Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2023

Ο ΑΓΙΟΣ ΦΩΤΙΟΣ



Τη μνήμη του , του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως τιμά σήμερα, , η Εκκλησία μας. Ο Άγιος Φώτιος ο Μέγας γεννήθηκε ή το 810 μ.Χ. ή το 820 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη από ευσεβή και πλούσια οικογένεια, που αγωνίστηκε για την τιμή και προσκύνηση των Ιερών Εικόνων. Οι γονείς του ήταν ο Άγιος Σέργιος και η Ειρήνη όπου και καταδιώχθηκαν επί του εικονομάχου αυτοκράτορα Θεοφίλου.
 Άγιος Σέργιος ήταν αδελφός του Πατριάρχου Ταρασίου. Ο Άγιος Φώτιος διέπρεψε πρώτα στα ανώτατα πολιτικά αξιώματα. Όταν με εντολή του αυτοκράτορα απομακρύνθηκε βιαίως από τον πατριαρχικό θρόνο ο Πατριάρχης Ιγνάτιος, ανήλθε σε αυτόν, το 858 μ.Χ., ο Άγιος Φώτιος.
Η χειροτονία του σε Επίσκοπο έγινε την ημέρα των Χριστουγέννων υπό των Επισκόπων Συρακουσών Γρηγορίου του Ασβεστά, Γορτύνης Βασιλείου και Απαμείας Ευλαμπίου.
Προηγουμένως βέβαια είχε γίνει μοναχός και ακολούθως έλαβε κατά τάξη τους βαθμούς της Ιεροσύνης. Από τότε έδωσε πολλούς αγώνες εντός και εκτός των τειχών της Εκκλησίας, ιδιαίτερα κατά του παπισμού. Έμεινε στον πατριαρχικό θρόνο για 10 χρόνια, έπαψε να είναι Επίσκοπος το 867 μ.Χ. από τον Βασίλειο το Μακεδόνα και εξορίστηκε στη Μονή Σκέπης στα Θρακικά παράλια του Βοσπόρου.
Ο Ιγνάτιος που τον διαδέχτηκε με σύνοδο που έγινε στο Ναό της Αγίας Σοφίας καθήρεσε και αναθεμάτισε όλους τους οπαδούς του Αγίου Φωτίου. Αλλά μετά το θάνατο του Ιγνατίου επανήλθε για δεύτερη φορά στο θρόνο ο Άγιος Φώτιος. Όμως ο αυτοκράτορας Λέων ο Σοφός, που υπήρξε και μαθητής του, κατάφερε να τον εκδιώξει από το θρόνο το 886 μ.Χ.
Ο Άγιος Φώτιος, παρέδωσε ειρηνικά την ψυχή του στον Κύριο στις 6 Φεβρουαρίου του 891 μ.Χ., σε ένα μοναστήρι που το ονόμαζαν των Αρμενίων.
Απολυτίκιο:
Ήχος πλ. α’. Τον συνάναρχον Λόγον.
Της σοφίας εκφάντωρ λαμπρός γενόμενος, Ορθοδοξίας εδείχθης θεοπαγής προμαχών, των Πατέρων καλλονή Φώτιε μέγιστε, ου γαρ αιρέσεων δεινών, στηλιτεύεις την οφρύν, Εώας το θείον σέλας, της Εκκλησίας λαμπρότης, ην διατηρεί Πάτερ άσειστον.

Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2023

ΤΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ...

 

π. Ανδρέας Αγαθοκλέους

Δεν είναι συγχώρεση «κατά Χριστόν» όταν απλά «κλείνεις» την παρεξήγηση κι η καρδιά έμεινε παγωμένη όπως και οι σχέσεις ψυχρές.

Δεν είναι αγάπη όπως του Θεού μας όταν δεν ανεχόμαστε το δύσκολο άνθρωπο κι όταν τονίζουμε την αδυναμία του.

 Δεν είναι «οδός προς σωτηρία» όταν δεν υπάρχει υπομονή στις θλίψεις και στις δοκιμασίες που έρχονται αναπάντεχα.

Δεν είναι προσευχή που ενώνει με το «Θεό της καρδιάς», όταν γίνεται βιαστικά, από καθήκον και για να «νιώσουμε ωραία», δηλαδή συμφεροντολογικά.

Δεν είναι «λειτουργική ζωή» που αποκαλύπτει την ομορφιά του ουρανού, όταν γίνεται χωρίς λαχτάρα και πόθο να βρεθούμε «εις τας αυλάς του Κυρίου».

Δεν είναι η Θεία Κοινωνία για ατομική σωτηρία, αυτοδικαίωση και αυτοβεβαίωση της αρετής μας.

Δεν είναι η Λειτουργία της Κυριακής για να σπάσει τη ρουτίνα της βδομάδας χωρίς συνέχεια στην καθημερινότητα με σχέση κι επικοινωνία με τους αδελφούς μας, ώστε να έχει εφαρμογή το: «Λειτουργία μετά τη Λειτουργία».

Δεν είναι πάντα ο ιερέας- εξομολόγος πνευματικός πατέρας, επειδή λέω σ’ αυτόν τις αμαρτίες μου κάθε τόσο και μου δίνει συμβουλές.

Δεν είναι η «πνευματική πατρότητα» εύκολο και συνηθισμένο χάρισμα στην Εκκλησία. Όμως, είναι απαραίτητο για να συνεχίζεται εμπειρικά η Παράδοση ως «εν αγίω Πνεύματι ζωή».

Δεν είναι Χάρις Θεού  η συναισθηματική φόρτωση κατά την προσευχή ή τη Λειτουργία, χωρίς συντριβή της καρδιάς και «πνεύμα τεταπεινωμένο».

Δεν είναι ταπείνωση η μειονεξία, τα κόμπλεξ κατωτερότητας και η ταπεινολογία.

Δεν είναι πίστη αληθινή, ως εμπιστοσύνη στην πρόνοια του Θεού, η αναζήτηση των θαυμάτων σε άλλους ή σ’ εμάς.

Δεν είναι εκκλησιαστική ζωή όταν περιορίζεται στο χώρο του ναού ή στο προσευχητάριο μου, χωρίς να διαχέεται σ’ όλες τις πτυχές της ζωής μου.

Δεν είναι χωρίς εγωισμό η επιθυμία μου να γίνουν όλα τα έργα μου τέλεια και αψεγάδιαστα.

Δεν είναι δείγμα γνώσης πνευματικού αγώνα όταν θέλω να παλεύω ενάντια στα πάθη μου χωρίς πτώσεις κι αποτυχίες.

Δεν είναι ελπίδα στο Θεό κι όχι στις δυνάμεις μου όταν απογοητεύομαι από τον εαυτό μου και οδηγούμαι στη μελαγχολία και στη δαιμονική θλίψη.

Δεν είναι η γνώση του Θεού διανοητική επεξεργασία, απομονωμένη από τη μυστηριακή ζωή και την τήρηση των εντολών του Χριστού.

Δεν είναι, τέλος, η σωτηρία και η ολοκλήρωση του προσώπου μας και η «γεύση ζωής αιωνίου», έργο αποκλειστικά δικό μας, ανθρώπινο.

Μακάρι να πορευόμαστε κατά πως μας προτείνει ο Χριστός και η Εκκλησία Του, για να έχουμε στην καρδιά την ειρήνη και τη χαρά Του, σ’ ένα κόσμο αγχωμένο και διχασμένο. Για να γίνεται ο κάθε πιστός χριστιανός, πέρα από τα πάθη και τα λάθη του, σημείο που θα δείχνει την αγάπη, την πίστη και την ελπίδα που στηρίζονται στο Χριστό και Θεό μας. Αμήν!

Η ΑΓΙΑ ΑΓΑΘΗ

 


Τη μνήμη της τιμά σήμερα, , η Εκκλησία μας. Η Αγία Αγάθη, καταγόταν από το Παλέρμο ή την Κατάνη της Σικελίας. Έζησε και μεγαλούργησε στο χρόνια του αυτοκράτορα Δέκιου (249 – 251 μ.Χ.). Η οικογένειά της διέθετε τεράστια περιουσία, η δε Αγία διακρινόταν για τη φυσική της ομορφιά αλλά και για το ήθος, τις αρετές και τη μεγάλη της πίστη.
Σε ηλικία δεκαπέντε ετών, μένει ορφανή και μοναδική κληρονόμος της μεγάλης περιουσίας των γονέων της και τότε αναδείχθηκε η υπέροχη προσωπικότητα της Αγάθης. Αγνοώντας τις προσκλήσεις και τις κολακείες του κόσμου, διέθεσε όλη της την περιουσία σε φιλανθρωπικούς σκοπούς βοηθώντας όλους όσους είχαν ανάγκη.
O Θεός όμως έκρινε ότι η Αγία έπρεπε να δοκιμαστεί περισσότερο. O έπαρχος Κιντιανός προσπάθησε χρησιμοποιώντας διάφορα μέσα, να την πείσει να τον παντρευτεί. Η Αγία όμως όχι μόνο δεν απαρνήθηκε την πίστη της, αλλά θέλησε να μαρτυρήσει γι’ αυτήν. Έτσι υπέμεινε με θαυμαστή καρτερικότητα όλα τα βασανιστήρια και μάλιστα δοξολογώντας τον Θεό που την αξίωσε της τιμής του μαρτυρίου.
Παρέδωσε το πνεύμα της το 251 μ.Χ. μετά από φρικτά βασανιστήρια και ενώ βρισκόταν στη φυλακή, λαμβάνοντας έτσι το στέφανο του μαρτυρίου.
Η Σύναξη της Αγίας Μάρτυρος Αγάθης ετελείτο στο Μαρτύριό της, το οποίο βρισκόταν στο έβδομο του Βυζαντίου (Σικελία). Τα ιερά λείψανά της μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη κατά την περίοδο των αυτοκρατόρων Βασιλείου Β’ (976 – 1025 μ.Χ.) και Κωνσταντίνου Η’ (1025 – 1028 μ.Χ.).
Απολυτίκιο:
Ήχος γ’. Θείας πίστεως.
Ρόδον εύοσμον της παρθενίας, νύμφη άφθορος του Ζωοδότου, ανεδέδειξαι Αγαθή πανεύφημε, των αγαθών την πηγήν γαρ ποθήσασα, μαρτυρικώς εν τω κόσμω διέπρεψας, μάρτυς ένδοξε, λιταίς σου θείαις αγάθυνον τους πόθω μεγαλύνοντας τους άθλους σου.

Σάββατο 4 Φεβρουαρίου 2023

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑ ΙΗ':ΣΧΟΛΙΟ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ

 Κυριακή 17/2 /19 Τελώνου και Φαρισαίου - Αρχή Τριωδίου - Τι είναι το  Τριώδιο | orthodoxia.online | ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ - Ορθοδοξία

Πολύ δε σοφά και εύστοχα οι άγιοι και θεοφόροι Πατέρες «οι τα πάντα καλώς διαταξάμενοι» μας εισάγουν στην περίοδο του Τριωδίου, προβάλλοντας την γνωστή σε όλους μας παραβολή του Τελώνου και Φαρισαίου, που είναι μια περικοπή από το 18ο κεφάλαιο του κατά Λουκάν ευαγγελίου. Και το κάνουν αυτό, βέβαια όχι τυχαία, αλλά διότι θέλουν να μας διδάξουν, ότι η ταπείνωση και η συντριβή της καρδιάς είναι το θεμέλιο, που συγκρατεί και βαστάζει όλο το οικοδόμημα των αρετών, χωρίς το οποίο όλη η αρετή του ανθρώπου, οι νηστείες, οι ελεημοσύνες και οι προσευχές του και γενικά όλη η διακαιοσύνη του μεταβάλλεται σε «ράκος αποκαθημένης», όπως δηλώνει το Πνεύμα του Θεού διά του αγίου προφήτου Ησαΐου. Θέλουν ακόμη να μας διδάξουν αυτό που διακηρύσσει ο προφήτης Δαυΐδ στον 50ο ψαλμό: «καρδίαν συντετριμένην και τεταπειωμένην ο Θεός ουκ εξουδενώσει», αλλ’ ότι απεναντίας θα γίνει αυτή η αγαθή συνήγορος, η οποία θα κάμψει την ευσπλαχνία του Θεού και θα επιτύχει την άφεση των αμαρτιών, όσο πολλά και μεγάλα και αν είναι αυτά και θα παραστήσει την ψυχή δεδικαιωμένη ενώπιον του Θεού.

Στην παραβολή αυτή ο Κύριος παρουσιάζει δύο τύπους ανθρώπων που έρχονται να προσευχηθούν στο Ιερό, τον ναό του Σολωμόντος: «Άνθρωποι δύο ανέβησαν εις το ιερόν προσεύξασθαι, ο είς Φαρισαίος και ο έτερος Τελώνης». Στο πρόσωπο του Φαρισαίου παρουσιάζει τον τύπο του θρησκευομένου ανθρώπου, του εναρέτου, του αυστηρού τηρητού του Μωσαϊκού Νόμου και των ιουδαϊκών παραδόσεων. Στο πρόσωπο του Τελώνου τον τύπο του μεγάλου αμαρτωλού, την προσωποποίηση της αδικίας της αρπαγής και της πλεονεξίας, όπως εθεωρούντο τότε οι εισπράκτορες του ρωμαϊκού κράτους.

 «Ο Φαρισαίος σταθείς προς εαυτόν ταύτα προσηύχετο• ο Θεός, ευχαριστώ σοι ότι ουκ ειμί ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί, ή και ως ούτος ο τελώνης». Η προσευχή του Φαρισαίου δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα εγκώμιο του εαυτού του, μιά επίδειξη των αρετών του και ταυτόχρονα μια εξουθένωση και περιφρόνηση του Τελώνου. Παρουσιάζεται άψογος στα θρησκευτικά του καθήκοντα, τα οποία φαίνεται ότι πράγματι τηρούσε και μάλιστα με ακρίβεια. Όμως όλα αυτά τα καλά του έργα δεν έφερναν το αποτέλεσμα, που έπρεπε να φέρουν στην ψυχή του, αλλά το αντίθετο αποτέλεσμα. Αντί δηλαδή όλα αυτά να τον βοηθούν, να συναισθάνεται όλο και περισσότερο την αμαρτωλότητά του, την ενοχή του, την αναξιότητά του ενώπιον του Θεού και επομένως να ταπεινώνεται, αντιθέτως καλλιεργούσαν μέσα του ένα υπερήφανο φρόνημα, ένα φρόνημα αυτοδικαιώσεως. Έτσι όπως ομιλεί δείχνει ότι με τις δικές του δυνάμεις κατόρθωσε τις αρετές και όχι με την δύναμη του Θεού. Διότι δεν λέει: Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου, που με φύλαξες από την αμαρτία και μου έδωσες την δύναμη να φυλάξω το θέλημά σου, αλλά το αντίθετο: «Σ’ ευχαριστώ, διότι δεν είμαι όπως οι άλλοι άνθρωποι». Ο Φαρισαίος αυτός μπορεί να μην ήταν άρπαγας, ή μοιχός, ή άδικος, είχε όμως μέσα του ένα άλλο πάθος, που είναι πολύ φοβερότερο από κάθε άλλο πάθος, το πάθος της υπερηφανείας, (η νόσος του διαβόλου), το οποίο κατ’ εξοχήν βδελύσσεται και αποστρέφεται ο Θεός, σύμφωνα με τον θεόπνευστο λόγο της Γραφής: «ακάθαρτος παρά Θεώ πας υψηλοκάρδιος», (Παροιμ.16,5). Και πάλιν «ο Θεός υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν», (Α΄ Πετρ. 5,5).

Γενικότερα θα μπορούσαμε να πούμε, ότι εάν ο πνευματικός αγώνας του χριστιανού δεν φέρνει μέσα στην ψυχή του αυτό το τελικό αποτέλεσμα, να αισθάνεται δηλαδή ότι είναι ο πιο αμαρτωλός από όλους και ότι χειρότερος από αυτόν δεν υπάρχει άλλος, τότε δεν βαδίζει σωστά στην πνευματική του ζωή. Τα καλά του έργα όχι μόνον δεν τον ωφελούν, αλλά μάλλον τον ζημιώνουν. Όχι διότι αυτά καθ’ εαυτά τα καλά έργα είναι αξιοκατάκριτα, αλλά διότι η όλη στάση του ανθρώπου απέναντι στο Θεό είναι λανθασμένη, αφού αντί να τον οδηγήσουν στην ταπείνωση, τον οδηγούν στην έπαρση. Ο κάθε άνθρωπος χωρίς εξαίρεση είναι μεγάλος αμαρτωλός. Τόσο αμαρτωλός, που δεν υπάρχουν περιθώρια να ασχοληθεί με τους άλλους, να τους υποτιμήσει, ή να τους κρίνει. Την αλήθεια αυτή μας βεβαιώνει ο ίδιος ο Κύριος: «Όταν ποιήσετε πάντα τα διατεταγμένα υμίν λέγετε ότι αχρείοι δούλοι εσμέν και ό οφείλομεν ποιήσαι πεποιήκαμεν», (Λουκ.17,10). Τώρα εμείς όταν ούτε τα διατεταγμένα πράττομε, πόσο αχρείοι δούλοι είμαστε;


Τελείως αντίθετη ήταν η στάση του Τελώνου: «Και ο τελώνης μακρόθεν εστώς ουκ ήθελεν ουδέ τους οφθαλμούς εις τον ουρανόν επάραι, αλλ’ έτυπτεν εις το στήθος αυτού λέγων• ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Ούτε τα μάτια του δεν τολμάει να σηκώσει. Είναι πολύ – πολύ συντετριμμένος, αλλά όχι και απελπισμένος. Χτυπάει το στήθος, δείχνοντας και εξωτερικά την φοβερή μετάνοια, που βιώνει εσωτερικά. Μια σύντομη μόνο φράση βγαίνει από το στόμα του «Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Μια φράση που τα λέει όλα, που συνοψίζει ολόκληρη την αμαρτωλή ζωή του. Δεν περιφρονεί κανένα, δεν κατακρίνει κανένα, μόνο ζητάει το έλεος του Θεού. Πιστεύει ότι από τον εαυτό του είναι χαμένος, αλλά πιστεύει ακόμη ότι το πέλαγος της ευσπλαχνίας του Θεού θα νικήσει το πλήθος των αμαρτημάτων του.

Ποίο ήταν τώρα το αποτέλεσμα της προσευχής και των δύο; Τίνος την προσευχή δέχθηκε ο Κύριος; Το λέει στη συνέχεια η παραβολή: «λέγω υμίν, κατέβη ούτος δεδικαιωμένος εις τον οίκον αυτού η γαρ εκείνος• ότι πας ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται, ο δε ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται». Ο καρδιογνώστης Κύριος, ο οποίος μόνος γνωρίζει να ζυγίζει αλάνθαστα την κάθε μια ψυχή, μας δίδει το αποτέλεσμα. Του Τελώνου η προσευχή έγινε δεκτή και όχι του Φαρισαίου. Ο Φαρισαίος δικαίωσε τον εαυτό του, γι’ αυτό και κατακρίθηκε, ενώ αντίθετα ο Τελώνης καταδίκασε τον εαυτό του, γι’ αυτό και δικαιώθηκε.
Η σπουδαιότατη αυτή παραβολή του Κυρίου μας, αγαπητοί μου αδελφοί, ας γίνει αφορμή να εξετάσουμε και να ανακρίνουμε τον εαυτό μας. Να ερευνήσουμε δηλαδή, μήπως η όλη θρησκευτικότητά μας και η όλη σχέση μας με τον Θεό, μοιάζει κατά κάποιον τρόπο με αυτή του Φαρισαίου. Μήπως καλλιεργούμε στο υποσυνείδητό μας κάποιο φαρισαϊκό φρόνημα αυτοδικαιώσεως, χωρίς ίσως να το έχουμε συνειδητοποιήσει. Μήπως και εμείς σπεύδουμε να δικαιώσουμε τον εαυτό μας, κατακρίνοντας μάλιστα τους άλλους, που ζουν κοσμική ζωή, μακράν της Εκκλησίας και δεν καλλιεργούμε το ταπεινό φρόνημα του Τελώνου. Εάν ο απόστολος Παύλος έλεγε περί του εαυτού του ότι: «ουδέν γαρ εμαυτώ σύνοιδα• αλλ’ ουκ εν τούτω δεδικαίωμαι• ο δε ανακρίνων με Κύριός εστιν», (Α΄ Κο.4,4), πως εμείς τολμούμε, να δικαιώσουμε τον εαυτό μας;

Ένα κατανυκτικό τροπάριο που ψάλλεται όλες τις Κυριακές του Τριωδίου μέχρι την Ε΄ Κυριακή των Νηστειών λέγει: «Της μετανοίας άνοιξον μοι πύλας ζωοδότα…». Η αγία μας Εκκλησία, ανοίγοντας από σήμερα τις πύλες του Τριωδίου, μας ανοίγει ταυτόχρονα και τις πύλες της μετανοίας. Ας σπεύσωμε λοιπόν, αδελφοί μου, να περάσουμε αυτές τις πύλες και ας αξιοποιήσουμε αυτή την ευλογημένη περίοδο που μας χαρίζει και τη φετινή χρονιά η φιλανθρωπία του Κυρίου, με εντονότερο πνευματικό αγώνα. Ας προφθάσουμε, να περάσουμε τις πύλες αυτές, πριν τις κλείσει ο θάνατος, διότι τότε κανένας πια δεν θα μπορέσει να μας τις ανοίξει. Ας καταφύγουμε όπως ο Τελώνης προς τον Θεόν με συντετριμμένο και ταπεινό φρόνημα, με την βεβαιότητα ότι δεν θα αστοχήσωμε, όπως δεν αστόχησε ο Τελώνης. Εκείνος που μακάρισε τους «πενθούντες» και τους «πτωχούς τω πνεύματι» θα παρηγορήσει τις ψυχές μας και θα μας χαρίσει την άφεση των αμαρτιών. Αμήν.

 

ΠΟΝΗΡΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΑΙ ΓΟΗΤΕΣ ΠΡΟΚΟΨΟΥΣΙ

 

ονηροὶ δὲ ἄνθρωποι καὶ γόητες προκόψουσιν ἐπὶ τὸ χεῖρον, πλανῶντες καὶ πλανώμενοι" (Β' Τιμ. 3, 13)

"Μόνο οἱ πονηροὶ ἄνθρωποι καὶ οἱ ἀπατεῶνες θὰ προκόβουν στὸ χειρότερο· θὰ ἐξαπατοῦν τοὺς ἄλλους καὶ οἱ ἄλλοι θὰ τοὺς ἐξαπατοῦν" 

            Αναρωτιόμαστε πολλές φορές, σαν τον Μέγα Αντώνιο, γιατί να προκόβουν οι κακοί άνθρωποι, οι ασεβείς, αυτοί που δεν έχουν σχέση με τον Θεό, γιατί να πεθαίνουν άνθρωποι νέοι, γιατί, γενικότερα, να διαφαίνεται μία ηθική αδικία ως προς την ζωή και την τάξη των πραγμάτων. Ο Μέγας Αντώνιος έλαβε την απάντηση από τον Θεό ότι "δεν σου χρειάζεται να γνωρίζεις, ας εμπιστεύεσαι" (Μέγα Γεροντικό). Όμως μία τέτοια απάντηση δεν καλύπτει την ανάγκη τόσο του ορθολογιστή ανθρώπου, όσο και του αγωνιζόμενου πιστού, ιδίως του νέου στην ηλικία, ο οποίος θα ήθελε έναν κόσμο πιο δίκαιο και όλους να έχουν μία ευκαιρία να ζήσουν την ζωή με βάση τα κριτήρια που ο πολύς κόσμος όντως θέτει: να ζήσουμε πολλά χρόνια, να μην υφιστάμεθα αδικίες από τους συνανθρώπους μας, να έχουμε μία ευλογημένη και ήρεμη ζωή, εκπληρώνοντας τα όνειρά μας, ώστε να φαίνεται κιόλας ότι η πίστη μας εξασφαλίζει το καλό. Έτσι, αγανακτούμε εναντίον της ζωής και των άλλων, κάποτε και εναντίον του Θεού του ίδιου, διότι ανέχεται ή δεν παρεμβαίνει.

            Τρεις παρανοήσεις μάς διακατέχουν ως προς αυτό το ζήτημα: πρώτον, ότι μοιάζει να θεωρούμε τους εαυτούς μας πιο προνομιούχους τόσο σε σχέση με τον Χριστό, τον Θεάνθρωπο Λυτρωτή μας, όσο και σε σχέση με τους αποστόλους και τους αγίους κάθε εποχής, που σήκωσαν, επειδή το ήθελαν, τον σταυρό της απόρριψης και της αδικίας, χωρίς γογγυσμό, αλλά με αγάπη και εμπιστοσύνη στον Θεό. Και ο σταυρός αυτός έφτανε μέχρι και τον θάνατο, ακριβώς διότι είναι δεδομένο ότι το κτιστό έχει αρχή και τέλος. Ο σταυρός έφερε και τον φθόνο του διαβόλου, ο οποίος δεν θέλει ούτε τον Θεό να είναι κοντά στον άνθρωπο ούτε τον άνθρωπο να είναι κοντά στον Θεό και στήνει εμπόδια ώστε ο καθένας μας να αισθάνεται ότι ο Θεός τον λησμόνησε.

            Δεύτερον, ότι το ανθρώπινο θέλημα είναι δεδομένο ότι έχει την επιλογή της αμαρτίας, της αδικίας, του κακού, όχι διότι αυτά υπάρχουν αφ' εαυτών των, αλλά επειδή οι άνθρωποι μπορούμε να αρνηθούμε τον Θεό και το θέλημά Του. Ευλογημένο, αλλά και πικρό δώρο συνάμα η ελευθερία. Επομένως, ας μη λησμονούμε ότι το ανθρώπινο θέλημα, το οποίο συνδέεται με νου ευφυή, αλλά και με νου που γοητεύεται από το πρόσκαιρο της εξουσίας και της ευχαρίστησης που αυτή προκαλεί, δεν μπορεί να δει παραπέρα, στην προοπτική της αγάπης και της ανάστασης, γοητευόμενο τελικά από την ευκολία με την οποία οι πονηροί και οι γόητες προκόπτουν στο χειρότερο. Δεν αναρωτιόμαστε όμως στην καρδιά μας πόσο αληθινά ευτυχισμένοι μπορούν να είναι οι άνθρωποι αυτοί, αν κοιμούνται ήσυχοι ή η συνείδησή τους τους ελέγχει, όσο κι αν την φιμώνουν, αν περνούν την ζωή τους μέσα σε έναν φόβο ότι θα χάσουν αυτά που έχουν, αν βλέπουν τους συνανθρώπους τους ως εχθρούς και δεν μπορούν να ησυχάσουν και, κυρίως, τι νόημα δίνουν στον θάνατο που μας περιμένει όλους. Παράλληλα, ας μην λησμονούμε και τα δικά μας πάθη και λάθη, τα οποία μπορεί να μην κάνουν φαινομενικά θόρυβο σε σχέση με τα λάθη των άλλων, όμως δεν έχουν και μεγάλη διαφορά, κατά βάθος, διότι υπάρχουν και μας τραυματίζουν. Δεν μας σώζει λοιπόν η αυτοδικαίωση και η κατάκριση των άλλων.

            Τρίτον, ότι λησμονούμε πως το πρόβλημα του κακού, το αίνιγμά του, θα λυθεί οριστικά στην αιωνιότητα, στην ανάσταση των νεκρών, στο τέλος αυτού του κόσμου, το οποίο, στην πραγματικότητα, έρχεται για τον καθέναν μας την στιγμή που θα κλείσουμε τα σωματικά μας μάτια. Η αμαρτία και το κακό δεν μπορούν να μας αγγίξουν. Η ανάπαυση της ψυχής μας συνοδεύει και το σώμα μας. Η σχέση με τον Χριστό, αν πρυτάνευσε στην ζωή μας η αγάπη, θα μας δώσει μία αρχή χωρίς τέλος φωτός, αγάπης, κοινωνίας, στην οποία το κακό δεν θα υπάρχει ούτε καν ως ανάμνηση. Μέχρι τότε, η παρηγοριά της Εκκλησίας και της ζωής της, ας είναι ό,τι αντιτάσσουμε στα αναπάντητα γιατί του κόσμου τούτου. Δεν γνωρίζουμε , άλλωστε, τα δικά μας, τα παρόντα, στις λεπτομέρειες τι είναι. Πόσο μάλλον τα αιώνια!  Ας εμπιστευόμαστε!

            Καθώς αρχίζει το Τριώδιο, η πιο όμορφη πνευματικά περίοδος του χρόνου, ας μένουμε εν τη αγάπη του Χριστού. Δεν μας υποσχέθηκε τον ιδανικό κόσμο, τον οποίο φανταζόμαστε, αλλά ότι δεν θα μας αφήσει ποτέ ορφανούς. Την εν Αγίω Πνεύματι δική Του παρουσία στην Εκκλησία ας την αποδεχτούμε, φιλοσοφώντας μεν και απορρίπτοντας την ομοίωσή μας με το κακό του κόσμου, αλλά και αγωνιζόμενοι να έχουμε την αγάπη οδηγό. Και ο Χριστός θα μας ενισχύει στον αγώνα μας, ο οποίος είναι ανεξάρτητος από το κακό του κόσμου τούτου. Όταν αγαπάς κάποιον ή κάποια, δεν ασχολείσαι με τον κόσμο που τον/την περιβάλλει, αλλά χαίρεσαι την δική του/της παρουσία. Βλέπεις τα δικά σου λάθη, όπως ο τελώνης, και παλεύεις εν μετανοία και ταπεινώσει να κρατήσεις ζωντανή και δυνατή την αγάπη. 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 05/02/23 ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑ ΙΗ' 10-14

 Κυριακή Τελώνου και Φαρισαίου


Πρωτότυπο Κείμενο

Εἶπεν ὁ Κύριος την παραβολήν ταύτην· ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι, ὁ εἷς Φαρισαῖος καὶ ὁ ἕτερος τελώνης. Ὁ Φαρισαῖος σταθεὶς πρὸς ἑαυτὸν ταῦτα προσηύχετο· ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης· νηστεύω δὶς τοῦ σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι. Καὶ ὁ τελώνης μακρόθεν ἑστὼς οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπᾶραι, ἀλλ᾿ ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ λέγων· ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ. Λέγω ὑμῖν, κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ ἐκεῖνος· ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται.

Νεοελληνική Απόδοση

Είπε ο Κύριος αυτή την παραβολή: «Δύο άνθρωποι ανέβηκαν στο ναό για να προσευχηθούν. Ο ένας ήταν Φαρισαίος κι ο άλλος τελώνης. Ο Φαρισαίος στάθηκε επιδεικτικά κι έκανε την εξής προσευχή σχετικά με τον εαυτό του: «Θεέ μου, σ’ ευχαριστώ που εγώ δεν είμαι σαν τους άλλους ανθρώπους άρπαγας, άδικος, μοιχός, ή και σαν αυτόν εδώ τον τελώνη. Εγώ νηστεύω δύο φορές την εβδομάδα και δίνω στο ναό το δέκατο απ’ όλα τα εισοδήματά μου». Ο τελώνης, αντίθετα, στεκόταν πολύ πίσω και δεν τολμούσε ούτε τα μάτια του να σηκώσει στον ουρανό. Χτυπούσε το στήθος του και έλεγε: «Θεέ μου, σπλαχνίσου με τον αμαρτωλό». Σας βεβαιώνω πως αυτός έφυγε για το σπίτι του αθώος και συμφιλιωμένος με το Θεό, ενώ ο άλλος όχι· γιατί όποιος υψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί, κι όποιος τον ταπεινώνει θα υψωθεί».

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 05/02/23ΠΡΟΣ ΤΙΜΟΘΕΟΝ Γ' 10-15

 Ο Απόστολος Παύλος: Ο αληθινά Μεγάλος


Διακόνου Επιφανίου Παπαντωνίου

 Πρωτότυπο Κείμενο

Τέκνον Τιμόθεε, παρηκολούθηκάς μου τῇ διδασκαλίᾳ, τῇ ἀγωγῇ, τῇ προθέσει, τῇ πίστει, τῇ μακροθυμίᾳ, τῇ ἀγάπῃ, τῇ ὑπομονῇ, τοῖς διωγμοῖς, τοῖς παθήμασιν, οἷά μοι ἐγένοντο ἐν Ἀντιοχείᾳ, ἐν Ἰκονίῳ, ἐν Λύστροις. Oἵους διωγμοὺς ὑπήνεγκα! Καὶ ἐκ πάντων με ἐρρύσατο ὁ Κύριος. Καὶ πάντες δὲ οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσονται· πονηροὶ δέ ἄνθρωποι καὶ γόητες προκόψουσιν ἐπὶ τὸ χεῖρον, πλανῶντες καὶ πλανώμενοι. Σὺ δὲ μένε ἐν οἷς ἔμαθες καὶ ἐπιστώθης, εἰδὼς παρὰ τίνος ἔμαθες, καὶ ὅτι ἀπὸ βρέφους τὰ ἱερὰ γράμματα οἶδας, τὰ δυνάμενά σε σοφίσαι εἰς σωτηρίαν διὰ πίστεως τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ.

Νεοελληνική Απόδοση

Παιδί μου Τιμόθεε, συμπορεύτηκες μαζί μου στη διδασκαλία, στον τρόπο ζωής, στους σκοπούς, στην πίστη, στη μακροθυμία, στην αγάπη, στην υπομονή, στους διωγμούς, στα παθήματα σαν αυτά που υπέμεινα στην Αντιόχεια, στο Ικόνιο, στα Λύστρα. Τι διωγμούς υπέφερα! Κι απ’ όλα με γλίτωσε ο Κύριος. Κι όχι μόνο εγώ, αλλά και όλοι όσοι θέλουν να ζήσουν με ευσέβεια, σύμφωνα με το θέλημα του Ιησού Χριστού, θα αντιμετωπίσουν διωγμούς. Μόνο οι πονηροί άνθρωποι και οι απατεώνες θα προκόβουν στο χειρότερο· θα εξαπατούν τους άλλους και οι άλλοι θα τους εξαπατούν. Εσύ όμως να μένεις σ’ αυτά που έμαθες και που για την αξιοπιστία τους έχεις τεκμήρια. Ξέρεις από ποιον τα έμαθες· και μη λησμονείς ότι από τη βρεφική σου ηλικία γνωρίζεις τη Γραφή, που μπορεί να σε κάνει σοφό οδηγώντας σε στη σωτηρία δια της πίστεως στον Ιησού Χριστό.    

ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΤΟ ΠΑΝ

 


Το σπουδαίο είναι να μπούμε στην Εκκλησία. Να ενωθούμε με τους συνανθρώπους μας, με τις χαρές και τις λύπες όλων. 

Να τους νιώθουμε δικούς μας, να προσευχόμαστε για όλους, να πονάμε για την σωτηρία τους, να ξεχνάμε τους εαυτούς μας. 

Να κάνουμε το παν γι’ αυτούς, όπως ο Χριστός για μας.


Όσιος Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης

Ο ΟΣΙΟΣ ΙΣΙΔΩΡΟΣ Ο ΠΗΛΟΥΣΙΩΤΗΣ



Τη μνήμη του τιμά σήμερα, , η Εκκλησία μας. O Όσιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης γεννήθηκε στην Αίγυπτο περί το 360 μ.Χ. από γονείς θεοφιλείς, και ήταν συγγενής των Πατριαρχών Αλεξανδρείας, Θεοφίλου (385 – 412 μ.Χ.) και Κυρίλλου Α’ (412 – 444 μ.Χ.).
Σε νεαρή ηλικία έλαβε μεγάλη και θαυμαστή θεολογική και φιλοσοφική γνώση. Στην αρχή εργάσθηκε ως διδάσκαλος και κατηχητής της εκκλησίας της Αλεξάνδρειας. Επιζητώντας όμως την ησυχία για να δύναται να ασχοληθεί με το έργο της ζωής του, τη μελέτη των Αγίων Γραφών, αποσύρθηκε σε κάποιο μοναστήρι στο όρος Πηλούσιο, γι’ αυτό έλαβε και το όνομα Πηλουσιώτης. Αργότερα δέχεται την πρόταση να γίνει ιερέας και στη συνέχεια εκλέγεται πανηγυρικά ηγούμενος στο μοναστήρι του.
Λόγω της τεράστιας θεολογικής του κατάρτισης, απέκτησε μεγάλο κύρος και φήμη, ώστε να θεωρείται μοναδικός στις ερμηνείες περίπλοκων γραφικών χωρίων. Κατά την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο που συνήλθε στην Έφεσο το έτος 431 μ.Χ. επί αυτοκράτορος Θεοδοσίου Β’ του Μικρού (408 – 450 μ.Χ.), ο Άγιος αναφαίνεται με μεγάλη υπόληψη και σπουδαίο κύρος στην Εκκλησία.
Έλεγχε με παρρησία τους αμαρτάνοντες, φώτιζε τους πάντες με τον θείο του λόγο, νουθετούσε τους άρχοντες, υπεστήριζε τους κλονιζόμενους και ήταν η «μούσα της ημετέρας αυλής», όπως αποκαλούσε αυτόν ο ιερός Φώτιος (Επιστολή 2, 44).
Συνέγραψε αρκετές πραγματείες, ως και πλήθος επιστολών, από τις οποίες σώζονται 2.012, με τις οποίες νουθετούσε, συμβούλευε και συγχρόνως εξηγούσε τις θείες και σωτήριες Γραφές. Εκοιμήθη ειρηνικά το 440 μ.Χ.
Απολυτίκιο:
Ήχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Σοφία κοσμούμενος, παντοδαπεί ευκλεώς, τοις Αόγοις εκόσμησας, την Εκκλησίαν Χρίστου, Ισίδωρε Όσιε, συ γαρ δι’ εγκράτειας, σεαυτόν εκκαθάρας, πράξει και θεωρία, διαλάμπεις εν κοσμώ, δι’ ων μυσταγωγούμεθα, Πάτερ τα κρείττονα.

Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2023

ΟΣΙΟΣ ΙΩΣΗΦ Ο ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ:ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΣΚΕΠΑΖΕΙ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΠΟΥ ΕΥΧΕΤΑΙ

 

Όσιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής: Το Πνεύμα το Άγιον σκεπάζει την ψυχήν που εύχεται. Εισέρχεται μέχρι τα βάθη της ψυχής, ελέγχει όλον τον εσωτερικόν κόσμον της ψυχής και τον κατευθύνει προς το θέλημα του Θεού το Άγιον. Τότε μόνον η ψυχή έχει την δύναμιν να ειπή μαζύ με τον Προφήτην. «Ευλογεί η ψυχή μου τον Κύριον και πάντα τα εντός μου, το όνομα το Άγιον αυτού»(Ψαλ. 102, 1). Λέγε λοιπόν την ευχήν διά να έχης την σκέπην του Άγιου Πνεύματος.

Όταν το Πνεύμα το Άγιον καλύπτει την ψυχήν σου αισθάνεσαι μιά πληρότητα και μιά ταπείνωσιν. Δεν επηρεάζεσαι από την αδικία, την ειρωνεία ή τον επαίνον. Ζης σε μιά ατμόσφαιρα πνευματική που δεν εισέρχεται εύκολα ο ιός της αμαρτίας. Ο πνευματικός ανακρίνει τα πάντα, αυτός δε υπ’ ουδενός

ΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΜΑΣ ΑΔΕΛΦΟΙ

 


Ευλογημένα μου παιδιά,

Όπως γνωρίζουμε ο καλός μας Θεός μας χάρισε το Μέγα Μυστήριον, της Ιεράς Εξομολογήσεως, αυτό το Ιερόν Βαπτιστήριον, εις το οποίον πλένεται ο άνθρωπος ψυχικά και γίνεται ολόλευκος, καινούριος κατά Χριστόν άνθρωπος.

Πόση ευχαριστία πρέπει να προσφέρουμε στον Θεό συνεχώς γι’ αυτό το μεγάλο καλό, που μας άφησε ! Δηλαδή μας άφησε την καρδιά Του ανοιχτή, οσάκις θελήσουμε να καθαρισθούμε, να εισερχώμεθα άνετα. Όσο και να αμαρτήση ο άνθρωπος , όσο και να κυλισθή στην αμαρτία, όσο και να μαυρίση την ψυχή του , ημπορεί άνετα σε μία στιγμή, σε λίγη ώρα να γίνη κατάλευκος σαν το περιστέρι και σαν το χιόνι.

Υπάρχει μεγαλύτερο εργαλείο από τούτο ή μεγαλύτερη ευτυχία για τον άνθρωπο;

Συγχρόνως όμως συμβαίνει και το άλλο. Γίνεται μεγάλη χαρά «εν τω ουρανώ επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι» (Λουκ. 15, 7). Δεν είναι μόνον ότι ο αμαρτωλός σώζεται και γίνεται ευτυχισμένος, αλλά προκαλεί και τους αγγέλους , προκαλεί τα αγγελικά τάγματα να πανηγυρίζουν, να έχουν μεγάλη χαρά, να δίνουν μεγάλη επινίκια συναυλία ενώπιον του Θεού, διότι πληροφορήθηκαν την μετάνοια του αμαρτωλού ανθρώπου.

Οι άγγελοι είναι οι μεγάλοι μας αδελφοί, οι οποίοι είναι στον ουρανό και προσεύχονται για όλους τους ανθρώπους. Όταν πληροφορηθούν ,λοιπόν, δια του Θεού, ότι οι προσευχές τους έφεραν έναν άνθρωπο στην Βασιλεία Του, η χαρά τους είναι απέραντη, απερίγραπτη. Η μετάνοια λοιπόν είναι η θύρα, από την οποία οσάκις ο άνθρωπος εισέλθη, θα εύρη την μεγάλη του σωτηρία…

Το εμπόδιο για να φθάσουμε στο εξομολογητήρι είναι η υπερηφάνεια και ο εγωισμός. Πώς θα πω τα αμαρτήματά μου; Πιάνει τον άνθρωπο μια ντροπή∙ αλλά την ντροπή πρέπει να την έχουμε, όταν πρόκειται να αμαρτήσουμε. Τότε θα μας φυλάξη, για να μη κάνουμε αμαρτίες. Όταν όμως πρόκειται να φθάσουμε στην μεγάλη αυτή σωτηρία, πρέπει να τρέξουμε αμέσως.

Όταν αντιληφθούμε ότι έχουμε την κακή αρρώστια του καρκίνου και μάθουμε ότι κάποιος γιατρός είναι στον Βόρειο Πόλο, αμέσως θα δώσουμε τα πάντα, θα εξοικονομήσουμε τα χρειώδη και θα σηκωθούμε να πάμε, να θεραπευθούμε από τη νόσο αυτή του σώματος. Δεν φειδόμεθα μήτε κόπους, μήτε μόχθους, μήτε οικονομικά, μήτε τίποτε. Τα αφήνουμε όλα και τρέχουμε. Ταπεινώνεται η ψυχή μας, προκειμένου να γίνουμε καλά.

Όταν όμως έχουμε τον καρκίνο της αμαρτίας και μας απειλεί με θάνατον ψυχής, πόσο πρέπει να εγκαταλείψουμε τα πάντα, και δουλειά και μεροκάματο και απόστασι, και να τρέξουμε! Να φθάσουμε εκεί, να γονατίσουμε, να εναποθέσουμε την πληγή μας εκεί κάτω, να πάρουμε το φάρμακο, να γίνουμε καλά, κι έτσι να γλυτώσουμε από τον φοβερό θάνατο της ψυχής!

Σαν άνθρωποι που είμεθα, δεν γνωρίζουμε την ώρα που θα έρθη ο Κύριος. Μας το είπε:

«Γρηγορείτε, ότι ουκ οίδατε την ημέραν ουδέ την ώραν, εν η ο Υιός Του ανθρώπου έρχεται» ( Ματθ. 25,13 ) . Τρέξτε ,λέει, μην κάθεστε καθόλου∙ δεν γνωρίζετε την στιγμή, που θα αποφασίση ο Κύριος να πάρη την ζωή σας και να σας οδηγήση στο μεγάλο εκείνο φοβερό δικαστήριο, από το οποίον δεν εξαιρείται κανείς.

Δεν έχουμε καταλάβει την έννοια του πράγματος, τόσον της Ιεράς Εξομολογήσεως όσον και της ίδιας μας της ζωής. Πόσον είναι επισφαλής η ζωή μας! Από στιγμή σε στιγμή ενδέχεται να συναντήσουμε το δικαστήριο και τον δικαστή.

Τώρα, όσο είμεθα στην ζωή, μπορούμε να κάνουμε τον Χριστό μας ευσπλαχνικότερο, και να Τον συναντήσουμε με καθαρό πρόσωπο με την μετάνοιά μας και την εξομολόγησι. Διαφορετικά, δια της αμετανοησίας, θα Τον συναντήσουμε χωρίς έλεος και συγγνώμη…

 Γέροντος Εφραίμ Φιλοθεΐτου

ΟΡΙΑ ΚΑΙ ΟΡΑΜΑ

            


 
“Είναι σημαντικό να βάζουμε όρια, αλλά αυτά χρειάζεται να συνοδεύονται και από ένα όραμα” (καθηγητής Βασίλης Καραποστόλης)

            Ζούμε στην εποχή του “όλα επιτρέπονται”. Οι γονείς εύκολα δικαιολογούν το παιδί για τα παραπτώματά του με την φράση “παιδί είναι, τι να κάνουμε”. Η αγάπη κάνει την καρδιά μας ανεκτική, κάποτε στον βαθμό της υπερβολής. Η ανεκτικότητα δεν έχει να κάνει με το αίσθημα ότι δεν πειράζει ό,τι κι αν κάνει ο άλλος, εμείς θα είμαστε υπομονετικοί. Διότι έτσι χάνεται εντελώς ο παιδαγωγικός χαρακτήρας, ο οποίος συνοδεύει κάθε σχέση. Αν μέσα από την σχέση δεν γινόμαστε καλύτεροι, αν μέσα από την συνάντηση με τον συνάνθρωπό μας δεν βρίσκουμε καινούργια μονοπάτια δημιουργικότητας, βελτίωσης, υπέρβασης του εαυτού μας και των παθών και λαθών μας, τότε στην πραγματικότητα λειτουργούμε με την σχέση ως δεκανίκι του εγωισμού μας, χωρίς να παίρνουμε κάτι ουσιώδες από αυτήν. Και δεν είναι θέμα εξουσίας το να δείχνουμε στον άλλον, όπως και στον εαυτό μας τα όρια που θα βοηθήσουν όλοι μας να πάμε παρακάτω. Να μάθουμε να αντέχουμε, να διαχειριζόμαστε, να μπορούμε να χαρούμε αυθεντικά. Είναι θέμα αληθινής αγάπης. Επειδή αγαπώ οριοθετώ τι αντέχω, ώστε ο άλλος να μην κινδυνεύσει να χάσει την αγάπη μου, αλλά κι εκείνος να δει μέχρι πού η ζωή μπορεί να είναι σύμμαχός του. Αν θέλω να είμαι ευχάριστος, τότε η συντριβή περιμένει, αργά ή γρήγορα.

            Τα όρια λειτουργούν αμυντικά. Πρέπει όμως να συνοδεύονται και από μία ελπίδα, μία προοπτική. Ξέρω τι δεν μου επιτρέπεται. Χρειάζεται όμως να έχω κι έναν στόχο. Αλλιώς, μόνο οι απαγορεύσεις δεν θα με οδηγήσουν κάπου. Διότι ο “παλαιός άνθρωπος” εντός μου θα επαναστατήσει. Και, όντας κουρασμένος από τα “όχι” και τα “μη”, δεν θα αντέξω. Αν όμως έχω ελπίδα και προοπτική, είτε αυτή λειτουργεί στο επίπεδο της δημιουργικότητας που χρειάζεται προετοιμασία, είτε στο επίπεδο ενός εαυτού που αγαπά και χαίρεται ακριβώς επειδή αγαπά και μπορεί να προσφέρει στις σχέσεις με τους άλλους, αλλά και στο επίπεδο της κοινωνικοποίησης που είναι άμεσα συνδεδεμένη με το να μπορεί ο άνθρωπος να συνυπάρχει, τότε τα όρια αντέχονται και ομορφαίνουν την ζωή μας.  Οι γονείς λοιπόν, πρωτίστως, αλλά και οι παιδαγωγοί, οφείλουν να επιμένουν στα όρια, διότι χωρίς αυτά το παιδί θα νομίζει ότι όλος ο κόσμος υπάρχει γι’ αυτό και γρήγορα θα διαψευστεί, αλλά και να δείχνουν ότι η αγάπη, από την οποία τα όρια ξεκινούν και στην οποία αποσκοπούν, είναι χαρά κι ας έχει κόπο.

            Ο στόχος του ανθρώπου, σύμφωνα με την πίστη, είναι προφανώς εσχατολογικός. Είναι η βίωση της αγιότητας στο παρόν. Γι’ αυτό και ο πιστός ακολουθεί τις εντολές του Ευαγγελίου, νιώθοντας ότι το “ίδιον θέλημα” δεν οδηγεί στο καλό από μόνο του, αλλά μάλλον μας βάζει σε μία προοπτική αυτοθέωσης, πνευματικού δηλαδή θανάτου. Έτσι, η άσκηση, που είναι η κατεξοχήν και κάποτε και αυτόβουλη οριοθέτηση της ύπαρξής μας,  λειτουργεί όχι ως στέρηση ή καταπίεση, αλλά ως αφετηρία βίωσης της αγάπης. Νηστεύω, προσεύχομαι, αφήνω την εξάρτηση από τα υλικά πράγματα όχι ως αυτοβασανισμό ή ως θεραπεία ενοχών, αλλά ως χαρά για να μπορέσω να δοθώ στον Θεό και τον συνάνθρωπο. Αυτό είναι και το όραμα τελικά της Εκκλησίας, η βασιλεία του Θεού στην οποία χωρούνε όσοι ζούνε το  “γενηθήτω το θέλημά Σου”. 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Ο ΑΓΙΟΣ ΣΥΜΕΩΝ ΚΑΙ Η ΠΡΟΦΗΤΙΔΑ ΑΝΝΑ



Τη μνήμη του τιμά σήμερα, , η Εκκλησία μας. Ο Συμεών κατοικούσε στην Ιερουσαλήμ. Ήταν δίκαιος, ευλαβής και φωτισμένος από το Άγιο Πνεύμα, που του είχε φανερώσει ότι δε θα πέθαινε πριν δει το Χριστό. Η χαρμόσυνη αυτή πληροφορία τον εμψύχωνε ως τα βαθειά γεράματα του.

Τέλος, ακριβώς σαράντα μέρες μετά τη γέννηση του Ιησού, το Πνεύμα τον πληροφόρησε ότι έπρεπε να πάει στο Ιερό. Ετοιμάστηκε, λοιπόν, με νεανική ζωηρότητα, πήγε εκεί και στάθηκε στην πόρτα, γεμάτος ευχαρίστηση και αγαλλίαση.Μέσα στην προσδοκία αυτή, φάνηκαν να έρχονται ο Ιωσήφ με την Παρθένο, που κρατούσε τον Ιησού.
Ο Συμεών, πληροφορημένος από το Πνεύμα ότι το βρέφος αυτό είναι ο Χριστός, τρέχει και παίρνει τον Ιησού στην αγκαλιά του. Τον κρατάει ευλαβικά και, αφού καλά – καλά παρατήρησε το νήπιο και δέχθηκε όλη την ιλαρότητα της θείας μορφής του, ύψωσε το βλέμμα του επάνω και είπε ευχαριστώντας το Θεό: «Νυν απολύεις τον δούλον σου, Δέσποτα, κατά το ρήμα σου εν ειρήνη• ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν σου, ο ητοίμασας κατά πρόσωπον πάντων των λαών, φως εις άποκάλυψιν εθνών και δόξαν λάου σου Ισραήλ».
Τώρα, δηλαδή, πάρε την ψυχή μου Δέσποτα, σύμφωνα με το λόγο σου, ειρηνικά, διότι τα μάτια μου είδαν αυτόν που θα φέρει τη σωτηρία που ετοίμασες για όλους τους λαούς και θα είναι γι’ αυτούς φως, που θα αποκαλύψει τον αληθινό Θεό και θα δοξάσει το λαό σου Ισραήλ.
Η Προφήτιδα Άννα ήταν θυγατέρα του Φανουήλ και καταγόταν από τη φυλή του Ασήρ, ογδόου γιου του Ιακώβ. Παντρεύτηκε πολύ νέα, και μετά επτά χρόνια έμεινε χήρα. Από κει και πέρα έζησε μόνη της, χωρίς να έλθει πλέον σε νέο γάμο.
Παρηγοριά και ευχαρίστηση της ήταν η προσευχή, η νηστεία, η ανάγνωση των Γραφών, η φιλανθρωπία και η συχνή παρουσία της στο Ιερό σ’ όλες τις πρωινές και εσπερινές δεήσεις. Για τον τρόπο αυτό της ζωής της, το Άγιο Πνεύμα μετέδωσε στην Άννα το προφητικό χάρισμα.
Αξιώθηκε μάλιστα, αν και 84 ετών τότε να υποδεχθεί στο Ναό μαζί με τον δίκαιο Συμεών, το θείο Βρέφος. Κατά τη συνάντηση εκείνη, η καρδιά της Άννας υπερχάρηκε και σκίρτησε. Πλησίασε, προσκύνησε το παιδί και κατόπιν, αφού ευχαρίστησε και δοξολόγησε και αυτή το Θεό, διακήρυττε ότι ήλθε ο Μεσσίας προς όλους, οι όποιοι ζούσαν περιμένοντας με ειλικρινή ευσέβεια τη λύτρωση του Ισραήλ.
Η μνήμη της Προφήτιδας Άννας επαναλαμβάνεται στις 28 Αυγούστου.
Η Σύναξή τους ετελείτο στο Αποστολείο Ιακώβου του Αδελφοθέου, που ήταν παρεκκλήσιο του ναού της Θεοτόκου Ευουρανιωτίσσης.
Απολυτίκιο:
Ήχος πλ. α’. Τον συνάναρχον Λόγον.

Τον Ύπερθεον Λόγον σάρκα γενόμενον, ενηγκαλίσω ως βρέφος εν τω Ναώ του Θεού, Θεοδόχε Συμεών Πρεσβύτα ένδοξε, όθεν και Άννα η σεπτή, ανθομολόγησιν αυτώ, προσήγαγεν ως Προφήτις, όθεν υμάς ευφημούμεν, οία Χριστού θείους θεράποντος.

Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2023

Ο ΠΙΣΤΟΣ ΦΙΛΟΣ,ΕΙΝΑΙ ΛΙΜΑΝΙ ΑΝΑΨΥΧΗΣ!


 Η μεγαλύτερη παρηγοριά στον άνθρωπο, είναι η παρουσία ανθρώπων δίπλα του..
Και φίλος να μην είναι ο άλλος, μόνο που θα του μιλήσεις,, σου κάνει τόσο καλό!...πόσο μάλλον, όταν οικοδομείς αυτή την σχέση...
Φιλία δεν είναι κάτι απλό, δεν είναι κάτι εύκολο....η φιλία είναι άσκηση, είναι σχέση ευθύνης!..
Έλεγε ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος:
"Ο πιστός φίλος, είναι λιμάνι αναψυχής..!"

ΔΙΝΕ ΜΕ ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΣΗ ΚΑΙ ΜΗ ΦΟΒΑΣΑΙ!

 

Όσιος Αρσένιος ο Νέος εν Πάρω

~ Μια γυναίκα η οποία λεγόταν Ελένη Δαβαρία η οποία κατοικούσε στην Παροικιά της Πάρου ανέβαινε συχνά στην Μονή και έκανε διάφορες δουλειές στις αδελφές της Μονής.

Μίαν ημέρα της λέει ο όσιος Αρσένιος ο εν Πάρω:

– Τέκνον, εδώ που έρχεσαι και εργάζεσαι, τι σου δίνουν οι αδελφές για τον κόπο σου; Σε πληρώνουν;

– Όχι, δεν μου δίνουν χρήματα διότι δεν έχουν, αλλά μου δίνουν άρτον, καφέ, ζάχαρη και άλλα είδη.

– Από αυτά τα είδη που σου δίνουν, δίνεις σε κανένα φτωχό, όταν σου ζητήσει ή τύχει να συναντήσεις κάποιον στον δρόμο.

– Όχι, Γέροντα, δεν μου ζητούν διότι γνωρίζουν ότι είμαι φτωχή, αλλ’ ούτε στον δρόμο συνάντησα κάποιον να μου ζητήσει.

– Άκουσε τέκνον, εάν θέλεις ο Χριστός να ευλογεί και σε και τα ολίγα τρόφιμα που σου δίνουν, όταν συναντήσεις κανένα φτωχό πεινασμένο και σου ζητήσει να του δίνεις. Επίσης όταν γνωρίζεις κανένα ότι είναι φτωχός και έχει ανάγκην ή καμιά χήρα ή ορφανό να πεινούν, μην περιμένεις να σου ζητήσουν. Δίνε με ευχαρίστηση και μη φοβάσαι, αλλά να πιστεύεις ότι ο Χριστός αοράτως θα ευλογεί τα λίγα υπάρχοντά σου και δεν θα πεινάσεις, ούτε θα στερηθείς μέχρι τέλους της ζωής σου.

– Ευχαρίστως Γέροντα, σε ό,τι μου είπες, θα σας κάμω υπακοή.

Βάζοντας μετάνοια και αναχωρώντας από την Μονή, είχε μαζί της και οκτώ άρτους τους οποίους της είχαν δώσει.

Μόλις απομακρύνθηκε από την Μονή, περίπου 500 μέτρα, συναντά τον γέροντα Δημήτριο Μαούνη, ο οποίος της ζήτησε λίγο ψωμί, γιατί είχε να φάει από την προηγούμενη ημέρα.

Η Ελένη, αμέσως, έβγαλε έναν άρτο από το ταγάρι της και του τον έδωσε με πολλή προθυμία.

Όταν προχώρησε άλλα 500 μέτρα, βλέπει μία σύζυγο ενός ψαρά που μάζευε χόρτα, καθώς ο σύζυγός της είχε τέσσερις μέρες να πιάσει ψάρια, όπως έμαθε η Ελένη αφού την ρώτησε.

Τότε, έβγαλε από το ταγάρι της και της έδωσε δύο ψωμιά.

Όταν έφθασε στην Παροικιά, βλέπει ένα παιδί το οποίο ήταν τεσσάρων χρονών να κλαίει, επειδή πεινούσε και η μάνα του δεν είχε να του δώσει ψωμί. Βλέπει και την μητέρα του παιδιού που στεκόταν μέσα στο σπίτι της με σταυρωμένα τα χέρια, η οποία προσευχόταν και έκλαιγε.

Παίρνει τότε έναν άρτο και τον δίνει στο παιδί.

Η Ελένη, όταν έφθασε στο σπίτι της έβγαλε από το ταγάρι της τα πράγματα και βλέπει ότι οι άρτοι, αντί να ήταν τέσσερις, δεν λιγόστεψαν, έμειναν οκτώ.

Θαυμάζοντας για το γεγονός αυτό, επέστρεψε αμέσως συγκινημένη στην Μονή και με δάκρυα στα μάτια έπεσε γονατιστή στα πόδια του οσίου Αρσενίου και του διηγήθηκε το θαύμα, ευχαριστώντας τον Θεό και τον Άγιο.

Η ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΥΠΑΠΑΝΤΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ

 Η γιορτή της Υπαπαντής σήμερα -Τι σηματοδοτεί - ΤΑ ΝΕΑ 

 

Στην Εορτή της Υπαπαντής του Κυρίου η Εκκλησία μας προτρέπει και μας ενθαρρύνει για τις πνευματικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε καθημερινά, στην αγωνία μας μέσα στις βιοτικές μέριμνες.

Η είσοδος του Χριστού στον Ναό του Σολομώντα ως βρέφος, σαράντα μέρες μετά την Γέννηση φανερώνει το ότι το «παιδίον» αποτελεί την σωτηρία και το φως όλων των εθνών, κατά την προφητική ρήση του Προφήτου Συμεών και τις προρρήσεις της προφήτιδoς  Άννας. Η ανάγνωση της  Αποστολικής Περικοπής μας από την προς Εβραίους, μας υπενθυμίζει ότι Αυτός που εισέρχεται στο Ναό αυτή την ημέρα είναι ο Μέγας Αρχιερέας που προσφέρεται στον Σταυρό και καταστρέφει τη δύναμη της αμαρτίας και του θανάτου μέσω της ένδοξης ανάστασής Του. Αυτή η υπόμνηση, μας οδηγεί ότι στην πορεία μας για την εν Χριστώ ζωή θα εισέλθουμε στο επουράνιο θυσιαστήριο και στην κοινωνία με τον εν Τριάδι Θεό.  Τι να σημαίνει άραγε αυτό;

Κάθε μέρα της ζωής μας, με όλα όσα σκεφτόμαστε, λέμε και κάνουμε, έχουμε την ευκαιρία να ενώσουμε τους εαυτούς μας ακόμα περισσότερο με τον ίδιο τον Χριστό ως Μέγαν Αρχιερέα που διήλθε εις τα Άγια των Αγίων εις την Άνω Ιερουσαλήμ.  Αυτή η ένωση, πρέπει να είναι πλήρης χωρίς κανενός είδους επιφυλάξεις, και τα μόνα όρια για την αποκατάσταση και επιδιόρθωση της ψυχής μας είναι αυτά που επιμένουμε πεισματικά να διατηρούμε ως αγκάθια, ως πάθη και αμαρτίες, προτροπές και ενδοκόσμιες σκέψεις και λογισμούς. Το μόνο που πρέπει να αφήσουμε πίσω είναι αυτό που δεν μπορεί να ευλογηθεί για τη σωτηρία μας, αυτό που δεν μπορεί να ενωθεί με τον Σωτήρα στην αγιότητα. Με άλλα λόγια, πρέπει να αφήσουμε πίσω τον παλιό μας εαυτό, τις αμαρτίες μας.

Σίγουρα όλοι έχουμε αποδεχθεί, ή περισσότερο κρυβόμαστε στα ψέματα του ενός ή του άλλου, είτε δικά μας είτε αλλουνού, για το ποιοι πραγματικά είμαστε. Είναι πολύ εύκολο να ορίσουμε τον εαυτό μας από τις διαταραγμένες επιθυμίες μας, από τις αμαρτίες που πέφτουμε ξανά και ξανά, ή από κοσμικές κατηγορίες που έχουν πολύ μεγαλύτερη σχέση με τις ενδοκόσμιες απολαύσεις και ηδονές. Είναι τόσο δελεαστικό να πιστεύουμε ότι ό,τι κερδίζει τον έπαινο των άλλων, εξυπηρετεί τον εγωκεντρισμό μας ή δεν μας προκαλεί βαθιά  πνευματική έγερση πρέπει κατά κάποιο τρόπο να είναι σωστό.

Ο  προφήτης Συμεών ήταν ο ηλικιωμένος και δίκαιος άνθρωπος που το Άγιο Πνεύμα του αποκάλυψε  πως δεν θα πέθαινε μέχρι να δει τον Μεσσία. Σίγουρα δεν είχε αποκτήσει την πνευματική δύναμη να το κάνει τυχαία, αλλά μέσα από μια μακρά ζωή πίστης και πιστότητας. Το ίδιο συμβαίνει και με την ηλικιωμένη προφήτισσα Άννα, μια χήρα γύρω στα ογδόντα της που δεν έφευγε από το Ναό,   νηστεύοντας και προσευχόμενη νύχτα και μέρα. Εκείνοι που έφεραν τον νεαρό Σωτήρα Χριστό στο Ναό υπακούοντας στον νόμο της Παλαιάς Διαθήκης και εκείνοι που Τον αναγνώρισαν εκεί και όλοι οι παρευρισκόμενοι. Ήταν διαφορετικών φύλων, ηλικιών και καταγωγής, πράγμα που δείχνει ότι δεν είναι οι εξωτερικές συνθήκες της ζωής μας που καθορίζουν το πού και πως στεκόμαστε ενώπιον του Χριστού. Όλοι μπορούν να εισέλθουν στον Ουράνιο Ναό δια του Μεγάλου Αρχιερέως, που είναι κρίσιμο και το ενδεικτικό σημείο. Ο αγώνας για να γίνει αυτό δεν τελειώνει ποτέ, κάτι που φαίνεται από την φυγή στην Αίγυπτο της Παναγίας με το θείο βρέφος, ήρθαν σε νέες προκλήσεις και νέες αφορμές. Ένα ταξίδι σε ένα εχθρικό μέρος. Φυσικά, οι ιδιαιτερότητες των προκλήσεών μας είναι διαφορετικές από αυτές της Παναγίας, αλλά πρέπει να τις χρησιμοποιούμε με τον ίδιο τρόπο. Δηλαδή, πρέπει να τις αγκαλιάσουμε ως ευκαιρίες για να προσφέρουμε ακόμη και τις πιο αδύναμες και οδυνηρές διαστάσεις της ζωής μας στον Χριστό για θεραπεία και μεταμόρφωση. Αυτό δεν σημαίνει ότι όλα τα προβλήματά μας θα εξαφανιστούν, αλλά ότι μπορούμε να τα χρησιμοποιήσουμε ως ευκαιρίες για να εισέλθουμε πληρέστερα στον Ουράνιο Ναό δια του Μεγάλου Αρχιερέως.

Η ΥΠΑΠΑΝΤΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ



Νυν απολύεις τον δούλόν σου, δέσποτα, κατά το ρήμα σου εν ειρήνη· ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν σου, ο ητοίμασας κατά πρόσωπον πάντων των λαών, φως εις αποκάλυψιν εθνών και δόξαν λαού σου Ισραήλ» (Λκ. 2. 29 32)
Tά λόγια του Αγίου Συμεών σημειώνουν το τέλος μιας μακράς περιόδου, χιλιάδων χρόνων κατά τη διάρκεια των οποίων οι άνθρωποι ζούσαν χωρίς το Θεό· είχαν περάσει χιλιά δες χρόνια από τότε που ο Αδάμ είχε χύσει το πρώτο του δάκρυ, από τότε που είχε θρηνήσει για πρώτη φορά πάνω στη γη εκείνη στην οποία δεν εύρισκες πια το Θεό ανάμεσα στα πλάσματά Του.
Ολόκληρη η γη, όλο το γένος των ανθρώπων ποθούσε την ημέρα εκείνη που επιτέλους θα συναντούσε για μια ακόμη φορά το Θεό του πρόσωπο με πρόσωπο. Να λοιπόν που η μέρα εκείνη είχε φτάσει: ο Θεός έγινε άνθρωπος μέσα σε μια φάτνη στη Βηθλεέμ· ο Αιώνιος μπήκε μέσα στο χρόνο· ο Απεριχώρητος και Ατελεύτητος υπάχθηκε στους περιορισμούς της κτιστής μας κατάστασης.
Αυτός που είναι η ίδια η αγιότητα μπήκε στον κόσμο της αμαρτίας τη μέρα του βαπτίσματός Του με το να βυθιστεί στα φοβερά νερά του Ιορδάνη μέσα στα οποία οι άνθρωποι είχαν αποπλύνει τα αμαρτήματά τους· βυθίστηκε στα νερά του ποταμού σαν μέσα στα νεκρά νερά της μυθολογίας και των παραμυθιών και βγήκε φορτισμένος με τη νέκρα και τη θνητότητα των ανθρώπων τους οποίους είχε έλθει να σώσει.
Σήμερα θυμόμαστε την Υπαπαντή του Κυρίου, τη συνάντησή Του με το πρώτο πρόσωπο, εκτός από τη Μητέρα Του, το οποίο με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος Τον είχε διαισθανθεί ως Θεό. Η τραγωδία της αποστέρησης του Θεού την οποία βρίσκουμε στην Παλαιά Διαθήκη και τον ειδωλολατρικό κόσμο έχει τελειώσει· ο Κύριος είναι μαζί με το λαό Του· η πληρότητα της Θεότητας κατοικεί πάνω στη γη αυτή.
Μια νέα όμως τραγωδία αρχίζει, η πορεία του Θεανθρώπου προς το Σταυρό. Ο Χριστός γεννήθηκε στη χώρα του θανάτου και με σκοπό Του να πεθάνει. Γεννήθηκε με σκοπό Του να πεθάνει για χάρη μας. Αν προσέξατε τα αναγνώσματα της Παλαιάς Διαθήκης τα οποία διαβάζονται για τη γιορτή αυτή είναι πιθανό να καταλάβατε τους λόγους για τους οποίους θεσπίστηκε.
Στο δέκατο τρίτο κεφάλαιο της Εξόδου διαβάζουμε ότι ο Θεός ζήτησε από το Μωυσή την καθιέρωση του κάθε πρωτότοκου αγοριού, την προσφορά του παιδιού σαν μια θυσία σε μνήμη του γεγονότος ότι ο Ισραήλ σώθηκε από τη δουλεία των Αιγυπτίων μέσω του θανάτου όλων των πρωτοτόκων της Αιγύπτου.
Η παρουσίαση αυτή του κάθε πρωτότοκου βρέφους στο Ναό δε σήμαινε μια πλήρη αφιέρωση στο Θεό: τα παιδιά αυτά επέστρεφαν στη συνέχεια πίσω στην καθημερινή κοσμική ζωή. Η παρουσία σήμαινε την άφεσή τους στο θέλημα του Θεού, σήμαινε ότι ο Θεός είχε πάνω τους δικαίωμα ζωής και θανάτου και το γεγονός αυτό αναγνωριζόταν από το ότι οι γονείς πλήρωναν για το παιδί σαν λύτρα ένα αμνό η ένα ζεύγος περιστεριών.
Ο πρωτότοκος ήταν πραγματικά μια αιματηρή θυσία η οποία αναβαλλόταν από αιώνα σε αιώνα μέχρι τη μέρα που οδηγήθηκε στο ναό ο Μονογενής Γιος του Θεού που είχε γίνει Γιος της Παρθένου, ο «υιός του ανθρώπου». Και για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία η αιματηρή αυτή θυσία έγινε δεκτή από το Θεό παρά το γεγονός ότι το αντικατάστατο της θυσίας είχε προσφερθεί, αυτή τη μοναδική φορά ο Θεός Πατέρας δέχτηκε και τον ίδιο το θάνατο του Βρέφους.
Η θυσία έπρεπε να περιμένει τον καιρό της· πέρασαν κάπου τριάντα χρόνια από την παρουσίαση του βρέφους μέχρι το θάνατο του ώριμου Ιησού· η θυσία όμως είχε γίνει δεκτή και, όταν ήλθε ο καιρός, το βρέφος που είχε προσφερθεί από την Παρθένο Μαρία πέθανε στο Γολγοθά πάνω σ’ ένα σταυρό.
Ενώ ο Άγιος Συμεών διακήρυττε τη λύτρωση του κόσμου από τη μακραίωνη αποξένωσή του από το Θεό έδινε ταυτόχρονα και στη Θεομήτορα τη φοβερή προειδοποίηση ότι μια ρομφαία θα διαπερνούσε και τη δική της την καρδιά, ότι η θυσία που αναστελλόταν για τη στιγμή εκείνη θα φανερωνόταν κάποια μέρα σαν θεϊκή βουλή και θα αποτελούσε ένα τραγικό μονοπάτι για το Χριστό και για εκείνη (Λκ. 2. 34, 35).
Ο Χριστός ακολούθησε πραγματικά το τραγικό αυτό μονοπάτι, το μονοπάτι της ανθρώπινης και της Θείας εγκατάλειψης, την οδό προς τον Κήπο της Γεθσημανή και το θάνατο του Γολγοθά. Ο θάνατός Του ήταν μια καταπάτηση του θανάτου εφ’ όσον αναστήθηκε ζωντανός από το μνήμα. Έπειτα αναλήφθηκε με δόξα και μας έδωσε το Άγιό Του Πνεύμα και όμως ούτε και τότε δεν εξαλείφεται το σημείο του σταυρού και η τραγωδία του κόσμου δε φτάνει στο τέλος της.
Ο εγερθείς Χριστός έχει στα χέρια και στα πόδια Του τα σημάδια από τα καρφιά, στην πλευρά την ουλή από τη λόγχη και στο μέτωπό Του τα σημάδια από την κορώνα την οποία Του είχαν φορέσει κοροϊδευτικά, το στεφάνι που αντί να είναι βασιλικό είχε γίνει από αγκάθια.
Γινόμαστε κι εμείς μέτοχοι της σταυρικής αυτής οδού: ο καθένας από μας παρουσιάστηκε στην εκκλησία ύστερα από το Βάπτισμά του· τότε διαβάστηκαν προσευχές για τις μητέρες μας και για μας και η εκκλησία επικαλέστηκε τον Κύριο, τον Προστάτη των νηπίων που είχε ο ίδιος κρατηθεί στις αγκάλες του Αγ. Συμεών, ζητώντας έλεος και συμπαράσταση.
Αυτό έγινε κατ’ εικόνα της παρουσίασης του Χριστού· πριν από αυτό είχαμε βαπτιστεί και το Βάπτισμα σύμφωνα με τον Απ. Παύλο (Ρωμ. 6. 3 11) και την πίστη της Εκκλησίας είναι μια καταβύθιση στο θάνατο του Χριστού ώστε να τον κάνει δικό μας θάνατο, με τον ίδιο τρόπο που η Ανάστασή Του γίνεται δική μας ανάσταση.
Εμείς λοιπόν που έχουμε πεθάνει με το θάνατο του Χριστού και εγερθεί με την Ανάστασή Του οδηγούμαστε στο ναό όπως είχε οδηγηθεί κι Εκείνος, αιώνιοι και εν τούτοις υποκείμενοι στην τραγωδία του χρόνου, ζωντανοί αλλά προορισμένοι για το θάνατο. Ο Χριστός ήταν ζωντανός στην αιώνια θεότητά Του και την αθάνατη ανθρώπινη σάρκα Του, όμως δέχτηκε το θάνατο της σάρκας Του για να κοινωνήσει σε όλα με τη δική μας αμαρτωλή σάρκα. Με παρόμοιο τρόπο ύστερα από τη συνανάστασή μας μαζί Του ο Χριστός μας αποστέλλει – όπως προηγουμένως ο Πατέρας είχε στείλει Εκείνον – στη σφαίρα της αμαρτίας για να σηκώσουμε στα σώματα, τις ψυχές και ολόκληρη την ύπαρξή μας το σταυρό του κόσμου ο οποίος έχει πέσει και εξαγοραστεί αλλά που δεν έχει απολυτρωθεί ακό μα.
Σύμφωνα με τα λόγια του Απ. Παύλου καλούμαστε να ανταναπληρώσουμε στα σώματά μας τα υστερήματα των θλίψεων του Χριστού (Κολ. 1. 24) – κι επειδή είμαστε το Σώμα του Χριστού, επειδή είμαστε ένα μαζί Του, η τραγωδία την οποία ο ερχομός Του απάλειψε από την Παλαιά Διαθήκη και τον κόσμο της αρχαιότητας και η οποία έγινε κατόπιν η δική Του τραγωδία συνεχίζεται μέσα σ’ εμάς σε όλους τους αιώνες.
Ο Πατριάρχης Αλέξιος (1877 1970. Έγινε Πατριάρχης Μόσχας το 1945) είχε πει μια φορά ότι η Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού το οποίο, ενώ συνεχώς οι άνθρωποι απορρίπτουν, σταυρώνεται κατά τη διάρκεια των αιώνων για τη σωτηρία του κόσμου. Αυτός είναι ο δρόμος της Εκκλησίας, αυτός είναι ο δικός μας ο δρόμος, αυτό είναι το μήνυμα το οποίο μας φέρνει η ένδοξη μα τρομακτική αυτή γιορτή της Υπαπαντής του Κυρίου από το δίκαιο Συμεών.
Πλησιάζουμε στις εβδομάδες εκείνες οι οποίες μας προπαρασκευάζουν για την Τεσσαρακοστή, την Αγία Εβδομάδα και την Ανάσταση· είμαστε ήδη κοινωνοί του Θανάτου και της Ανάστασης του Χριστού και όμως οφείλουμε ξανά και ξανά να ακολουθήσουμε το μονοπάτι· αυτό της ζωής του ΧριστἈπολυτίκιον  Ἦχος α’.
Χαῖρε Κεχαριτωμένη Θεοτόκε Παρθένε, ἐκ σοῦ γὰρ ἀνέτειλεν ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, Χριστὸς ὁ Θεὸς ἠμῶν, φωτίζων τοὺς ἐν σκότει. Εὐφραίνου καὶ σὺ Πρεσβῦτα δίκαιε, δεξάμενος ἐν ἀγκάλαις τὸν ἐλευθερωτὴν τῶν ψυχῶν ἠμῶν, χαριζόμενον ἠμὶν καὶ τὴν Ἀνάστασιν.ού και της Εκκλησίας και να το κάνουμε τρόπο ζωής μας πάντοτε, έξω από την Εκκλησία, όπου και αν συμβεί να βρεθούμε: είμαστε το σταυρωμένο Σώμα του Χριστού το οποίο προσφέρεται από το Θεό, το οποίο πέρα κι απ’ αυτό, καθ’ ομοίωση του Χριστού, προσφέρει το ίδιο τον εαυτό του για τη σωτηρία του κόσμου.

Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2023

ΒΡΗΚΑ ΤΗ ΧΑΡΑ ΜΟΥ!

 

Ὁ πόνος καί ἡ στενοχώρια εἶναι καταστάσεις τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου.

Οἱ ἀναθυμιάσεις τοῦ ἑγώ ὅπως εὔστοχα γράφει ὁ ἀείμνηστος γέροντας Αἰμιλιανός γεννοῦν στήν ψυχή στενοχώρια κάτι τό ἀφύσικο γιά τήν ἀνθρώπινη φύση.

Ὁ ἄνθρωπος γεννήθηκε γιά νά εἶναι χαρούμενος, εἰρηνικός, ἤρεμος, εὐτυχισμένος.

Δημιουργήθηκε ἀπό τό Θεό γιά νά ὁδεύει πρός Αὐτόν γιά νά εἶναι τέλειος.

Εἶναι τραγικό νά βλέπει κανείς νέους σήμερα καί νά μήν ἔχουν νιώσει αὐτό τό πέταγμα τῆς χαρᾶς τῆς ἐξομολογήσεως καί νά ἀναζητοῦν ἄλλες χαρές, πρόσκαιρες καί σκοτεινές.

Ἡ στενοχώρια, ἡ κατάθλιψη, ἡ ἀθυμία, τό "βαριέμαι πού ζῶ" εἶναι οἱ μεγαλύτερες πληγές τῆς ἀνθρωπότητος, τό μεγαλύτερό της ἀγκάθι.

Γίναμε ἐχθροί πιά ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλον.

Δέν ξέρεις ποιόν νά ἐμπιστευτεῖς.

Φοβᾶσαι νά εἶσαι ἀθῶος.

Μιλοῦν γιά σένα ἄνθρωποι πού δέν σέ εἶδαν κἄν.

Ἐπικρατεῖ ἕνας φόβος στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων καί δέν μποροῦν νά ἀνοιχτοῦν ἀληθινά καί νά νιώσουν τή χάρη τοῦ Θεοῦ.

Ὑποκρισία.

Μοῦ ἔγραφε μιά ψυχή πρό ἡμερῶν: " Δέν ἀντέχω νά πηγαίνω στήν ἐργασία μου καί νά ἀκούω νά εἰρωνεύονται κάποιον μόνο καί μόνο γιατί εἶναι χριστιανός".Καί πόσα ἄλλα...

Σχόλια, ἐπικρίσεις, ὑποχθόνιες κινήσεις γιά τόν ὑποσκελισμό τοῦ ἄλλου, ψέματα, μίσος ἀκόμα καί μέσα στούς χώρους τῆς ἐκκλησίας, στούς χώρους τοῦ ΘΕΟΥ. Ἄν ἐμεῖς δέν εἴμαστε ἑνωμένοι καί ἀγαπημένοι πῶς θά ἑλκύσουμε τούς "ἐκτός Θεοῦ"; Διαβάζει κανείς συνέχεια ἀρνητικές σκέψεις, κατακρίσεις, κάθε εἴδους ψέμα πού λερώνει τίς συνειδήσεις.

Καί κανένα πρόσωπο γύρω μας δέν εἶναι ἀληθινά χαρούμενο. Καί στό στόμα μιά δικαιολογία: ὅτι φταῖνε οἱ ἄλλοι, οἱ καταστάσεις, οἱ συμφορές του, ὅλα τοῦ φταῖνε.

Ὅ,τι και νά συμβαίνει ὅμως ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει μέσα του ΘΕΟΝ δέν ἀπελπίζεται, ἀλλά ξέρει νά νικᾶ τό κύμα τῆς λύπης μέ τήν προσευχή. Ἔχει μέσα του μιά ἰσχυρή δύναμη, ἕνα κίνητρο, ξέρει ὅτι τό μόνο πού μπορεῖ νά τόν χωρίσει ἀπό τό ΘΕΟ εἶναι ἡ ἁμαρτία του. Μόνο γιά τίς ἁμαρτίες του λυπᾶται. Ὅλα τά ἄλλα ξέρει ὅτι εἶναι πρόσκαιρα. Αὐτός ἔχει κάτι μεγαλύτερο πού τοῦ ἔχει δωρήσει ὁ Θεός: Τή βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ξέρει ὅτι ἄν ζητάει τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τίποτε δέν θά τοῦ λείψει. Ὅλα θά τοῦ δοθοῦν ἀπλόχερα. Φτάνει νά μή ζητᾶ αὐτό πού θέλει ἀλλά αὐτό πού θέλει ὁ Θεός γιά ἐκεῖνον καί αὐτό πού θά τόν βοηθήσει.

Ὅταν λέμε ὅτι ἐμεῖς ζοῦμε πνευματική ζωή θά πρέπει νά ἐξετάσουμε τά ἑξῆς ζητήματα:

α) Ἔχουμε χαρά ; Ἄν δέν ἔχουμε κάτι φταίει σέ μᾶς καί στόν τρόπο πού πιστεύουμε

β) Ἔχουμε ἀφεθεῖ ἐντελῶς στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ; Ἄν ὄχι ἀκόμα δέν ἔχουμε καταλάβει τό "Πάτερ ἡμῶν".

γ) Κατακρίνουμε;Καταδικάζουμε; Διαδίδουμε συκοφαντίες; Τότε ἀκόμα χειρότερα δέν ἔχουμε μπεῖ κάν στό πρῶτο σκαλοπάτι τῆς ἐκκλησίας.

Ἄς μή ζοῦμε μέ ψευδαισθήσεις.

Ὅ,τι καί νά κάνω καί τόν πτωχό νά ἐλεήσω, καί νά προσευχηθῶ καί νά κάνω τά πάντα, ἄν δέν νιώθω χαρά καί εἰρήνη μέσα μου τότε δέν εἶναι τοῦ Θεοῦ αὐτά πού κάνω. Δέν εἶναι ἀληθινά. Ἔρχεται νηστεία γιά παράδειγμα. Τήν κάνω μέ χαρά ; Τότε εἶναι ἀληθινή καί καρποφόρα. Τήν κάνω μέ τό ζόρι; Καί γογγύζω;

Ἔχασα τό δρόμο.

Θέλεις νά νιώσεις ἀληθινή χαρά;

Βγές ἀπό τόν ἑαυτό σου.

Δῶσε ἕνα χαμόγελο στόν ἄλλον.

Σκέψου πρίν πεῖς ἤ γράψεις μιάν ἄσχημη συκοφαντική κουβέντα. Μπορεῖ νά πληγώσεις ἀνεπανόρθωτα τόν ἄλλον.

Χαρά μπορεῖ νά νιώσω ὅταν κοιτάζω τή φύση, τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ πού τά ἔπλασε μόνο γιά μένα. Χαρά μπορεῖ νά νιώσω μέ τή βροχή, τόν κεραυνό, τή ζέστη καί τό κρύο καί νά μή ζητάω, νά μήν ἀπαιτῶ, νά μήν γκρινιάζω.

Χαρά δίνει ἡ καρδιακή προσευχή.

Ἡ συγχώρεση ἀπό καρδιᾶς τῶν σταυρωτῶν μας.

Χαρά δίνει ἡ ἁπλότητα καί ἡ ἔλλειψη ὑποκρισίας.

Νά μάχομαι γιά τά πιστεύω μου.

Νά ὑποστηρίζω τούς ἔχοντας ἀνάγκη.

Θυμᾶστε τί εἶπε ὁ Θεός στόν Κάϊν ὅταν σκότωσε τόν Ἄβελ;

"Ἵνα τί ἐσκυθρώπασας; "

Γιατί κατσούφιασες;

Γιατί στενοχωρήθηκες;

ΗΣΥΧΑΣΟΝ!

Ἄς ἡσυχάσουμε.

Ἄς ἠρεμήσουμε.

Ἄς κατατάξουμε τούς λογισμούς μας σέ περιβάλλον θεϊκό, προσευχῆς καί γαλήνης καί ἄς ἀρχίσουμε νά χαμογελᾶμε δίνοντας στό Θεό τό δικαίωμα νά πεῖ "Ἰδού τό παιδί μου" κι ἐμεῖς νά ἀπαντᾶμε μέ παρρησία: "Ἰδού Κύριε ὁ δοῦλος Σου. Λάλει!".

 

ΕΓΩ ΔΕΝ ΜΙΛΑΩ ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ, ΑΝ ΔΕΝ ΜΟΥ ΖΗΤΗΣΟΥΝ!

Είπε ο μακαριστός Γέρων Ανανίας (Κουστένης): «Είχε κόσμο πολύ. Και περιμέναμε. Ήτανε πασχάλιος περίοδος, Πεντηκοσταρίου. Και περιμέναμε να βγει ο Γέροντας (Πορφύριος). Είχε προβλήματα, δεν μπορούσε. Σε κάποια στιγμή βγαίνει. (Ήταν στο παλιό καλυβάκι, δεν είχε φτιάξει ακόμη το μοναστήρι).  Δεν φορούσε ούτε ράσο. Είχε μια πατατούκα, την είχε ρίξει επάνω του. Βγαίνει και περιμέναμε όλοι, χριστιανοί και μη, περιμέναμε να πει ο Γέροντας «Χριστός Ανέστη»! Δεν είπε «Χριστός Ανέστη». Είπε: «Καλημέρα σας!» Τι ωραία! Γιατί αργότερα μας έλεγε: «Εγώ, βρε, δεν μιλάω για τον Χριστό, αν δεν μου ζητήσουν. Δεν πάω γυρεύοντας, βρε. Ο Χριστός είπε: “Όστις θέλει”. Δεν είναι πίεση, είναι αρχοντιά, είναι αγκαλιά, είναι μεγαλείο, είναι δημοκρατία».

Είναι η εμπειρία του συγχρόνου μακαριστού αγίου Γέροντα Ανανία Κουστένη. Βρέθηκε και ο ίδιος, νεαρός κληρικός τότε, να περιμένει στην «ουρά» μαζί με πολλούς άλλους για να δει τον όσιο μεγάλο Πορφύριο, τον Γέροντα των Αθηνών, τον άνθρωπο του Θεού στον οποίο κατέφευγε πλήθος ανθρώπων για να πάρουν την ευχή του, να βρουν διέξοδο στα πολλά προβλήματά τους, να «ξεθολώσει» το οπτικό τους πεδίο. Κι εκείνος λοιπόν, ο μακαριστός Ανανίας,  ταλαιπωρημένος την εποχή εκείνη από διαφόρους πειρασμούς, που «τον είχαν κυκλώσει σαν τις μέλισσες και του προκαλούσαν ζαλάδα», θεώρησε ως ιδανική λύση την καταφυγή του στον άγιο – είχε ακούσει γι’  αυτόν, του είπαν και κάποιοι εν Χριστώ αδελφοί, τα βήματά του έτσι τα έσυρε προς το ταπεινό κελί του Γέροντα. Θύμιζε η κατάσταση μ’ αυτό που συνέβαινε και με τον άγιο Αντώνιο, όταν πλήθη συνέρρεαν στη σπηλιά του προσμένοντας τη χαρισματική στιγμή: τη στιγμή που θα έβγαινε για να απλωθεί το ιλαρό βλέμμα του πάνω στις κουρασμένες ψυχές τους και να λειτουργήσει το βλέμμα αυτό ως αχτίδα ηλιακή που ρίχνει φως και διώχνει την όποια σκοτεινιά.

Και πράγματι, βγήκε και ο όσιος Γέροντας Πορφύριος μέσα σε όλα τα προβλήματα υγείας που είχε – δεν άντεχε η πυρωμένη από αγάπη καρδιά του να έχει σε αναμονή τον κόσμο που τον πρόσμενε. Κι ήταν τριπλή η έκπληξη του μακαριστού Ανανία τότε, όπως ο ίδιος συχνά το ομολογούσε και το κήρυττε:  Πρώτον, ότι κάλεσε μόνον εκείνον για να τον δει και να τον ακούσει στο κελάκι του. «Ο κληρικός να έλθει» είπε, διακρίνοντας εν Πνεύματι ότι εκείνος κατεξοχήν είχε τη μεγαλύτερη ανάγκη. Και στην πραγματικότητα δεν μίλησε ο Γέρων Ανανίας˙ ήταν ο άγιος Πορφύριος που άνοιξε ευθύς το στόμα του για να του πει την κατάστασή του, να τον παρηγορήσει, να του εξηγήσει πως ό,τι του συνέβαινε ήταν μέσα στο σχέδιο του Θεού για τη δική του μεγάλη προκοπή. Κι «έλιωσε» τότε η καρδιά του Ανανία και βρήκε την πηγή που θα ξεδιψούσε έκτοτε, που θα πει ότι βρήκε το μέσον για να ριχτεί με τη μεγαλύτερη ένταση στην Πρώτη και Μοναδική Πηγή που άρδευε και την καρδιά του οσίου του Πορφυρίου, τον ίδιο τον Κύριο Ιησού Χριστό.

Δεύτερον, ότι βγήκε ο άγιος όχι με ράσο, όπως θα έκανε ένας κληρικός που «σέβεται» τον εαυτό του και το σχήμα του, αλλά με μία πατατούκα! Αλλά αυτό το έκανε ο όσιος γιατί ήταν άρρωστος. Γιατί η πατατούκα ήταν εκείνη που θέρμαινε λίγο περισσότερο το κουρασμένο του κορμί. Γιατί σηκώθηκε από το κρεβατάκι του με πολλή δυσκολία για να βρεθεί μπροστά στους αγαπημένους του. Ήταν μία «κένωση» του οσίου, όπως άλλωστε ήταν και ολόκληρη η ζωή του ακολουθώντας τον εν κενώσει απολύτω σαρκωθέντα Θεό του. Κι ήταν τούτο η απόδειξη ότι ο άγιος Πορφύριος δεν λειτουργούσε με κριτήρια ευσεβισμού και ξερής ανθρώπινης ηθικής. Ήξερε, με τη δύναμη της πληροφορίας που του έδινε η αγιασμένη βιοτή του, ότι κανείς δεν θα τον παρεξηγούσε. Παρεξηγούν μόνον εκείνοι που έχουν χαλασμένη και διεστραμμένη καρδιά και που οι λογισμοί τους γι’ αυτό δουλεύουν αδιάκοπα μέσα στη σαπίλα. Όπως το έλεγε ο άλλος μεγάλος όσιος της εποχής μας Παΐσιος: «Όταν έχεις χαλασμένη καρδιά και χρυσάφι να σου δίνουν εσύ θα το μεταποιείς σε χρυσές σφαίρες για να πυροβολείς». Λοιπόν, η έκπληξη του νεαρού τότε Γέροντα Ανανία ήταν και η «αποκάλυψη» για το μεγαλείο του οσίου Πορφυρίου, ότι ο άνθρωπος αυτός κινείτο με κριτήριο το θέλημα του Θεού και όχι με το τι θα πει ο κόσμος!

Τρίτον, η μεγαλύτερη έκπληξη! Αντί του «ορθού» χαιρετισμού: «Χριστός Ανέστη» - περίοδος Πεντηκοσταρίου ήταν, και μάλιστα Διακαινήσιμος εβδομάδα, ο άγιος είπε «Καλημέρα σας!» Όχι ότι η Καλημέρα δεν συνιστά ευχή και μάλιστα χαρισματική, όταν βγαίνει από καρδιά ανθρώπου και μάλιστα αγαπώντος – η όποια καρδιακή ευχή συνιστά τη μεγαλύτερη ευλογία που μπορεί να οδηγήσει σε μετάνοια έναν συνάνθρωπο! – αλλά περιμένεις από κληρικό και μάλιστα μοναχό να σου πει τον κατάλληλο για την εποχή χαιρετισμό. Αλλά αυτό για εμάς τους απλούς και αρχάριους στα πνευματικά ανθρώπους. Εδώ μιλάμε για τον μέγα όσιο, τον διορατικό και προορατικό που οι «κεραίες» της ψυχής του συνελάμβαναν ό,τι οι υπόλοιποι ούτε καν μπορούμε να φανταστούμε και να διανοηθούμε. Προφανώς, ο όσιος «έβλεπε» ότι όλοι οι μαζεμένοι έξω από το κελί του τότε δεν βρίσκονταν συντονισμένοι με το πνεύμα του Χριστού και της Εκκλησίας – πάντοτε υπήρχαν μέσα στους προσκυνητές και οι διάφοροι περίεργοι που προσήγγιζαν τον όσιο σαν να ήτανε ένας μάγος και φακίρης. Αλλά μπορεί από την άλλη ο όσιος πράγματι να βρισκόταν ενώπιον «ξένων» αδελφών, των οποίων αγνοεί την καρδιά – το διορατικό και προορατικό χάρισμα δεν λειτουργεί διαρκώς σε έναν άγιο! Οπότε, θα ομολογήσει έπειτα στον μακαριστό Γέροντα Ανανία όπως και σε άλλους: «Εγώ, βρε, δεν μιλάω για τον Χριστό, αν δεν μου ζητήσουν». Κι ακόμη: «Δεν πάω γυρεύοντας, βρε. Ο Χριστός είπε: “Όστις θέλει”. Δεν είναι πίεση, είναι αρχοντιά, είναι αγκαλιά, είναι μεγαλείο, είναι δημοκρατία».

Υποκλινόμαστε για μία ακόμη φορά μπροστά στο μεγαλείο της αγιότητας του οσίου Πορφυρίου. Γιατί βρισκόμαστε ενώπιον του ήθους του ίδιου του Θεού μας, ο Οποίος μας δώρισε την ελευθερία ως το μεγαλύτερο αγαθό μας και το σέβεται απεριόριστα. Και βλέπουμε ανάγλυφα το θεμέλιο της στάσεως αυτής του οσίου Γέροντα: είναι η στάση ακριβώς του ίδιου του Κυρίου Ιησού Χριστού, ο Οποίος ενώ αποκαλύπτει ότι «χωρίς Αυτόν δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε», όμως προτρέπει: «όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν». Κι είναι τούτο, κατά τον λόγο του οσίου, «η αρχοντιά και η αγκαλιά και το μεγαλείο, κι ακόμη και η δημοκρατία» του Κυρίου, αλλά ταυτοχρόνως και η αρχοντιά και η αγκαλιά και το μεγαλείο όλων των αγίων, όπως και του ίδιου του αγίου Πορφυρίου. Και δεν γίνεται αλλιώς, αφού οι άγιοι ως μέλη Χριστού αποτελούν τη χαρισματική προέκταση Εκείνου – ό,τι συνιστά και την προοπτική του κάθε ασφαλώς πιστού. Πόσο ελεγχόμαστε οι κληρικοί, οι γονείς, οι εκπαιδευτικοί, όλοι από τη «λεπτή»  αυτή στάση Θεού και αγίων, όταν θεωρούμε ως δεδομένο ότι πρέπει να ασκούμε πιέσεις για το «καλό» των άλλων, για να «σωθούν» έστω και με το ζόρι. Απλώς τότε πιστοποιούμε το μεγάλο έλλειμμα αγάπης που υφίσταται τελικώς μέσα μας!   

Ο ΘΕΟΣ ΕΡΓΑΖΕΤΑΙ ΠΟΛΥ ΥΠΟΜΟΝΕΤΙΚΑ


Αξίζει για μερικά πράγματα να περιμένεις.

Είναι ανάγκη να περιμένεις. Εργάζεται ο Θεός. Μόνο που έχει τους δικούς του ρυθμούς .

Ο Θεός εργάζεται πολύ υπομονετικά. Κι η φύση το ίδιο κάνει. Ένα λουλουδάκι θ' ανθίσει όταν έρθει η ώρα του. Όλα αυτά αλλάζουν, αλλά σε πολύ διαφορετικούς ρυθμούς απ' αυτούς που μας έχει συνηθίσει η τρελή κοινωνία μας. 

Αυτό το τρέξιμο, αυτός ο πανικός η ταραχή που μας κάνει όλους τόσο πολύ βιαστικούς, αφήνουν τον Θεό αμέτοχο.

Ο Θεός δεν μπαίνει σ' αυτούς τους τρελούς ρυθμούς μας. Κινείται στους ρυθμούς της δικής του αγάπης και της δικής του υπομονής.


Γέροντας Νεκτάριος Βιτάλης

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΤΡΥΦΩΝ

 


Τη μνήμη του τιμά σήμερα, , η Εκκλησία μας. O Άγιος Τρύφων καταγόταν από τη Λάμψακο της Φρυγίας και έζησε στα χρόνια των αυτοκρατόρων Γορδιανού (238-244), Φιλίππου (244-249) και Δεκίου (249-251).
Προερχόταν από φτωχή οικογένεια και στη παιδική του ηλικία, έβοσκε χήνες για να ζήσει. Συγχρόνως όμως μελετούσε με ζήλο την Αγία Γραφή και εκτελούσε με ευλάβεια τα θρησκευτικά του καθήκοντα. Έτσι, σιγά-σιγά ο Τρύφων με την ευσεβή φιλομάθεια του, κατόρθωσε όχι μόνο να διδαχθεί ο ίδιος, αλλά και να διδάσκει τις αιώνιες αλήθειες της πίστεως του. Γρήγορα η ευσεβής ψυχή του δέχθηκε τη χάρη του Αγίου Πνεύματος και ο Θεός αξίωσε τον Τρύφωνα να θαυματουργεί.
Όμως ο Άγιος θεράπευε όχι μόνο κάθε ασθένεια, αλλά και εξάγνιζε τις μολυσμένες από τα δαιμόνια ψυχές. Όταν ο αυτοκράτορας Γορδιανός, πληροφορήθηκε για τις θαυματουργικές ικανότητες τού Τρύφωνα, τον παρακάλεσε να θεραπεύσει την άρρωστη κόρη του. O αυτοκράτορας προσπάθησε να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του, προσφέροντας στον Άγιο αξιώματα και χρήματα, τα οποία όμως ο Τρύφων ευγενικά αρνήθηκε.
Όταν αυτοκράτορας έγινε ο Δέκιος, εξαπέλυσε άγριο διωγμό κατά των Χριστιανών. Το 250 μ.Χ. ο Άγιος, επειδή δεν λάτρευε τους θεούς της ειδωλολατρικής θρησκείας και ήταν Χριστιανός, συνελήφθη από κάποιον στρατιωτικό που ονομαζόταν Φρόντων (ή Φόρτων) και οδηγήθηκε ενώπιον των επάρχων της Ανατολής, Τιβέριου Γράγχου και Κλαυδίου Ακυλίνου στη Νίκαια της Βιθυνίας. Ο μάντης Πομπηϊανός τον παρουσίασε στους ηγεμόνες. Ο Άγιος Τρύφων ομολόγησε με θάρρος την πίστη του. Τότε υποβλήθηκε σε φρικτά βασανιστήρια. Του κατατρύπησαν με σπαθιά όλο του το σώμα, έπειτα τον έδεσαν από τα πόδια σε άλογα και τον έσυραν, σε ώρες φοβερού ψύχους, σε δύσβατες και πετρώδεις τοποθεσίες. Εκείνος προσευχόταν και έλεγε: «Κύριε, μην τους καταλογίσεις αυτή την αμαρτία». Μετά το φρικτό μαρτύριο τον ρώτησαν αν σωφρονίσθηκε και ήθελε να θυσιάσει στα είδωλα.
Ο Μάρτυρας του Χριστού απάντησε τότε στον έπαρχο Ακυλίνο: «Ανόσιε και κακών αρχηγέ, είναι δυνατόν να είσαι σωφρονισμένος, όταν είσαι μεθυσμένος από τον διάβολο; Εγώ πάντοτε περνάω τον βίο μου με σωφροσύνη, γιατί έχω τον Χριστό βοηθό της ελπίδας μου». Ύστερα από αυτό τον έκλεισαν στο δεσμωτήριο με σκοπό να του δώσουν διορία, για να απαλλαγεί από την «άνοια» αυτού και να αρνηθεί την πίστη του στον Χριστό. Λίγες ημέρες μετά ο έπαρχος κάλεσε τον Άγιο και τον ρώτησε εάν το διάστημα του χρόνου και τα βασανιστήρια τον έπεισαν να θυσιάσει στους θεούς. Ο Άγιος και πάλι ομολόγησε με πνευματική ανδρεία το Όνομα του Θεού. Τον έσυραν τότε γυμνό πάνω σε σιδερένια καρφιά, κατόπιν τον μαστίγωσαν και στη συνέχεια του έκαψαν με λαμπάδες τα πλευρά. Στο τέλος, μόλις ο Μάρτυρας παρέδωσε την ψυχή του στον Θεό λέγοντας το «Κύριε Ιησού Χριστέ, δέξαι το πνεύμα μου», απέκοψαν την τίμια κεφαλή αυτού.
Οι Χριστιανοί παρέλαβαν το τίμιο λείψανο του Μάρτυρος και αφού το έχρισαν με πολύτιμα μύρα και το τύλιξαν σε σινδόνα, το κατέθεσαν σε λάρνακα και το απέστειλαν στην πόλη της Λαμψάκου κατά την επιθυμία του.
Η Σύναξη του Αγίου Μάρτυρος Τρύφωνος ετελείτο στο Μαρτύριό του, το οποίο βρισκόταν μέσα στο σεπτό Αποστολείο του Ιωάννου του Θεολόγου, πλησίον της Μεγάλης Εκκλησίας.
Ναό αφιερωμένο στον Άγιο Τρύφωνα έκτισε ο μέγας Ιουστινιανός (527-565 μ.Χ.) στην τοποθεσία του Πελαργού Κωνσταντινουπόλεως. Μονή του Αγίου Τρύφωνος αναφέρεται και μετά τα μέσα του 9ου αιώνος μ.Χ., παρακείμενη στη Μητρόπολη Χαλκηδόνος, στην οποία εκάρη μοναχός ο μετέπειτα Πατριάρχης Νικόλαος ο Μυστικός (901-907, 912-925 μ.Χ.).
Ιερά Λείψανα: Η Κάρα του Αγίου βρίσκεται στη Μονή Ξενοφώντος Αγίου Όρους.
Μέρη της Κάρας του Αγίου βρίσκονται στη Μητρόπολη Άρτης και τις Μονές Μεγ. Σπηλαίου Καλαβρύτων και Ζωοδόχου Πηγής Άνδρου.
Η δεξιά (πλήν της παλάμης) του Αγίου βρίσκεται στη Μονή Κωνσταμονίτου Αγίου Όρους.
Μέρος της δεξιάς του Αγίου βρίσκεται στη Μονή Βατοπεδίου Αγίου Όρους.
Η δεξιά παλάμη του Αγίου βρίσκεται στη Μονή Προυσού Εὐρυτανίας.
Τεμάχια της δεξιάς και 9 άλλα τεμάχια του Αγίου βρίσκονται στη Μονή Παντοκράτορος Αγίου Όρους.
Ένας βραχίονας του Αγίου βρίσκεται στη Μονή Φρασινέϊ Ρουμανίας.
Μέρος χειρός του Αγίου βρίσκεται στη Μητρόπολη Θηβών και Λεβαδείας.
Μία πτέρνα του Αγίου βρίσκεται στη Μονή Διονυσίου Αγίου Όρους.
Μέρος του αριστερού ποδός του Αγίου βρίσκεται στη Μονή Παντελεήμονος Αγίου Όρους.
Αποτμήματα του Ιερού Λειψάνου του Αγίου βρίσκονται στις Μονές Κορνοφωλιάς Έβρου, Γουμένισσας Κιλκίς, Οσίου Διονυσίου Λιτοχώρου, Θεοτοκιού Άρτης, Κορώνας Καρδίτσας, Κοιμ. Θεοτόκου Λιγοβιτσίου Αιτωλοακαρνανίας, Αμπελακιώτισσας Ναυπακτίας, Σαγματά Βοιωτίας, Πεντέλης Αττικής, Νταού Πεντέλης, Οσίου Θεοδοσίου Άργους, Χρυσοπηγής Δίβρης Ηλείας, Βουλκάνου Μεσσηνίας, καθώς και Κουτλουμουσίου, Καρακάλου και Δοχειαρίου Αγίου Όρους.
Απολυτίκιον
Ήχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.

Τρυφήν την ακήρατον, ιχνηλατών εκ παιδός, βασάνους υπήνεγκας, υπέρ Χριστού του Θεού, και ήθλησας άριστα όθεν την των θαυμάτων, κομισάμενος χάριν, λύτρωσαι πάσης βλάβης, και παντοίας ανάγκης, Τρύφων Μεγαλομάρτυς, τους σε μακαρίζοντας.