Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2025

Λιτανεία και τιμή

 

Του Αρχιμ. Χρυσόστομου Χρυσόπουλου

Στην λειτουργική  πράξη της  Εκκλησίας μας  είναι και η λιτανεία  του Τιμίου Σταυρού.  Την  Μεγάλη Πέμπτη τον περιφέρει  ως  γεγονός  που συμβαίνει  εκείνη την ώρα και στον συγκεκριμένο  τόπο, γι’ αυτό και ακούμε  «Σήμερον  κρεμάται επί ξύλου». Σε  άλλες  δε ημέρες  λιτανεύει  η Εκκλησία μας  τον Τίμιο Σταυρό με αφορμή συγκεκριμένα γεγονότα  ιστορικά. Δεν είναι ενέργειες που αποσκοπούν   να προκαλέσουν  συγκινήσεις,  αλλά στιγμές  που θέλουν να ξυπνήσουν ναρκωμένες  συνειδήσεις, με τελικό σκοπό να  απαγκιστρωθούν από την πεζότητα  της καθημερινότητας  και εκείνη πλέον  να ντύσει  τα προβλήματά της  με προσδοκία  για την λύση τους. Η αναμονή, όπως το τραύμα γίνει θαύμα, έχει το πρότυπό της στο πρόσωπο   του Ιησού  και στον ανήφορό Του  προς τον Γολγοθά. Το μνημείο στην συνέχεια θα  είναι ο ενδιάμεσος  σταθμός, προς την  Ανάστασή Του.

Στην αρχή, σχεδόν, της  εκκλησιαστικής  χρονιάς  μας θυμίζει η Εκκλησία την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού στον άμβωνα,  από τον Πατριάρχη  Ιεροσολύμων Μακάριο. Τον είχε βρει  θαυματουργικά  η Αγία  Ελένη  και ήθελαν να Τον ασπασθούν,  ή τουλάχιστον  να Τον  δουν αμέτρητο  πλήθος  χριστιανών. Θα τον δούμε και στην αυριανή κυριακάτικη ευχαριστική Σύναξη.

  Δεν προτάσσει  η Εκκλησία  τον Τίμιο  Σταυρό ως απόδειξη  ηρωισμού  που έρχεται  από το παρελθόν  ναρκισσευόμενη  και προκειμένου  να αποδείξει  τις ισχυρές  ρίζες  Της.  Τον  περιφέρει  μέσα στον Ναό ως σύμβολο  θυσίας  μοναδικής και αφορμή  για σοβαρό προβληματισμό πώς θα  αντιμετωπίσουμε  τους δικούς μας  ποικίλους  γολγοθάδες.  Αν δούμε  την εκούσια πορεία  του Κυρίου προς το Πάθος και την παραλληλίσουμε – ή ακόμα και να την ταυτίσουμε – με την όποια δική μας πορεία, τότε θα έχουμε και ανάλογα  αποτελέσματα. 

Την θυσιαστική πράξη του Θεανθρώπου  Χριστού, δεν  μπορούμε  να  την δούμε ως  απλή  διήγηση, γιατί τότε δεν έχει νόημα.  Αμέτρητες  φορές  τα κράσπεδα  του Γολγοθά  φιλοξένησαν  χριστιανούς  με επιπόλαιο  συναισθηματισμό.  Άνθρωποι που  στην υπόλοιπη ζωή τους κρύβουν Πιλάτους και Ιούδες, που οι συγκυρίες και ο εξωτερικός  καθωσπρεπισμός  τους κάνουν να φέρονται ως συμπάσχοντες  των όσων συμβαίνουν  εκεί, δεν θα έπαιρναν  ποτέ την θέση Του.  Είναι και παραμένουν  θεατές ενός  σκηνικού ξένου  με την ουσιαστική ιδεολογία τους και πρακτική της  ζωής τους. 

Ο Γολγοθάς  δεν υπάρχει  για να βοηθά  τους ρομαντικούς  να δακρύσουν  ή τους ρωμαλέους  της ζωής να βρουν  τον καθρέπτη τους. Στέκει  στην Αγία Γη  και κάνει ιερό  τον τόπο, όπου στήνεται ο Σταυρός, ως αφορμή για να αφουγκρασθούμε τα μηνύματα  που εκπέμπει και να τα αξιοποιήσουμε ζώντας  ο καθένας  τον δικό του Γολγοθά.  Λιτανεύοντας τον Τίμιο Σταυρό  η Εκκλησία θέλει να καταλάβουμε ότι δεν είναι  όπλο τιμωρίας  κακούργων,  αλλά ορόσημο μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας,  θανάτου και ζωής,  απαξίωσης  και δικαίωσης. 

  Ο  τρόπος και  ο τόπος  τιμωρίας του Χριστού με τους άλλους  δύο συγκατάδικους του είναι ίδιοι. Ο πόνος όμως για τον Χριστό είναι μεγαλύτερος. Οι ληστές δίκαια  τιμωρούνται για όσα  έπραξαν στην ζωή τους,  Εκείνος  ήταν αναμάρτητος και ο πόνος γίνεται αφόρητος. Επιπλέον  περισσότερο  τον πονά   πιο πολύ και από το ακάνθινο  στεφάνι,  η προδοσία  και η εγκατάλειψη. 

Από το «Γλυκύτατος Ναζωραίος» ας πάμε επιτέλους στο Σταυρωμένος  και Αναστημένος  Θεός. Εκείνος  που  θυσιάζεται  για τους άλλους, που είναι «ο αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτία του κόσμου» και που ποτέ δεν μειώνεται, παραμένει ο ποιητής,  ο εμπνευστής και συντηρητής  της ιστορίας,  προσωπικής ή πανανθρώπινης, της Εκκλησίας  ολόκληρης.   


  Με μόνο το συναίσθημα  και την  συμπόνια  δεν διορθωνόμαστε, δεν  αλλάζουμε.  Δεν ακούμε  τους κτύπους της καρδιάς  Του  ως  αφυπνιστικούς  της  νάρκωσής  μας  και  της ραστώνης μας. Κανένας Σταυρός,  όπου  και να υπάρχει, δεν μπορεί να μην αναμένει  την Ανάσταση.  Όταν αυτή η προσδοκία  περνά από την Εκκλησία, την διδασκαλία  Της και την Θεία Λατρεία  Της, τότε  γίνεται βεβαιότητα  και βίωμα.