του Ἀρχιμ. Ἐπιφανίου Οἰκονόμου, Ἱεροκήρυκος Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δημητριάδος
Ἦταν μόλις 35 ἐτῶν ὅταν ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τόν ἀνεβίβασε στήν Ἀρχιερωσύνη καί τόν κατέστησε Μητροπολίτη Δημητριάδος & Ἀλμυροῦ.
Ἐμπιστεύθηκε στούς νεανικούς του ὤμους τά ὄνειρα καί τίς προσδοκίες μιᾶς Ἐκκλησίας πού ἔβγαινε ἀπό μία ἐκ τῶν πλέον δυσκόλων περιόδων τῆς νεότερης ἱστορίας της, ἀναζητώντας τό νέο πνεῦμα, τίς καινούριες ἰδέες, τά χαρισματοῦχα πρόσωπα πού θά τήν ἔκαναν καί πάλι οἰκεῖα στούς ἀνθρώπους, ἀγωνιστική, σύγχρονη, δυναμική.
Τόν ἀνεβίβασε στόν ἐπισκοπικό θρόνο ἀφοῦ προηγουμένως εἶχε ἐκτιμήσει ὅλη τήν μοναστική καί ἱερατική του πορεία. Ἀπό τή Μονή τοῦ Ὁσίου Βαρλαάμ Μετεώρων, στήν Κόρινθο γιά τή στρατιωτική θητεία.
Μετά τή Νομική καί Θεολογική Σχολή, στήν Ἀθήνα γιά τήν ἀνάπτυξη ἑνός σπουδαίου πνευματικοῦ καί κοινωνικοῦ ἔργου στήν Παναγίτσα τοῦ Παλαιοῦ Φαλήρου, ἐκεῖ ὅπου ἄρχισε νά χτίζει τό οἰκοδόμημα τῆς ἱερατικῆς προσωπικότητάς του, ἀποκαλύπτοντας παράλληλα τά μεγάλα πνευματικά δωρήματα πού τοῦ χάρισε ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ταυτόχρονη μοναστική του ζωή, ἦταν ἡ ἀσφαλής ὁδός, διά τῆς ὁποίας δρομολογήθηκε ἡ μελλοντική λαμπρή πορεία.
Ἀπό τήν στιγμή τῆς εἰς Ἐπίσκοπον χειροτονίας του, ὁ Μακαριστός Ἀρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, διήνυσε, μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του, 34 χρόνια Ἀρχιερατικῆς διακονίας τά ὁποία χωρίζονται σέ δύο περιόδους.
Ἡ πρώτη περιλαμβάνει τήν 24χρονη διαποίμανση τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δημητριάδος καί ἡ δεύτερη τήν δεκαετή Ἀρχιεπισκοπική διακονία στόν πρῶτο θρόνο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Ἡ τριαντατετράχρονη αὐτή πορεία ἦταν καταρχήν πορεία ἀγάπης.
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος κοίταξε τούς ἀνθρώπους στά μάτια μέ τή δική του καθαρή ματιά, ἔχοντας πάρει τήν ἀπόφαση νά γίνει ἕνα μέ τίς χαρές καί τίς λύπες τους.
Ποτέ δέν κοίταξε τό ποίμνιό του ἀφ ̓ ὑψηλοῦ, οὔτε διαχώρισε τούς ἀνθρώπους σέ πρώτης ἤ δευτέρας ποιότητας, ἀνάλογα μέ τή μόρφωση ἤ τό κοινωνικό τους ἐπίπεδο.
Ἀντιθέτως, δέ δίστασε νά προσαρμοστεῖ στό ἐπίπεδο τοῦ καθενός, νά διαλεχτεῖ μέ ὅλους, ν ̓ ἀνοίξει τήν πόρτα τῆς καρδιᾶς του σέ ὅλους ἐκείνους πού ἀναζητοῦσαν παρηγοριά, στηρίγματα, ἐλπίδα, βοήθεια, ψυχολογική ἐνίσχυση, συμπαράσταση στούς ἀγῶνες, ἕναν πατέρα πού δέ θά διστάσει νά πολεμήσει γιά τά δίκαια αἰτήματά τους.
Ἔδωσε στούς ἀνθρώπους ἀγάπη καί κέρδισε τή λατρεία καί τήν ἐμπιστοσύνη τους.
Κυρίως
τό ἔργο τῆς ἀγάπης στράφηκε πρός τούς νέους, στούς ὁποίους ἀπευθύνθηκε
χωρίς «κόμπλεξ» καί περιστροφές, ἀλλά μέ τήν ρεαλιστική παρρησία ἐκείνου
πού δέ διστάζει νά ὁμολογήσει τά λάθη, ν ̓ ἀναλάβει τίς εὐθύνες καί νά
χαράξει νέους δρόμους ἀλήθειας καί δικαιοσύνης, ἐπειδή ὁ ἴδιος εἶναι
ἀνεπιτήδευτος καί αὐθεντικός.
Ἦταν, ἐπίσης, μιά πορεία εὐθύνης ἔναντι τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί τοῦ ἔθνους.
Συνειδητοποίησε, ἀπό τήν πρώτη στιγμή, ὅτι ἦταν συνεχιστής τῆς τεράστιας Ἐκκλησιαστικῆς παράδοσης, ἦταν φορέας τῆς μοναδικότητας τῆς Ὀρθόδοξης πίστης, ἀλλά καί συνεχιστής τοῦ ἐθνικοῦ ἔργου πού φωτισμένοι ἐκκλησιαστικοί ἄνδρες διαδραμάτισαν στήν ἱστορική πορεία τοῦ τόπου.
Δέ δίστασε ποτέ νά θέσει τόν ἑαυτό του στήν πρώτη γραμμή του ἀγώνα γιά τή διατήρηση τῶν δικαίων τῆς Ἐκκλησίας, ν ̓ ἀντιταχθεῖ σέ νοοτροπίες καί πολιτικές που σκοπό εἶχαν νά δηλητηριάσουν καί τελικά νά καταστρέψουν τή σχέση ἐμπιστοσύνης καί ἀγάπης τοῦ λαοῦ πρός τήν Ἐκκλησία του.
Δέν ὑποχώρησε μπροστά σέ ἐξουσίες πού θέλησαν νά τραυματίσουν τό ἦθος τοῦ λαοῦ μας, νά χαλαρώσουν τίς ἀντιστάσεις του ἀπέναντι σέ ξενόφερτες συνήθειες πού ἀντιστρατεύονται τήν παράδοση καί ἀσεβοῦν ἔναντι τῆς ἱστορίας του.
Ἡ στάση του αὐτή κίνησε τήν μήνη ὅλων ἐκείνων τῶν συμφερόντων, ἀλλά καί τῶν προσώπων πού ἔνιωσαν ὅτι ὁ Ἀρχιεπισκοπικός λόγος ἀποκαλύπτει τή γυμνότητά τους, φέρνει στό φῶς τίς σκοτεινές προθέσεις τους.
Ὁ ἴδιος τούς ἀπάντησε μέ θάρρος:
«Ὁ ἀγώνας μας δέν ἀρέσει σέ μερικούς πού ἔχουν ἐκστρατεύσει ἐναντίον μας καί χύνουν τό δηλητήριό τους. Ὅσο μέ πολεμοῦν, τόσο περισσότερο θά ἀγωνίζομαι… Φοβᾶμαι μόνο τό Θεό, κανέναν ἄλλο. Εἶμαι ἐλεύθερος» (Κήρυγμα στή Θεία Λειτουργία τῆς 21/10/2004).
Ἡ Ἀρχιερατική του πορεία, τέλος, ἦταν ἐμπνευσμένη ἀπό τό λειτουργικό πνεῦμα καί τήν Ὀρθόδοξη Θεολογία.
Δικαίως θεωρεῖται ὁ πλέον λειτουργικός Ἀρχιεπίσκοπος τῆς μεταπολεμικῆς Ἑλλάδος, ὁ ἱεράρχης πού ἑλκύστηκε ὅσο λίγοι, ἀπό τόν πλοῦτο τῆς λειτουργικῆς μας παράδοσης καί τό θάμβος τῆς Ὀρθόδοξης Μυστηριακῆς ζωῆς.
Γνώριζε, ὅμως, ὅτι αὐτή ἡ παράδοση δέν εἶναι μιά στατική πραγματικότητα, ἀλλά ἕνα μέγεθος πού κρύβει μέσα του θαυμαστή δυναμική, ἱκανή ὄχι νά προσαρμοστεῖ στά δεδομένα τῆς κάθε ἐποχῆς, ἀλλοιώνοντας τή φύση της, ἀλλά νά προσαρμόσει στό δικό της ἦθος τά δεδομένα του σήμερα ἐπηρεάζοντάς τα θετικά καί κάνοντάς τα εὔχρηστα στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας.
Μέσα σ ̓ αὐτή τή λογική, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος δέ δίστασε νά πάρει καινοτόμες ἀποφάσεις, ν ̓ ἀναμετρηθεῖ μέ τίς τάσεις ἐκεῖνες πού ἐπαγγέλλονται τήν στείρα ἐμμονή στό παρελθόν, πού ἀρνοῦνται κάθε τι καινούριο, πού φοβοῦνται τό διάλογο, πού ἐπιδιώκουν τήν περιχαράκωση στά ἐντός καί ἐπί τά αὐτά τῆς ἐγωιστικῆς αὐτάρκειας.
Ἔβγαλε
τήν Ἐκκλησία στόν κόσμο, καθώς συνειδητοποίησε ὅτι αὐτή εἶναι ἡ
ἀποστολή της. Νά πορευτεῖ πρός συνάντηση τῶν ἀνθρώπων καί ὄχι νά
περιμένει ἀπαθής νά ἔρθει ὁ κόσμος κοντά της.
Δέκα πέντε χρόνια μετά τό θάνατό του ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος ἐξακολουθεῖ νά ζεῖ στίς καρδιές τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων, νά ὁμιλεῖ καί νά διδάσκει μέσα ἀπό τούς λόγους, τά κείμενα καί τά πεπραγμένα του.
Ἡ ἀπουσία του, ὅμως, εἶναι ἐκκωφαντική στήν ἐποχή τῶν μεγάλων ἀνατροπῶν καί προκλήσεων, ὅπου τά ὁράματα δεινοπαθοῦν καί σβήνουν.