“Είναι σημαντικό να βάζουμε όρια, αλλά αυτά χρειάζεται να συνοδεύονται και από ένα όραμα” (καθηγητής Βασίλης Καραποστόλης)
Ζούμε στην εποχή του “όλα επιτρέπονται”. Οι γονείς εύκολα δικαιολογούν το παιδί για τα παραπτώματά του με την φράση “παιδί είναι, τι να κάνουμε”. Η αγάπη κάνει την καρδιά μας ανεκτική, κάποτε στον βαθμό της υπερβολής. Η ανεκτικότητα δεν έχει να κάνει με το αίσθημα ότι δεν πειράζει ό,τι κι αν κάνει ο άλλος, εμείς θα είμαστε υπομονετικοί. Διότι έτσι χάνεται εντελώς ο παιδαγωγικός χαρακτήρας, ο οποίος συνοδεύει κάθε σχέση. Αν μέσα από την σχέση δεν γινόμαστε καλύτεροι, αν μέσα από την συνάντηση με τον συνάνθρωπό μας δεν βρίσκουμε καινούργια μονοπάτια δημιουργικότητας, βελτίωσης, υπέρβασης του εαυτού μας και των παθών και λαθών μας, τότε στην πραγματικότητα λειτουργούμε με την σχέση ως δεκανίκι του εγωισμού μας, χωρίς να παίρνουμε κάτι ουσιώδες από αυτήν. Και δεν είναι θέμα εξουσίας το να δείχνουμε στον άλλον, όπως και στον εαυτό μας τα όρια που θα βοηθήσουν όλοι μας να πάμε παρακάτω. Να μάθουμε να αντέχουμε, να διαχειριζόμαστε, να μπορούμε να χαρούμε αυθεντικά. Είναι θέμα αληθινής αγάπης. Επειδή αγαπώ οριοθετώ τι αντέχω, ώστε ο άλλος να μην κινδυνεύσει να χάσει την αγάπη μου, αλλά κι εκείνος να δει μέχρι πού η ζωή μπορεί να είναι σύμμαχός του. Αν θέλω να είμαι ευχάριστος, τότε η συντριβή περιμένει, αργά ή γρήγορα.
Τα όρια λειτουργούν αμυντικά. Πρέπει όμως να συνοδεύονται και από μία ελπίδα, μία προοπτική. Ξέρω τι δεν μου επιτρέπεται. Χρειάζεται όμως να έχω κι έναν στόχο. Αλλιώς, μόνο οι απαγορεύσεις δεν θα με οδηγήσουν κάπου. Διότι ο “παλαιός άνθρωπος” εντός μου θα επαναστατήσει. Και, όντας κουρασμένος από τα “όχι” και τα “μη”, δεν θα αντέξω. Αν όμως έχω ελπίδα και προοπτική, είτε αυτή λειτουργεί στο επίπεδο της δημιουργικότητας που χρειάζεται προετοιμασία, είτε στο επίπεδο ενός εαυτού που αγαπά και χαίρεται ακριβώς επειδή αγαπά και μπορεί να προσφέρει στις σχέσεις με τους άλλους, αλλά και στο επίπεδο της κοινωνικοποίησης που είναι άμεσα συνδεδεμένη με το να μπορεί ο άνθρωπος να συνυπάρχει, τότε τα όρια αντέχονται και ομορφαίνουν την ζωή μας. Οι γονείς λοιπόν, πρωτίστως, αλλά και οι παιδαγωγοί, οφείλουν να επιμένουν στα όρια, διότι χωρίς αυτά το παιδί θα νομίζει ότι όλος ο κόσμος υπάρχει γι’ αυτό και γρήγορα θα διαψευστεί, αλλά και να δείχνουν ότι η αγάπη, από την οποία τα όρια ξεκινούν και στην οποία αποσκοπούν, είναι χαρά κι ας έχει κόπο.
Ο στόχος του ανθρώπου, σύμφωνα με την πίστη, είναι προφανώς εσχατολογικός. Είναι η βίωση της αγιότητας στο παρόν. Γι’ αυτό και ο πιστός ακολουθεί τις εντολές του Ευαγγελίου, νιώθοντας ότι το “ίδιον θέλημα” δεν οδηγεί στο καλό από μόνο του, αλλά μάλλον μας βάζει σε μία προοπτική αυτοθέωσης, πνευματικού δηλαδή θανάτου. Έτσι, η άσκηση, που είναι η κατεξοχήν και κάποτε και αυτόβουλη οριοθέτηση της ύπαρξής μας, λειτουργεί όχι ως στέρηση ή καταπίεση, αλλά ως αφετηρία βίωσης της αγάπης. Νηστεύω, προσεύχομαι, αφήνω την εξάρτηση από τα υλικά πράγματα όχι ως αυτοβασανισμό ή ως θεραπεία ενοχών, αλλά ως χαρά για να μπορέσω να δοθώ στον Θεό και τον συνάνθρωπο. Αυτό είναι και το όραμα τελικά της Εκκλησίας, η βασιλεία του Θεού στην οποία χωρούνε όσοι ζούνε το “γενηθήτω το θέλημά Σου”.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός