε ὡς ἀπρόοπτα.

Γιὰ νὰ μὴν ταράσσεσαι λοιπὸν κάθε φορᾶ καὶ στεναχωριέσαι, γιὰ νὰ μὴν ἀγωνιᾶς καὶ προβληματίζεσαι, νὰ τὰ περιμένης ὅλα, νὰ μπορῆς νὰ ὑπομένης ὅτι ἔρχεται.

Πάντα νὰ λές, καλῶς ἦλθες ἀρρώστια, καλῶς ἦλθες ἀποτυχία, καλῶς ἦλθες μαρτύριο.

Αὐτὸ φέρνει τὴν πραότητα, ἄνευ τῆς ὁποίας δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχη καμία πνευματικὴ ζωή.”

Ω!ΑΝ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΑΣ ΗΤΑΝΕ ΑΔΙΑΚΟΠΑ ΠΡΟΣΗΛΩΜΕΝΑ ΣΤΟ ΘΕΟ!

 

 

"Οι οφθαλμοί μου διαπαντός προς τον Κύριον ότι αυτός εκσπάσει εκ παγίδος τους πόδας μου."
  Δοκίμαζε τον εαυτό σου πιο συχνά: πού είναι στραμμένοι και κοιτάζουν οι οφθαλμοί της καρδιάς σου· προς το Θεό και τη ζωή του μέλλοντος αιώνος, προς τις υπερκόσμιες, μακάριες και φωτοφόρες ουράνιες δυνάμεις και στους αγίους που ενδιαιτώνται στους ουρανούς, ή προς τα γήϊνα αγαθά, δηλαδή στην βρώση και την πόση, στα ενδύματα και τις κατοικίες, σ’ ανθρώπους αμαρτωλούς και τις μάταιες ασχολίες τους;
Ω! Αν τα μάτια μας ήτανε αδιάκοπα προσηλωμένα στο Θεό!
 Στην πραγματικότητα όμως μονάχα στις ανάγκες και τις συμφορές μας στρέφουμε τα μάτια μας προς τον Κύριο, ενώ όταν ευημερούμε, τα μάτια μας είναι στραμμένα προς τον κόσμο και τις μάταιές του υποθέσεις.
Αλλά θα πεις· «και τι θα μου αποφέρει το να ατενίζω έτσι τον Κύριο;»
Βαθιά ειρήνη και γαλήνη στην καρδιά σου, φως στο νου σου, άγιο ζήλο στη βούλησή σου και την απελευθέρωσή σου από τις παγίδες του εχθρού.
«Οι οφθαλμοί μου διαπαντός προς τον Κύριον», λέγει ο Δαβίδ και εξηγεί γιατί· «ότι αυτός εκσπάσει εκ παγίδος τους πόδας μου» Ψαλμ. 24,15
Αγίου Ιωάννου της Κρονστάνδης

Ο ΘΡΥΛΟΣ ΤΟΥ ΧΕΛΙΔΟΝΙΟΥ

 

Λέγεται ότι όταν ο Ιησούς ήταν παιδί, που ζούσε στη Ναζαρέτ, έπαιζε με άλλα παιδιά της ηλικίας του, φτιάχνοντας πήλινα πουλιά.

Τα έβαζε δίπλα στο ποτάμι με τα φτερά τους απλωμένα, απολαμβάνοντας. Πέρασε ένας Φαρισαίος και Τον ρώτησε θυμωμένος:

– Τι κάνεις εκεί, κακό παιδί;

Και όταν οι Φαρισαίος θέλησε να συντρίψει τα πουλιά του πηλού, ο Ιησούς τα άγγιξε με τα μικροσκοπικά του χεράκια, γεμάτα συμπόνια και αγάπη. Ζωντάνεψαν τα πουλιά και πέταξαν μακριά, χωρίς ο Φαρισαίος να μπορεί να τα καταστρέψει. Έγιναν χελιδόνια και στην αρχή ήταν γκρίζα. Πέταξαν στην ταράτσα ενός σπιτιού, όπου έφτιαξαν φωλιά. Από τότε έχτιζαν φωλιές στα σπίτια των ανθρώπων.

Αργότερα, όταν ο Ιησούς έγινε άνθρωπος και μεταφέρθηκε στο Γολγοθά, για να τον σταυρώσουν, τα πιστά πουλιά Τον ακολούθησαν με κραυγές πόνου. Δεν ήξεραν πώς να Τον βοηθήσουν και άρχισαν να βγάζουν τα αγκάθια από το στέμμα, που κολλούσαν στο θεϊκό μέτωπο. Όταν ο Ιησούς πέθανε στο σταυρό, τα χελιδόνια έκλαψαν και φόρεσαν ένα πένθιμο ρούχο: το χρώμα τους άλλαξε, από γκρι σε μαύρο.

Λέγεται επίσης ότι, όντας ο Ιησούς στο σταυρό, διψούσε πολύ. Αλλά ένας στρατιώτης δεν του πρόσφερε τίποτα άλλο παρά ένα σφουγγάρι μουσκεμένο σε ξύδι, από το οποίο ο Κύριος δεν πήρε. Βλέποντας αυτό, ένα χελιδόνι ήρθε στο σταυρό και του έριξε μια σταγόνα νερό.

Ο στρατιώτης το παρατήρησε και προσπάθησε να το ρίξει με βελάκια, αλλά απέτυχε. Ήρθε πάλι το χελιδόνι, με τη δεύτερη σταγόνα και πάλι ο στρατιώτης δεν το πέτυχε με το βέλος. Μα το χελιδόνι ήρθε την τρίτη φορά, όταν τρυπήθηκε από το βέλος του στρατιώτη.

Γι’ αυτό το χελιδόνι θεωρείται ιερό πουλί ανάμεσα στους ανθρώπους και κανείς δεν καταστρέφει τη φωλιά του.

Ο ΑΓΙΟΣ ΓΛΥΚΕΡΙΟΣ Ο ΓΕΩΡΓΟΣ

 

 

Τη μνήμη του Αγίου Γλυκερίου, του γεωργού, τιμά σήμερα 23 Απριλίου, η Εκκλησία μας. Ο Άγιος Μάρτυς Γλυκέριος αναφέρεται στο Συναξάρι του Μεγαλομάρτυρα Γεωργίου.

Όταν ο Άγιος Γεώργιος ήταν κλεισμένος στη φυλακή, η φήμη των θαυμάτων του είχε φθάσει σε όλη την πόλη και τα περίχωρα.

Έτσι πλήθος κόσμου κάθε νύχτα γέμιζε τη φυλακή, δίδοντας μεγάλα δώρα στους δεσμοφύλακες για να δει τον Άγιο και να λάβει πνεύμα δυνάμεως, πνεύμα χαράς, πνεύμα πίστεως και αγάπης. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ο πτωχός Γλυκέριος.

Είχε στην κατοχή του ένα μόνο βόδι, το οποίο ψόφησε την ώρα που όργωνε το χωράφι του. Έπεσε λοιπόν στα γόνατα του Αγίου Γεωργίου και τον ικέτευε να τον βοηθήσει.

Στην ειλικρινή ομολογία του ότι πιστεύει στον Θεό, ο Άγιος τον προέπεμψε λέγοντάς του ότι το βόδι του ήταν ζωντανό.

Όταν το διαπίστωσε ο Γλυκέριος, επέστρεψε στον Άγιο για να τον ευχαριστήσει και κραύγαζε:

«Μέγας ο Θεός του Γεωργίου». Για τον λόγο αυτό συνελήφθη και υπέστη τον διά ξίφους θάνατο.

Δευτέρα 22 Απριλίου 2024

ΠΕΡΙ ΚΟΙΝΟΥ ΕΟΡΤΑΣΜΟΥ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ ΜΕΤΑ ΤΩΝ ΕΤΕΡΟΔΟΞΩΝ(Π.ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ)

 

Π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος

 Η Εκκλησία της Ελλάδος, αν ευρεθή ενώπιον προτάσεως περί κοινού εορτασμού του Πάσχα ή οιασδήποτε άλλης εορτής μετά των ετεροδόξων, οφείλει να αρνηθή και συζήτησιν καν περί του θέματος.  Τοιαύτη συζήτησις πρέπει να αποκλεισθή παντί σθένει και πάση θυσία, διότι αποτελεί ανατροπήν εκ των θεμελίων της Ορθοδόξου Δογματικής και ιδία της Εκκλησιολογίας. Ή πιστεύομεν ότι είμεθα η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία ή δεν πιστεύομεν.

  Η Ορθόδοξος Εκκλησία, πεποιθυία ότι αύτη και μόνη είνε το Σώμα του Χριστού, ο στύλος και το εδραίωμα της Αληθείας, το Ταμείον της Χάριτος, το Εργαστήριον της Σωτηρίας, ενδιαφέρεται μεν ζωηρότατα περί της εις αυτήν επιστροφής των πεπλανημένων, αδιαφορεί όμως τελείως περί των εσωτερικών αυτών ζητημάτων, εν όσω ούτοι μένουν εν τη πλάνη. 
 Η Α’ Οικουμενική Σύνοδος ηθέλησε να θεσπίση κοινόν εορτασμόν, αλλά διά τα μέλη της Εκκλησίας, ουχί διά τους εκτός αυτής ευρισκομένους. Δεν συνεζήτησεν ούτε μετά των Γνωστικών, ούτε μετά των Μαρκιωνιτών, ούτε μετά των Μανιχαίων, ούτε μετά των Μοντανιστών, ούτε μετά των Δονατιστών, ίνα εύρη βάσιν συνεννοήσεως περί κοινών εορτασμών. Και ότε βραδύτερον απεκόπησαν εκ του Σώματος της Εκκλησίας οι Αρειανοί, οι Νεστοριανοί, οι Μονοφυσίται, οι Εικονομάχοι κλπ. κλπ., η Εκκλησία ουδέποτε διενοήθη να προέλθη εις συνεννοήσεις μετ’ αυτών προς θέσπισιν κοινού εορτασμού είτε του Πάσχα είτε οιασδήποτε άλλης εορτής.

 Η Εκκλησία ρυθμίζει τα ζητήματα Αυτής, λαμβάνουσα υπ’ όψιν αποκλειστικώς και μόνον το συμφέρον των μελών Αυτής και ουχί τας επιθυμίας των εκτός Αυτής ευρισκομένων. Αν οι εορτασμοί των αιρετικών συμπίπτουν μετά των τοιούτων της Εκκλησίας, ας συμπίπτουν. Αν δεν συμπίπτουν, ας μη συμπίπτουν. Η Εκκλησία δεν συσκέπτεται επί ίσοις όροις μετά των αιρετικών. Διαλέγεται βεβαίως μετ’ αυτών, αλλ’ ίνα δείξη εις αυτούς την οδόν της επιστροφής.
 Το να συγκροτώνται “Οικουμενικά Συμπόσια” ή άλλου τύπου Συνέδρια μεταξύ των Ορθοδόξων και της πανσπερμίας των αιρετικών και εν αυτοίς να συσκεπτώμεθα περί καθορισμού κοινών εορτασμών, εμμενόντων όμως και των μεν και των δε (Ορθοδόξων και αιρετικών) εν τοις οικείοις Δογματικοίς χώροις, τούτο άγνωστον και αδιανόητον ον εις την ιστορίαν της Εκκλησίας, όζον δε απαισίου θρησκευτικού συγκρητισμού και τείνον εις την καθιέρωσιν της αρμονικής και αδιαταράκτου συνυπάρξεως αληθείας και πλάνης, φωτός και σκότους, μόνον ως “σημείον των καιρών” δύναται να ερμηνευθή.[…]
Μετά βαθείας τιμής και αγάπης εν Κυρίω Ιησού Χριστώ

Μη ζητάς απόλαυση


20160107-3

Όταν μελετάς το Ευαγγέλιο, μη ζητάς απόλαυση, μη ζητάς έξαρση, μη ζητάς περίλαμπρες σκέψεις. 

Ζήτα να δεις την αλάθητη αγία Αλήθεια. Αγωνίσου να εκπληρώνεις τις εντολές του. Σαν βιβλίο της ζωής, μελέτα το με τη ζωή σου.


Άγιος Ιγνάτιος Μπριαντσανίνωφ

ΤΟ ΚΕΡΔΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟ


 Μία γυναίκα ἀπὸ ἕνα χωριὸ εἶχε τάξει σὲ κάποια ἀνάγκη της, νὰ τὴ βοηθοῦσε ἡ Παναγία καὶ νὰ πήγαινε στὴ χάρη της ἕνα ἀσκὶ λάδι.
Τὸ καλοκαίρι κατὰ τὸν Δεκαπενταύγουστο, πῆγε τὸ τάμα της μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι ὁ Ἡγούμενος Παρθένιος, θὰ ἔκανε καὶ χαρὰ γιὰ τὴν προσφορὰ της αὐτή. Ὅμως ὁ Γέροντας πληροφορημένος ἀπὸ τὸ Θεό, τὴν περίμενε στὴν πόρτα τῆς Μονῆς.
-Δὲν παίρνω τὸ λάδι σου καὶ δὲν τὸ βάζω μέσα στὸ Μοναστήρι, διότι δὲν εἶναι εὐλογημένο.
Ἐκείνη ἀπόρησε καὶ ρώτησε τό γιατί.
-Διότι μάζεψες τὶς ἐλιὲς Κυριακὴ καὶ Κυριακὴ τὶς ἄλεσες.

Ἐκείνη βέβαια δὲν μποροῦσε νὰ ἀποκρύψει τὴν ἀλήθεια καὶ τὸ παραδέχτηκε.
-Τὸ παραδέχομαι, Γέροντα, ἀλλὰ σὲ παρακαλῶ νὰ μὲ συγχωρήσεις καὶ νὰ τὸ κρατήσεις διότι ἔκαμα πολὺ κόπο νὰ μαζέψω αὐτὲς τὶς ἐλιὲς καὶ νὰ κουβαλήσω τὸ λάδι ὡς ἐδῶ.
-Ὄχι δὲν τὸ κρατίζω, ἐπέμενε ὁ Γέροντας.

 Ἐκείνη ἄρχισε νὰ κλαίει καὶ νὰ τὸν παρακαλεῖ. Μαζεύτηκαν γύρω κι ἄλλοι προσκυνητὲς καὶ ἔβαλαν λογισμοὺς ὅτι ὁ Γέροντας φερόταν σκληρὰ στὴ γυναίκα αὐτή. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ εἶχε τὸ χάρισμα τῆς διοράσεως καὶ γνώριζε ὅτι θὰ ἐρχόταν καὶ τὴν περίμενε στὴν πόρτα, εἶχε καὶ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας. Θέλοντας νὰ δείξει σ’ ὅλους μπροστὰ πόσο κακὸ εἶναι νὰ χαλοῦμε τὴν Κυριακὴ σὲ δουλειὲς καὶ πὼς τὸ κέρδος τῆς Κυριακῆς δὲν εἶναι εὐλογημένο, τῆς λέει:
-Πάρε τὸ ἀσκὶ μὲ τὸ λάδι σου καὶ ἔλα πιὸ κάτω στὴν ἄμμο.
Ἀκολούθησαν κι ἄλλοι πολλοί.
-Ἄνοιξε τὸν πόρο τοῦ ἀσκιοῦ καὶ χῦσε τὸ λάδι στὴν ἄμμο. Εκείνη ἐδίσταζε καὶ ὁ Γέροντας ἐπέμενε ὥσπου ἔκαμε ὑπακοὴ καὶ ἔγειρε τὸ ἀσκὶ νὰ χυθεῖ τὸ λάδι. Ἀντὶ ὅμως γιὰ λάδι, βγῆκε μέσα ἀπὸ τὸ ἀσκὶ ἕνας ὄφις, ποὺ ἔφυγε τρέχοντας γιὰ τὴ θάλασσα στὴν ὁποία μπῆκε καὶ χάθηκε, ἐνῶ τὸ ἀσκὶ σὰν νὰ εἶχε μόνο ἀέρα, ξεφούσκωσε.

Τρόμος κατέλαβε τοὺς παριστάμενους προσκυνητές, ἀλλὰ πῆραν ὅλοι καὶ προπάντων ἡ γυναίκα τὸ μάθημά τους. Καὶ συμπλήρωσε ὁ Ἅγιος.

-Βλέπεις; Δὲν εἶχε μέσα τὸ ἀσκὶ τὸ λάδι σου ἀλλὰ τὸ διάβολο ποὺ τὸν εἴδατε ὅλοι μὲ τή μορφὴ φιδιού. Αὐτὸς ποὺ σὲ ἔβαλε νὰ μαζέψεις τὸ λάδι Κυριακὴ αὐτὸς εἶχε δικαίωμα νὰ κατοικεῖ μέσα του!

Τήν ἄλλη χρονιὰ ἡ γυναίκα μάζεψε τὶς ἐλιὲς καθημερινὴ καὶ καθημερινὴ τὶς ἄλεσε. Ἔφερνε τὸ λάδι χαρούμενη ὅτι αὐτὴ τὴ φορὰ ὁ Γέροντας θὰ τὸ δεχόταν, ἀλλὰ ἐπαναλήφθηκε ἡ ἴδια σκηνή. Πάλι διαμαρτυρίες καὶ πάλι κλάματα ὅταν εἶδε τὸ Γέροντα στὴν πόρτα τῆς Μονῆς νὰ ἀρνεῖται νὰ βάλει μέσα τὸ λάδι.
-Μὰ γιατί Γέροντα. Ὅλα τὰ ἔκαμα ὅπως μου εἶπες.
-Ναί, ἀλλὰ μόλυνες τὸ λάδι σου μὲ ξένες ἐλιές.
-Πῶς;
 -Κάποια μέρα γυρίζοντας ἀπὸ τὶς δικές σου ἐλιές, περνοῦσες ἀπὸ τὶς ἐλιὲς ἑνὸς συγχωριανοῦ σου καὶ εἶδες κάμποσες νὰ ἔχουν πέσει κάτω. Τὶς μάζεψες καὶ τὶς ἔβαλες στὴν ποδιά σου καὶ ἐρχόμενη στὸ σπίτι σου τὶς ἔριξες σὲ τσουβάλι μὲ τὶς ἐλιὲς ποὺ εἶχες μαζέψει γιὰ νὰ ἀλέσεις καὶ νὰ φέρεις τὸ λάδι στὴν Παναγία. Δὲν ἦταν δικές σου αὐτὲς οἱ ἐλιές. Ἦταν κλοπή. Καὶ μὲ αὐτὲς ἐμόλυνες τὸ λάδι ποὺ θὰ ἔφερνες ἐδῶ. Ἡ Παναγία θέλει τὸν καθαρὸ κόπο σου κι ὄχι τὸν κλεμμένο κόπο τῶν ἄλλων. Λίγες εἶναι οἱ σταγόνες τοῦ δηλητηρίου. Ὅταν ὅμως πέσουν στὸ νερό, στὸ κρασί, στὸ λάδι, στὸ φαγητό, αὐτὸ γίνεται θανατηφόρο. Πάρτο πίσω καὶ τοῦ χρόνου νὰ φέρεις τὸν κόπο σου ἅγιο καὶ καθαρό. Ἡ γυναίκα ἀλλὰ καὶ οἱ προσκυνητὲς θαύμασαν τὸ μέγεθος τοῦ διορατικοῦ του χαρίσματος καὶ ὠφελήθηκαν πολύ.

Ἔτσι λειτουργοῦν οἱ Ἅγιοι κι ἂς φαίνονται καμιὰ φορὰ σκληροί. Σκοπὸς τοὺς εἶναι ἡ πνευματικὴ ὠφέλεια τοῦ ἄλλου, ἡ διόρθωσή του.

Ο ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ο ΣΥΚΕΩΤΗΣ

 


Τη μνήμη του Οσίου Θεοδώρου του Συκεώτου και Επίσκοπου Αναστασιουπόλεως τιμά σήμερα, 22 Απριλίου, η Εκκλησία μας.
Ο Όσιος Θεόδωρος γεννήθηκε στο χωριό Συκέα ή Συκεών της Αναστασιοπόλεως, πρώτης πόλεως της επαρχίας Αγκυρανών και ήταν υιός της πόρνης Μαρίας και του Κοσμά, αποκρισάριου (ταχυδρόμος) του βασιλέως Ιουστινιανού.
Η εκ πορνείας γέννηση του Οσίου δεν εμπόδισε τον Θεό να τον αναδείξει Αρχιερέα τιμιότατο και να τον πλουτίσει με παράδοξες θεοσημείες και θαυματουργίες.
Στο σχολείο προέκοπτε στη μάθηση και σε ηλικία δέκα ετών έδειξε κλίση στο μοναχικό βίο.
Μια νύχτα και ενώ ο Όσιος είχε γίνει δωδεκαετής, εμφανίσθηκε σε αυτόν ο Άγιος Μεγαλομάρτυρας Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος και αφού τον ξύπνησε του είπε: «Σήκω, Θεόδωρε, έφθασε ο όρθρος, πάμε να προσευχηθούμε».
Ο Όσιος είχε τόση ευλάβεια προς τον Άγιο Γεώργιο, ώστε κάθε μεσημέρι φεύγοντας από το σχολείο ανέβαινε στο γειτονικό πετρώδες όρος, όπου ήταν το προσκύνημα του Αγίου Γεωργίου. Τον οδηγούσε ο ίδιος ο Άγιος με τη μορφή ενός παλικαριού.
Ο Όσιος ακολούθησε τη μοναχική πολιτεία σε νεαρή ηλικία με την ευλογία του Επισκόπου Αναστασιοπόλεως Θεοδοσίου. Λίγο αργότερα χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος. Αμέσως επισκέφθηκε τους Αγίους Τόπους και έλαβε το σχήμα του μοναχού στη μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου του Χουζιβά.
Στην συνέχεια επέστρεψε στην ιδιαίτερη πατρίδα του και παρέμεινε μόνιμα στο παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου. Εκεί οικοδομούσε τον εαυτό του με νηστείες και χαμαικοιτίες, με αγρυπνίες και ψαλμωδίες, γι’ αυτό και απολάμβανε από μέρος του Θεού, ποταμό από περισσότερα χαρίσματα εναντίων των ακαθάρτων πνευμάτων και των κάθε είδους ασθενειών.
Η μητέρα του, έχοντας φρόνημα σαρκικό, εγκατέλειψε τον υιό της και αφού πήρε όσο μέρος της περιουσίας της αναλογούσε, νυμφεύθηκε τον Δαβίδ, άνδρα της αυτοκρατορικής φρουράς της Άγκυρας.
Η αδελφή της μητέρας του, η Δεσποινία, η μητέρα της Ελπιδία και η αδελφή του Οσίου, η Βλάττα, δεν δέχονταν να αποχωρισθούν από αυτόν. Απεναντίας παρατηρούσαν με προσοχή την ενάρετη ζωή του και προσπαθούσαν να τον μιμηθούν όσο μπορούσαν, εξαγνίζοντας και αγιάζοντας τον εαυτό τους με σωφροσύνη και καθαρότητα βίου, με ελεημοσύνες και προσευχές.
Μετά τον θάνατο του Επισκόπου Αναστασιοπόλεως, Τιμοθέου, οι κάτοικοι της πόλεως, κληρικοί και λαϊκοί, πήγαν στην Άγκυρα και ζήτησαν από τον Μητροπολίτη Αγκύρας, Παύλο, να αναδείξει Επίσκοπο της πόλεώς τους τον Όσιο Θεόδωρο. Ο Όσιος δεν δεχόταν με κανένα τρόπο την πρόταση αυτή. Έτσι οι Χριστιανοί κατέφυγαν στη βία. Τον έβγαλαν έξω και αφού τον τοποθέτησαν επάνω σε ένα φορείο, τον απήγαγαν.
Κατά την χειροτονία του σε Επίσκοπο κάποιος είδε ένα τεράστιο αστέρι που ακτινοβολούσε, να κατέρχεται από τον ουρανό και να στέκεται επάνω στην εκκλησία, αστράφτοντας και φωτίζοντας την πόλη και την γύρω περιοχή.
Ο Όσιος Θεόδωρος έφθασε στην Αναστασιόπολη μαζί με τον Επίσκοπο της πόλεως Κίννας, Αμίαντο, από τον οποίο ενθρονίσθηκε. Έκτοτε έλαμπε συνεχώς ως ήλιος με τα θεία χαρίσματα των ιαμάτων, με την αυστηρότητα του βίου του, με όλες τις αρετές και τις αγαθοεργίες.
Ο Όσιος Θεόδωρος επιθύμησε να επισκεφθεί για δεύτερη φορά τα Ιεροσόλυμα. Εκεί προσκύνησε τον Τίμιο Σταυρό, τον Τάφο του Κυρίου και όλα τα αγιάσματα που υπήρχαν στην περιοχή, καθώς και τα κοντινά μοναστήρια. Τον ενοχλούσε όμως ο λογισμός και τον έπεισε τελικά να μην επιστρέψει πίσω στην πατρίδα του, αλλά να ζήσει ησυχαστική ζωή σε κάποιο από τα μοναστήρια που υπήρχαν εκεί.
Νόμισε πως είχε πέσει έξω από το μοναχικό μέτρο, επειδή ανέλαβε την πνευματική ευθύνη της Επισκοπής και διότι τον στεναχωρούσαν οι ενοχλητικές καταστάσεις που υπήρχαν σε αυτήν. Πήγε λοιπόν στη Λαύρα του Αγίου Σάββα και ζούσε εκεί σε ένα κελλί κάποιου αγωνιστή μοναχού, που τον έλεγαν Ανδρέα.
Κάποια νύχτα όμως παρουσιάσθηκε στον ύπνο του ο Άγιος Γεώργιος και, αφού του έδωσε ένα ραβδί, του είπε: «Σήκω και περπάτα, διότι πολλοί άνθρωποι λυπούνται, γιατί απουσιάζεις. Δεν είναι επιτρεπτό να εγκαταλείψεις την Επισκοπή σου και να ζεις εδώ». Έτσι ο Όσιος αποχαιρέτισε τους πατέρες της μονής και πήρε τον δρόμο της επιστροφής.
Όταν έφθασε στα μέρη της Γαλατίας, κοντά στο μοναστήρι των Δρυΐνων, τους παρήγγειλε να μην μιλήσουν σε κανέναν γι’ αυτό, καθώς αυτοί που βρίσκονταν εκεί δεν τον γνώριζαν. Ωστόσο η φήμη του Οσίου κυκλοφόρησε παντού. Έτσι έρχονταν πολλοί στο μοναστήρι, για να λάβουν την ευλογία του.
Από εκεί ο Όσιος επέστρεψε στην Αναστασιόπολη προξενώντας έτσι με την επιστροφή του, χαρά σε όλους. Όμως ο Όσιος είχε αποφασίσει να παραιτηθεί, για να ακολουθήσει την ησυχαστική οδό. Για τον λόγο αυτό συνάντησε τον Επίσκοπο Αγκύρας Παύλο και τον παρακάλεσε να αποδεχθεί την παραίτησή του.
Ο Επίσκοπος Παύλος δεν ήθελε να δεχθεί την παραίτηση του Οσίου. Και αφού έγινε έντονη συζήτηση μεταξύ τους, στο τέλος αποφάσισαν να στείλουν μήνυμα στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, Κυριακό, για να του θέσουν το θέμα αυτό.
Ο Πατριάρχης Κυριακός, με την προτροπή του βασιλέως, έδωσε εντολή στον Μητροπολίτη Αγκύρας να δεχθεί το αίτημα του Οσίου, να του δώσει μάλιστα και το ωμοφόριο της Επισκοπής, για να διατηρεί το αξίωμά του, καθώς ήταν άγιος άνθρωπος και αποχωρούσε από την Επισκοπή χωρίς να έχει διαπράξει αδίκημα.
Έτσι ο Όσιος ήρθε στην περιοχή της Ηλιουπόλεως και απομονώθηκε στο ναό του Αρχαγγέλου στην Άκρηνα, πολύ κοντά στο χωριό Πίδρος. Την ίδια εποχή ο Όσιος έλαβε επιστολές και από τον βασιλέα Μαυρίκιο και τον Πατριάρχη Κυριακό, οι οποίοι τον προέτρεπαν να επισκεφθεί την Κωνσταντινούπολη και να τους ευλογήσει. Έτσι λοιπόν πήγε στη θεοφύλακτη πόλη, όπου κήρυξε το λόγο του Θεού και θεράπευσε πολλούς.
Ο Όσιος επέστρεψε στη Γαλατία, αλλά επισκέφθηκε για δεύτερη φορά την Κωνσταντινούπολη, το έτος 610 μ.Χ., επί Πατριάρχου Θωμά, στον θάνατο του οποίου βρέθηκε. Και αφού τιμήθηκε από τον Πατριάρχη Σέργιο επανήλθε στο μοναστήρι του, όπου συνέχισε το θεοφιλή βίο του.
Ο Όσιος Θεόδωρος κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 613 μ.Χ.
Απολυτίκιο:
Ήχος πλ. α’. Τον συνάναρχον Λόγον.
Εκ σπάργανων επλήσθης της θείας χάριτος, και τω Θεώ ανετέθης ως Σαμουήλ ο κλεινός, την υπέρτιμον στολήν Πάτερ κληρούμενος, όθεν θαυμάτων αυτουργός, και Χριστού μυσταγωγός, Θεόδωρε ανεδείχθης, θεοδωρήτως εκλάμπων, τας ψυχοτρόφους δωρεάς τοις πιστοίς.

Κυριακή 21 Απριλίου 2024

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΩΣ ΙΑΤΡΙΚΗ ΣΧΟΛΗ

 

Σήμερα, ένας ορθόδοξος, ένας άγιος, θα κατέτασσε άνετα την Εκκλησία στην ιατρική σχολή, διότι η Εκκλησία δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας πνευματικός χώρος, όπου θεραπεύεται ο πνευματικά άρρωστος άνθρωπος.

Του Μητροπολίτη Λεμεσού Αθανασίου

Δεν τον θεραπεύει ως διά μαγείας, αλλά τον θεραπεύει με συγκεκριμένη μέθοδο, η οποία έχει πειραματισθεί επί των αγίων. Έχει αποδείξει την αλήθειά της, έχει καταντήσει σε αξίωμα και έχει αναχθεί πλέον εις επιστημονική οδό. Χιλιάδες, εκατομμύρια άνθρωποι, διά της μεθόδου αυτής βρήκαν την πνευματική υγεία και την πνευματική ισορροπία, η οποία δεν είναι τίποτε άλλο παρά η επιστροφή του ανθρώπου στον χώρο και στον τρόπο, στο αξίωμα της πρώτης δημιουργίας του από τον Θεό, και εν συνεχεία της αναβάσεώς του στην κατάσταση της θεώσεως.

Η Εκκλησία, λοιπόν, από ορθόδοξη άποψη, κατατάσσεται στον χώρο της ιατρικής, διότι πράγματι πρόκειται περί ιατρείας. Και σ’ αυτό το νοσοκομείο, το πνευματικό, ο γιατρός δεν είναι άνθρωπος, αλλά είναι ο ίδιος ο Θεός, ο οποίος λειτουργεί, διακονεί τους ασθενείς ανθρώπους διά των αγίων του, οι οποίοι έχουν εμπειρία αυτής της θεραπευτικής οδού.

Από τη μικρή προσωπική μου πείρα ως ασθενής άνθρωπος, και από την πείρα μου ως ιερέας και πνευματικός, μπορώ να πω ότι πράγματι είναι γεγονός ότι συναντάμε καθημερινά ολόκληρη αυτή την τραγωδία της διασπάσεως της ανθρώπινης προσωπικότητας. Και ανακαλύπτουμε ότι η αμαρτία είναι η μεγαλύτερη ασθένεια του ανθρώπου. Λέω καμμιά φορά, και στον εαυτό μου και σε άλλους ανθρώπους, ότι θα θεωρούνταν όλοι υγιείς, εάν η αμαρτία θα ήταν η φυσική κατάσταση για τον άνθρωπο. Διότι σήμερα καταργήθηκε αυτή η έννοια και θεοποιήθηκε η αμαρτία, άρα λοιπόν, αν κάνεις λ.χ. πράγματα τα οποία είναι παραβάσεις της κατά φύσιν δημιουργίας σου, θεωρούνται φυσιολογικά. Ενώ, αν αντιστρατευτείς, θεωρείται αυτό ότι είναι παρά φύσιν κι ότι είσαι άρρωστος, αφού δεν κάνεις αυτά που κάνουν όλοι.

ΟΣΙΑ ΜΑΡΙΑ Η ΑΙΓΥΠΤΙΑ:ΜΙΑ ΑΚΡΑΙΑ ΟΣΙΑΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

 

«Και γαρ ο υιός του ανθρώπου ουκ ήλθε διακονηθήναι αλλά διακονήσαι»

Η Εκκλησία μας, την Κυριακή Ε’ Νηστειών, προβάλλει και τιμά την ιερή μνήμη μιας αγίας γυναίκας, της οσίας Μητρός ημών Μαρίας της Αιγύπτιας, η οποία ξεκίνησε από την περιθωριακή ζωή και τελειώθηκε στην άσκηση. Ο βίος της είναι μια ακραία οσιακή ιστορία, ιστορία αδαμικής γυμνότητας, φυσικής και ψυχικής απάθειας, αποβολής των ανθρώπινων ιδιωμάτων, εγκατάλειψης των ιδίων νοημάτων και θελημάτων, ανάκλησης της αρχαίας υγείας της ψυχής, ιστορία της παρθενίας του σώματος και του πνεύματος. Είναι ιστορία κατάδυσης στο άπειρο βάθος της Χάριτος του Θεού. Η μνήμη της προβάλλεται από την Εκκλησία προς το τέλος της Σαρακοστής, για εξέγερση και βαθύ προβληματισμό, γιατί η οσία Μαρία η Αιγύπτια έζησε το χάος της αμαρτίας και αποκάλυψε το νόημα της αληθινής μετάνοιας και συγνώμης, ζώντας σαράντα επτά ολόκληρα χρόνια στην έρημο του Ιορδάνου. Αποκάλυψε το πόσο απέραντη είναι η αγάπη του Θεού για μας τους αδύναμους και αμαρτωλούς ανθρώπους· το πόσο αναρίθμητοι είναι οι δρόμοι που κατασκευάζει ο Θεός μέσα από την καθημερινότητα της ζωής, για να οδηγήσει τον καθένα μας στην οδό της σωτηρίας· το με πόση ταπείνωση, πραότητα και μακροθυμία ετοιμάζει και αναμένει τη μετάνοια του καθενός μας.

Η άπειρη αγάπη και φιλανθρωπία

Τί ανοίγει από μέρους μας τον δρόμο προς τον Κύριο, που έρχεται να σταυρωθεί για την αμαρτία του κόσμου, ή τί είναι εκείνο που μας σώζει; Η οσία Μαρία η Αιγύπτια μας μαθαίνει ότι εκείνο που είναι απαραίτητο από εμάς είναι η αίσθηση της αμαρτωλότητάς μας ή η απόγνωση από τον εαυτό μας, που μας στρέφει, όταν μας κατακαίει η δίψα της προσωπικής επικοινωνίας και της αγάπης και μας φλογίζει ο άνθρωπος της οδύνης και του θείου πόθου, στην αγάπη και το έλεος του Θεού.

Δεν μπορούμε να ελπίζουμε στον εαυτό μας, αλλά να έχουμε πεποίθηση μόνο στον Θεό, που εγείρει τους νεκρούς, «τους νεκρωθέντας τη αμαρτία». Εκείνο που τελικά μας σώζει είναι η άπειρη αγάπη του Θεού, η οποία σφραγίζει το μυστήριο της υπάρξεως του Θεού και της αιωνιότητας του ανθρώπου.

Κανένας δεν έχει εκπέσει από την αγάπη του Θεού. Γιατί ο άνθρωπος και μέσα στην αμαρτωλότητά του, ακόμη και στα έσχατα όρια της αξιοπρέπειάς του, δεν παύει να είναι παιδί του Θεού. Άλλωστε ποιός μπορεί να μας βεβαιώσει ότι ο άνθρωπος είναι ό,τι πράττει ή ότι είναι ελεύθερος στις πράξεις του ή αγαπά αυτό που πράττει;

Ο πειρασμός της αυτοδικαιώσεως

Η οσία Μαρία γίνεται τύπος των πιστών, που τόσο πα¬γιδεύονται στον πειρασμό της αυτοδικαιώσεως και της αυτάρκειας, γιατί δίνει αυτό που είναι: το είναι της γυ¬μνό, για να το ενδύσει και πάλι η Χάρη του Θεού. Δίνει ακριβώς αυτό που γνωρίζει και περιμένει ο Θεός από τον άνθρωπο: την άβυσσο του μυστηρίου της καρδιάς, τη με¬τάνοια, η οποία μας σώζει και μας αγιάζει.

Μετάνοια είναι η αλλαγή του νου, το νέο φρόνημα, η δυναμική μετάβαση «εκ του παρά φύσιν εις το κατά φύσιν, και εκ του διαβόλου προς τον Θεόν επάνοδος δι’ ασκήσεως και πόνων». Αυτός ο ορισμός καθιστά σαφές ότι η μετάνοια δεν είναι συμμόρφωση προς τον Νόμο, αλλά συγκλονιστική συνάντηση με τον Χριστό.

Το σωτήριο βήμα

«Εγγίσατε τω Θεώ και εγγιεί υμίν» (Ιακ. 4,8). Αν κάνουμε ένα βήμα προς τον Θεό, Εκείνος κάνει δέκα προς εμάς. Η κόλαση δεν είναι για τους αμαρτωλούς, αλλά για τους αμετανόητους. Για εκείνους, που δεν αισθάνονται την αναξιότητά τους, που δε γνωρίζουν το μεγαλείο της συγνώμης, που αγνοούν τον παράδεισο της αγάπης του Θεού, που δε ζουν την ελπίδα της πίστεως.

Η Εκκλησία μπορεί να λέει στον κάθε άνθρωπο: Τίποτε μη φοβάσαι, ποτέ μη φοβάσαι και μη θλίβεσαι. Μια και μετανοείς, όλα θα στα συγχωρέσει ο Θεός. Μα κι ούτε υπάρχει ούτε μπορεί να υπάρχει, να γίνει στον κόσμο τέτοιο κρίμα, που να μην το συγχωρέσει ο Θεός σ’ εκείνον που μετανοεί αληθινά. Μα κι ούτε μπορεί ο άνθρωπος να κάνει ένα τόσο μεγάλο αμάρτημα που θα μπορούσε να εξαντλήσει την αστείρευτη αγάπη του Θεού.

 

Η ΜΥΡΟΦΟΡΑ ΚΑΙ Η ΚΟΣΚΙΝΟΥ

 

του πατρός Δημητρίου Μπόκου

Ο Χριστός ανέβαινε για τελευταία φορά στα Ιεροσόλυμα για την εορτή του Πάσχα. Καθ’ οδόν προέλεγε στους μαθητές του τη σύλληψή του, τον μαρτυρικό του θάνατο, αλλά και την τριήμερη Ανάστασή του.

Οι μαθητές του όμως δεν μπορούσαν ακόμα να κατανοήσουν το μυστήριο του Σταυρού και της Ανάστασης. Δεν είχαν λάβει τη φωτιστική χάρη του Αγίου Πνεύματος. Σκέφτονταν ακόμα ανθρώπινα. Θεωρούσαν τη βασιλεία του Χριστού επίγεια.

Αναλογίζονταν ποια θέση θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν αυτοί σ’ αυτήν. Έτσι δυο απ’ αυτούς, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, ζήτησαν από τον Χριστό επίσημες θέσεις και αξιώματα (Κυριακή Ε΄ Νηστειών).

Ο ευαγγελιστής Ματθαίος σημειώνει μάλιστα ότι δεν πήραν μόνοι τους οι δυο αδελφοί την πρωτοβουλία αυτή, αλλά μεσολάβησε η μητέρα τους, η Σαλώμη. Κόρη του κατά νόμον πατέρα του Χριστού, του μνήστορος Ιωσήφ, η Σαλώμη, ήταν από τον χορό των μυροφόρων.Θεωρώντας «αδελφό» της τον Χριστό, χρησιμοποίησε τα μεγάλα «μέσα» για να βολέψει τα παιδιά της.

Τα έφερε λοιπόν στον «θείο» τους, τον Χριστό, για να εξασφαλίσει μια καλή θέση γι’ αυτά στην προσδοκώμενη βασιλεία του, που κατά τη γνώμη τους θα εγκαθιδρυόταν οσονούπω. Ο Χριστός βέβαια προσπάθησε να τους προσγειώσει με την πικρή διαπίστωσή του: «Δεν ξέρετε καν τί σας γίνετε»! Και τους δίδαξε ταπείνωση και όχι πρωτιές και αρχηγιλίκια.

Η μυροφόρα Σαλώμη με την κίνησή της αυτή κάνει έκδηλη τη γενική τάση του ανθρώπου να επιδιώκει πάντα ό,τι περισσότερο μπορεί και μάλιστα με το λιγότερο, ει δυνατόν, κόστος. Την καλύτερη θέση παντού. Είτε την αξίζει, είτε όχι. Χωρίς να διστάζει να χρησιμοποιήσει για την επίτευξη του σκοπού του ακόμα και αθέμιτα μέσα.

Η τάση του να ανεβαίνει με κάθε τρόπο, να συγκαταλέγεται με τους τρανούς και σπουδαίους ακόμα κι αν δεν έχει τα προσόντα για κάτι τέτοιο, να υπερτιμά τις ικανότητές του και τα δήθεν προτερήματά του, θυμίζουν το φαιδρό περιστατικό που διασώζει η λαϊκή θυμοσοφία για την κοσκινού και τους πραματευτάδες.

Τον παλιό καιρό γύριζαν, λέει, πλανόδιοι και ανέστιοι νομάδες στα χωριά για να πουλήσουν κόσκινα και καλάθια, δηλαδή τα πιο ευτελή πράγματα. Γύριζαν όμως και οι πραματευτάδες, που πουλούσαν καλά και ακριβά εμπορεύματα (πραμάτειες), όπως ρούχα και γυαλικά. Συναντήθηκαν λοιπόν κάποτε σ’ ένα χωριό η κοσκινού με τον πραματευτή.

Η κοσκινού δεν είχε κάνει σεφτέ, δεν είχε πουλήσει ακόμα τίποτε. Ενώ ο πραματευτής δεν πρόφταινε να πουλάει. Η κοσκινού δεν μπορούσε να το καταπιεί. «Χαρά στα μούτρα!» λέει ξυνίζοντας τα δικά της μούτρα. «Ο άντρας μου είναι πολύ καλύτερός του». Γέλασαν οι χωριάτισσες γύρω της και είπαν: «Κι η κοσκινού τον άντρα της με τους πραματευτάδες!» Και έμεινε η παροιμία.

Καλό είναι να ξέρει ο καθένας τη θέση του. Λίγη ταπείνωση δεν βλάπτει.

Καλή ευλογημένη εβδομάδα! Καλή Σαρακοστή!

ΕΙΣ ΕΚ ΔΕΞΙΩΝ ΚΑΙ ΕΙΣ ΕΞ ΕΥΩΝΥΜΩΝ ΚΑΘΙΣΩΜΕΝ ΕΝ ΤΗ ΔΟΞΗ ΣΟΥ



“Δὸς ἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν σου καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου” (Μάρκ. 10, 37).
“Ὅταν θὰ ἐγκαταστήσεις τὴν ἔνδοξη βασιλεία σου, βάλε μας νὰ καθίσουμε ὁ ἕνας στὰ δεξιά σου κι ὁ ἄλλος στὰ ἀριστερά σου».

    Ένα από τα ζητούμενα της εποχής μας στις ανθρώπινες σχέσεις είναι η ενσυναίσθηση. Οι άνθρωποι έχουμε γίνει τόσο εγωκεντρικοί, που δεν μας νοιάζει ο διπλανός μας, πολλές φορές ούτε ο οικείος μας. Έτσι, δεν θέλουμε να μπούμε στη θέση του, να καταλάβουμε τι σκέφτεται και γιατί, ποιες δυσκολίες περνάει, ποια είναι τα άγχη και οι φόβοι του, ενώ, συχνά, ζηλεύουμε και στη χαρά του, καθότι μέσα μας λειτουργεί ένα είδος φθόνου που αρρωσταίνει καρδιές.
    Δεν είναι όμως μόνο φαινόμενο των καιρών μας η απουσία ενσυναίσθησης. Το διαπιστώνουμε αυτό με έκπληξη σε έναν από τους τελευταίους διαλόγους που είχε ο Χριστός με τους μαθητές Του, πριν πορευθεί προς το εκούσιον πάθος Του. Στο ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής Ε᾽Νηστειών, βλέπουμε τον Κύριο να αναφέρει στους μαθητές Του τα σχετικά με το πάθος Του, να τους ενημερώνει ότι ο Υιός του ανθρώπου θα παραδοθεί στους αρχιερείς και στους γραμματείς, δηλαδή στη θρησκευτική ηγεσία του ιουδαϊκού λαού και εκείνοι θα Τον καταδικάσουν σε θάνατο και θα Τον παραδώσουν στους ειδωλολάτρες Ρωμαίους, οι οποίοι θα Τον κοροϊδέψουν, θα Τον μαστιγώσουν, θα Τον φτύσουν, θα Τον σκοτώσουν. Η μόνη παρήγορη αναφορά του Χριστού είναι πως την τρίτη ημέρα θα αναστηθεί.  Κι ενώ θα περίμενε κάποιος ότι οι μαθητές θα συγκλονίζονταν από τα προφητικά αυτά λόγια, θα στενοχωριούνταν, θα ρωτούσαν αν υπήρχε τρόπος μια τέτοια πορεία να αποφευχθεί, θα δήλωναν τη συμπαράστασή τους στον Κύριο με κάθε τρόπο και την αγάπη τους, οι δύο μαθητές, οι οποίοι βρίσκονταν μαζί Του εξ αρχής και ο Κύριος τους έπαιρνε μαζί με τον Πέτρο σε δύσκολες και ωραίες στιγμές, όπως η Μεταμόρφωση και η ανάσταση της κόρης του Ιάειρου, έχουν ένα αίτημα να Του υποβάλουν. Όταν θα εγκαταστήσει την ένδοξη βασιλεία Του, να τους βάλει στα δεξιά και στα αριστερά Του, δηλαδή να τους έχει στην πρώτη θέση αυτής της βασιλείας, τιμώμενα πρόσωπα και εκλεκτά, συνεργάτες της απόλυτης εξουσίας και κριτές των ανθρώπων.
    Το αίτημα των μαθητών είναι ένα σημάδι ότι δεν αρκεί να είμαστε κοντά στον Θεό. Δεν αρκεί να βλέπουμε τα θαυμαστά Του. Δεν αρκεί να είμαστε βέβαιοι για την αγάπη Του, που δίνει νόημα στην πορεία μας κοντά Του, αν μέσα μας δεν έχουμε επίγνωση τι αληθινά ζητά από εμάς και δεν μπαίνουμε στη θέση Του, όχι μόνο σε κρίσιμες στιγμές της ζωής, αλλά και κάθε στιγμή. Και αυτό μπορεί να γίνει μόνο αν βλέπουμε στο πρόσωπο του συνανθρώπου μας Εκείνον.
    Οι δύο μαθητές αποκαλύπτουν, άθελά τους ή ηθελημένα, ότι η έγνοια τους δεν ήταν ο Χριστός ως ο δάσκαλός τους, ο φίλος, ο οικείος, ο πατέρας, αλλά ο εαυτός τους. Δεν έφτανε η αγάπη τους για να βγούνε από το εγώ τους. Τους ενδιέφερε το δικό τους συμφέρον, με αποτέλεσμα, όταν καταλαβαίνουν ότι η επίγεια πορεία του Χριστού φτάνει προς το τέλος της, να σπεύδουν να εξασφαλίσουν τα ανταλλάγματα για την άλλη πορεία, για το άλλο ξεκίνημα, τη δική τους δόξα και τιμή, αυτό που αισθάνονταν ότι δικαιούνταν επειδή στάθηκαν δίπλα Του. Απέχουν όμως πάρα πολύ από αυτό που Εκείνος ήρθε να δώσει και στους μαθητές και στον κόσμο: την προτεραιότητα του πλησίον και της αγάπης.
    Πόσο συναισθηματικά ελλιπείς ήταν οι μαθητές εκείνη την ώρα! Ανίστοιχα θα είναι και το βράδυ της αγωνίας στη Γεθσημανή. Ο Χριστός θα προσεύχεται μπροστά στο Πάθος και τον θάνατό Του κι εκείνοι θα κοιμούνται, αδυνατώντας να νιώσουν την κρισιμότητα των στιγμών, την ανάγκη κατά άνθρωπον του Χριστού να είναι δίπλα Του, να μην Τον αφήσουν μόνο Του. Ο Χριστός δεν είναι μόνο τέλειος Θεός, αλλά και τέλειος άνθρωπος. Γι᾽αυτό και έχει τις ανάγκες που έχουμε όλοι μας: την αγάπη, τη στήριξη, τη φιλία, την αποδοχή. Εκείνος, επειδή μας αγαπά, θα προσπεράσει τη δική μας συναισθηματική και αντιληπτική παγωμάρα. Δεν θα μείνει στην θλίψη που προκαλεί η επίγνωση ότι δεν νοιαζόμαστε να αγαπήσουμε, αλλά μόνο να κερδίσουμε από Εκείνον. Θα συνεχίσει να μας διδάσκει, παρά την κατά άνθρωπον λύπη της καρδιάς και της ψυχής Του. Και θα μας συγχωρεί και θα μας στηρίζει.
    Όμως, η απουσία ενσυναίσθησης είναι μία μεγάλη έλλειψη της καρδιάς και της ύπαρξής μας. Αν σκεφτούμε  μάλιστα ότι και οι άλλοι δέκα μαθητές άρχισαν να αγανακτούν εναντίον του Ιακώβου και του Ιωάννη, ίσως γιατί δεν πρόλαβαν εκείνοι να ζητήσουν από τον Χριστό να είναι στη θέση των αδερφών Ζεβεδαίου, καθώς κατά βάθος φαίνεται ότι η ανάδειξη, η εξουσία, η προτεραιότητα του εγώ τούς ταλαιπωρούσε κι εκείνους, και γι᾽αυτό και άφησαν τον Κύριο μόνο Του μετά τη σύλληψή Του, πλην του Ιωάννη. Γι᾽αυτό και ο Χριστός τελικά δεν τους κατακρίνει.
    Ας προβληματιστούμε κι εμείς για το έλλειμμα ενσυναίσθησης που έχουμε στη ζωή μας. Για το ότι, ενώ είμαστε χριστιανοί, δεν αφήνουμε την καρδιά μας να κατακλυστεί από αγάπη αληθινή για τον πλησίον μας, δεν έχουμε ούτε χρόνο ούτε χώρο για εκείνον και τις έγνοιες και τους σταυρούς του. Γιατί αν η έλλειψη ενσυναίσθηση είναι για τον άλλο, τότε είναι και για τον Χριστό. Δεν μπορούμε να περάσουμε αυθεντικά στην Μεγάλη Εβδομάδα, αν δεν δούμε τον Χριστό στο πρόσωπο του αδελφού μας. Αν δεν μοιραστούμε τη λύπη και τη χαρά του. Αν, τελικά, μέσα από τον άλλο στη ζωή της Εκκλησίας και του κόσμου, δεν συναντήσουμε τον Χριστό.
    Η ενσυναίσθηση ως κατανόηση του άλλου έρχεται όταν η πορεία μας είναι προσανατολισμένη προς τον Χριστό και τον πλησίον. Αν τα πάντα είναι “εγώ” και συμφέρον, πόρρω απέχουμε από την αλήθεια. Κι ο κόσμος τελικά υποφέρει. Χωρίς αγάπη, δεν υπάρχει νόημα. Ας το παλέψουμε.

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Ο ΟΣΙΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ Ο ΣΙΝΑΪΤΗΣ

 

 

Τη μνήμη του Οσίου Αναστασίου, του Σιναΐτου, 21 Απριλίου, η Εκκλησία μας – Ο Όσιος Ανστάσιος έζησε τον 7ο αιώνα μ.Χ. και καταγόταν από ευγενή οικογένεια. Γρήγορα όμως εγκατέλειψε τον κόσμο και τα βιοτικά πράγματα και εκάρη μοναχός.

Πήγε στα Ιεροσόλυμα και αφού προσκύνησε τους Αγίους Τόπους, κατέληξε στο Όρος Σινά, στη μονή της Αγίας Αικατερίνης, της οποίας διετέλεσε ηγούμενος. Εκεί βρήκε ασκητές μοναχούς και έμεινε κοντά τους σαν υποτακτικός και υπηρέτης τους. Επειδή είχε πολύ ταπεινοφροσύνη, πήρε από τον Θεό τη δωρεά της γνώσης και πολλής σοφίας, με την οποία συνέγραψε βίους Αγίων Πατέρων και συνέθεσε ψυχωφελείς λόγους. Αφού έφτασε σε βαθιά γεράματα, απεβίωσε ειρηνικά στις αρχές του 8ου αιώνος μ.Χ.

Μερικά έργα του Οσίου Αναστάσιου είναι τα ακόλουθα:

α) «Οδηγός». Το έργο αυτό αποτελείται από 24 κεφάλαια και ονομάσθηκε έτσι διότι ήταν προορισμένο να χρησιμεύσει ως οδηγός προς υποστήριξη της Ορθοδοξίας εναντίον του Μονοφυσιτισμού,

β) «Ερωτήσεις και αποκρίσεις περί διαφόρων κεφαλαίων και διαφόρων προσώπων». Στο έργο αυτό ο Όσιος Αναστάσιος, ακολουθώντας τη μέθοδο του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, των ερωτήσεων και τον αποκρίσεων, επιλύει διάφορα ζητήματα δογματικά, πρακτικά και εκκλησιαστικά,

γ) «Λόγος περί της αγίας συνάξεως και περί του μη κρίνειν και μνησικακείν», όπου αναφέρεται στη Θεία Ευχαριστεία,

δ) «Θεωρίαι αναγωγικαί εις την εξαήμερον». Το όλο έργο αποτελείται συνολικά από δώδεκα βιβλία,

ε) «Εκ του κατ’ εικόνα». Δύο λόγοι περί της κατ’ εικόνα Θεού δημιουργίας του ανθρώπου,
στ) «Χρήσεις άχρηστοι μιαρών δυσσεβών Αρειανών αθετούσαι την ομοούσιον θεότητα του Υιού του Θεού και κτίσμα τον Κτίστην των απάντων λέγουσα». Το βιβλίο αυτό περιέχει αποσπάσματα από συλλογή χωρίων Πατέρων εναντίων των αιρετικών.

Τέλος, αξίζει να παραθέσουμε ένα απόσπασμα από ένα σύγγραμα του Οσίου Ανστάσιου, ο οποίος παίρνοντας αφορμή από τα λόγια του Ιησού Χριστού «μη κρίνετε ίνα μη κριθήτε» γράφει: «Κι όταν βλέπετε τον αδελφό σας να αμαρτάνη και τότε να μην τον κρίνετε και μάλιστα όταν είναι ιερέας. Να θυμώσαστε πως ένας είναι ο κριτής, ο Θεός, που θα αποδώση στον καθένα κατά τα έργα του. Είδες βέβαια το αμάρτημα του αδελφού σου· μήπως όμως γνωρίζεις και όλες του τις καλές πράξεις; Μπορεί μάλιστα αυτήν την αμαρτία, που εσύ είδες, εκείνος να την έπλυνε κι όλας με τα δάκρυα της μετανοίας του».

Σάββατο 20 Απριλίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε' ΝΗΣΤΕΙΩΝ:ΔΙΔΑΣΚΑΛΕ,ΘΕΛΟΜΕΝ ΙΝΑ Ο ΕΑΝ ΑΙΤΗΣΩΜΕΝ ΠΟΙΗΣΗΣ ΗΜΙΝ

 

Θέλοντας η Εκκλησία μας να μας προ­ε­τοιμάσει για τα φρικτά και σωτη­ριώδη Πα­θη του Κυρίου τα οποία πλησιάζουν, όρι­σε να διαβάζεται σήμερα, Ε΄ Κυριακή των Νηστειών, μία περικοπή από το κατά Μάρκον ευαγγέλιο που περιγράφει τα γε­γονότα των ημερών πριν από το Πάθος του Χριστού.

Μας παρου­σιάζει τον Χριστό να εξηγεί στους μαθητές όλα όσα επρό­κει­το να συμ­βούν, έτσι ώστε να μπορέσουν στο μέτρο των ανθρωπίνων δυνά­μεών τους να κα­τα­νοήσουν τα γεγονότα και όσα επρό­κει­το να ακολου­θη­σουν με την ανάστασή του. Και ενώ ο Χριστός προλέγει όσα φρι­κτα και φοβερά επρόκειτο να υπομείνει για τη σωτηρία των ανθρώπων, δύο από τους μαθητές του τον πλησιάζουν και του ζητούν να τους υποσχεθεί ότι θα εκ­πλη­ρώσει το αίτημά τους.

Δεν είναι κάποιοι τυχαίοι μαθητές του. Είναι δύο από τους πιο αγαπη­μένους του, είναι δύο από τους πιο έμπιστούς του. Ει­ναι ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης. Είναι αυτοί που μαζί με τον απόστολο Πέτρο είχαν τη μεγάλη τιμή να δούν τον Χριστό επάνω στο όρος Θαβώρ να μεταμορφώνεται ενώ­πιον αυτών και να συνομιλεί με τον Μωυ­ση και τον Ηλία. Είναι αυτοί που τον α­κουσαν να τους ζητά να μην πούν σε κα­νένα τίποτε για το φοβερό και ουράνιο θέα­μα της δόξης του Θεού που αντί­­κρυ­σαν. Και αυτοί οι δύο μαθητές ζητούν κάτι που δεν ταιριάζει καθόλου με όσα τους έλε­γε εκείνη την ώρα ο Χριστός. Ζητούν κα­τι που θα έλεγε κανείς ότι τίποτε δεν δι­δάχθηκαν τρία χρόνια κοντά στον Χρι­στο· και όμως το ζητούν. Ζητούν να καθί­σουν ο ένας εκ δεξιών και ο άλλος εξ αρι­στερών του Ιησού, όταν θα βρίσκεται στη δόξα του.

Πρωτάκουστο αίτημα, αδελφοί μου. Ο Χρι­στός τους μιλά για θυσία και αυτοί σκέφτονται τη δόξα. Ο Χριστός τους μιλά για προσφορά και αυτοί ζητούν την ικα­νο­­ποί­­ηση της προσωπικής τους φιλοδο­ξίας. Δεν έχουν ακό­μη συνειδητοποιήσει ότι το μεγαλείο του διδασκά­λου τους βρίσκεται στην εκουσία προσφο­ρα του εαυτού του για τον άνθρωπο, δεν βρι­σκεται στην απόλαυση της θείας του δο­ξης. Αν ο Χριστός σκεφτόταν σαν τους δύο μαθητές του, δεν θα ερχόταν ποτέ στη γη, για να σώσει τον άνθρωπο. Αν ήρθε στη γη, ήταν γιατί ο ίδιος έθεσε πάνω από κάθε τι άλλο την αγάπη για τον άνθρωπο. Και η αγάπη «ου ζητεί τα εαυτής», η αγά­πη είναι έτοιμη να θυσιασθεί για τον αλ­λο, είναι έτοιμη να γίνει διάκονος και υπη­ρέτης του πλησίον.

Όλα αυτά δεν τα είχαν κατανοήσει ακό­μη οι μαθητές του, γι’ αυτό και το φρόνη­μα τους ήταν ακόμη κοσμικό και αν­θρώπινο. Γι’ αυτό και, ενώ ακούν τον Ιη­σού να τους περιγράφει το πάθος του, δεν κατα­νο­ούν τι τους λέγει. Γι’ αυτό και, όταν σε λίγες ημέρες θα τους ζητήσει να αγρυ­πνήσουν προσευχόμενοι μαζί του στις ώρες της μεγά­λης του αγωνίας στον κήπο της Γεθσημανή, αυτοί θα αποκοιμηθούν.

Όμως ο ευαγγελιστής Μάρκος δεν δι­στάζει να καταγράψει στο ευαγ­γε­λιό του αυτό το ατυχές, θα μπορούσαμε να πούμε, αίτημα των δύο μαθη­τών του Χριστού. Το καταγράφει όχι για κανένα άλλο λόγο, όσο για να μας διδάξει με τη δική τους συμ­­περιφορά πόσο εύκολα μπορούμε και εμείς να πέσουμε σε παρόμοια σφάλματα και να ζητούμε από τον Θεό παρά­λογα πράγ­­ματα.

Γιατί δεν είναι λίγες φορές, αδελφοί μου, που ξεχνούμε ότι για τον Θεό δεν έχουν σημασία ούτε οι πρωτοκαθεδρίες ούτε οι εξουσίες ούτε οι υψη­λες θέσεις. Ξε­χνούμε πως ο Θεός υψώνει αυτούς που έχ­ουν ταπεινό φρο­νη­μα και αυτούς που ειίναι πρόθυμοι να γίνουν διάκονοι και υπη­ρέτες των άλλων. Δεν απαγορεύει, βε­βαί­ως, την υγιή φιλοδοξία για την πρόοδο του ανθρώπου, καταδικάζει όμως την προ­σ­­­κόλληση σε θέσεις και αξιώματα και στην επιδίωξή τους με κάθε τρόπο και μέ­σο, θεμιτό ή αθέμιτο. Στα μάτια του Θεού έχει πάντοτε αξία η προσφορά του ανθρώ­που και η διάθε­ση με την οποία προσφέ­ρει. Γι’ αυτό και ικανοποιεί τα αιτήματά μας μόνο όταν αυτά είναι ωφέλιμα για τη σωτηρία μας.

Πολλές φορές, αδελφοί μου, εμείς οι άν­θρωποι έχουμε απαιτήσεις από τον Θεό. Ζητούμε πολλά και διάφορα για τον εαυτό μας ή για τους οικεί­ους μας και τα παιδιά μας. Κάνουμε σχέδια για το μέλλον μας και το μέλ­λον τους και περιμένουμε ο Θεός να μας τα πραγματοποιήσει. Όμως ο Θεός δεν ακολουθεί τα δικά μας σχέδια, όσα τέλεια και αν είναι, όσο υπέροχα και αν μας φαίνονται, όσα και αν επιθυμούμε πο­λύ την πραγ­μάτωσή τους. Και δεν τα ακο­λουθεί ο Θεός, όχι γιατί θέλει να μας στε­νοχω­ρή­σει, αλλά γιατί εκείνος έχει κα­λύτερα σχέδια και για μας και για τα προσ­φιλή μας πρόσωπα. Έχει καλύτερα σχέδια, γιατί εκείνος γνωρίζει το παρόν και το μέλλον, γιατί ενδιαφέρεται με πα­τρι­κή στοργική και αγάπη για το πραγ­μα­τικό καλό μας.

Γι’ αυτό, αδελφοί μου, ακόμη και όταν βλέπουμε τον Θεό να μην αντα­ποκρίνεται στα σχέδιά μας και στις επιθυμίες μας, ακόμη και όταν όσα συμβαίνουν στη ζωή μας και στη ζωή των αγαπημένων μας προσώπων είναι εντελώς αντίθετα από αυτά που θέλαμε εμείς να συμβαίνουν, ας μάθουμε να δεχόμαστε με υπομονή και τα­­πείνωση το σχέδιο του Θεού, ας το δε­χόμαστε με εμπιστοσύνη αλλά κυρίως με τη βεβαιότητα ότι όσο δυσά­ρεστο και αν μας είναι αυτό που μας συμβαίνει, είναι αναμφίβολα το καλύτερο για μας και τα προσφιλή μας πρόσωπα. Ας εμπιστευόμαστε στα χέρια του Θεού «εαυτούς και αλλήλους», ας του εμπιστευόμαστε και τη ζωή και τον θάνατο και ας μη του ζητούμε τίποτε άλ­λο παρά μόνο «πάντα τα προς σωτη­ρίαν αιτήματα και ζωήν την αιώνιον».

ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 21/04/24-ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ι' 32-45

10 Απριλίου , Κυριακή Ε΄ Νηστειών , μνήμη της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας |  naosagiasbarbaras.gr


Πρωτότυπο Κείμενο

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, παραλαμβάνει ὁ Ἰησοῦς τοὺς δώδεκα μαθητάς αὐτοῦ καὶ ἤρξατο αὐτοῖς λέγειν τὰ μέλλοντα αὐτῷ συμβαίνειν, ὅτι ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδοθήσεται τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ γραμματεῦσι, καὶ κατακρινοῦσιν αὐτὸν θανάτῳ καὶ παραδώσουσιν αὐτὸν τοῖς ἔθνεσι, καὶ ἐμπαίξουσιν αὐτῷ καὶ μαστιγώσουσιν αὐτὸν καὶ ἐμπτύσουσιν αὐτῷ καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται. Καὶ προσπορεύονται αὐτῷ Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης υἱοὶ Ζεβεδαίου λέγοντες· διδάσκαλε, θέλομεν ἵνα ὃ ἐὰν αἰτήσωμεν ποιήσῃς ἡμῖν. Ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· τί θέλετε ποιῆσαί με ὑμῖν; Οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· δὸς ἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν σου καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου. Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε. Δύνασθε πιεῖν τὸ ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθῆναι; Οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· δυνάμεθα. Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· τὸ μὲν ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω πίεσθε, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε· τὸ δὲ καθίσαι ἐκ δεξιῶν μου καὶ ἐξ εὐωνύμων οὐκ ἔστιν ἐμὸν δοῦναι, ἀλλ᾿ οἷς ἡτοίμασται. Καὶ ἀκούσαντες οἱ δέκα ἤρξαντο ἀγανακτεῖν περὶ Ἰακώβου καὶ Ἰωάννου. Ὁ δὲ Ἰησοῦς προσκαλεσάμενος αὐτοὺς λέγει αὐτοῖς· οἴδατε ὅτι οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι αὐτῶν κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν· οὐχ οὕτω δὲ ἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ᾿ ὃς ἐὰν θέλῃ γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔσται ὑμῶν διάκονος, καὶ ὃς ἐὰν θέλῃ ὑμῶν γενέσθαι πρῶτος, ἔσται πάντων δοῦλος· καὶ γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι, καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν.

Νεοελληνική Απόδοση

Εκείνο τον καιρό, ο Ιησούς πήρε τους δώδεκα μαθητές του χωριστά κι άρχισε να τους λέει τα όσα ήταν να του συμβούν. «Ακούστε», τους έλεγε· «τώρα που ανεβαίνουμε στα Ιεροσόλυμα, ο Υιός του Ανθρώπου θα παραδοθεί στους αρχιερείς και στους γραμματείς, που θα τον καταδικάσουν σε θάνατο και θα τον παραδώσουν στους εθνικούς. Θα τον περιγελάσουν, θα τον μαστιγώσουν, θα τον φτύσουν και θα τον θανατώσουν· και την τρίτη ημέρα θ’ αναστηθεί». Πλησιάζουν τότε τον Ιησού ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, οι γιοι του Ζεβεδαίου, και του λένε: «Διδάσκαλε, θέλουμε να μας κάνεις τη χάρη που θα σου ζητήσουμε». «Τι θέλετε να κάνω για σας;» τους ρώτησε εκείνος. «Όταν θα εγκαταστήσεις την ένδοξη βασιλεία σου», του αποκρίθηκαν, «βάλε μας να καθίσουμε ο ένας στα δεξιά σου κι ο άλλος στα αριστερά σου». Ο Ιησούς τότε τους είπε: «Δεν ξέρετε τι ζητάτε. Μπορείτε να πιείτε το ποτήρι του πάθους που θα πιω εγώ ή να βαφτιστείτε με το βάπτισμα με το οποίο θα βαφτιστώ εγώ;» «Μπορούμε», του λένε. Κι ο Ιησούς τους απάντησε: «Το ποτήρι που θα πιω εγώ θα το πιείτε, και με το βάπτισμα των παθημάτων μου θα βαφτιστείτε· το να καθίσετε όμως στα δεξιά μου και στα αριστερά μου δεν μπορώ να σας το δώσω εγώ, αλλά θα δοθεί σ’ αυτούς για τους οποίους έχει ετοιμαστεί». Όταν τ’ άκουσαν αυτά οι υπόλοιποι δέκα μαθητές, άρχισαν ν’ αγανακτούν με τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη. Τους κάλεσε τότε ο Ιησούς και τους λέει: «Ξέρετε ότι αυτοί που θεωρούνται ηγέτες των εθνών ασκούν απόλυτη εξουσία πάνω τους, και οι άρχοντές τους τα καταδυναστεύουν. Σ’ εσάς όμως δεν πρέπει να συμβαίνει αυτό, αλλά όποιος θέλει να γίνει μεγάλος ανάμεσά σας πρέπει να γίνει υπηρέτης σας· και όποιος από σας θέλει να είναι πρώτος πρέπει να γίνει δούλος όλων. Γιατί και ο Υιός του Ανθρώπου δεν ήρθε για να τον υπηρετήσουν, αλλά για να υπηρετήσει και να προσφέρει τη ζωή του λύτρο για όλους».

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 21/04/24 ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ Θ' 11-14

 

Ο Απόστολος Παύλος: Ο αληθινά Μεγάλος

Πρωτότυπο Κείμενο (Εβρ. 9: 11-14)

Ἀδελφοί, Χριστὸς παραγενόμενος ἀρχιερεὺς τῶν μελλόντων ἀγαθῶν διὰ τῆς μείζονος καὶ τελειοτέρας σκηνῆς, οὐ χειροποιήτου, τοῦτ’ ἔστιν οὐ ταύτης τῆς κτίσεως, οὐδὲ δι’ αἵματος τράγων καὶ μόσχων, διὰ δὲ τοῦ ἰδίου αἵματος εἰσῆλθεν ἐφάπαξ εἰς τὰ Ἅγια, αἰωνίαν λύτρωσιν εὑράμενος. Εἰ γὰρ τὸ αἷμα ταύρων καὶ τράγων καὶ σποδὸς δαμάλεως ραντίζουσα τοὺς κεκοινωμένους ἁγιάζει πρὸς τὴν τῆς σαρκὸς καθαρότητα, πόσῳ μᾶλλον τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ὃς διὰ Πνεύματος αἰωνίου ἑαυτὸν προσήνεγκεν ἄμωμον τῷ Θεῷ, καθαριεῖ τὴν συνείδησιν ὑμῶν ἀπὸ νεκρῶν ἔργων εἰς τὸ λατρεύειν Θεῷ ζῶντι;

Νεοελληνική Απόδοση

Αδελφοί, ο Χριστός ήρθε ως αρχιερέας των αγαθών πραγμάτων που προσμένουμε. Η σκηνή στην οποία μπήκε είναι ανώτερη και τελειότερη. Δεν είναι ανθρώπινο κατασκεύασμα, μέρος δηλαδή αυτής της δημιουργίας. Ο Χριστός μπήκε μια για πάντα στα άγια των αγίων, για να προσφέρει αίμα όχι ταύρων και μοσχαριών, αλλά το δικό του αίμα· κι έτσι μας εξασφάλισε την αιώνια σωτηρία. Το αίμα των ταύρων και των τράγων, και το ράντισμα με τη στάχτη του δαμαλιού εξαγνίζουν τους θρησκευτικά ακάθαρτους καθαρίζοντάς τους εξωτερικά. Πόσο μάλλον το αίμα του Χριστού! Αυτός, έχοντας το Πνεύμα του Θεού, πρόσφερε τον εαυτό του άψογη θυσία στο Θεό, κι έτσι θα καθαρίσει τη συνείδησή σας από τα έργα που οδηγούν στο θάνατο, για να μπορείτε να λατρεύετε τον αληθινό Θεό.

Ο ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ο ΤΡΙΧΙΝΑΣ

 

 15

Ο Όσιος Θεόδωρος καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη και γεννήθηκε από πλούσιους και ευσεβείς γονείς. Από νεαρή ηλικία ακολούθησε το μοναχικό βίο γενόμενος μοναχός στη μονή που γι’ αυτόν καλείτο μονή του Τριχινά.

Αφιέρωσε όλη του τη ζωή στη διακονία των φτωχών και των άρρωστων. Ονομάστηκε Τριχινάς, διότι είχε τρίχινα φορέματα. Η ζωή του ήταν λιτή και με πολλή εγκράτεια, προκειμένου να δίνει όσο γινόταν περισσότερα αγαθά στους πάσχοντες. Τη νύχτα ο Θεόδωρος πάντα έβρισκε χρόνο για προσευχή και μελέτη.

Ζούσε μέσα σε μια κοινωνία στερημένων ανθρώπων, που οι ανάγκες τους ήταν μεγάλες. Γι’ αυτό παρακινούσε πολλούς πλουσίους να διαθέτουν όσα αγαθά μπορούσαν. Πολλοί άπ’ αυτούς του έδιναν αρκετά χρήματα και είδη πρώτης ανάγκης, τα όποια ο Θεόδωρος διέθετε με πολλή διάκριση.

Πρώτα σ’ εκείνους που είχαν περισσότερη ανάγκη, όπως ορφανά, φτωχές χήρες και άρρωστους οικογενειάρχες. Ευεργετούσε μέχρι και την τελευταία ήμερα της ζωής του. Ο Όσιος Θεόδωρος κοιμήθηκε με ειρήνη και έλαβε τη Χάρη από τον Θεό, ο τάφος του να αναβλύζει μύρο που ευωδίαζε.

Έτσι, όσοι προσέτρεχαν εκεί με πίστη και ευλάβεια, λάμβαναν την υγεία της ψυχής και του σώματος.

Στους εορτάζοντες και στις εορτάζουσες, χρόνια πολλά και ευάρεστα στο Θεό !!!

Απολυτίκιο:
Ήχος γ’. Θείας πίστεως.
Δώρον ένθεον, της εγκρατείας, σκεύος έμψυχον, της απαθείας, ανεδείχθης θεοφόρε Θεόδωρε, τον γαρ Θεόν θεραπεύσας τοις έργοις σου, των παρ’ αυτών δωρημάτων ηξίωσαι. Πάτερ Όσιε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.

Παρασκευή 19 Απριλίου 2024

ΡΟΔΟΝ ΤΟ ΑΜΑΡΑΝΤΟΝ, ΧΑΙΡΕ Η ΜΟΝΗ ΒΛΑΣΤΗΣΑΣΑ


 Ο Ακάθιστος Ύμνος, εκτός από τη σύνδεσή μας με την ιστορία του Γένους μας, καθώς μας υπενθυμίζει την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Αβάρους το 626 μ.Χ. και τη σωτηρία της χάρις στην θαυματουργική παρέμβαση της Θεοτόκου, προς τιμήν της οποίας όλος ο λαός έψαλλε το κοντάκιο αυτό όρθιος (Ακάθιστος), είναι μία εξαιρετική ευκαιρία να θυμηθούμε ότι η παράδοση δεν υπάρχει από μόνη της, εάν δεν έχει να στηριχθεί να πατήσει σε πνευματικές βάσεις.
   Στην περίπτωση του Ακαθίστου Ύμνου είναι το μυστήριο της Θείας Οικονομίας, ο ρόλος που η Υπεραγία Θεοτόκος διαδραμάτισε, αλλά και το γεγονός ότι ο Χριστός, γενόμενος άνθρωπος, ανεβάζει τον άνθρωπο εις ουρανόν. Σ’ αυτό το θαυμαστό μυστήριο μόνο η ποίηση μπορεί να αποδώσει την αλήθεια. Ο ποιητικός λόγος δεν είναι μονοσήμαντος. Αφήνει στον αναγνώστη του να δώσει απαντήσεις. Ο καθένας μας μπορεί να πατήσει στην ιστορία και την παράδοση, να απολαύσει τη γλώσσα, κυρίως όμως το ερώτημα στο οποίο καλείται να δώσει απάντηση είναι το «σε μένα τι έχει να πει;». Ξεκινώντας από το σύνολο, την κοινότητα, ο ύμνος αγγίζει το πρόσωπο, τον άνθρωπο, τον καθέναν. Αλλιώς, είναι μία τελετουργία η οποία μένει στην επανάληψη. Στο κάλλος της συνήθειας, όχι όμως της αλλαγής μας, για την οποία είμαστε υπεύθυνοι.

Στον κανόνα του Ύμνου ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος, μεταξύ άλλων, αναφωνεί προς την Παναγία: «Ρόδον το αμάραντον, χαίρε η μόνη βλαστήσας. Το μήλον το εύοσομον, χαίρε η τέξασα, το οσφράδιον του πάντων Βασιλέως. Χαίρε, απειρόγαμε, κόσμου διάσωσμα» (Α’ Ωδή).
 «Χαίρε, συ που βλάστησες το τριαντάφυλλο που δεν μαραίνεται ποτέ, δηλαδή τον Κύριο. Χαίρε, συ που γέννησες το μήλο το οποίο ευωδιάζει, συ, που γέννησες Εκείνον που αποτελεί την ευωδία την οποία οσφραίνεται ο Βασιλιάς των όλων Θεός. Χαίρε, συ που δεν έλαβες πείρα γάμου, συ, που είσαι η σωτηρία του κόσμου» (Αρχιμ. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος).

«Ρόδον το αμάραντον, χαίρε η μόνη βλαστήσασα». Τι τολμηρή παρομοίωση στ’ αλήθεια! Ο Χριστός παρομοιάζεται με το τριαντάφυλλο , όχι όμως το φυσικό, αλλά το υπέρ την φύσιν, που δεν μαραίνεται ποτέ. Κακία και δόλος δεν βρέθηκε στο στόμα Του. Τα πάντα επάνω του ήταν αγάπη. Ακόμη και τα δύσκολα που έλεγε και έπραττε για κάποιους, αγάπη ήταν. Όποιος και όποια Τον πλησίαζαν, έβλεπαν το κάλλος, το οποίο ανέδυε εκ μέρους Του, κάλλος Θεϊκό. Και την ίδια στιγμή, ένιωθαν ότι ο Θεός έστειλε Κάποιον ο Οποίος ήταν ένα με τους ανθρώπους, όχι για να κάνει επίδειξη δύναμης, αλλά για να μοιραστεί την αγάπη της ύπαρξής Του. Και δεν μαράθηκε ποτέ. Ούτε ακόμη όταν έλαβε εκούσια τον θάνατο. Διότι και πάλι αναστήθηκε, αφού κήρυξε εν Άδη το μήνυμα της Βασιλείας του Θεού. Δεν μαραίνεται η Βασιλεία του Θεού ποτέ. Δεν σκοτίζεται το φως το αληθινό. Δεν δύει το κάλλος, ακόμη κι αν η κακία των ανθρώπων δίνει την αίσθηση ότι έκρυψε την παρουσία του Θεανθρώπινου Προσώπου. Και είναι η Παναγία η μόνη που βλάστησε την άληκτο Ζωή. Οι άνθρωποι γεννούμε παιδιά, τα οποία ακολουθούν την φυσική εξέλιξη του χρόνου και της ζωής. Τα ρόδα θα μαραθούν. Ο Χριστός είναι εις τον αιώνα χθες και σήμερον ο Αυτός.

«Το μήλον το εύοσμον, χαίρε η τέξασα». Το μοναδικό μήλο το οποίο είναι ευωδιαστό για πάντα γέννησε η Παναγία. Τα εκ της φύσεως μήλα είναι εύοσμα όσο βρίσκονται στο δέντρο. Μετα, ο χρόνος σταδιακά σβήνει την ευωδία. Ο Χριστός, ως μήλον εύοσμον, παραμένει ταυτόχρονα στο δέντρο της κοινωνίας των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος και γι’ αυτό δεν μαραίνεται ποτέ, διότι είναι Θεός, αλλά και κόβει ο Ίδιος τον εαυτό Του από το δέντρο, παραμένοντας με τρόπο μυστικό και ανερμήνευτο λογικά επάνω του, διδόμενος ως εύοσμο μήλο στους ανθρώπους, για να Τον οσφρανθούν και να μεθύσουν από τη χαρά της ευωδίας, για να Τον γευτούν ως τροφή η οποία στηρίζει και ανακαινίζει την κουρασμένη από την αμαρτία, αλλά και τις μέριμνες της ζωής, τις ήττες και τις αποτυχίες, τις αγωνίες και τους φόβους, ύπαρξη, κι ενώ «εσθίεται», «ουδέποτε δαπανάται», δεν ξοδεύεται, δεν τελειώνει, καθώς το μήλο γίνεται το Σώμα και το Αίμα του, «αγιάζον τους εσθίοντας» στη θεία λειτουργία.

«Το οσφράδιον του πάντων Βασιλέως». Και αυτό το ευωδιαστό μήλο το οσφραίνεται ο Θεός, ως βασιλιάς των όλων, διότι Αυτός το απέστειλε, αλλά και την ίδια στιγμή επάνω Του αποτυπώνονται χωρίς τέρμα οι δυνατότητες που δόθηκαν στην ανθρώπινη φύση από την αρχή της Δημιουργίας, να είναι δηλαδή εγκεντρισμένος ο άνθρωπος στο ξύλο της ζωής, της αγάπης που γίνεται αθανασία, πνευματική και σωματική, και ομοίωση κατά χάριν Θεού. Πρώτη η Παναγία γίνεται το οσφράδιο του πάντων Βασιλέως, του Υιού και Θεού της. Διότι τελικά, όπως εκείνη, έτσι κι εμείς μπορούμε να εκπληρώσουμε το νόημα της ζωής και τον προορισμό μας: να γίνουμε τέκνα Θεού. Η αμαρτία, ο πνευματικός θάνατος, το εγωτικό θέλημα μάς κάνουν να αποκοπτόμαστε από το δέντρο του Θεού και όλα επάνω μας σταδιακά φθείρονται και αποκτούν την αποφορά και την δυσοσμία του θανάτου. Όμως, η επάνοδός μας, όπως η Παναγία πρώτη, στον Θεό διά του Χριστού και της κοινωνίας μαζί Του, κάνουν όλα τα χαρίσματά μας, το πρόσωπό μας συνολικά, ως σωματοψυχική ύπαρξη, να ξαναβρίσκει την ευωδία της αγάπης και της αιωνιότητας, όπως μάς την έδωσε και συνεχώς μας την ξαναδίνει ο Χριστός.

«Χαίρε, απειρόγαμε, κόσμου διάσωσμα». Δεν έλαβε τον γάμο τον ανθρώπινο η Παναγία. Έγινε Μάνα, άνευ ανδρός. Δεν βίωσε την χαρά, αλλά και τη φθορά της ανθρώπινης σχέσης, αλλά αξιώθηκε να ζήσει τη χάρη της κοινωνίας με τον Ίδιο τον Θεό, να γίνει η Μάνα του Θεού και γι’ αυτό δεν ανήκει αποκλειστικά σε κανέναν άνθρωπο, αλλά σε όλους, είναι η Μάνα όλων μας. Δεν δοκίμασε τη φθορά που η καθημερινότητα προκαλεί σωματικά και ψυχικά στους ανθρώπους που ζούνε μαζί στο μυστήριο του γάμου, που δυσκολεύει τη χαρά της αγάπης. Δεν το χρειαζόταν. Υπερέβη την φύση. Και γι’ αυτό, με τις πρεσβείες της σώζει τον κόσμο εκ της φθοράς. Δείχνει τον Χριστό ως Εκείνον που μας βοηθά να αντέχουμε. Εκείνον που σηκώνει τις ήττες της συνήθειας και της αποτυχίας σε κάθε σχέση, για να μας αγιάσει με την αγάπη Του και να κάνει και τους άλλους άγιους κοντά μας, αρκεί να το θέλουμε και να το επιζητούμε στη ζωή και τον τρόπο της Εκκλησίας.

Στην Εκκλησία, όλα τα της Παναγίας βιώνονται και πάλι από τον καθένα και την καθεμιά μας. Γι’ αυτό και ο Ακάθιστος Ύμνος, τελικά, είναι ένα μεγαλείο υπενθύμισης της δικής μας ανάγκης για ανακαίνιση, με μπροστάρη μας την Παναγία, την Υπέρμαχο Στρατηγό. Ας την ακολουθήσουμε στην οδό του Χριστού!

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

XAIΡΕ ΝΥΜΦΗ ΑΝΥΜΦΕΥΤΕ

 

παπα Γιώργης Δορμπαράκης

«Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Σαββάτῳ τῆς πέμπτης Ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν, ἑορτάζομεν τόν Ἀκάθιστον Ὕμνον τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας».

Στίχοι: «Ὕμνοις ἀΰπνοις εὐχαρίστως ἡ Πόλις τήν ἐν μάχαις ἄγρυπνον ὑμνεῖ Προστάτιν» (Ευχαρίστως η Κωνσταντινούπολη υμνολογεί με άυπνους ύμνους την άγρυπνη στις μάχες Προστάτιδα Θεοτόκο).

Α. Η εορτή του Ακαθίστου καθιερώθηκε από την Εκκλησία μας, κατά το συναξάρι της ημέρας, λόγω των υπερφυών επεμβάσεων της Υπεραγίας Θεοτόκου – και επί αυτοκράτορος Ηρακλείου (πρώτες δεκαετίες 7ου αι.) όταν οι Άβαροι επιτέθηκαν στην αφύλακτη Βασιλεύουσα λόγω της απουσίας του αυτοκράτορος, και επί αυτοκράτορος Κωνσταντίνου του Πωγωνάτου (τέλη 7ου αι.) όταν οι Αγαρηνοί τη φορά αυτή επιτέθηκαν και πάλι στην Πόλη – οπότε η θαυμαστή υπέροπλος δύναμή Της κατατρόπωσε τους εχθρούς και κράτησε ελεύθερο το κέντρο της αυτοκρατορίας.

Προκειμένου λοιπόν να υπάρχει ανάμνηση των επεμβάσεων αυτών της Παναγίας και σ’ Εκείνην να αναγράφει τα νικητήρια η Πόλη ευχαριστώντας Αυτήν και τον Παντοκράτορα Κύριο και Θεό μας, καθιερώθηκε η συγκεκριμένη εορτή. Ακάθιστος δε ονομάστηκε  ο ευχαριστήριος ύμνος, διότι «ὀρθοστάδην» όλος ο λαός κατά τη νύκτα της νίκης ανέπεμψε τον ύμνο στην Μητέρα του Κυρίου. Και ποια άλλη αρχή μπορεί να υπάρξει των ευχαριστηρίων Της από ό,τι συνιστά την απαρχή της σωτηρίας δι’ Αυτής του ανθρωπίνου γένους: τον Ευαγγελισμό της;

Β. Το τροπάριο που συνοψίζει το γεγονός και τη θεολογία του Ευαγγελισμού είναι το κάθισμα που ακούγεται προ της ενάρξεως του Ακαθίστου Ύμνου.

«Τό προσταχθέν μυστικῶς λαβών ἐν γνώσει, ἐν τῇ σκηνῇ τοῦ Ἰωσήφ σπουδῇ ἐπέστη ὁ Ἀσώματος λέγων τῇ Ἀπειρογάμῳ∙ Ὁ κλίνας τῇ καταβάσει τούς Οὐρανούς χωρεῖται ἀναλλοιώτως ὅλος ἐν σοί∙ ὅν καί βλέπων ἐν μήτρᾳ σου, λαβόντα δούλου μορφήν ἐξίσταμαι κραυγάζειν σοι∙ Χαῖρε Νύμφη ἀνύμφευτε».

(Ο αρχάγγελος Γαβριήλ αφού γνώρισε τη μυστική προσταγή του Κυρίου, έσπευσε να βρεθεί στον οίκο του Ιωσήφ του μνήστορος λέγοντας στην Παρθένο Κόρη Μαριάμ: Αυτός που κλίνει με την κατάβασή Του τους Ουρανούς χωρείται  χωρίς καμία αλλοίωσή Του ως προς τη θεϊκή Του φύση ολόκληρος μέσα σ’ εσένα. Και βλέποντας Αυτόν στη μήτρα σου να λαμβάνει μορφή δούλου (και να γίνεται άνθρωπος) φτάνω σε έκσταση που με κάνει να σου φωνάζω δυνατά: Χαίρε Νύμφη ανύμφευτε).

Ο θεολογικότατος ύμνος λοιπόν έχει ως κεντρικό πρόσωπο τον Ασώματο Αρχάγγελο Γαβριήλ και την περιγραφή της διακονίας που αναλαμβάνει από τον Παντοκράτορα Κύριο για τη σωτηρία του ανθρωπίνου γένους. Και το πρώτο που επισημαίνει ο άγιος υμνογράφος είναι η απορία και η έκσταση στην οποία βρίσκεται ο λειτουργός του Κυρίου, διότι το μυστήριο της σωτηρίας του ανθρώπου ήταν κρυμμένο και από τους ίδιους τους αγγέλους – καμία κτιστή φύση, ούτε και των πιο υψηλά ισταμένων Αρχαγγέλων, δεν γνώριζε την απόφαση αγάπης του Δημιουργού: ήταν το «χρόνοις αἰωνίοις σεσιγημένον μυστήριον»!

Κι αυτό το μυστήριο έπρεπε επιπλέον να διαφυλαχθεί άχρι καιρού «μυστικό». Η απορία του αρχιστρατήγου Γαβριήλ επιτείνεται και φτάνει στο απόλυτο βεβαίως από ό,τι του αποκαλύπτει ο Κύριος: όχι μόνον θα σώσει τον άνθρωπο, αλλά θα τον σώσει γινόμενος ο Ίδιος άνθρωπος, κι αυτό μέσα από μία μικρή κόρη σε μία εντελώς άσημη πολίχνη του Ισραήλ, τη Ναζαρέτ. Ο Παντοκράτωρ και Παντοδύναμος Θεός περικλείεται και «χωρεῖται» στη μήτρα μίας μικρής κοπέλας, χωρίς να σταματά να είναι το ίδιο Θεός!

Ουδέποτε βεβαίως κτιστή διάνοια όπως είπαμε, αγγελική ή αρχαγγελική ή και ανθρώπινη ακόμη, θα μπορούσε να φανταστεί το σχέδιο αυτό του Θεού – εδώ στηρίζεται ας σημειώσουμε παρενθετικά και η έκπληξη του «Άδη» που δέχεται άνθρωπο όπως νομίζει, κατά την ανθρωπομορφική εποπτεία της υμνολογίας, και του αποκαλύπτεται Θεός! Γι’ αυτό και η θεία οικονομία χαρακτηρίζεται μυστήριο, όπως συμβαίνει σε κάθε επέμβαση ασφαλώς του Θεού, και μάλιστα «μέγα μυστήριον». Το σημειώνει έκθαμβος και ο απόστολος Παύλος: «Ὁμολογουμένως μέγα ἐστί τό τῆς εὐσεβείας μυστήριον∙ Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί».

Και σε άλλο σημείο, μιλώντας για τον Δημιουργό που ενανθρώπησε: «Ἐν Αὐτῷ (τῷ Χριστῷ) κατοικεῖ πᾶν τό πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς». Και η εξήγηση βεβαίως που θα δώσει έπειτα ο ίδιος ο Κύριος ως άνθρωπος για την ακατανόητη αυτή ενέργειά Του είναι ότι ο Θεός είναι αγάπη. «Οὕτω γάρ ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν Υἱόν Αὐτοῦ τόν μονγενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον». Η άπειρη Αγάπη του Θεού ερμηνεύει όλα τα ακατανόητα, όπως γίνεται και σε ανθρώπινο πια επίπεδο: όπου υφίσταται αληθινή αγάπη, εκεί διανοίγεται και φωτίζεται ο νους ώστε να κατανοήσει όλα τα κεκρυμμένα!

Στα μάτια του Αρχαγγέλου η μικρή κόρη Μαριάμ εξέρχεται των φυσικών απλών ορίων. Μετέχοντας της ενέργειας του Θεού γίνεται και αυτή «άκτιστη», η ίδια γίνεται μυστήριο: έκτοτε θα είναι η «Κεχαριτωμένη», η «Νύμφη ἀνύμφευτος» – ποτέ πια δεν θα μπορεί να προσεγγιστεί διά της λογικής και των ανθρωπίνων ακριβώς δυνάμεων. Κάθε προσέγγισή της θα περιέχει ταυτοχρόνως και τη θεώρηση του Υιού και Θεού της, μία πραγματικότητα που και η ίδια η Παναγία σταδιακά θα κατανοεί, κυρίως δέ όταν κι αυτή θα λάβει το Πνεύμα το Άγιον την ημέρα της Πεντηκοστής. Διότι κανείς χωρίς το Πνεύμα του Θεού δεν μπορεί να δει το φως του Θεού στην ύπαρξή του και οπουδήποτε αλλού. «Ἐν τῷ φωτί Σου ὀψόμεθα φῶς».

Κι εκείνο που μας συγκινεί και μας παραδειγματίζει ιδιαιτέρως στη διακονία του αγίου Γαβριήλ, τέλος, είναι η ανταπόκρισή του στο κέλευσμα του Δημιουργού του: παίρνει την εντολή και «σπουδῇ», με βιάση δηλαδή, βρίσκεται στον τόπο της αποστολής του. Ό,τι ο Κύριος στην προσευχή που μας δώρισε, το «Πάτερ ἡμῶν», αποκαλύπτει, αυτό και βλέπουμε έμπρακτα στο πρόσωπο του αρχαγγέλου. Τι λέει ο Κύριος: «γενηθήτω τό θέλημά Σου, ὡς ἐν Οὐρανῷ καί ἐπί τῆς γῆς».

Το θέλημα του Θεού είναι αμέσως εκτελεστό από τους αγίους αγγέλους – «όλος ο ουρανός και όλοι οι άγιοι ένα θέλημα έχουν» όπως σημειώνει ο όσιος Σωφρόνιος, «εν αντιθέσει με εμάς τους ανθρώπους, που όλοι έχουν το δικό τους θέλημα» – όλοι οι άγγελοι λοιπόν έχουν ήδη κινηθεί και έχουν τεθεί σε ενέργεια, μόλις και μόνον νεύει προς αυτούς ο παντοδύναμος Κύριος. Κι αυτό γιατί; Γιατί και ο ίδιος ο Υιός και Λόγος του Θεού έτσι αποκαλύπτεται, ως ο απόλυτα υπήκοος στο θέλημα του Θεού Πατρός, γι’ αυτό και έκτοτε, με πρώτη την Παναγία, η υπακοή είναι το πιο καθοριστικό στοιχείο της ταυτότητας ενός χριστιανού. Υπακοή ως ελεύθερη επιλογή πίστεως στον Κύριο και την Εκκλησία Του, που φανερώνει την αλήθεια της από τη γνήσια ταπείνωση και την άδολη αγάπη.

ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΟΥ ΑΚΑΘΙΣΤΟΥ ΥΜΝΟΥ

 



Ο εψάλη το καλοκαίρι του 626 μετά από την σωτηρία της Πόλης (8 Αυγούστου). Σύμφωνα με θεολόγους ο Ακάθιστος Ύμνος ψάλλεται παρ΄όλα αυτά την Μεγάλη Τεσσαρακοστή για να συνοδεύσει την γιορτή του Ευαγγελισμού της .
Η μεγάλη γιορτή του Ευαγγελισμού, επειδή βρίσκεται ημερολογιακά μέσα σε περίοδο Νηστείας, στερείται προεόρτιων και μεθεόρτιων. Ο Ακάθιστος Ύμνος, λοιπόν, έρχεται να συνοδέψει την γιορτή του Ευαγγελισμού και να καλύψει το κενό που δημιουργείται λόγω της περιόδου της Νηστείας, όσον αφορά τα προεόρτια και μεθεόρτια.
Και επειδή ο εορτασμός χαρμόσυνων γεγονότων, κατά την περίοδο Νηστείας, επιτρέπεται μόνο το Σάββατο και την Κυριακή, η ψαλμωδία του Ακάθιστου ψάλλεται κατά τα απόδειπνα των Παρασκευών τα οποία λειτουργικά ανήκουν στην ημέρα του Σαββάτου.
Γιατί ονομάζεται Ακάθιστος Ύμνος;
Για να βρούμε την απάντηση στην ερώτηση αυτή θα πρέπει να ανατρέξουμε στην ιστορία και να δούμε τα ιστορικά στοιχεία του . Σύμφωνα με το Συναξαριστή ή Συναξάρι ο Ακάθιστος Ύμνος ψάλει το καλοκαίρι του 626. Την εποχή εκείνη ο αυτοκράτορας Ηράκλειος βρισκόταν σε εκστρατεία στο εσωτερικό της Ασίας. Την απουσία του αυτοκράτορα εκμεταλλεύτηκαν οι Πέρσες και οι Άβαροι οι οποίοι πολιόρκησαν το Βυζάντιο. Ο φρούραρχος Βώνος και ο Πατριάρχης Σέργιος εμψύχωναν το λαό που ετοιμαζόταν να πολεμήσει τις πολεμικές μηχανές των Περσών και των Αβαρών, χωρίς να έχει πολλές ελπίδες για νίκη.
Ο Πατριάρχης Σέργιος κρατώντας την εικόνα της των Βλαχερνών, περιδιάβαινε τα τείχη από άκρη σε άκρη για να δώσει θάρρος και ελπίδα. Την ημέρα που οι εχθροί της Πόλης ετοίμαζαν τη μεγάλη τους επίθεση και καθώς ο Πατριάρχης Σέργιος, κρατώντας την εικόνα της Παναγίας προσπαθούσε να εμψυχώσει το λαό, ένας μεγάλος ανεμοστρόβιλος προξένησε ανεπανόρθωτες ζημίες σε μεγάλο μέρος της ναυτικής δύναμης των εχθρών αναγκάζοντάς τους να αλλάξουν σχέδια και να λύσουν την πολιορκία.
Βλέποντας ο λαός το θαύμα αυτό και θέλοντας να ευχαριστήσει την Παναγία συγκεντρώθηκε στο Ναό της Παναγίας των Βλαχερνών όπου όλοι οι πιστοί, όρθιοι, έψαλλαν, ως δοξολογία και ευχαριστία για την σωτηρία της Πόλης, τον Ύμνο προς την Παναγία, ο οποίος αργότερα θα ονομαστεί Ακάθιστος διότι «ορθοστάδην τότε πας ο λαός κατά την νύκτα εκείνην τον ύμνον τη του Λόγου Μητρί έμελψαν και ότι πάσι τοις άλλοις οίκοις καθήσθαι εξ έθους έχοντες, εν τοις παρούσι της θεομήτορος όρθοὶ πάντες ακροώμεθα».

ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΟΛΛΟΙ ΚΟΜΠΟΙ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΛΥΘΟΥΝ

 

Ο Χριστός δεν αλλάζει πρόσωπα. Είναι αυτό το ίδιο πρόσωπο και στη Σταύρωση, και τη Μεταμόρφωση, με την ίδια δόξα.

Εκείνος που αλλάζει, όχι πρόσωπα αλλά προσωπεία, είναι ο άνθρωπος. Ο μεταμορφωμένος άνθρωπος αποκτά το πρώτο κάλλος του, την ωραιότητα του.

Ο παραμορφωμένος από τον εγωισμό άνθρωπος είναι εκείνος που μεταβαίνει από το κάλλος, στην ασχήμια. Από τη νεότητα, στην γήρανση. Κι αυτά δεν είναι εξωτερικά στοιχεία, αλλά εσωτερικά.»

Τα προσωπεία αλλάζουν και ζημιώνουν τον άνθρωπο. Μέσα σε τόσα προσωπεία που αλλάζουμε, κάποια στιγμή φτάνουμε να χάσουμε τον ίδιο μας τον εαυτό…

…Υπάρχουν πολλοί κόμποι στο παρελθόν που πρέπει να λυθούν.

Η ταπείνωση θα σε κάνει να εντοπίσεις τον κόμπο στο παρελθόν, η μετάνοια θα σε βοηθήσει να τον λύσεις…